Το πέταγμα των αετών – Ανδρέα Β. Μπούτσικα.

Ανοιξιάτικο απογευματινό και ο πύρινος δίσκος της ζωής, κουρασμένος από το ολοήμερο παιχνίδι του με τούς γκριζόλευκους νερόσακους του ουρανού, που μάταια προσπαθούσαν να του μειώσουν τη λάμψη, γέρνει αργά πίσω από τη δυτική καταπράσινη πλαγιά του Άθω, που νωχελικά ξαπλωμένος αφήνει αδιάφορα το μακρόστενο πέτρινο κορμί του να δροσίζεται στα βαθυγάλαζα νερά του Αιγαίου, ενώ η πανύψηλη κορφή του αγναντεύει περήφανα πέρα το ολόφωτο πέλαγος.

Το ηλιόγερμα προχωρεί και ο χρυσαφένιος αφέντης αποτραβά σιγά-σιγά τις ακτινωτές κόρες του για να τις στείλει σε άλλους τόπους. Και όπως μια αργοπορημένη δέσμη βάφει χρυσαφί το κατάλευκο εκκλησάκι της κορυφής, μοιάζει αυτό χρυσή κορώνα στο κεφάλι του πέτρινου γίγαντα, για να μεταμορφωθεί σε λίγο σε πύρινη φλόγα, μάτι θαρρείς θεϊκό που παρακολουθεί από τα ύψη άγρυπνα και προστατευτικά τις φωλιασμένες στις δασωμένες πλαγιές μονές, σκήτες και ησυχαστήρια των αναχωρητών.

Την ώρα αυτή, οι εκατοντάδες μοναχοί της Αγιορείτικης πολιτείας, κινούνται βιαστικά σαν μαύροι ίσκιοι, καθώς θέλουν να ολοκληρώσουν την όποια ασχολία τους στη γη, πριν ακουστεί το εσπερινό κάλεσμα του σήμαντρου για προσευχή και πνευματική επικοινωνία με τον ουρανό.

Παραμονή άλλωστε σήμερα του Αγίου Γεωργίου και η μεγάλη γιορτή που θα ξημερώσει πρέπει να πανηγυριστεί με κάθε λαμπρότητα!

—Λοιπόν, Ιωσήφ, θα με πας στη Λαύρα; Καθυστερήσαμε, βλέπεις, συζητώντας και θα αργήσω πολύ, αν πάω με τα πόδια, ρώτησε ο μοναχός Ιωάννης, καθώς σηκωνόταν να φύγει από το ασκηταριό του Ιωσήφ, όπου είχε πάει να τον επισκεφτεί και τώρα έπρεπε να φύγει.

—Θα γίνει, Γέροντα. Μια στιγμή μόνο να πάρω το σκούφο μου και φεύγουμε. Βιάζομαι κι εγώ να γυρίσω γρήγορα.

—Γιατί να βιαστείς; Μένεις απόψε εκεί.

— Όχι! Μέρα που ξημερώνει κι εγώ να λείπω από το ασκηταριό; Δεν το θέλω. Θα γυρίσω. Πάμε.

Σε λίγο, το παμπάλαιο τζιπ με τούς δυο μοναχούς προχωρούσε τραμπαλιστά και αγκομαχώντας στο στενό και γεμάτο λακκούβες χωματόδρομο που οδηγούσε στο μοναστήρι της Μεγίστης Λαύρας, μια ώρα μακριά από το ασκηταριό του Ιωσήφ. Το χοροπηδητό είναι δυνατό και δεν επιτρέπει ούτε συζήτηση, ούτε απροσεξία, αφού τα βάραθρα στο πλάι στέκουν μ’ ανοιχτό στόμα, λαχταρώντας να καταπιούν με χαρά τούτο το σαράβαλο που τολμά με τα τινάγματά του να παίζει μαζί τους και να τα περιγελά.

Οι μοναχοί κρατιούνται γερά μήπως και σε κάποιο από τα πηδήματα βρεθούν έξω από το όχημα, ενώ τα χείλη τους ψιθυρίζουν την πιο σύντομη προσευχή των αναχωρητών: «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιε του Θεού, ελέησόν με».

Η προσευχή ταιριάζει απόλυτα στην περίσταση, γιατί το τρίξιμο των λαμαρίνων και ο επικίνδυνος δρόμος που ξεδιπλώνεται ατέλειωτος ανάμεσα από τις φυλλωσιές του δάσους, απαιτούν τη θεϊκή επίκληση.

Ο Ιωσήφ είναι ένας μοναχός, απομονωμένος στην πιο απόμακρη γωνιά της μοναχικής Πολιτείας, στη Βίγλα, τον τελευταίο βράχο του Άθω.

