Ο μπεκρής (αφήγημα).

Βρόντησε την πόρτα πίσω του ο Λουκάς και προχώρησε με βήματα αβέβαια. Μια αποφορά οινοπνεύματος έκανε τρία μουτράκια να κρυφτούν φοβισμένα, πίσω απ’ την πόρτα της κουζίνας. Η ποδιά της μάνας ήταν μικρή τέτοιες ώρες και για τα τρία. Αλλά η μυρουδιά της μαγειρίτσας, που σιγόβραζε ακόμη, έκανε τα ματάκια τους ν’ ανοίξουν διάπλατα, ενώ μια γλωσσίτσα που τρεμόπαιξε μιλούσε εύγλωττα για τα άδολα όνειρά τους… Το μικρότερο κοιμόταν αμέριμνο.

Τράβηξε εκείνος ίσα στη σάλα, που άνοιγε, μέρες που έρχονταν, για φίλους και συγγενείς. Εστρωνε τότε η Σμαράγδα το πλεχτό τραπεζομάντιλο με τα κομψά απλικέ, που μερεμετούσε δυο χρόνια νύχτα με νύχτα, όταν ησύχαζαν όλοι στο σπίτι. Κοντεύει χρόνος που γιόρταζαν με τον ανάδοχο του μικρού και το πε δημόσια ο Λουκάς πως δεν θα ματάβρεχε τα χείλη του στο πιοτό κι ούτε θα γύριζε πια με την παρέα την παλιά. Επιδέξια δούλευαν τα χέρια του το μάρμαρο και το ζωντάνευαν. Σα θα πιαναν πάλι το υλικό με μεράκι, θ’ άνθιζαν γύρω τέσσερα παιδικά χαμόγελα και θα ‘ταν η Σμαράγδα του αρχόντισσα…

Ως εκείνο το βράδυ το πικρό, που του πε ο Νωντας πως τον αποζητούσαν οι μερακλήδες κι έμενε άδεια η θέση του στο καπηλειό κι ότι θα πινε λίγο για το καλό, για το κέφι, χωρίς ν’ αρχίσει ο κόσμος να γυρνά, δυνατός ήταν, θα κανε πίσω όταν το κρινε, κι ότι πως ν’ ανάψει το κέφι χωρίς αυτόν… κι άλλα που δεν τα θυμάται… Θυμάται μόνο ένα κόμπο που κατέβηκε αργά αργά εκείνη την ώρα γλυκαίνοντάς τον, θαρρείς, με λίγο γιοματάρι… Κι ύστερα ένα δεύτερο κόμπο, που πάλευε ώρα πολλή να ελευθερωθεί από τα ματόκλαδα: τι να κάνουν τα «παιδιά»! Και σβήσαν για λίγο τα δικά του τα τέσσερα… Κι έναν αναστεναγμό ματωμένο θυμάται, που του πήρε την ικμάδα κι άφησε ξέπνοη την ψυχή, δίχως αντίσταση…

«Μπεκρής κατάντησες», του κόλλησε τη ρετσινιά η Σμαράγδα δυο μέρες πριν. «Μπεκρής κατάντησες», κι ένιωσε τα γόνατα να λύνονται πιότερο και τα χέρια βάρος ασήκωτο. Και δεν κατάλαβε πως ανέβηκε η οργή και σήκωσε το χέρι… Κι έφυγε κείνη πνίγοντας το λυγμό της κι ούτε που ξανασήκωσε το βλέμμα να τον κοιτάξει.
Να ναι φτωχιά, το σήκωνε. Να ξενοπλένει, και τούτο το απάντεχε. Κι ούτε νοιαζόταν που δεν θα χε καινούργια να βάλει τη Λαμπρή, είχε τα νιάτα της. Αρκεί που γύριζαν τα μικρά φροντισμένα και δεν τα καταφρονούσε η γειτονιά. Και τις παραξενιές του τις είχε αγαπήσει, γιατί κρύβαν ένα κομάτι μάλαμα. Μα να σέρνει ξωπίσω της τον οίκτο αντίλαλο «του μπεκρή η γυναίκα», ήταν ασήκωτα βαρύ. Οι γλώσσες του κόσμου την τσάκιζαν.

