07 Μαρτίου, μνήμη του Οσίου Παύλου του Απλού: Συναξάριον, Ακολουθία.

Του Οσίου Πατρός ημών Νικοδήμου του Αγιορείτου.

Τω αυτώ μηνί (Μαρτίω) Ζ΄, μνήμη του Οσίου Πατρός ημών Παύλου του απλού.

Γήθεν μεταστάς προς Θεόν Παύλος Λόγον,
Τής απλότητος ποσαπλά στέφη λάβη.

Ούτος ο εν Αγίοις Πατήρ Παύλος ο ονομασθείς απλούς, ήτον μεν γεωργός και άγροικος με υπερβολήν, άκακος δε και άπλαστος κατά την γνώμην, ως άλλος ουδείς. Είχε δε και γυναίκα κακότροπον και μοιχαλίδα, η οποία μοιχευομένη εις πολύν καιρόν, εκρύπτετο από τον Όσιον. Εις μίαν δε των ημερών έτυχε να έλθη ο Όσιος από το χωράφι, έξω από τον διατεταγμένον καιρόν, και ευρίσκει την γυναίκά του μοιχευομένην εις το οσπήτιόν του, και γελάσας σεμνώς, είπε προς την μοιχαλίδα. Καλόν καλόν, δεν με μέλει τίποτε μά τον Ιησούν. Εγώ από τώρα και εις το εξής, ουδέ θέλω να σέ ιδώ με τους οφθαλμούς μου. Πρός δε τον μοιχόν είπεν, έχε την γυναίκά μου ταύτην από του νυν και τα παιδία αυτής, και εγώ θέλω υπάγω να γένω καλόγηρος. Όθεν ευθύς επήγεν εις τον Μέγαν Αντώνιον, και κτυπήσαντος αυτού την πόρταν, ευγήκεν ο Αντώνιος και λέγει αυτώ, ποίος είσαι εσύ αδελφέ, και τί ζητείς εδώ; Ο Παύλος απεκρίθη. Ξένος είμαι, και ήλθον εις εσένα να γένω Μοναχός. Ο Αντώνιος είπεν, εξήκοντα χρόνων γέρωντας δεν ημπορεί να γένη Μοναχός, ουδέ δύναται να
υπομένη τας θλίψεις και την στενότητα της ερήμου. Εάν δε θέλης, πήγαινε εις Κοινόβιον, ίνα και τα σωματικά αγαθά πλούσια εκεί εύρης, και διαπεράσης ακόπως με τους κοινοβιάτας Μοναχούς την ζωήν σου. Διατί οι αδελφοί θέλουν βοηθήσουν την αδυναμίαν σου. Επειδή εγώ κάθομαι μόνος, και εις κάθε πέντε ημέρας τρώγω ψωμί, και αυτό λιμασμένον. Ο δε Παύλος δεν ήθελε να ακούση του γέροντος, αλλ’ εσπούδαζε να καθίση με αυτόν. Μή δυνηθείς λοιπόν ο Αντώνιος να διώξη αυτόν, έκλεισε την πόρταν του σπηλαίου, και άφησεν αυτόν έξω τρεις ημέρας, χωρίς να εύγη να τον ιδή. Ο δε Παύλος έμεινε νηστικός, και δεν έφυγε. Την δε τετάρτην ημέραν, έχωντας χρείαν ο Αντώνιος, άνοιξε την πόρταν του σπηλαίου, και ευρίσκωντας έξω τον Παύλον, λέγει εις αυτόν. Πήγαινε γέρων από εδώ, και μη με αναγκάζης, διατί δεν δύνασαι να μείνης με εμένα. Ο Παύλος απεκρίθη, αδύνατον είναι να υπάγω εις άλλο μέρος.

Τότε βλέπωντας αυτόν ο Αντώνιος, πως δεν είχε, μήτε τορβάν, μήτε ψωμί, μήτε άλλο τι, λέγει προς αυτόν. Εάν έχης υπακοήν, και κάμνης αόκνως και αγογγύστως εκείνο, οπού ήθελες ακούσης από λόγου μου, ήξευρε ότι και εδώ ημπορείς να σωθής. Ειδέ και δεν κάμνεις εκείνο, οπού σοι λέγω, τί ματαίως κοπιάζεις, και δεν γυρίζεις από εκεί οπού ήλθες; Αποκριθείς δε ο Παύλος, λέγει. Όσα μοι ειπής, όλα θέλω τα κάμω προθύμως. Τότε ο Αντώνιος του λέγει. Στάσου και προσεύχου, έως να έμβω εις το σπήλαιον και νά σοι φέρω εργόχειρον. Εμβαίνωντας δε ο Αντώνιος εις το σπήλαιον, έβλεπεν έξω από μίαν μικράν θυρίδα, ο δε Παύλος έστεκεν ακίνητος και προσηύχετο.