Εδώ, στον Ακράθωνα, «στο πέρας της γης», όπως το λένε ειρωνικά οι μοναχοί, ήλθε να στήσει το ασκηταριό του, πλάι στις φωλιές των θαλασσαετών. Κι αυτοί παραξενεμένοι από την παρουσία και το θράσος του, να ζητά μερίδιο από τον εναέριο πέτρινο τόπο τους, που μόνον οι ίδιοι είχαν το προνόμιο να κατέχουν, τον κοίταξαν με απορία και με περιφρόνηση του έκαναν τόπο. Γρήγορα όμως τον συνήθισαν και ανέχτηκαν αδιάφορα τη συγκατοίκηση. Αλήθεια, όποιος φτάσει εδώ επάνω, νιώθει την απεραντοσύνη και την αιωνιότητα του Θεού, καθώς η μύτη και τα πλευρά του βράχου πέφτουν τρομακτικά κάθετα στο χάος του ουράνιου και του θαλάσσιου ορίζοντα. Εδώ η πάλη των στοιχείων της φύσης περισσεύει. Λυσσομανούν οι θύελλες και οι άνεμοι συχνά αρχίζουν ατέλειωτες μονομαχίες με τα σύννεφα και τις ομίχλες, ενώ στα ριζά του βράχου, ύπουλα και με μέθοδο η θάλασσα ροκανίζει επίμονα τα βάθρα του, είτε με τρομερά κυματιστά χτυπήματα, είτε γλύφοντας και τρίβοντας με τρόπο τα λιγοστά χώματα και χαλίκια.

Δύσκολες οι συνθήκες ζωής βέβαια, μα ο Ιωσήφ αδιαφορεί, ενώ οι θαλασσαετοί που κατάλαβαν την αφοβία του, τον θεώρησαν δικό τους και τον παράτησαν στην ησυχία του. Κι αυτός, πασχίζοντας με τα χέρια του, έσκισε πέτρα-πέτρα, κομμάτι-κομμάτι το βράχο, τον καθάρισε σε μεγάλο φάρδος, κάνοντας πλάτωμα, και πάνω έστησε το ησυχαστήρι του, που το αφιέρωσε στον άγιο Μηνά. Πάλεψε με επίμονη δουλειά, προσευχή και καρτερία, κάτω από τα χλευαστικά βλέμματα των αετών, που παρακολουθούσαν έκπληκτοι τον άνθρωπο, να αγωνίζεται να μιμηθεί τη δική τους κατοικία. Έτσι έχτισε ο Ιωσήφ με τον αγώνα του το μικρό μοναστηράκι του, αποτραβηγμένος από τα εγκόσμια και λατρεύοντας με όλο το πάθος της ψυχής του τον Χριστό και προσκυνούσε την αγία Μητέρα Του που κρατά κάτω από τη σκέπη Της το βουνίσιο περιβόλι Της. Στις λίγες ώρες που του περισσεύουν από την προσευχή, ασχολείται με τη φροντίδα στήριξης και περιποίησης του μικρού ασκηταριού του, που όλο κι όλο αποτελείται από μια μικρή εκκλησούλα, το ταπεινό καμαράκι του κι ένα στενό μα φιλόξενο αρχονταρίκι, όπου καλοδέχεται γεμάτος αγιοσύνη τούς λίγους γνωστούς ή άγνωστους στρατοκόπους-προσκυνητές που ανηφορίζουν με ηρωισμό ως εδώ. Μόνη τους επιθυμία να γνωρίσουν την εξαγνισμένη ύπαρξη του μοναχού, που ήρθε να μοιραστεί το βράχο με τούς θαλασσαετούς.

Όταν φτάσεις εδώ, αισθάνεσαι έντονα να σε αγγίζει το βλέμμα του Θεού και η αίσθηση της ύπαρξής Του γίνεται ζωντανή, όχι μόνον από τη μαγεία της φύσης, αλλά και τη γλυκύτητα της υποδοχής και των λόγων του Ιωσήφ. Γιατί, καθώς σε κοιτάζει με το καθάριο γαλανό του βλέμμα και σου μιλά χαμογελαστά και ήρεμα, νομίζεις πως κάποιο ουράνιο πνεύμα πήρε τη σάρκινη επένδυση του κορίνθιου μοναχού κι έκανε την απρόσιτη αυτή και παρθένα, από ανθρώπινη δολιότητα και πολιτισμό, άκρη της γης, σε ένα κομμάτι γήινου παράδεισου που απολαμβάνει τη θωπεία του Θεού. Καθώς μάλιστα σε τυλίγει από θάλασσα και ουρανό το απέραντο γαλάζιο χρώμα και το εκτυφλωτικό φως, γίνεσαι άυλος και νιώθεις πως πετάς, πως χάνεσαι μέσα στο υπερκόσμιο χάος. Ξεχνάς την ύπαρξή σου, τις γήινες επιθυμίες, τα ανθρώπινα και γίνεσαι ένα με τον ουρανό και τούς αγγέλους που έχεις την αίσθηση πως σε τριγυρίζουν, ενώ αισθάνεσαι την ηχώ της υμνολογίας τους μέσα από το απροσδιόριστο βουητό του αιγαιοπελαγίτικου αγέρα.

