Ευλόγιος ο λατόμος και Πατρίκιος – Αγγελικής Π. Νικολοπούλου.

Μόναζε βαθιά στην έρημο ο σεβάσμιος ασκητής Δανιήλ. Μιά μέρα πήρε μαζί του τον υποταχτικό του, κατέβηκαν στο μεγάλο ποτάμι, τον Νείλο, και βρήκαν θέση σε μιά βάρκα που πήγαινε βόρεια. Άρχισαν έτσι ένα ταξίδι που κράτησε μέρες.

Ενα μεσημέρι ο βαρκάρης πλεύρισε στην οχθη και τους είπε πως εκεί τελείωνε η διαδρομή. Βγήκαν ο γέροντας με τον ύποταχτικό του και βαδίζοντας μέσα στην κάψα, φτάσανε στο κοντινότερο χωριό. Κάμποσες λασποκαλύβες γύρω από μιά μικρή πλατεία ήταν ολο κι ολο. Εκείνη την ώρα φαινόταν έρημο. ο ήλιος πύρωνε τον τόπο, πουθενά σκιά. οι δυό ταξιδιώτες στάθηκαν στην πλατεία και κοίταξαν γύρω τους. Ψυχή. Ένα ψωραλέο σκυλί πέρασε κι ήταν το μόνο ζωντανό πλάσμα.

Τί θα κάνουμε, γέροντα; ρώτησε ο ύποταχτικός.
Θά περιμένουμε, άποκρίθηκε ο Δανιήλ.
Κατάκοποι καθώς ήταν, κάθισαν κατάχαμα.

Ηπιαν το λιγοστό νερό που είχε απομείνει στο ασκί τους, αλλά δέν είχαν τίποτα να φάνε. το ψωμί κι οι χουρμάδες τους είχανε σωθεί στο ταξίδι. Πέρασε μιά ώρα, πέρασαν δυό, κανείς δέν φάνηκε.
Εδώ που ήρθαμε θα πεθάνουμε, γκρίνιαξε ο ύποταχτικός. Ο Δανιήλ δεν αποκρίθηκε.
» Γέροντα, δέν άκουσες; Έδώ πέρα θα πεθάνουμε από τη ζέστη και την πείνα. Άς χτυπήσουμε καμιά πόρτα, είπε πάλι ο υποταχτικός.»
Εσύ πήγαινε, εγώ θα μείνω έδώ.
Πήγε ο υποταχτικός, μα γύρισε άπρακτος. Χτύπησε πόρτες, τού κάκου. Άλλες δέν άνοιξαν κι άλλες άνοιξαν για να κλείσουν αμέσως.
Γέροντα, πάμε να φύγουμε, πρότεινε αποκαρδιωμένος.
Εγώ θα μείνω εδώ, ήταν η απάντηση τού Δανιήλ.
Απόρησε με την επιμονή του γέροντά του ο υποταχτικός, ωστόσο, ακολουθώντας τον κανόνα της υπακοής, κάθισε δίπλα του, αποκαμωμένος.

Κοντά να βασιλέψει ο ήλιος, φάνηκε από μακριά ένα γεροντάκι. Όσο πλησίαζε, τόσο πιό πολύ έδειχνε τα πολλά του χρόνια.
Καλώς ορίσατε, είπε μόλις ήρθε κοντά. Κοπιάστε στο φτωχικό μου.

Ο Δανιήλ σηκώθηκε και ο υποταχτικός του τον μιμήθηκε. Χωρίς δεύτερη κουβέντα ακολούθησαν το γέρο. Εκείνος τους οδήγησε εξω από το άφιλόξενο χωριό, σ’ ενα σπιτάκι με κήπο. τους έπλυνε τα πόδια και τους πρόσφερε φαϊ. Υστερα τους έστρωσε ψάθες να κοιμηθούνε. Δυο μέρες και δυο νύχτες μείνανε κοντά στο γέρο, συζητώντας για πράματα πνευματικά. την τρίτη μέρα κατέβηκαν στο ποτάμι, βρήκαν βάρκα και γύρισαν στη σκήτη τους, στην έρημο.