Ύστερον δε από μίαν εβδομάδα, αφ’ ου κατεξηράνθη ο Παύλος από το καύμα του ηλίου, ευγήκεν ο Αντώνιος έξω από το σπήλαιον, και βρέξας θαλλία των φοινίκων, λέγει εις τον Παύλον. Λάβε ταύτα και πλέξαι σειράν, καθώς βλέπεις και εμένα πως πλέκω. Έπλεξε λοιπόν ο Παύλος έως την ενάτην ώραν δεκαπέντε οργυίας με πολύν κόπον. Τότε του λέγει ο Αντώνιος, κακά έπλεξες την σειράν, λοιπόν χάλασον αυτήν, και πλέξαι την πάλιν εξ αρχής. Ήτον δε ο Παύλος νηστικός ημέρας επτά. Ταύτα δε έκαμνεν ο Αντώνιος, ίνα στενοχωρηθή ο Παύλος και αναχωρήση. Ο δε Παύλος με μακροθυμίαν ομού και σπουδήν εχάλασε την σειράν, και έπλεξε πάλιν αυτήν από την αρχήν αγογγύστως μετά μεγάλης προθυμίας. Τούτο δε βλέπων ο Αντώνιος, εξεπλάγη. Όθεν συμπονέσας αυτόν, όταν εβασίλευεν ο ήλιος, λέγει εις τον Παύλον. Θέλεις να φάγωμεν ολίγον ψωμί; Ο Παύλος απεκρίθη. Καθώς σοι φαίνεται, ποίησον. Ούτος δε ο λόγος, περισσότερον ετζάκισε την καρδίαν του Αντωνίου.

Ετοιμάσας λοιπόν τράπεζαν, έβαλεν επάνω εις αυτήν τέσσαρα κομμάτια ψωμία, από εξ ουγγίας το κάθε κομμάτι, ήτοι δράμια σαρανταοκτώ. Και το μεν ένα κομμάτι, έβρεξε διά λόγου του, τα δε τρία, διά τον Παύλον. Και ούτως άρχισεν ο Αντώνιος να ειπή ένα ψαλμόν. Διά να δοκιμάση δε και εις αυτό τον Παύλον, έψαλε δύω φοραίς τον αυτόν ψαλμόν, ο δε Παύλος προσηύχετο προθυμότερον από τον Αντώνιον. Τότε ο Αντώνιος λέγει προς τον Παύλον, κάθισον εις την τράπεζαν και μη τρώγης, αλλά βλέπε μόνον και πρόσεχε εις τα παρατεθειμένα. Επειδή δε ο Παύλος με προθυμίαν εποίησε το προσταχθέν, λέγει προς αυτόν ο Αντώνιος. Σήκω από την τράπεζαν και προσεύχου, και έπειτα κοιμήθητι. Ο δε Παύλος χωρίς να φάγη ολότελα ψωμί, έκαμε καθώς επροστάχθη, και ύπνωσε. Κατά δε το μεσονύκτιον εσηκώθη ο Αντώνιος εις προσευχήν, εσήκωσε δε και τον Παύλον, και παρέτεινε την προσευχήν έως εις την ενάτην ώραν της ημέρας.

