Παροιμίες της αγάπης και της αγροτικής ζωής – Γρηγορίου και Μαρίας Μπούκα.

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Οι παροιμίες αποτελούν ανεκτίμητο πλούτο του θυμόσοφου λαού μας. Χάρη στη διάθεσή του να φιλοσοφεί εμπειρικά, κατέγραψε όλη αυτή τη σοφία με τη μορφή παροιμιών, παροιμιωδών λόγων, αποφθεγμάτων ή γνωμικών.

Η Παροιμία είναι σύνθετη λέξη. Αποτελείται από την πρόθεση παρά, που σημαίνει κοντά και από τη λέξη οίμος που σημαίνει δρόμος. Δηλαδή παροιμία = παρόδιος, αυτός που υπάρχει στους δρόμους. Και αυτό γιατί οι πρώτες παροιμίες γράφτηκαν πάνω στις Ερμές, που ήταν διάσπαρτες σε όλους τους δρόμους της Αθήνας. Οι Ερμές ήταν ορθογώνιες στήλες που κατέληγαν στην προτομή του Ερμή, του θεού που προστάτευε τους ταξιδιώτες. Πάνω σε αυτές έγραψαν τα πρώτα επιγράμματα για ν’ απασχολούν το μυαλό των οδοιπόρων και να κάνουν ευχάριστη και ευκολότερη την πεζοπορία τους.

Τα πρώτα σπέρματα των παροιμιών απαντώνται στον Όμηρο (Εις οιωνός άριστος αμύνεσθαι περί πάτρης) και τον Ησίοδο (Έργον ουδέν όνειδος). Ο Πλάτων και ο Σωκράτης θεωρούνται οι πρώτοι συλλέκτες παροιμιών με ατομικές συλλογές. Κάποιοι με μεγαλύτερη βεβαιότητα μιλάνε για τη χαμένη συλλογή του Αριστοτέλη. Η πρώτη Ελληνική συλλογή παροιμιών που σώζεται είναι έργο του ιερομονάχου Παρθένιου Κατζιούλη.

Οι παροιμίες είναι αμέτρητες κι αν συνυπολογιστούν και οι παραλλαγές τους από τόπο σε τόπο, ο αριθμός τους αυξάνει ακόμα περισσότερο. Άλλες είναι σαφείς και δεν χρειάζονται ερμηνεία, άλλες αποτελούν σωστούς γρίφους. Χρησιμοποιούν την αλληγορία για να εκφράσουν σημαντικές αλήθειες, να διδάξουν, να συμβουλέψουν και να προβληματίσουν. Συχνά έχουν ειρωνική ή αστεία διάθεση…

Παροιμίες της αγάπης.

Όποιοι αγαπιούνται, συχνά συναντιούνται.
Όποιος αγαπά, παιδεύει.
Όποιος χάνει στα χαρτιά, κερδίζει στην αγάπη.
Όπου δεις μεγάλη αγάπη, δέξου και μεγάλη έχθρα.
Πέθανε να σ’ αγαπώ και ζήσε να μη σε θέλω.
Χωρίς ψωμί, χωρίς κρασί παγώνει κι η αγάπη.

Παροιμίες της αγροτικής ζωής.

