Κωνσταντίνος Μουρούζης: ο φέρελπις νέος που θυσίασε τη ζωή του για το Γένος μας, 4 Απριλίου 1821 – Κώστα Δ. Παπαδημητρίου.

Ο Απρίλης εκείνης της χρονιάς δεν έμοιαζε με τους άλλους. Μαύρος και σημαδιακός πρόβαλε για τους χριστιανούς της Πόλης. Σωστός μήνας παθών για τη μαρτυρική βασιλεύουσα. Ο σουλτάνος Μαχμούτ είχε μάθει νέα για την εξέγερ¬ση στο Μωριά και διέταξε τους Ουλεμάδες του να υποκινήσουν σφαγή των γκιαούρηδων.
Έφτασαν στην Πόλη εκατό χιλιάδες αρματωμένοι και ρίχτηκαν στη σφαγή και τη λεηλασία των χριστιανών. «Όποιος Τούρκος θελήσει να βοηθήσει Γραικό, αμέσως να τον κοματιάζουν», ήταν η διαταγή. Και δεν υπήρχε κανένα έλεος. Νέκρα απλώθηκε σ’ ολόκληρη την Πολιτεία. Δεν ακουόταν παρά οι αναστεναγμοί των πληγωμένων και σφαζομένων και η πένθιμη μουσική των αμανέδων των ιμάμηδων που καλούσαν απ’ τους μιναρέδες τους πιστούς σε προσευχή για τη θρησκεία και τον προφήτη.
Εξαιρετικά δύσκολη έγινε και η θέση του Μεγάλου Διερμηνέα Κωνσταντίνου Μουρούζη. Ως υπάλληλος της Πόλης έπρεπε να την υπηρετεί πιστά»: ως ομόδο¬ξος όμως και ομόθρησκος χριστιανός έπρεπε να συμπονεί και να προστατεύει συμπολίτες, φίλους και αδελφούς. Ήταν όμως μυημένος και στη Φιλική Εταιρία, και αυτό αύξανε τις υποχρεώσεις του αλλά και τους κινδύνους του. Ζούσε με μεγάλη αγωνία και χτυποκάρδι γιατί βρισκόταν σε απόσταση αναπνοής από το στόμα του λύκου.
Αλλά η ακόρεστη θηριωδία του σουλτάνου για ανθρώπινο αίμα δεν ικανοποιήθηκε με τη σφαγή χιλιάδων λαού. Ήθελε να ιδεί να ποτίζεται η γη και με αίμα επίσημων Ελλήνων. Και όπως γράφει ο Φιλήμων:, «διέταξε τον Μέγαν Βεζύρην να εκλέξη αριθμόν τινα επισήμων Ελλήνων και να τους φυλάττη προφυλακισμένους, ως εγγυησιν της καλής διαγωγής των συμπατριωτών των: Επειτα δε διέταξε να φονευθώσιν ούτοι δια του σκληρότερου τρόπου, ίνα εμποιήσει φόβον εις τους ομοθρήσκους των».

Ώσπου ήρθε και η σειρά του μεγάλου διερμηνέα της Πύλης Κωνσταντίνου Μουρούζη. Μια από κείνες τις αποφράδες μέρες, τον επισκέφτεται στο σπίτι του ο πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε’. Αποσύρονται και οι δυό σ’ ένα απόμερο δωμάτιο και κει ο πατριάρχης φιλικά και παστρικά συμβουλεύει και προτρέπει το Μουρού¬ζη να φύγει για να σωθεί.
«Άφετε, του λέει, να πληρώσω εγώ την εκδίκησιν του τυράννου. Είμαι γέρων, καταβαίνων τον τάφον. Το σχήμα μου, η λειτουργία μου, με καλούσιν εις θυσίαν υπέρ του ποιμνίου. Σωθείτε όμως υμείς, διότι έχετε και ηλικίαν και ικανότητα και θέσιν κοινωνικήν να υπηρετήσετε την πατρίδα».
Και λέγοντας αυτά ο πατριάρχης αποκαλύφτηκε και σήκωσε τα μάτια του προς τον ουρανό, σαν να επιζητούσε και τη μαρτυρία του Θεού για όσα τον συμβούλευε.
«Γνωρίζω, απάντησε ο Μουρούζης, την τύχην ήτις με αναμένει. Αλλ’ αν φύγω εγώ, σώζω μεν την ζωήνμου, θέλω όμως ιδείεξαγορασθησομένην αυτήν δια του αίματος απείρων αθώων. Η φυγή μου θέλει βεβαιώσει έτι μάλλον τας περί ενοχής του γένους υποψίας του σουλτάνου και η γενική σφαγή θέλει παρακολουθήσει ταυτην. Συμφέρει έναν απωλέσθαι υπέρ των λοιπών. Ας θυσιασθώ εγώ, Δεσπότη μου, αλλ’ ας σωθώσιν οι αθώοι, ας σωθή το έθνος».
Ο Γρηγόριος δεν είπε τίποτα. Έμεινε λίγο σκεφτικός, ύστερα ευλόγησε το Μουρούζη. Εκείνος του φίλησε το χέρι, αγκαλιάστηκαν άφωνοι για λίγες στιγμές και φιλήθηκαν, δίνοντας ο ένας στον άλλον τον τελευταίο στη γη ασπασμό, ενώ τα δάκρυα κυλούσαν στα μάτια τους και οι λυγμοί ανεβοκατέβαιναν στα στήθη τους.