Τι μαγεία, Θεέ μου! Πόσο χαμένοι είμαστε εμείς που ζούμε στην κόλαση της βουερής πολιτείας, που την ονομάσαμε πολιτισμένη ζωή! Κι ενώ εκστασιάζεσαι, βυθισμένος στη γαλήνη του Αθωνικού παραδείσου, σε γυρίζει ομαλά στην ανθρώπινη πραγματικότητα ο γλυκός λόγος του μοναχού.

Σε έχει συνοδεύσει στην ελάχιστη περιήγηση του λιτού βασιλείου του, για να σε οδηγήσει σε λίγο στο φιλόξενο αρχονταρίκι του, όπου δέχεσαι το πιο πλούσιο φίλεμα! Τριανταφυλλένιο λουκούμι, μυρωδάτο καφέ και ολόδροσο νερό. Ομολογείς πως ποτέ δεν χάρηκες πιο λαχταριστή απόλαυση και συλλογιέσαι: πώς τάχα τούτη η γεύση; Άραγε, από τη σωματική κούραση ή μήπως από την αίσθηση της ουράνιας γαλήνης; Κι αργότερα, όταν αρχίσεις τη βαθιά κουβέντα με τον φωτισμένο μοναχό που ακτινοβολεί, τότε το πνεύμα σου λευτερώνεται, μεθά από αγιοσύνη και βλέπεις πόσο μάταιη είναι η ζήση σου στην πολύβουη πόλη και πόσο κοντά είναι ο παράδεισος και η ζωή της αλήθειας. Έχει τόσα να σου πει ο μοναχός Ιωσήφ, που τώρα τον νιώθεις δικό σου άνθρωπο, αδερφό σου.
Σου μιλά ήρεμα, γλυκά, με πραότητα για τα ανθρώπινα, τα θεία, τη ζωή, το θάνατο, την πίστη και πολύ-πολύ για την πατρίδα. Αχ! Αυτή την πατρίδα, που λατρεύει και την υπηρετεί, μαζί με την πίστη του, με τον δικό του άδολο και άγνωστο για μας τρόπο! Για αυτό, σαν αρχίζει να σου μιλά γι αυτό, απορείς, πως είναι δυνατόν, εκεί στη μοναξιά του να την υπηρετεί με τόσο πάθος και «λατρεία»! Και όμως!

—«Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιε του Θεού, ελέησόν με»!
Με την τελευταία λέξη, ο Ιωσήφ τράβηξε το χειρόφρενο και το τζιπ με ένα υπόκωφο αναστεναγμό σταμάτησε έξω από την πύλη της Μεγίστης Λαύρας. Είχαν φτάσει.
Ο Ιωάννης κατέβηκε, ενώ ο Ιωσήφ σκέφτηκε να χαιρετήσει τον ηγούμενο. Προχώρησε λοιπόν προς το Ηγουμενείο. Η πόρτα ήταν μισάνοιχτη και ο ηγούμενος τηλεφωνούσε. Κοντοστάθηκε. Το μάτι όμως εκείνου τον είδε και του έκαμε νόημα να περάσει, κατεβάζοντας βιαστικά το ακουστικό.
— Έλα, Ιωσήφ, καλωσόρισες. Ο Θεός, παιδί μου, σε έστειλε. Σίγουρα ο Αϊ-Γιώργης έβαλε το χέρι του. Μόλις σε έπαιρνα τηλέφωνο για να έρθεις μαζί μου στη Σκύρο.
—Στη Σκύρο; Τι θέλω εγώ εκεί πέρα, Γέροντα;
—Παιδί μου να, μου τηλεφώνησαν από το νησί. Αύριο, όπως ξέρεις, γιορτάζει ο Τροπαιοφόρος μας και η Σκύρος πανηγυρίζει. Μας κάλεσαν στον γιορτασμό. Σκέφτηκα λοιπόν να πάμε μαζί.
Εκείνος δεν έδειξε ενθουσιασμό στην πρόταση. Κόμπιασε, στάθηκε διστακτικός. Έγειρε λίγο εμπρός το κεφάλι κοιτάζοντας πότε στο πρόσωπο τον ηγούμενο, και πότε το δάπεδο, ενώ ο νους έτρεχε στους προβληματισμούς του.
— Άγιε πατέρα, γνωρίζω τη γιορτή και τον πανηγυρισμό, όμως θα ήθελα να μην πάω. Καλύτερα να έλθει κάποιος άλλος αδελφός. Εγώ δεν θέλω να βγω από το Όρος. Το ασκηταριό μου με περιμένει. Έχω αρχίσει πολλές δουλειές. Βρέθηκα εδώ φέρνοντας τον Γέροντα και τώρα πρέπει να φύγω.
—Ξέρω! Πέτρα-πέτρα το στήνεις και ο αγώνας σου μεγάλος. Σκίζεις βράχους, μαστορεύεις φτιάχνοντας ξερολιθιές, τοίχους, μάντρες, ημερεύεις και καλλωπίζεις τα βράχια με τα χέρια που έχει ευλογήσει ο Κύριος. Αυτά τα γνωρίζω καλά. Αλλά θέλω να πάμε μαζί στη χάρη Του. Ο Ιωσήφ στάθηκε διστακτικός.
—Γι’ αυτό και η αντίρρησή μου. Να μην διακόψω την άσκησή μου, που παρακαλώ τον Κύριο να γίνεται πιο σκληρή σε κόπο και διάρκεια. Έχω λοιπόν πολλά να κάμω και βιάζομαι να προχωρήσω. Το καλοκαίρι έρχεται και οι πιστοί που θα φτάσουν ως εκεί θα ναι καλό να βρουν λίγο ίσκιο, κάποια στέγη να ξαποστάσουν, να ακούσουν το λόγο του Θεού και να Τον δοξάσουν.
—Ευλογημένο το έργο σου, αλλά και η παρουσία μας στη δόξα του Τροπαιοφόρου σημαντική για τούς πιστούς.