Δέν κατάλαβα ακόμα γιατί κάμαμε αυτό το κουραστικό ταξίδι, έλεγε και ξανάλεγε ο υποταχτικός. Για να δούμε εκείνο τον γέρο;
Και βέβαια. Είναι σπουδαίος, τον βεβαίωσε ο Δανιήλ.
Δηλαδή τον γνωρίζεις, γέροντά μου;
Εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Ήμουνα δεμένος μαζί του μ’ ένα τρόπο παράξενο. το περίεργο είναι πως εκείνος δέν το ξέρει.

Τώρα φούντωσες την περιέργεια μου, ομολόγησε ο υποταχτικός. Πές μου την ιστορία του, να χαρείς.
Θα περιμένεις ώς αύριο, αποφάσισε ο Δανιήλ, ετσι για να ασκηθείς στην υπομονή και να δαμάσεις λιγάκι τον δαίμονα της περιέργειας.
Εσκυψε το κεφάλι ο υποταχτικός και τραβήχτηκε στο κελλί του.

Την άλλη μέρα, μετά την πρωινή προσευχή, άρχισε ο Δανιήλ τη διήγησή του.
Ο γέροντας, που είδαμε, λέγεται Ευλόγιος και είναι λατόμος έδώ και πάρα πολλά χρόνια. Ακόμα και σ’ αυτή την ηλικία συνεχίζει να δουλεύει στο λατομείο, μιά ώρα έξω από εκείνο το χωριό. Του δόθηκε, βλέπεις, ξεχωριστή χάρη.

Γιατί;
Γιατί ήταν φιλόξενος. Μόλις γύριζε από το λατομείο, παρά την κούρασή του, πήγαινε στο χωριό κι όποιους ξένους, στρατοκόπους ή φτωχούς απαντούσε, τους έφερνε στο σπιτάκι του και τους περιποιόταν, όπως περιποιήθηκε κι έμάς. Κι αυτό τοκανε κάθε μέρα με ευχαρίστηση, για την Αγάπη τού Θεού. Έτυχε να περάσω κι εγώ από το χωριό πρίν από πολλά χρόνια. Τότε ο Ευλόγιος ήταν ακόμα νέος και δούλευε σκληρά κι όμως, όσα κέρδιζε, τα ξόδευε για τη φιλοξενία των ξένων. Θυμάμαι πως ήμουν σχεδόν πεθαμένος από την κούραση και πεινούσα πολύ. με πήρε στο σπιτάκι του και με φρόντισε σάν άδελφό του. Έμεινα δυό μέρες κοντά του. το βράδυ της δεύτερης μέρας πλάγιασα νωρίς, γιατί σκόπευα να ξεκινήσω με το χάραμα. Τη νύχτα είδα ένα παράξενο ονειρο: βρέθηκα, λέει, σε μιά μεγάλη αίθουσα, κατάφωτη. Στο βάθος, πάνω σε μιά εξέδρα, καθόταν ένας άντρας λαμπροφορεμένος, δίπλα του ένας νέος και σε μιά γωνία ο Ευλόγιος. Τότε μου ήρθε μιά σκέψη. Φωνάζω τον νεανίσκο και τού λέω:

«Κύριε, άν ο Ευλόγιος είχε περισσότερα χρήματα, θα έκανε και περισσότερο καλό, θα φιλοξενούσε περισσότερους».
«Καλά είναι ο Ευλόγιος όπως είναι», μου απαντα ο νεανίσκος.
«Κι όμως, Κύριε, άν είχε περισσότερα…» επέμεινα εγώ.
ο νεανίσκος πήγε κοντά στον λαμπροφορεμένο άντρα, κάτι του είπε, και γύρισε πάλι σε μένα.
«Μπορείς να εγγυηθείς για την ψυχή του Ευλόγιου;» με ρωτά.
«Μπορώ», του λέω.
«Ε, τότε, ας γίνει όπως θέλεις».

