Νικόλαος, Μητροπολίτης Μεσογαίας και Λαυρεωτικής – μια εκ βαθέων συνέντευξη.

Ο Σεβασμιότατος Μητροπολίτης κ. Νικόλαος γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1954. Είναι απόφοιτος του τμήματος Φυσικής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Μετά την ολοκλήρωση των στρατιωτικών του υποχρεώσεων, μετέβη στις Η. Π. Α, όπου και συνέχισε τις μεταπτυχιακές σπουδές του στην Αστροφυσική (Harvard), τη Μηχανολογία και τη Βιοϊατρική Τεχνολογία (ΜΙΤ). Ακολούθως, σπούδασε την επιστήμη της Θεολογίας στη Θεολογική Σχολή του Τιμίου Σταυρού στη Βοστόνη. Το 1989 επέστρεψε στην Ελλάδα, εγκατεβίωσεν επί διετία και πλέον στο Άγιο Όρος, εκάρη δε μοναχός στην Ιερά Μονή Στομίου Κόνιτσας και εν συνεχεία χειροτονήθηκε διάκονος και πρεσβύτερος. Από τον Μάιο του 1990 μέχρι και τη χειροτονία του σε Μητροπολίτη το 2004, διακόνησε ως οικονόμος στο εν Αθήναις Ιερόν Μετόχιο της Αναλήψεως.

Από το 1991 και εντεύθεν διδάσκει πανεπιστημιακά μαθήματα ιατρικού, βιοηθικού και θεολογικού περιεχομένου στις Ιατρικές Σχολές των Πανεπιστημίων Κρήτης και Αθηνών, καθώς και στη Θεολογική Σχολή Balamand του Λιβάνου. Το 1993, ίδρυσε το πρώτο στην Ελλάδα Κέντρο Βιοϊατρικής Ηθικής και Δεοντολογίας. Από το 1998 είναι πρόεδρος της Ειδικής Επιτροπής επί της Βιοηθικής της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος και επίσημος εκπρόσωπος της Εκκλησίας της Ελλάδος σε πολυάριθμες διεθνείς επιτροπές, συνέδρια και εκδηλώσεις.

Την Δευτέρα 3 Νοεμβρίου 2008, πραγματοποιήθηκε η αναγόρευση του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Μεσογαίας και Λαυρεωτικής, κ. Νικολάου, σε επίτιμο διδάκτωρα του Τμήματος Κοινωνικής Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής. Κατά την τελετή, απηύθυνε προσφώνηση ο Πρύτανης του Πανεπιστημίου, καθηγητής κ. Χ. Κίττας, ενώ το έργο του τιμωμένου παρουσίασε ο καθηγητής του Τμήματος Κοινωνικής Θεολογίας κ. Α. Νικολαϊδης. Η εκδήλωση έκλεισε με την ομιλία του Σεβασμιοτάτου με θέμα «Επιστήμη-Θεολογία: από το ακατανόητον του κτιστού στο μεθεκτόν του ακτίστου».

– Πρόσφατα πραγματοποιήθηκε η αναγόρευσή σας σε επίτιμο διδάκτορα της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Πώς αισθάνεστε για την τιμή αυτή;

Την θεωρώ μοναδική, διότι κάθε τιμή που προέρχεται από την Εκκλησία και από τη θεολογική επιστήμη, όταν είναι αυθεντική, είναι ιδιαίτερα σημαντική.

– Παρατήρησα ότι ξεκινήσατε τις σπουδές σας πάνω στις θετικές επιστήμες, όπως η φυσική και η βιοϊατρική τεχνολογία, και ότι η ενασχόλησή σας με τη θεολογία ήρθε αρκετά αργότερα. Πώς προέκυψε αυτή η στροφή;

Δε γνωρίζω τι με έκανε ακριβώς να γυρίσω. Απλά αισθάνομαι ότι η επιστήμη είναι κάτι πάρα πολύ ωραίο, μεθυστικά όμορφο, το οποίο κι εγώ αξιώθηκα να το γευτώ σε αυτές τις ακραίες, πολύ μαγευτικές του μορφές. Αισθάνομαι, όμως, ότι μπορεί να δώσει στον άνθρωπο, και τουλάχιστον σε εμένα, μέχρι ένα σημείο. Η αναζήτηση της ψυχής για το άπειρο, για το αιώνιο, για το τέλειο, είναι κάτι που δε μπορεί να το δώσει η επιστήμη. Ούτε μία στείρα θρησκευτικότητα. Μπορεί να το χαρίσει μόνον ο Θεός, αν είναι υπαρκτός και αληθινός. Και εγώ σε κάποια φάση της ζωής μου αισθάνθηκα ότι η αναζήτηση του Θεού και η προσπάθεια της επικοινωνίας μαζί του είναι κάτι πάρα πολύ δυνατό. Ένιωσα ότι έπρεπε να βρω άλλους δρόμους από τους δρόμους της αίσθησης και της λογικής, διότι και οι πρώτοι και οι δεύτεροι έχουν φραγμούς και όρια. Αυτό που ονομάζει η Εκκλησία Αποκάλυψη είναι εξαιρετικά δυνατό και το υποψιάστηκα μέσα από την όλη λογική της. Για παράδειγμα, δεν μπορώ να πιστέψω εύκολα σε σταυρωμένο Θεό. Ή είναι παραμύθι ή είναι κάτι ασύλληπτα μεγάλο. Και δεν είναι παραμύθι. Η Εκκλησία, όχι σαν σύστημα, σαν διδασκαλία, σαν κανόνες ηθικής, αλλά σαν τρόπος μυστικής κοινωνίας με το Θεό, έχει κάτι άλλο μεγάλο να προσφέρει. Το δοκίμασα και δεν μετάνιωσα.