Κατέβασε την κατσαρόλα απ’ τη φωτιά, τη σταύρωσε, τη σκέπασε προσεκτικά και βιάστηκε να κρυφοσκουπίσει των ματιών της τούς κανθούς με τ’ ακροδάχτυλα, μη και τη βλέπαν τα παιδιά. Πασχαλιά που ξημέρωνε, έπρεπε να ναι όλα χαρούμενα και στο δικό τους σπιτικό…

Εκατοντάδες συνωστίζονταν στης Εκκλησιάς τον περίβολο. Λευκασμένα γηρατειά, μάνες με παιδόπουλα, άνθρωποι της καρτερίας και του μόχθου, λαμπροφορεμένοι άλλοι κι άλλοι με καθαρά τα φτωχικά τους, χαρούμενοι όλοι, με τη λαχτάρα στη ματιά.
«Διαγενομένου του σαββάτου Μαρία η Μαγδαληνή και Μαρία η του Ιακώβου και Σαλώμη» και κοντά τους η Σμαράγδα με το μικρό στα χέρια και τα τρία κοντά της… Αμέτρητες μικρές ανταύγειες αναπαλλόμενου φωτός απαυγάζουν μια γλυκύτητα γύρω της. «Λιαν πρωϊ της μιας των σαββάτων, έρχονται επί το μνημείον, ανατείλαντος του ηλίου». Κοντεύουν τώρα στο λαξευτό μνήμα και μαζί τους εκείνη… Κι ανεβαίνει στιγμιαία ο λογισμός «τις αποκυλίσει ημίν τον λίθον», αλλά και τι ναι αυτό που μπορεί ν’ αποκρύψει τον Κυριο… Κι ένας χείμαρρος χαράς συνεπαίρνει επιφανείς και άσημους.

Περνούσε σκυφτός μέσα στο πλήθος, πάλευε κάπου να φτάσει, κάποιον ν’ ανταμώσει. Δεν είχε παρρησία να σηκώσει το πρόσωπο, φοβόταν πως όλοι τον έκριναν, όλοι και πιότερο μια αμείλικτη μέσα του φωνή. Ολοι ήταν καλοί και άξιοι και μόνο αυτός η παραφωνία. Κανείς δεν τον πρόσεξε, μα ένιωθε να τον καρφώνουν χίλιες τύψεις στη γη. Κι όλο πάλευε μέσα στο πλήθος…

Ενιωσε ένα χέρι στιβαρό να της αδράχνει το μπράτσο η Σμαράγδα. Δεν πρόκανε ν’ αντιδράσει.
-Συχώρα με να σ’ ασπαστώ, της είπε ο Λουκάς. Και μη φοβάσαι, δεν είναι το φίλημα του Γιούδα…
Και σμίξαν δυο δάκρυα καυτά, που μοιάζαν διαμάντια απ’ των φλογών το φεγγοβόλημα. Κι αποκύλισε ο άγγελος τον λίθο διαμιάς τον μέγα απ’ τις καρδιές. Κείνη την ώρα, εκατοντάδες γύρω τους στόματα έψαλλαν την Ανάσταση.

Πανω στο χρόνο συχωρέθηκε ο Λουκάς.

῞Εσπερος

Από το περιοδικό: «Η δράση μας», τεύχος Απριλίου 2007.

Παράβαλε και:
Το Πάσχα – Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη.
Το πρώτο ελεύθερο Πάσχα στην Αθήνα (κείμενο και αρχείο ήχου, mp3).
Μια στιγμή του Πάσχα.
Εξοχική Λαμπρή: παιδικαί αναμνήσεις – Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη.
Πάσχα Ρωμέϊκο – Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη.

Κατηγορίες: Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.