Εκείνη τη στιγμή μπήκε μέσα ο Ιωάννης. Αυθόρμητα ο Ιωσήφ ζήτησε τη γνώμη του. Είχε σκεφτεί να δεχτεί, αν συμφωνούσε ο πρώτος που θα ρωτούσε.
— Ο Γέροντας με καλεί να πάμε μαζί στη Σκύρο, του είπε.
—Να πας, Ιωσήφ! Θα το θέλει και ο Άγιος.
Η απάντηση του Ιωάννη έκοψε κάθε αντίδραση του Ιωσήφ. Τη θεώρησε σημαδιακό μήνυμα.
—Είπα τη σκέψη μου. Η συμβουλή σου, Γέροντα, υπακοή μου. Θα έλθω. Μόνο να πεταχτώ στη σκήτη μου να πάρω τα πράγματά μου.
—Να δεις. Θα είναι η ωραιότερη ημέρα της ζωής σου, του απάντησε προφητικά εκείνος. Πήγαινε και έλα γρήγορα. Θα φύγουμε πολύ πρωί.
Ποτέ δεν μετάνοιωσε για την απόφασή του ο Ιωσήφ.

Συμμετείχε στον γιορτασμό της μεγάλης ημέρας για το νησί. Η λειτουργία και οι άλλες εκδηλώσεις έγιναν στο ναό του Ασημένιου Καβαλάρη και τον χαροποίησαν πολύ. Γνώρισε μάλιστα τις αρχές του νησιού, αλλά ξεχωριστή εντύπωση του έκαμε η γνωριμία με τούς αξιωματικούς της πολεμικής αεροπορίας, στο πολεμικό αεροδρόμιο, όπου είχε ζεστή κουβέντα μαζί τους.
— Αδελφέ, του είπε κάποια στιγμή ένας σμηναγός, γνωρίζω το μοναστήρι σου. Σε βλέπω συχνά, καθώς πετώ πάνω από το ακρωτήρι. Μια φορά μάλιστα σε είδα μαζί με άλλα δύο άτομα. Το ένα μου φάνηκε γυναίκα.
Ο Ιωσήφ χαμογέλασε με κατανόηση.
—Λάθος, σμηναγέ μου. Στο περιβόλι της μητέρας του Χριστού μας μόνο μια γυναίκα υπάρχει. Εκείνη! Ο μακρυμάλλης που νόμισες γυναίκα, ήταν άνδρας που ετοιμαζόταν για μοναχός.
Ο αεροπόρος δεν ένιωσε ευχάριστα και για να μαλακώσει τη γκάφα του γύρισε την κουβέντα στα εθνικά θέματα και τις αλησμόνητες πατρίδες.
—Μας εγκατέλειψε ο Θεός, Γέροντα. Χάσαμε τόσες Πατρίδες.
—Τα λάθη τα δικά μας, ας μην τα ρίχνομε στο Θεό, που είναι η αλήθεια.
—Αυτή την αλήθεια αναζητώ.
—Όλοι μας πρέπει να την αναζητούμε. Μα χρειάζεται περισυλλογή, βαθύτερη σκέψη και έρευνα του θείου λόγου.
— Εδώ μπερδεύομαι. Δεν έχουμε και χρόνο να τα αναλύσουμε. Σκέπτομαι όμως να έρθω στο μοναστήρι να συζητήσουμε.
—Θα περιμένω με χαρά.