– Οι εξελίξεις που σημειώνονται σήμερα στην ιατρική και τη βιολογία, όπως η χρήση βλαστοκυττάρων και η κλωνοποίηση, είναι ραγδαίες. Εσείς, όντας και Πρόεδρος του «Κέντρου Βιοϊατρικής, Ηθικής και Δεοντολογίας», πιστεύετε ότι οι εξελίξεις αυτές αντιπαρατίθενται τελικά με τις αρχές του Χριστιανισμού;

Χαίρομαι τόσο πολύ που ζούμε σε αυτή την εποχή. Θεωρώ ότι αν όλα αυτά μας βοηθούν να καταλάβουμε την αλήθεια αυτού του κόσμου, αποκλείεται να μας απομακρύνουν από το Θεό. Αν, όμως, μαθαίνοντας πράγματι την αλήθεια του κόσμου, αρχίσουμε εμείς να κάνουμε αλόγιστες αταξίες και κατάχρηση της εξουσίας μας και των νόμων της φύσης, τότε αυτό θα μας βλάψει. Αίσθησή μου είναι ότι κάθε τολμηρή έρευνα αξίζει τον κόπο. Θεωρώ δε ότι η Εκκλησία, όχι απλώς δεν θα έπρεπε να φοβάται, αλλά θα μπορούσε πάρα πολύ ωραία να χρησιμοποιήσει όλη αυτή την καινούργια γνώση και να την μπολιάσει με το αιώνιο μήνυμά της. Αυτό, ας μου επιτραπεί να πω είναι πολύ Ορθόδοξο.

– Τελευταία το θέμα της διαχείρισης της εκκλησιαστικής περιουσίας έχει απασχολήσει ιδιαίτερα τον Τύπο, αλλά και τον κόσμο. Πώς μπορεί, τελικά, αυτή να χρησιμοποιηθεί ώστε να συμπαρασταθεί στον σύγχρονο πάσχοντα άνθρωπο;

Εγώ τουλάχιστον πιστεύω, ότι το ιδανικό είναι μια φτωχή Εκκλησία. Τόσο φτωχή που να μη μπορεί να κάνει και πολλά. Να ζει αυθεντικά και να δίνει ό,τι έχει. Μια τέτοια Εκκλησία αποκτά πάρα πολλά. Την εμπιστεύεται ο κόσμος και της προσφέρει. Και είναι αλήθεια ότι έτσι έχει μαζέψει η Εκκλησία την περιουσία της. Συνέχεια μοιράζει και πάντα έχει. Δεν είναι καθόλου ευκαταφρόνητο το έργο που κάνει. Μόνο το 2006, νομίζω η Εκκλησία έδωσε σε φιλανθρωπικά έργα 66 εκατομμύρια ευρώ. Δίνει τροφή καθημερινά σε 28.000 ανθρώπους. Η Εκκλησία θα μπορούσε και να αυξήσει και να αξιοποιήσει την περιουσία της. Υπάρχουν τόσες ανάγκες. Εγώ βλέπω στη δική μου περιφέρεια, υπάρχουν σχολεία που χρειάζονται εξοπλισμό, υπάρχουν ξεχασμένοι φτωχοί και πεινασμένοι, υπάρχουν ιδρύματα φιλανθρωπικά, μη εκκλησιαστικά, για παιδιά με ειδικές ανάγκες τα οποία είναι αφημένα στο έλεος του Θεού. Αφού δεν μπορεί η Πολιτεία με τις υποδομές και το σύστημά της να βοηθήσει αποτελεσματικά, δεν θα ήταν πολύ ωραίο να συμπαρασταθεί η Εκκλησία; Και το κάνει. Ίσως θα μπορούσαμε να κάνουμε περισσότερα ως Εκκλησία. Η αλήθεια όμως είναι ότι η εικόνα που της έχουμε προσδώσει αδικεί και την ίδια και την αλήθεια.