Αγάλια – αγάλια φύτευεν ο γεωργός αμπέλι κι αγάλια – αγάλια γίνεται η αγουρίδα μέλι.
Άγνεστα κι ανύφαντα στην τέμπλα κρεμασμένα.
Αδικιάς σπειρί σπαρμένο, κι αν φυτρώσει δεν καρπίζει (ή δεν σταχιάζει).
Ακριβός στα πίτουρα και φτηνός στ’ αλεύρι.
Αλάργητος ο κηπουρός, φτωχά τα λάχανά του.
Άλλα λογάριαζε ο ζευγάς και άλλα το ζευγάρι.
Άλλο είναι τ’ αμπέλι κι άλλο το περιβόλι.
Άλλοι σκάφτουν και κλαδεύουν κι άλλοι πίνουν και μεθάνε.
Άλλος σπέρνει κι άλλος θερίζει.
Αλλού βροντάει το νερό και αλλού βροντάει ο μύλος.
Αλλού πανίζει κι αλλού φουρνίζει.
Αλωνάρης τ’ αλωνίζει κι Αύγουστος τα ξεχωρίζει (εννοεί τα σιτηρά).
Αμπέλι του χεριού σου, συκιά του κυρού σου κι ελιά του παππού σου.
Αν (ή Σαν) βρέξει ο Μάρτης δυο νερά κι ο Απρίλης άλλο ένα, χαρά σε κείνον το ζευγά (ή το γεωργό) πόχει πολλά σπαρμένα.
Αν δεν έχεις προζύμι, δεν μπορείς να ζυμώσεις.
Αν δεν ζυμώσεις το ταχύ, αποβραδίς κοσκίνα.
Αν δεν ήταν βόδια τα καματερά μας, ποιός μπορούσε να τα ζέψει;
Αν δεν στίψεις το κερί, το μέλι δεν το βγάζεις.
Αν έχει το αυγό υπόλημα, έχει και ο μούστος τάξη.
Αν η Πρωτοχρονιά μπει με ήλιο, θα είναι μεγάλες οι σοδειές.
Αν κάμ’ ο Απρίλης δυο βροχές και Μάης άλλη μία, θα ν’ το ψωμί σου προσφορά και το κρασί σον νάμα.
Αν καμ’ ο Απρίλης δυο νερά κι ο Μάης άλλο ένα, τότε τ’ αμπελοχώραφα χαίρονται τα καημένα.
Αν πρωϊμίσει η μυγδαλιά κι ανθίσει το Δεκέμβρη, βαρύς χειμώνας κι όψιμος θε να ‘ρθει να μας εύρει.
Αν ρίξει ο Μάρτης δυο νερά κι ο Απρίλης άλλο ένα, χαράστονε τον γεωργό πούχει στη γη σπαρμένα.
Από δυο πέτρες βγαίνει το αλεύρι.
Από τ΄ Απριλιού οκτώ, στ’ αμπέλι μήτε σκύλος κούντουρος (κολοβός) [δένει το άνθος και δεν πρέπει να το πειράξει κανένα ζώο].
Από το θέρο ως τις ελιές ποτέ δεν σώνονται οι δουλειές (ή δεν απολείπουν οι δουλειές).
Από χοιρινό ασκί, κρασί μην περιμένεις.
Απρίλης, Μάης, κουκιά μεστωμένα.
Απ’ την αρχή του θεριστή, του δρεπανιού μας η γιορτή.
Αύγουστος άβροχος, μούστος άμετρος.
Αυτός που κόβει ξύλα για τη φωτιά ο ίδιος, ζεσταίνεται δύο φορές.
Αυτός που φοβάται να πλησιάσει την κυψέλη, δεν είναι άξιος της κηρήθρας.
Άφραγος (ή άφραχτος ) κήπος, έρημα τα λάχανα.
Βγήκαν τα κολοκυθάκια, άρχεψαν τα νυχτεράκια.
Γενάρη μήνα κλάδευε και λίγος (χάση φεγγαριού) μη γυρεύεις.
Γενάρη μήνα κλάδευε και μη ρωτάς φεγγάρι.