Αργότερα, ο σμηναγός πήγε στο ασκηταριό του Ιωσήφ και για ώρα συζήτησαν πολλά θέματα. Φεύγοντας έδειχνε ενθουσιασμένος.
—Όταν θα περνώ με το Φάντομ πάνω από τη σκήτη, θα σε χαιρετώ.
—Ευλογημένο να είναι, αδελφέ μου.
Πέρασε ένας μήνας κοντά, όταν χτύπησε το τηλέφωνο του Ιωσήφ.

— Πατέρα Ιωσήφ, ακούστηκε η φωνή του σμηναγού, αυτές τις ημέρες έχουμε άσκηση. Περνώντας θα σε χαιρετήσω.
— Θα μου δώσεις μεγάλη χαρά.

Πέρασαν δυο μέρες. Εκείνο το πρωινό, το Αιγαίο ακτινοβολούσε πεντακάθαρο. Το γαλάζιο του είχε γίνει ένα με τον ουρανό. Ο Ιωσήφ σκυμμένος προσπαθούσε να στεριώσει μια λιθιά, όταν ακούστηκε ουράνιος βόμβος που δυνάμωνε με ταχύτητα. Γύρισε το βλέμμα του προς τα εκεί. Στον γαλάζιο φόντο δυο σημαδάκια που κινούνταν προς το μέρος του μεγάλωναν γρήγορα για να πάρουν σε λίγο το σχήμα του αεροπλάνου. Όταν πλησίασαν, το ένα χαμήλωσε και πέρασε στο πλάι του Ακράθωνα, για να υψωθεί αμέσως. « Ο Νίκος» σκέφτηκε ο Ιωσήφ και ανασήκωσε χαμογελώντας το κορμί του. Κούνησε σε αντιχαιρετισμό τα δύο του χέρια. Στάθηκε για λίγες στιγμές να παρακολουθεί το πέταγμα των αετών που τώρα είχαν γίνει πάλι μικρά σημάδια, αφήνοντας πίσω τους μια μακριά διάφανη ουρά.

Ο χαιρετισμός αυτός δεν ικανοποίησε τον Ιωσήφ. Ήθελε να τον εκφράσει με πιο ζεστό τρόπο. Σκέφτηκε πολύ και τον βρήκε! Όταν λοιπόν ο σμηναγός πέρασε μια δεύτερη φορά για χαιρετισμό, τη στιγμή που περνούσε πάνω από το ησυχαστήρι, είδε κατάπληκτος τον Ιωσήφ, ανεβασμένο στο ψηλότερο σημείο του βράχου του, να ανεμίζει δεξιά και αριστερά με τα χέρια του, μια μεγάλη ελληνική σημαία. Πλημμύρισε η ψυχή του από χαρά και ενθουσιασμό.
— Κοιτάξτε! η πατρίδα μας χαιρετά! είπε στους συντρόφους του που πετούσαν στο ίδιο σμήνος.

Από τότε ο Ιωσήφ έγινε πλέον ο δικός τους άνθρωπος. Ήταν η ίδια η Ελλάδα, η μάνα πατρίδα, που καλωσόριζε και ευλογούσε τα ιπτάμενα παιδιά της. Το γεγονός απλώθηκε γρήγορα. Το έμαθαν όλοι οι πιλότοι και έγινε μεγάλη συζήτηση στις Μοίρες. Κανένας πλέον δεν ξεχνούσε το χαιρετισμό. Έτσι, ο Ιωσήφ, κάθε φορά που ακούει το γνωστό βόμβο, ορμά λίγο πιο πέρα που έχει τη σημαία, την αρπάζει και ανεβαίνοντας στο βράχο, χαιρετά χαρούμενος μέχρι τα σημαδάκια να σβήσουν.

Όλες οι αεροπορικές μονάδες έμαθαν για το χαιρετισμό του Ιωσήφ. Οι ιπτάμενοι ενθουσιάστηκαν. Από τότε, οι σχηματισμοί που πετούν από τον Ακράθωνα, δεν παραλείπουν το χαιρετιστήριο βύθισμα. Ο μοναχός έγινε γνωστός σε όλη την πολεμική Αεροπορία. Συνεχίζει αδιάκοπα τον χαιρετισμό του σε κάθε πέρασμα αεροσκάφους. Όμως δεν ήθελε να είναι αυτός προσωπικός. Θέλει να ταυτίσει στην υποδοχή πατρίδα και ορθοδοξία. Γι αυτό σχημάτισε στην πλαγιά του βράχου του τα δύο σύμβολα. Τη γαλανόλευκη και την κίτρινη με τον δικέφαλο της Ορθοδοξίας. Έτσι οι ιπτάμενοι υπερασπιστές δέχονται διπλό χαιρετισμό και παίρνουν θάρρος για να αντιμετωπίσουν τούς κινδύνους και τις παγίδες της αποστολής τους.