Καταχαρούμενος εγώ άρχισα να ευχαριστώ τον νεανίσκο, μα αυτός εξαφανίστηκε από μπροστά μου, η αίθουσα σκοτείνιασε και ξύπνησα. Έφυγα χωρίς να πω τίποτα στον Ευλόγιο.

Ο Δανιήλ διέκοψε τη διήγηση. το βλέμμα του στράφηκε στην απεραντωσύνη της ερήμου, λές και γύρευε εκεί τη συνέχεια της ιστορίας του.
Και μετά; ρώτησε ο υποταχτικός, φανερά ανυπόμονος,
Ο γέροντας ξανάπιασε το νήμα της αφήγησης.
«Οσα έγιναν μετά, δείχνουν πόσο ανόητοι είμαστε συχνά οι άνθρωποι. Μας ξεφεύγει, βλέπεις, το βάθος των πραγμάτων.
Δέν καταλαβαίνω, γέροντα.
«Ακουσε τη συνέχεια και θα καταλάβεις. Λίγες μέρες άφού έφυγα από κοντά του, πήγε ο Ευλόγιος στο λατομείο, καταπώς το συνήθιζε. Αρχισε να σκάβει. Σ’ ένα σημείο ήταν μιά μεγάλη πέτρα. Σηκώνει την αξίνα του και της καταφέρνει ένα γερό χτύπημα. Πέφτει μονοκόμματη η πέτρα και στη βάση της βλέπει ο Ευλόγιος μιά μικρή τρύπα. Περίεργος, σκύβει να δει μέσα στην τρύπα, μά δέν ξεχωρίζει τίποτε. Πιάνει την αξίνα του και με δυό τρία χτυπήματα τη φαρδαίνει γιά τα καλά. Και τότε γυάλισαν μπροστά του χρυσά νομίσματα, ολόκληρος θησαυρός. Σάστισε ο άνθρωπος.

«Τί να κάμω;» συλλογίστηκε. «Να ειδοποιήσω τον άρχοντα; Θα πάρει τον θησαυρό κι εμένα σίγουρα θα με φυλακίσει ή θα με σκοτώσει, για να μή μαρτυρήσω. Λοιπόν, καλύτερα να τα κρατήσω».

Σπρώχνει την πέτρα στη θέση της, κατεβαίνει στο χωριό, μισθώνει δυό καμήλες λέγοντας πως θέλει τάχα να κουβαλήσει πέτρες και γυρίζει στο λατομείο. τη νύχτα φορτώνει το θησαυρό στα ζώα, κατεβαίνει στο ποτάμι, νοικιάζει βάρκα, πάει στην Αλεξάνδρεια κι από κει, με πλοίο, στο Βυζάντιο. ‘Αντίο το καλό έργο της φιλοξενίας.

στη βασιλεύουσα αγόρασε ωραίο σπίτι και χτήματα πολλά, γνώρισε σπουδαίους και δυνατούς ανθρώπους, σχετίστηκε ακόμη και με παλατιανούς, που τον βοήθησαν να αποκτήσει αξιώματα. Ο αυτοκράτορας μάλιστα τον έκαμε πατρίκιο…

Πώς τα έμαθες όλα τούτα, γέροντα; τον έκοψε ο υποταχτικός.
Χμ! Ε αλήθεια είναι πως για κάμποσα χρόνια δέν ήξερα τίποτα, γιατί δέν το κούνησα από δώ. Όμως χρειάστηκε κάποτε να κατέβω στην έρημο της Νιτρίας και αναγκαστικά πέρασα από κείνο το χωριό. Ήμουνα πάλι κατάκοπος και πεινασμένος. Κάθισα και περίμενα να φανεί ο Ευλόγιος. Του κάκου. Ρώτησα τους χωρικούς, αλλά κανένας δέν ήξερε τί είχε άπογίνει ο καλός εκείνος άνθρωπος. Πέρασα τη νύχτα νηστικός και παγωμένος, ξέρεις πόσο αφιλόξενοι είναι σ’ εκείνο το χωριό. Ωστόσο στον ύπνο μου είδα πάλι εκείνον τον νεανίσκο.