Γενάρη μήνα κλάδευε, φεγγάρι μην κοιτάζεις (ή μη γυρεύεις).
Για να φας αμύγδαλο, πρέπει να το σπάσεις.
Για χάρη (ή χατίρι) του βασιλικού, ποτίζεται κι η γλάστρα.
Δεκέμβρη δίκαια αν έσπειρες, αν έχεις ακόμα σπείρε.
Δεν τρέφει ο αγρός, αλλά η καλλιέργεια.
Δέντρο που συχνά μεταφυτεύεται, δεν μπορεί να ριζώσει.
Δρυός πεσούσης, πας ανήρ ξυλεύεται.
Δυο καρπούζια σε μια μασχάλη δεν πιάνονται.
Είναι πέρα αμπέλια, μάνα μου…
Είπα ν’ ανασάνω κι ηύρα μαλλιά να ξάνω.
Ένας μυαλωμένος δεν εμπιστεύεται ποτέ όλα τ’ αυγά σε ένα καλάθι.
Ένας υφαίνει το πανί κι άλλος το μασουρίζει.
Έχει τέχνη τα ραπάνι, κάθε τόπος δεν το φκιάνει.
Εχιονίσαν τα βουνά κι οι μύλοι δεν αλέθουν πια.
Η Αγία Μαρίνα κόβει καρπούζι κι ο Άη, Κήρυκας (1 Αυγούστου) σταφύλι.
Η βιάση ψήνει το ψωμί, μα δεν το καλοψήνει.
Η καλή νοικοκυρά με το καντήλι γνέθει.
Η κοπριά και το νερό κάνουν το λάχανο καλό.
Η Πούλια βασιλεύοντας το μήνυμά της στέλνει: Ουδέ τσοπάνος στα βουνά, ουδέ ζευγάς στους κάμπους.
Η Πούλια βασιλεύοντας και πίσω παραγγέλλοντας, μήτε τσοπάνος στα βουνά, μήτε ζευγάς στους κάμπους.
Η σφίξη βγάζει το λάδι.
Θα δούμε τι θα βγάλει ο κάτω πίρος (η κάτω τάπα του βαρελιού, άπ’ όπου βγαίνουν στο τέλος τα κατακάθια).
Θα το φέρει η βλάχα το τυρί.
Θέλει ν’ ανθίσει το δεντρί κι η πάχνη δεν τ’ αφήνει.
Θέλεις θέριζε και δένε, θέλεις δένε και κουβάλα.
Θέρος, τρύγος πόλεμος.
Κάθε σταλαματιά νερό τ’ Απρίλη, είναι ένα βαρέλι λάδι.
Καιρός πουλεί τα λάχανα, καιρός τα κολοκύθια.
Καιρός φέρνει τα λάχανα, καιρός τα παραπούλια.
Καλημέρα, Γιάννη; Κουκιά σπέρνω (ή Γειά σου, γέρο. Κουκιά σπέρνω).
Κατά το δέντρο και ο καρπός.
Κι εγώ κακό χειρόβολο και συ κακό δεμάτι.
Κόβει το νερό απ’ τα πράσα και το βάνει στα κρεμμύδια.
Κόψε ξύλο το Γενάρη και μην καρτερείς φεγγάρι.
Μαζί με τ’ άλλα, ας πάει και το παλιάμπελο.
Μαζί με τα ξερά, καίγονται και τα χλωρά.
Μάης άβρεχος, τρυγητής χαρούμενος.
Μάης (ή Μάρτης) άβροχος, μούστος άμετρος.
Μάρτης έβρεχε, θεριστής εχαιρόταν.
Με μια τσεκουριά, δεν πέφτει το δέντρο.
Με το μεγαλύτερό σου, σκόρδα μη φυτεύεις.
Μικρό – μικρό τ’ αλώνι σου κι ας είν’ μοναχικό σου.
Μισό ‘φαγα, μισό ‘σπειρα, μισό ‘χω να περάσω.
Μπάτε χίλιοι αλέστε κι αλεστικά μη δώσετε.
Να ‘μουν τον Μάη μπιστικός (τροπάνης), τον Αύγουστο δραγάτης!