Τώρα τα Φάντομ, τα Μιράζ και τα άλλα πολεμικά σκάφη, πλησιάζοντας το Άγιο Όρος και περνώντας από τον Ακράθωνα, σκύβουν το ρύγχος, χαιρετούν τον Ιωσήφ, αλλά και υποκλίνονται σε προσκύνημα στην Αφέντρα του Όρους, τη Βασίλισσα των ουρανών και την πατρίδα.

Ο Ιωσήφ έγινε θρύλος. Είναι η προσωποποίηση και η ταύτιση πίστης και πατρίδας. Τον κάλεσαν μάλιστα σε πολλές Μοίρες, τον τίμησαν με πλακέτες και τον γνώρισαν οι αεροπόροι. Πολλοί πιλότοι τον έκαμαν πνευματικό τους πατέρα. Ακόμα του χάρισαν έναν μεγάλο πίνακα με ζωγραφισμένο το μοναχό να χαιρετά με τη σημαία, ενώ πλάι πετούν τα μαχητικά αεροπλάνα χωρίς οπλισμό, ως δείγμα ειρήνης. Ο Ιωσήφ τον κρέμασε στο αρχονταρίκι του πάνω από το σύνθημα «Για Ειρήνη και Τιμή» και την αφιέρωση του σμηνάρχου Διοικητή•

«Ευχαριστίες στον εν Τριάδι Άγιο Θεό». Ακόμα, συχνά έρχονται πολλοί αεροπόροι στον Άγιο Μηνά για να γνωρίσουν το σύμβολο-μοναχό, να ζήσουν λίγο μαζί του στο ασκηταριό και να συζητήσουν.
Το φτωχικό αρχονταρίκι γέμισε και στολίστηκε με φωτογραφικά και γλυπτά ομοιώματα αεροσκαφών που με πολλή αγάπη του προσφέρουν τα παιδιά του, όπως ο Ιωσήφ αποκαλεί τούς αεροπόρους. Ο ίδιος μάλιστα έχει βάλει κάτω από μια μεγάλη φωτογραφία αεροπλάνου το σύνθημα της Ειρήνης• «Έρχεται ο ιπτάμενος να πάρει τη σημαία, το μήνυμα της ειρήνης και να το μεταφέρει στα πέρατα της οικουμένης»
Ιωσήφ Βιγλιώτης.

Ο Ιωσήφ είναι πια μέλος της ιπτάμενης οικογένειας που τον αγαπά και τον τιμά με το δικό της τρόπο. Γι αυτό και η χαρά του μεγάλη και όλο προσπαθεί να κάμει και κάτι άλλο για τα παιδιά του.

Έφτιαξε πρόσθετα σήματα για τις πολεμικές στολές των ιπταμένων, που αντιμετωπίζουν τόσους κινδύνους. Στο μέρος της καρδιάς τοποθέτησε μια μικρή ταμπελίτσα. «Είσαι έτοιμος για την πτήση της ζωής σου;» Πάνω στο δεξί τσεπάκι το όνομά του ΙΩΣΗΦ ΜΟΝΑΧΟΣ και άλλες ταμπελίτσες με συμβολικά συνθήματα σε άλλα μέρη. Ακόμα, ένα κενό μέσα από τη φόρμα που συμβολίζει τη ματαιότητα, το τίποτα του ανθρώπου.

Ο Ιωσήφ, μπορεί να είναι ταγμένος στις αγγελικές ταξιαρχίες του ουρανού, όμως όσο πατά το άγιο χώμα της πατρίδας, υπηρετεί ακλόνητα τις σμηναρχίες των αεροπορικών βάσεων της πολεμικής αεροπορίας μας που είτε από τη Σκύρο, είτε τη Λήμνο ή αλλού, απογειώνουν τούς ατσάλινους αετούς τους, για να προστατέψουν κάθε γωνιά της Ελληνικής γης. Περιπολούν αγέρωχοι, αδάμαστοι, άγρυπνοι, ουράνια εξαπτέρυγα κι αυτοί στους γαλάζιους αιθέρες, υπερασπίζοντας, όταν χρειαστεί, με πάθος και αυτοθυσία την πατρίδα από τούς εχθρούς που την επιβουλεύονται και εχθρεύονται την πίστη της.

Οι σταυραετοί, κάθε φορά που ανοίγουν τα φτερά τους για τακτική περιπολία ή για να αναχαιτίσουν τούς θρασείς που τολμούν να μπουν στα γαλάζια σύνορα της πατρίδας, κάνουν τον σταυρό τους και χυμούν σαν βέλη στους αιθέρες. Και καθώς περνούν με βρυχηθμό από το ακρωτήρι, δεν ξεχνούν το χαιρετισμό τους στη Δέσποινα και στην πατρίδα, αλλά και στον μοναχό που αντιπροσωπεύει και τις δύο και αγωνίζεται να ημερέψει τη φύση. Βουτούν με βιασύνη πάνω από το ασκηταριό, παίρνουν την ευλογία της Παναγιάς και αμέσως υψώνοντας τα ράμφη, ορμούν στο χάος.