«Χρωστάς», μου λέει, «τήν εγγύηση για την ψυχή του Ευλόγιου».
«Μάλιστα, κύριε», του απαντώ, «αλλά που είναι ο Ευλογιος;»
«Να πάς στη Βασιλεύουσα», με προστάζει ο νεανίσκος κι εξαφανίζεται.

Το σκέφτηκα από δω, το σκέφτηκα από κεί, να μή τα πολυλογούμε, κινάω, πάω στο Βυζάντιο. Μεγάλη πολιτεία, αγύριστη. Δέ γνώριζα κανένα, λεφτά δέν είχα, ξένος ήμουνα, πού να πάω; Σκέφτηκα να μπω σε μιάν εκκλησιά: Προσκύνησα και στρώθηκα στα σκαλοπάτια να ξαποστάσω. Κοίταζα γύρω μου τον κόσμο, τα ψηλά σπίτια, τα μαγαζιά. Ήταν πέρασμα το σημείο εκείνο της πόλης. Κάποια στιγμή πρόσεξα πως οι άνθρωποι παραμέριζαν, άφηναν χώρο, σίγουρα για να περάσει κάποιος σπουδαίος. Σηκώθηκα κι εγώ να δώ. Ήταν όλόκληρη πομπή: σωματοφύλακες, ιπποκόμοι, υπασπιστές, υπηρέτες κι απάνω σ’ ένα άσπρο άλογο ένας άρχοντας περήφανος. Κοίταζε ίσια μπροστά του, αγέρωχος. Δέν καταδέχτηκε να ρίξει ούτε μιά ματιά στον κόσμο, στούς ταπεινούς ανθρώπους, που είχανε σταθεί κι από τις δυό μεριές του δρόμου, «Ο Αιγύπτιος», ψιθύρισε κάποιος δίπλα μου. «Ο πατρίκιος Ευλόγιος», είπε άλλος. «Λένε πως έχει αμύθητα πλούτη», σχολίασε τρίτος. Δέ στάθηκα ν’ ακούσω περισσότερα.

Ακολούθησα από μακριά την πομπή. Σταμάτησε μπροστά σ’ ένα σπίτι, που εμένα μου φάνηκε παλάτι. Ρώτησα έναν υπηρέτη και με βεβαίωσε πως αυτό ήτανε πραγματικά το σπίτι του Ευλόγιου. Αποφάσισα να του μιλήσω. στο κάτω κάτω εγώ ήμουνα κατά κάποιο τρόπο η αιτία να αλλάξει τόσο πολύ. Κι η αλλαγή του με τρόμαζε. Ειχα εγγυηθεί για την ψυχή του κι αυτή η ψυχή εϊχε πάρει επικίνδυνο δρόμο. Χτύπησα την πόρτα του και ειπα στον πορτάρη πως θέλω να μιλήσω στον άρχοντα Ευλόγιο, μά αυτός με έδιωξε κακήν κακώς. Στάθηκα λοιπόν έξω από το σπίτι, με τη σκέψη ότι κάποια στιγμή θα έβγαινε και τότε θα μπορούσα να τον πλησιάσω. Έμένα Που λές!

Βγήκε βέβαια την άλλη μέρα, με την πρέπουσα συνοδεία, αλλά και πάλι οι άνθρωποι του μ’ έσπρωξαν μακριά, καθώς έκαμα να πάω κοντά του. Εγώ όμως δέν απελπίστηκα. Επιχείρησα ξανά και ξανά. την τελευταία φορά οι ακόλουθοι του χάσανε την υπομονή τους μαζί μου και με δείρανε άσχημα: Απογοητεύτηκα. Τρεις μήνες έμεινα στο Βυζάντιο χωρίς να πετύχω το σκοπό μου. Γύρισα πίσω πολύ θλιμμένος. Και μιά νύχτα, βλέπω πάλι στον ύπνο μου τον νεανίσκο.