Να ναι Χριστούγεννα στεγνά, τα Φώτα χιονισμένα, χαρά σ’ αυτόν τον γεωργό που ‘χει πολλά σπαρμένα.
Νάχα μούστο και βαγένι (βαρέλι), τί κρασί που ‘χε να γένει.
Νιο Σάββατο, νιο αδραχτάκι.
Ξέρανε το σανό, όσο καίει ο ήλιος.
Ξεφόρτωσέ τη την ελιά, να σε φορτώσει λάδι.
Οι φορτωμένοι κλώνοι γέρνουν πιο πολύ.
Ο καλός μύλος όλα τα αλέθει.
Οκτώβρης και δεν έσπειρες, σιτάρι λίγο θα ‘χεις (ή λίγη η σοδειά σου).
Οκτώβρης και δεν έσπειρες, οκτώ σωρούς δεν έκανες.
Όλες οι μέλισσες δεν κάνουν μέλι.
Όλοι κλαίνε τον πόνο τους κι ο μυλωνάς τ’ αυλάκι.
Όλοι οι μήνες τρώνε κρέας κι ο Μάρτης σπάει κόκκαλα.
Όμοιος τον όμοιο και κοπριά στα λάχανα.
Όντας η Πούλια βασιλεύει (το πρώτο 15ήμερο), ο ζευγολάτης αποσπέρνει.
Όποιος δε θέλει να ζυμώσει, πέντε μέρες κοσκινίζει.
Όποιος δε θα βαμβακώσει, τον Γενάρη να οργώσει.
Όποιος σπέρνει τον Οκτώβρη, έχει οκτώ σειρές στ’ αλώνι.
Όποιος φυλάει το μύλο, αλέθει πρώτος.
Όπου ακούς πολλά κεράσια, βάσταγε (ή κράταγε) μικρό καλάθι.
Όπου δεν σε σπέρνουν, να μη φυτρώνεις.
Ο Προκόπης (18 Ιουλίου) κόφτει αγγούρια κι η Αγιά Μαρίνα σύκα κι ο Άη Λιάς τα σταφυλάκια μεσ’ στα βεργοπανεράκια.
Όπως (ότι) σπείρεις, (έτσι) θα θερίσεις.
Όσο αριεύουν (ή αραιώνουν) τα σκόρδα, τόσο χοντραίνουν.
Όσο μαζί θερίζαμε, Βασίλη, κυρ Βασίλη, και τώρα που τελειώσαμε, που σ’ είδα, βρε κασίδη; (Όταν θερίζαμε μαζί, Βασίλη και Βασίλη και όταν αποθερίσαμε, έξω μωρέ Βασίλη).
Όσο ο νους (μου) στο χωράφι, τόσο να βρεθούν τα βόδια.
Όταν αρχίσει ο Αύγουστος να βαρυχειμωνιάζει, ο γεωργός τ’ αλέτρι του αμέσως να ταιριάσει.
Όταν ιδείς αρκούδα στου γείτονα τ’ αμπέλι, περίμενε και στο δικό σου.
Όταν λείψει το νεράκι, θα δω τα λάχανά σας.
Ό,τι βάλεις στη γη, θα μεγαλώσει.
Πάρε εργάτη το Μάη κι άστονε να κάθεται.
Πέντε μήνες έναν κόμπο, πέντε κόμπους ένα μήνα (λέγεται για είδος καλαμιάς).
Πέντε μήνες έξι αδράχτια, πότε τα ‘γνέσες Πλατώνα μ’;
Πέντε μήνες καλοκαίρι νάταν να θερίζαμε.
Πολλά χιόνια στα βουνά, στο γεωργό πολλή σοδειά.
Ποτέ δεν ξέρουμε την αξία του νερού, πριν ξεραθεί το πηγάδι.
Σαν τίναζαν την αχλαδιά, όσοι λάχαν τόσοι φάγαν.
Στον τρυγητή σιτάρι σπείρε και σε πανηγύρι σύρε.
Τ’ Άη Γιαννιού με το μαντήλι και της Βλαχερνώς με το καλάθι (στις 24 Ιουνίου συλλέγονται λίγα σταφύλια, ενώ στις 2 Ιουλίου πολλά).
Τ’ Άι – Πνευμάτου βάλε ορνό και τ’ Άι –Λια φάε σύκα.