Αυτός από κάτω τούς καμαρώνει, χαμογελά, κουνά τα χέρια και τούς ευλογεί στο όνομα του Αρχηγού και προστάτη τους Αρχαγγέλου Μιχαήλ. Μα και όταν επιστρέφουν, οι αετοί, φτερουγίζουν σε χαμηλό ύψος για να τούς δει. Ξέρουν πως τούς παρακολουθεί στο πήγαιν’ έλα και πως τούς μετρά έναν-ένα σαν την κλώσσα, ανήσυχος για την ειρηνική επιστροφή των παιδιών του. Είναι ο πνευματικός τους πατέρας που νοιάζεται και λαχταρά για την ασφάλειά τους, ενώ αυτοί τον σέβονται, και τον θεωρούν προσωποποίηση της πατρίδας και της πίστης.

—Δεν ξέρεις τι θα πει, πάτερ, του έλεγε κάποια μέρα ένας νεαρός πιλότος, να βλέπεις από εκεί επάνω τη σημαία, το σύμβολο της πατρίδας. Παίρνεις θάρρος, παρηγοριά, αποκτάς άλλη διάθεση και ορμάς με πίστη να την υπερασπιστείς. Και όταν στο γυρισμό τη βλέπεις να σε χαιρετά, φουσκώνεις από ενθουσιασμό και συγκίνηση και λες. Να η πατρίδα, είναι ζωντανή, σε ευγνωμονεί και σε υποδέχεται. Αξίζει να την υπηρετείς!

Οι γαλάζιοι σταυραετοί ομολογούν πως περνώντας από το Όρος και σκύβοντας για χαιρετισμό προσκυνούν την Παναγία και τη στιγμή που υψώνουν το ρύγχος για να ριχτούν στην αποστολή, νιώθουν μια ανεξήγητη δύναμη. Είναι η προστασία Εκείνης που την έχουν αισθανθεί πολλές φορές. Το ομολογεί συνέχεια γνωστός πιλότος. Παραδέχεται πως εκείνη την επικίνδυνη ημέρα, όταν βρέθηκε να κυνηγά για παραβίαση δύο τουρκικά αεροπλάνα, αναγκάστηκε να πετάξει σχεδόν σύριζα πάνω από τη θάλασσα, αφού μερικοί Τούρκοι πιλότοι αφιονισμένοι με τα ουρί του παραδείσου που τούς υπόσχονται πως τούς περιμένουν στον άλλο κόσμο, συχνά αδιαφορούν για τη ζωή τους και προκαλούν σε επικίνδυνες πτήσεις. Τονίζει πως εκείνη την ημέρα ένιωσε ολοκάθαρα τη βοήθεια της Βασίλισσας των Ουρανών.

Οι πιλότοι υποστηρίζουν πως υπάρχει καταπληκτική ομοιότητα μεταξύ πιλότου και μοναχού. Είναι και οι δύο, λένε, σε ουράνια πτήση, κοντά στο Θεό.

Μια μέρα όμως ο Ιωσήφ, η αεροπορία και ολόκληρη η Ελλάδα πικράθηκαν ανυπόφορα. Ένας νεαρός αετός πήρε μετάθεση για τις ουράνιες Σμηναρχίες των Αρχαγγέλων. Ο πιλότος Δημήτρης χάθηκε άδικα από λάθος. Ήταν ένα από τα παιδιά του Ιωσήφ. Είχαν δεθεί πολύ μαζί. Ήταν αρραβωνιασμένος και σκόπευε να παντρευτεί σύντομα. Είχε πάει για τρίτη φορά να επισκεφτεί τον Ιωσήφ μαζί με έναν συνάδελφό του, για να του γνωρίσει τον αγαθό αναχωρητή. Ήταν χαρούμενος και το πρόσωπό του ολοφώτεινο. Μιλούσε για πνευματική επικοινωνία και ο Ιωσήφ χαιρόταν ολόψυχα.

Λίγες μέρες αργότερα ο Δημήτρης πήρε μέρος σε άσκηση στο βουνό Δύφρη. Δυο αεροπλάνα απογειώθηκαν. Στο πρώτο πετούσε ο φίλος του Δημήτρη με τον οποίο είχε έρθει στον Ακράθωνα. Στο δεύτερο ο Δημήτρης. Στο πέρασμα από το ακρωτήρι ο Ιωσήφ έστειλε το χαιρετισμό του. Ο χαιρετισμός όμως του Δημήτρη ήταν και ο τελευταίος. Το βουνό είχε ομίχλη. Το πρώτο, χωρίς ορατότητα, αρνήθηκε να περάσει. Του Δημήτρη όμως το επεχείρησε. Από λάθος του ραντάρ, το σκάφος χτύπησε στην πλαγιά της κορυφής και ο Δημήτρης δεν γύρισε για τον χαιρετισμό της επιστροφής.