«Γιατί δέν πληρώνεις την εγγύηση;» μου λέει αυστηρά. και προστάζει δυό παρατρεχάμενούς του να με δέσουν πισθάγκωνα και να με κρεμάσουν. Εκείνη τη στιγμή, άκουσα πολύ θόρυβο και φωνές να λένε: «έρχεται η Αυγούστα». Μόλις την είδα, άρχισα να φωνάζω: «Δέσποινά μου, ελέησέ με, κρέμομαι για την εγγύηση του Ευλόγιου». Ο νεανίσκος όμως έλεγε: «καλά να πάθεις. Άλλη φορά να μήν εγγυάσαι πάνω από τις δυνάμεις σου και να μήν αντιλέγεις στον Θεό».

Ωστόσο η Αυγούστα τον παρακαλούσε να με λύσει. και μου λέει ο νεανίσκος: «νά μή ξανακάμεις τέτοιο πράγμα».
«»Οχι, κύριε», τού άπαντώ, «έγώ παρακάλεσα μόνο να φανεί πιό χρήσιμος ο Ευλόγιος».
«Πήγαινε τώρα στο κελλί σου κι εγώ θα τακτοποιήσω τον Ευλόγιο», μου λέει και διατάζει να με λύσουν.
Ξύπνησα πολύ χαρούμενος κι ευχαρίστησα το Θεό, που με απάλλαξε από την εγγύηση.

Λίγους μήνες αργότερα μάθαμε πως πέθανε ο αυτοκράτορας Ιουστίνος κι ανέβηκε στο θρόνο ο Ιουστινιανός. Τότε συνωμότησαν εναντίον του οι άρχοντες: Υπάτης, Δεξικραίτης, Πόμπιος και ο πατρίκιος Ευλόγιος. Κι ανακάλυψε ο Ιουστινιανός τη συνωμοσία. Καταδίκασε σε θάνατο τους συνωμότες και δήμευσε την περιουσία τους. ο Ευλόγιος κατάφερε να φύγει νύχτα από τη βασιλεύουσα. Όμως ο αυτοκράτορας πρόσταξε να εκτελεστεί όπου βρεθεί. Εκείνος τότε καταφεύγει στο χωριό, στο σπιτάκι του, ντύνεται με ρούχα χωριάτικα. το μαθαίνουν οι χωρικοί πως γύρισε, τρέχουν να τον δουν.

«Ε, του λένε, μάθαμε πως έγινες πατρίκιος.
‘Εγώ πατρίκιος; Όχι δά! εγώ έλειπα στούς άγιους τόπους. «Αλλος Εύλόγιος είναι ο πατρίκιος.
Σάν έμεινε μονάχος, άρχισε να σκέπτεται την κατάστασή του. «Κακομοίρη, Ευλόγιε», έλεγε στόν εαυτό του, «σήκω, πάρε την αξίνα σου και τράβα για το λατομείο. Εδώ δέν είναι ούτε το Βυζάντιο, ούτε το παλάτι».

Πήγε στο λατομείο, χτύπησε το σημείο όπου είχε βρει τότε τα χρήματα. Τίποτα. Αποκαρδιωμένος, θυμόταν τα περασμένα μεγαλεία, το λαμπρό σπίτι, τους δούλους, τις διασκεδάσεις, ολα εκείνα τα φευγαλέα πράγματα. και πάλι έλεγε στον εαυτό του: «μάζεψε τα μυαλά σου, Ευλόγιε, έδώ είναι Αίγυπτος». Σιγάσιγά ξαναβρήκε τον εαυτό του, Έγινε ο παλιός, φιλόξενος άνθρωπος, όπως τον είδαμε στο ταξίδι μας.

Εκείνος σου διηγήθηκε τις περιπέτειές του; ρώτησε ο υποταχτικός.
Ναί, αποκρίθηκε ο Δανιήλ. Μείναμε ώρες ξάγρυπνοι, ένώ εσένα σε είχε νικήσει ο ύπνος.

Από το βιβλίο της Αγγελικής Π. Νικολοπούλου: «Τα μυστικά της ερύμου».
Εκδόσεις «Τήνος». Αθήνα 1995. Σελ. 124 – 137.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.