– Ποιο είναι το μήνυμά σας προς τους νέους που στη σύγχρονη εποχή τείνουν να απομακρύνονται από την Εκκλησία; Και ποια πιστεύετε ότι πρέπει να είναι η πολιτική της Εκκλησίας ώστε να τους βοηθήσει στα προβλήματα που αντιμετωπίζουν, ειδικά κατά την ένταξή τους στο κοινωνικό σύνολο;

Εγώ ζω πολύ με τον νέο κόσμο. Πραγματικά, με ενδιαφέρει περισσότερο να μη χάσουν το αισθητήριο της αλήθειας, παρά να ενταχθούν στο εκκλησιαστικό σύστημα. Εάν δουν μπροστά τους μία εκκλησία που τους μυσταγωγεί στηναλήθεια, είναι μεγάλο λάθος και αδικία στον εαυτό τους να μην την ακολουθήσουν. Αν δουν, όμως, μια εκκλησία που είναι ένα συντηρητικό σύστημα που παγιδεύει τους ανθρώπους και δεν τους ελευθερώνει, δεν υπάρχει κανένας λόγος να την ακολουθήσουν. Αλλά το πρώτο είναι αναγκαίο να το ανακαλύψουν τα παιδιά. Σήμερα, καθώς απομακρύνονται από την παράδοση, αρχίζουν να έχουν νέες παραστάσεις. Εν τω μεταξύ, έχουμε μια κοινωνία που πνίγει τα ενδιαφέροντα, που προβάλλει τα συμφέροντα, που εξαφανίζει τα οράματα, που κατά κάποιο τρόπο νοθεύει τις αξίες. Γι αυτό το πράγμα φταίει η εποχή και η κοινωνία. Θα μπορούσε η Εκκλησία να δώσει πολλή αγάπη, κατανόηση, ελευθερία, άνεση στις ανθρώπινες ψυχές, αλήθεια και αυθεντικότητα. Όχι καλοσύνη. Εμένα δεν με ενδιαφέρει να μου πουν ότι είμαι καλός άνθρωπος, με ενδιαφέρει να μου πουν ότι είμαι αληθινός και αυθεντικός. Και η Εκκλησία μπορεί να δώσει αίσθηση αλήθειας και αυθεντικότητας.

– Κατά ποιο τρόπο τελικά, όλη αυτή η πορεία σας, αλλά και η χειροτόνησή σας σε Μητροπολίτη, σας έχει αλλάξει ως άνθρωπο μέσα στα χρόνια;

Η ζωή μου είναι γεμάτη από χαρά και μακάρι αυτή τη χαρά να μπορούσα να τη δώσω σε όλο τον κόσμο. Και η επιστήμη μου έδωσε πολλή χαρά. Από το πρώτο σκαλοπάτι της επιστημονικής χαράς πήγα σε ένα δεύτερο, στο σκαλοπάτι της μυστικής χαράς που μου έδωσε η επιθυμία μου για προσωπική, εσωτερική, μοναχική ζωή. Μετά, πέρασα σε ένα άλλο, αυτό της κοινωνικής χαράς, καθώς βγήκα από το Άγιον Όρος και έζησα με τον κόσμο και αισθάνθηκα ότι έπρεπε εγώ να γίνω κομμάτια για τους άλλους και να μπορέσω να βάλω στην αγκαλιά μου την αγάπη, την κοινωνία, τις ανάγκες τους, τις χαρές τους, τα προβλήματά τους, τις αναζητήσεις τους, όλα. Τελικά, μέσα από τα γεγονότα, από τους ανθρώπους, ο Θεός δίνει ευκαιρίες και ανοίγει δρόμους στη ζωή μας. Αυτό που θα ήθελα να σημειώσω είναι ότι όποιος θέλει να γνωρίσει τον Θεό μέσα από τη χαρά, τον γνωρίζει με άλλο πρόσωπο. Δεν γνωρίζεται ο Θεός μέσα από συμβουλές, από υποδείξεις, από κανόνες.

Ο Θεός γνωρίζεται μέσα από μια αίσθηση ταπεινής έκπληξης και εσωτερικού αιφνιδιασμού. Εγώ αυτό ξέρω, αυτό θα ήθελα να δώσω και με αυτό θα ήθελα να φύγω από αυτό τον κόσμο.

Συνέντευξη που δόθηκε στο Περιοδικό: Το Καποδιστριακό – Εκδοση Του Πανεπιστημίου Αθηνών, και στην στύλη: Πρόσωπα – Συνέντευξη:
ΝΙΚΟΛΑΟΣ, ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ ΚΑΙ ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ. (15/11/2008).
Επιμέλεια: Α. Μεράκου

Η/Υ ΠΗΓΗ
http://kapodistriako.uoa.gr/stories/134_in_01/index.php?m=2

Κατηγορίες: Άρθρα. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.