Μάταια περίμενε ο Ιωσήφ. Η καθυστέρηση τον ανησυχούσε. Κοίταζε αδιάκοπα τον ουρανό. Το χτυποκάρδι του ανυπόφορο, η αγωνία του στα ύψη, όταν παρατήρησε ταραχή στο πέταγμα των άλλων αετών που στριφογύριζαν μανιασμένα, ψάχνοντας για το χαμένο αδέρφι τους. Όλη νύχτα δεν κοιμήθηκε. Το πρωί το τηλεφώνημα του φίλου του Δημήτρη τον απολίθωσε. Θρήνησε γοερά τον χαμό του αετού του. Πήγε στο σπίτι του και συμπαραστάθηκε στους αγαπημένους του. Σαν γύρισε στο κελί του, καταρράκτης τα δάκρυά του. Μια μεγάλη φωτογραφία του αδικοχαμένου αετού βρήκε ξεχωριστή θέση στο ταπεινό αρχονταρίκι. Η ζωή πήρε πάλι το δρόμο της.

Τα ατσάλινα πουλιά, με το γαλάζιο εθνόσημο, συνεχίζουν να πηγαινοέρχονται από τον Ακράθωνα. Ο Ιωσήφ δεν παύει να χαιρετά με τον αγαπημένο τρόπο. Κι όταν μετά τον χαιρετισμό τους τον προσπερνούν, αφήνει τη σημαία, σηκώνει τα χέρια ψηλά και παρακαλεί τον Κυρίαρχο των Ουρανών.
— Κύριε, συνόδευε με τους αγγέλους Σου τα παιδιά μου! Προστάτεψέ τα. Υπερασπίζονται την πίστη Σου!

Την ώρα του Όρθρου και της Λειτουργίας, με βουρκωμένα μάτια μνημονεύει το όνομα του Δημήτρη και των άλλων αετών που πετούν με τούς αγγέλους. Παρακαλεί για την ανάπαυση της ψυχής τους και νοερά επικοινωνεί με το αγιασμένο πνεύμα τους, αφού κάθε πιλότος είναι και ένας Δημήτρης. Γνωρίζει καλά πως η ιερή σκιά τους εξακολουθεί να πετά μαζί με τους Αγγέλους του Υψίστου, συνοδεύοντας τούς συντρόφους τους στην αδιάκοπη περιπολία πάνω από τα αέρινα και θαλασσινά σύνορα του Αιγαίου μας.

Τα σμήνη πηγαινοέρχονται σε σχηματισμούς πάνω από τον Ακράθωνα. Πετούν από ψηλά σε βύθιση, από τα 888 πόδια (συμβολικό ΘΕΟΣ), στα 500 και απαντούν στο χαιρετισμό του Ιωσήφ που περιμένει με ανυπομονησία την επιστροφή. Εκείνος, όταν ακούει το βουητό τους, ξαναρπάζει τη σημαία και τα καλοδέχεται μετρώντας με λαχτάρα έναν-έναν τους αετούς του, που γυρίζουν στη φωλιά τους. Αυτοί, καθώς πλησιάζουν, βλέπουν από τα ύψη τη μαύρη σιλουέτα του μοναχού, να κουνά ζερβόδεξα τη σημαία, σκαρφαλωμένος στην απόκρημνη άκρη του βράχου και ακούν τη φωνή του αρχηγού του σμήνους που συχνά με κάποιο δάκρυ συγκίνησης και ενθουσιασμού τούς ενημερώνει.

—Κύριοι, η πατρίδα μας υποδέχεται και μας χαιρετά.
Και τότε, οι γαλάζιοι αετοί παίρνουν θέση και ο ένας πίσω από τον άλλο βυθίζουν πάνω από τον Ακράθωνα τα ράμφη τους, σε χαιρετισμό και προσκύνημα της γαλάζιας μάνας που υποδέχεται χαρούμενη τα παιδιά της, ενώ η Μεγάλη Μάνα και Βασίλισσα των Ουρανών ευλογεί τούς υπερασπιστές της πίστης του Παντοκράτορα Γιου Της.

Όταν ο βόμβος σβήσει και τα ατσάλινα πουλιά γίνουν τελείες, ο Ιωσήφ ολόχαρος για το γυρισμό τους, συνεχίζει το μοναχικό του έργο.
Αύριο, μια άλλη μέρα ξημερώνει.
Οι γαλάζιοι αετοί θα πετάξουν πάλι.
Η πατρίδα μπορεί να μένει ήσυχη και να είναι περήφανη για τα άξια παιδιά της!

Από το περιοδικό: «Η δράση μας», τεύχη, Μαΐου – Ιουνίου 2007.

Κατηγορίες: Ιστορικά, Λογοτεχνικά, Υγεία – επιστήμη - περιβάλλον. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.