Και φτάνει η 4η Απριλίου 1821, «η μεγάλη Δευτέρα των παθών κατά την οποία, όπως γράφει ο Φιλήμων. «ο Κωνσταντίνος Μουρούζης κατέβη εκ της κατά τον Βόσπορον οικίας αυτού εις την Κωνσταντινούπολιν δι’ υπηρεσίαν, υπ’ όψιν εκάστοτε έχων, ότι κατέβαινεν εις θυσίαν. Προ της θύρας του πασά Καποσσού, άνθρωπος άγνωστος ενεχείρησεν αυτώ επιστολήν, εν ή υπήρχεν η υπογραφή του Υψηλάντου- ο Μουρούζης ευθύς εταράχθη επί τη χαμερπεστάτη επιβουλή, γνωρίσας το πλαστόν ταύτης και αναβάς κατ’ ευθείαν εις του χαρίδζιγί ναζιρί (υπουργού των Εξωτερικών) επαρουσίασεν αυτήν, αποδεικνύων το ψευδές και βέβαιων αθώον εαυτόν από της τοιαύτης εξυφανθείσης ενοχοποιήσεως».
Ο χαρίδζιγί ναζιρί έδειξε κατανόηση, όπως φάνηκε. Καθησύχασε το Μουρούζη λέγοντας του:
«Κακώς σε διέβαλον εις το Δουβλέτι. Άπελθε εις την οικίαν σου και
ησύχαζε».
Αλλά αυτά τα λόγια στην τουρκική γλώσσα σήμαιναν καταδικαστική απόφα¬ση.
«Διο, συνεχίζει ο Φιλήμων, εξερχόμενον της αιθούσης τον Μουρούζην αρπάζει ο δήμιος και οδηγεί εις τον προσδιορισθέντα υπό το «γιαλί – κιοσκιού» (σουλτανικήν σκιάδα) τόπον της καταδίκης. Εντός λεπτών τινών της ώρας ο σουλτάνος Μαχμούτ αναφαίνεται καθήμενος εν τη σκιάδι, ίνα ίδη ο αιμοχαρήςτο θύμα. Προς αυτόν δε αναβλέψας ο Μουρούζης, εφώνησεν εύτολμος τουρκιστί:
«Αιμοβόρε σουλτάνε! σουλτάνε άδικε! σουλτάνε άθλιε! η τελευταία ώρα της βασιλείας σου εσήμανε- οι ωμότητες σου τιμωρηθήσωνται: ο Θεός εκδικήσοι σοι το ελληνικόν έθνος».
Και όταν τελείωσε αυτές τις λέξεις γονάτισε, υπακούοντας στην προσταγή του δημίου. Εκείνος του έκοψε το κεφάλι και το πήγε στο σουλτάνο, ενώ το υπόλοιπο σώμα σπαρασόμενο ακόμα και σφαδάζον, το έριξε στη θάλασσα. Ήταν μόλις τριάντα δύο ετών και, όπως γράφει ο Γάλλος Πουκεβίλ, ο Κωνσταντίνος Μουρούζης «ήτο άξιος πάσης συστάσεως, τόσον δια τας ατομικάς αυτού αρετάς όσον και δια τας λοιπάς έξοχους αυτού ποιότητας».
Για να προσθέσει ο Σταματιάδης ότι: «ήτο γλυκύς στους τρόπους, μεγαλόφρων, γενναίος, εμβριθής και εγκρατής, παιδείας ού μικρός και γλωσσών ευρω¬παϊκών τε και ασιατικών ούκ ολίγων». Το σπουδαιότερο απ’ όλα, ήταν ένας μεγά¬λος πατριώτης.
Σε δύο μέρες τον ακολούθησε στον τάφο και ο αδερφός του Νικόλαος διερμηνέας του στόλου. Τον έσφαξαν και αυτόν μπροστά στο σουλτάνο.

Από το βιβλίο του Κώστα Δ. Παπαδημητρίου: «ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΩΡΕΣ -ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΛΟΓΙΑ των ΑΓΩΝΙΣΤΩΝ του 21.» Αθήνα, Φλεβάρης 1993.

Κατηγορίες: Άρθρα, Ιστορικά, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.