Η μετάνοιά μου – Γιάννη Καμβύση (1872-1901).

ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΚΡΗΤΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ

ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΜΠΥΣΗΣ (1872-1901)
(Συνεργάτης της « Εστίας» μέχρι του 1898)

Ψυχρά εγώ την πατρίδα μου την αγαπούσα ως τώρα,
ως τώρα που είτανε καιροί γαλήνης και ησυχίας.
Για το τρανό της τ’ όνομα το πολυδοξασμένο
ήμουν κι εγώ υπερήφανος, μα όχι ειδωλολάτρης•
και με τον Σιλλερ φώναζα — πως το θυμούμαι ακόμα•
«Είμαι του κόσμου κάτοικος, του κόσμου είμαι πολίτης!
Σε κάθε τόπο, που η ζωη με δύναμι πληθαίνει,
το χώμα μου ειν’ ολόγλυκο κι ο άνθρωπος αγάπη!
Απ’ τις ακτές, όπου η αυγή σηκώνεται κι ἡ ημέρα,
ως τα βουνά που ο Ηλιος μας με γλύκα βασιλεύει,
έναν εχθρόν εγνώρισα μονάχα• την κακία,
κι έχω παντιέρα φουντωτή τον ουρανό του ονείρου!
Οπου με νίκη ειρηνική το δίκαιον βασιλεύει,
όπου η τέχνη χαμόγελο μου στέλνει και με κράζει,
όπου η φυλή αναπτύσσεται πολιτισμένη, ωραία,
εκεί κι εγώ για τόπο της ορίζω την καρδιά μου!
Ναι!… Όλοι!… ολ οἱ άνθρωποι συμπατριώτες μου είναι!…»

Ετσι ο φτωχός εσκόρπιζα, έτσι από τόσα χρόνια,
στο σύμπαν τούτη την ψυχή την ελληνοπλασμένην…
Ω! οικονόμος τρομερός θάμαι απ εδώ και πέρα!
Ελησμονούσα — ω φρίκη μου! — πως όλα μου τα επήρα!
την ήσυχή μου την καλιά, κάθε που με λατρεύει,
ακόμα το ψωμάκι μου, κι αυτό το ιδανικό μου,
απ’ τον Ελληνικό λαο, απ’ την καταγωγή μου!
Κι ό,τι καλόν απόλαψα απ’ τα παιδικά μου χρόνια,
στα μάτια τα μελίγλυκα που με γλυκοχαϊδέψαν
στα ίδια αυτά, που μ’ άγγισαν και με καταπληγώσαν,
ήταν τα μάγια τ’ Ουρανού της γαλανής Ελλάδας!
Δεν τάχα αισθανθή καλά, καλά δεν τάχα νοιώση,
μα η μέρα πούρθε, η σκοτεινή κι ασβολωμένη ημέρα,
μου ξύπνησε στα στήθια μου την κοιμισμένη Αγάπη,
κι ήρθ’ η Μετάνοια ολόσωμη και την ψυχή μου επήρε!

Αγάπη, εσένα, απέραντη ξυπνάω και ξαναφέρνω
στον τόπο μου, στ’ αδέρφια μου και στα προγονικά μου,
στον ιερόν, στον άχραντο που επρόδινα βωμό σου,
πατρίδα μου, αφ’ τον έρωτα του ανθρωπίνου γένους,
σ’ όλους όπου το αίμα τους εχύθηκε στο χώμα
για μένα, για τα δίκηα μου και για τις χίμαιρές μου!…
Αχ! τούς ανθρώπους ολουνούς αδέλφια μου αν τούς βλέπω,
με ποια ματιά στούς Ηρωες εκείνους ν’ αντικρίσω;
Στα καλντιρίμια των Χανιών, τα ματοκυλισμένα,
στα σπίτια τα μισόκαφτα, στις μαυρισμένες ρούγες,
το αίμα εκείνο το άπλυτο κι ἀσταγνωτον ακόμα —
τις στάλες του ας τις έβλεπα με πάθος να φιλήσω!
Να μάσω μες τα ερείπια και μέσα στα χαντάκια
τα μαύρα εκείνα ψίχουλα απ’ το ψωμί που τρώγαν
και στη μαυρίλα της φωτιάς διαμάντια να χωρίσω
των φούρνων των Γιαννιώτικων τα τούβλα τα σπασμένα!…
Κι επάνω στ’ ᾿Αποκόρωνα, στην κάθε Ακρόπολή σου,
ω Κρήτη μου, της Ενωσης την γαλανή σημαία
γονατιστός κι ολότρεμος να τήνε προσκυνήσω
κι αφ’ την ιερή συγκίνησιν εκείνη ας ξεψυχήσω!…

( Εδημοσιεύθη εις την « Εστίαν», 2 Φεβρουαρίου 1897).

Παράβαλε και:
1 Δεκεμβρίου 1913, Ενσωμάτωση της Κρήτης με την μητέρα Ελλάδα.

Κατηγορίες: Ιστορικά, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.