Όταν δε έγινεν εσπέρα βαθεία και ενύκτωσεν, έβαλεν ο Αντώνιος τράπεζαν, και άρχισε να ψάλη. Αφ’ ου δε επροσευχήθησαν, εκάθησαν να φάγουν, και ο μεν Αντώνιος, έφαγε το ένα κομμάτι το ψωμί, και άλλο πλέον δεν επίασεν. Ο δε Παύλος με το να έτρωγεν αργότερα, είχεν ακόμη από το εδικόν του κομμάτιον, και αφ’ ου το έφαγεν όλον, λέγει αυτώ ο Αντώνιος. Φάγε παππία και άλλο κομμάτι. Ο Παύλος απεκρίθη. Εάν φάγης και σύ, τρώγω και εγώ. Ο δε Αντώνιος είπεν. Εις εμένα είναι αρκετόν το ένα κομμάτι, διατί είμαι Μοναχός. Ο Παύλος απεκρίθη, το λοιπόν επειδή και εγώ μέλλω να γένω Μοναχός, αρκετόν είναι και εις εμένα το ένα κομμάτι. Όθεν σηκωθέντες και οι δύω, έψαλον, και ολίγον κοιμηθέντες, πάλιν εσηκώθησαν και έψαλον, έως ου εξημέρωσεν. Έπειτα έπεμψε τον Παύλον ο Άγιος να περιπατή εις την έρημον, και μετά τρεις ημέρας πάλιν να γυρίση. Αφ’ ου δε εγύρισεν, ήλθον μερικοί αδελφοί εις τον Αντώνιον, όθεν επρόσεχεν ο Παύλος, τί έμελλε να προσταχθή παρά του Αντωνίου, ο δε Αντώνιος λέγει αυτώ, υπηρέτησον εις τους αδελφούς με σιωπήνκκαι μη γευθής τίποτε, έως ου να αναχωρήσωσιν. Αφ’ ου δε επέρασαν τρεις ημέραι ολόκληραι, και ο Παύλος δεν εγεύθη το ουδέν, ερώτων αυτόν οι αδελφοί λέγοντες, διατί σιωπάς. Επειδή δε ο Παύλος δεν απεκρίνετο, λέγει ο Αντώνιος προς αυτόν. Λάλησον εις τους αδελφούς, και άρχισε να λαλή εις αυτούς.

Εν μιά δε των ημερών έφερεν ένας αδελφός εις τον Αντώνιον ένα σταμνίον μέλι, ο δε Αντώνιος έχυσεν αυτό εις την γήν, και έπειτα λέγει εις τον Παύλον, μάζωξε με οστρύδιον το μέλι τόσον καλά, ώστε οπού να μη χαθή κανένα μέρος αυτού. Τούτου δε ρηθέντος, δεν εταράχθη τελείως ο Παύλος, ουδέ αλλοιώθη. Άλλην φοράν επρόσταξεν αυτόν ο Αντώνιος να αντλή νερόν από το πηγάδιον, και να το χύνη ανωφελώς εις την γην όλην την ημέραν, (τό οποίον εφαίνετο ωσάν παράλογον). Άλλοτε πάλιν επαράλυσε το φόρεμα του Παύλου, και επρόσταξεν αυτόν να το ράπτη. Όταν δε είδεν ο Αντώνιος, ότι αγογγύστως και αδιστάκτως κάμνει ο Παύλος κάθε πράγμα, οπού τον επρόσταζε, λέγει εις αυτόν. Ιδές αδελφέ, και εάν ημπορής να κάμνης καθ’ ημέραν έτζι, μένε μαζί με εμένα, ειδέ μη και δεν ημπορείς, πήγαινε από εκεί οπού ήλθες. Ο δε Παύλος απεκρίθη προς τον Αντώνιον. Ανίσως έχης να με προστάξης τίποτε περισσότερα από αυτά, οπού με επρόσταξες έως τώρα, δεν ηξεύρω. Είτε μη αυτά, οπού με επρόσταξες έως τώρα, όλα ευκόλως τα κάμνω.

Τόσην δε υπακοήν και ταπείνωσιν απόκτησεν ο μακάριος ούτος Παύλος, ώστε οπού διά τας αρετάς του ταύτας, ηξιώθη να λάβη παρά Θεού δύναμιν του να διώκη δαιμόνια. Όθεν πληροφορηθείς παρά Θεού ο Μέγας Αντώνιος, είχεν αυτόν μαζί του έως εις ένα καιρόν. Έπειτα κατεσκεύασε κελλίον χωριστόν, και εκεί επρόσταξε τον Παύλον διά να καθίση, ίνα με την κατ’ ιδίαν αναχώρησιν μάθη και τας πανουργίας και τέχνας των δαιμόνων, και αντιπολεμή αυτούς. Αφ’ ου δε εκάθισε χωριστά ένα χρόνον, έγινε και θαυματουργός, όθεν αξίως τον Θεόν θεραπεύσας απήλθεν εις τας αιωνίους μονάς. (Όρα περί του απλού τούτου Παύλου και εις το Λαυσαϊκόν.)

*

(Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου” Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Ασματική Ακολουθία του Οσίου Παύλου του απλού – Αρχιμ. Ιωάννου Δημητριάδου, του Κατουνακιώτου.zip

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Ιερές Ακολουθίες, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.