Τ’ αμπέλι θέλει αμπελουργό, το σπίτι νοικοκύρη και το καΐκι του ψαρά θέλει καραβοκύρη.
Τ’ Αυγούστου οι δρίμες στα πανιά και του Μαρτιού στα ξύλα (οι δρίμες [δηλ. το σαράκι] καταστρέφουν τα ξύλα που υλοτομούνται τον Μάρτη και τα ρούχα που πλένονται και αποθηκεύονται τον Αύγουστο).
Τζίτζικας ελάλησε, μαύρη ρόγα εγυάλισε.
Τζίτζικας ελάλησε, πάρτε τα δρεπάνια σας.
Της Αγιάς Μαρίνας ρόγα και του Άη Λια σταφύλι.
Τί στα μούρα, τί στα σύκα.
Το αγώγι (ή το διάφορο) ξυπνάει τον αγωγιάτη.
Το Γενάρη κόψε κλήμα και φεγγάρι μη γυρέψεις.
Το Γενάρη κόβε ξύλα και φεγγάρι μη κοιτάζεις.
Το Μάη βάλε εργάτες, ας είν’ και ακαμάτες.
Το Μάη σιτάρι και τον Αύγουστο κρασί.
Τον Απρίλη και τον Μάρτη παίρνει ακαμάτη εργάτη!
Τον δουλευτή σου πλήρωνε και ψυχικό μην κάνεις.
Το Νοέμβρη και Δεκέμβρη, φύτευε καταβολάδες.
Τον Τρυγητή τ’ αμπελουργού πάνε χαλάλι οι κόποι.
Του Άγιου Λουκά, σπείρε κουκιά.
Του Άι – Λιός με το μαντίλι, της Παναγιάς με το κοφίνι (για τα σταφύλια).
Του Αυγούστου τα πεντάλιτρα, το Μάη αναζητούνται (το Μάη σώνονται τα αποθέματα τροφίμων της περσινής αυγουστιάτικης σοδειάς).
Του Γενάρη η καλουριά (καλοκαιρία), παρά λίγο κοπρισιά (ή καλοκαιρία βοηθάει στην ανάπτυξη των σπαρτών).
Του Γενάρη το ζευγάρι, άνεμος θε να το πάρει.
Του ζευγολάτη η προκοπή στ’ αλώνι φαίνεται.
Του Σεπτέμβρη τα σταφύλια, του Οκτώβρη τα κουδούνια.
Του Σταυρού, σταύρωνε και σπέρνε.
Το χιόνι του Γενάρη είν’ κοπριά και του Μάρτη είν’ φωτιά.
Τυρί, μαλλί τον Αύγουστο κι αγγούρια το Γενάρη.
Υπαπαντή κολουβριμένη (βρεγμένη), η κοφίνα γιομισμένη.
Υπαπαντή κουλουβριμένη, τα μελίσσια φορτωμένη.
Υπάρχουν κι αλλού πορτοκαλιές που κάνουν πορτοκάλια.
Φυτρώνει εκεί που δεν τον σπέρνουν.
Φωτιά από άχυρα βγάζει μόνο καπνό.
Χαρά στα Γέννα τα στεγνά, στα Φώτα χιονισμένα και στη Λαμπρή βρεχούμενη, τ’ αμπάρια γεμισμένα.
Χιόνια πέφτουν το Γενάρη; Όλοι οι μύλοι μας θ’ αλέθουν.
Χιόνια πέφτουν το Γενάρη; Χαρές θαν’ τον Αλωνάρη.
Χιόνι του Δεκεμβριού, χρυσάφι του καλοκαιριού.
Χώρισε η ήρα από το σιτάρι.

Από το βιβλίο: «Αγροτικές Παροιμίες», των: Γρηγορίου και Μαρίας Μπούκα.
ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ
ΚΑΛΛΙΕΡΓΗΤΗΣ

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Ιστορικά, Λογοτεχνικά, Υγεία – επιστήμη - περιβάλλον. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.