«Στον παπά- Νικόλα να μου κάνει δέοντα» – Νικολάου Μητροπ. Μεσογαίας και Λαυρεωτικής.

Η διακονία μου σε μεγάλο βαθμό στηρίζεται στη χάρι που διαθέτουν μερικοί γέροντες. Σαν αυτούς δεν ξαναγεννιούνται σ’ αυτόν τον κόσμο. Πάντα είχα ιδιαίτερο σεβασμό σε αυτά τα γεροντάκια. Και στο Άγιον Όρος, στα δυόμιση χρόνια που έζησα εκεί, σε τέτοιους θησαυρούς ήταν στραμμένη η προσοχή μου. Μόρφωση περιορισμένη, εξωτερική εικόνα καθόλου εντυπωσιακή, ζωή εντελώς αφανής. Μου μοιάζουν σαν τις μαύρες τρύπες. Δεν δείχνουν τίποτα από τον πλούσιο κόσμο τους, αλλά διαθέτουν το ισχυρότερο βαρυτικό πεδίο.
Από τέτοιους γέροντες έμαθα για τη ζωή, διδάχθηκα για τη ζωή μου, υποψιάσθηκα για τα μυστικά της αληθούς φιλοσοφίας, πήρα μαθήματα ιερωσύνης…
Στην Αμερική, τη δεκαετία του ’80, θυμάμαι ότι η καλύτερη παρέα μου δεν ήταν αυτή με τους συνομήλικους συμφοιτητές μου. Ήταν ο κ. Γιάννης 92 ετών, ο αδελφός του ο Κώστας από το Winthrop, 96 ετών, η κ. Σταυρούλα γύρω στα 85 και ο νέος της παρέας, ο κ. Κώστας, 78 ετών. Ο πρώτος ήθελε στη γιορτή μου να μου κάνει δώρο το καλό του κουστούμι. Το είχε ράψει για τον γάμο του, που όμως – ποτέ δεν έγινε. Ήταν ό,τι πολυτιμότερο είχε. Ήταν αδύνατο να το δεχθώ. Η προσφορά του είχε πολλή αγάπη αλλά καθόλου λογική. Ίσως και γι’ αυτό να είχε και μεγαλύτερη αξία.
Στις μεγάλες γιορτές, μετά την εκκλησία, πηγαίναμε μαζί στα Dunkin’ Donuts για λουκουμάδες. Ασύλληπτη παρέα. Η σύνθεσή της και μόνο με τρέλαινε. Τί δεν έχω μάθει όμως από αυτούς τους ανθρώπους! Ο κ. Γιάννης, γεννημένος το 1895, είχε πάει στην Αμερική το 1916. Είχε προηγηθεί ο αδελφός του, ο κ. Κώστας το 1911, σε ηλικία είκοσι ετών. Το μεγαλείο τους δεν έγκειτο στην πείρα της μακράς ζωής τους, όσο στη μεταφορά εσωτερικών βιωματικών εμπειριών μιας άλλης εποχής, όπου πολύτιμοι θησαυροί που σήμερα χάνονται, τότε αποτελούσαν τη φυσική πνευματική διάλεκτο.
Στο μετόχι που διακονούσα η προσοχή μου έπεσε στην κ. Άννα. Μια καμπουριασμένη γριούλα, 87 ετών˙ ερχόταν κάθε μέρα στην εκκλησία σιγά –σιγά με το μπαστουνάκι της. Η καταγωγή της από την Καππαδοκία. Τα μάτια της κατακόκκινα. Η γλώσσα της με ελάχιστη χρήση. Το πρόσωπό της μόνιμα κρυμμένο κάτω από ένα μαύρο τσεμπεράκι. Χήρα από τα νεανικά της χρόνια, της έφυγαν νωρίς τα δυο παιδιά. Τώρα ολομόναχη. Συντροφιά της τα εικονίσματα, οι παρακλήσεις, οι ατέλειωτες προσευχές. Παρηγοριά και ελπίδα της η Εκκλησία. Πίστη στηριγμένη σε θαύματα, σε προσωπικές εμπειρίες σε ζώσα παράδοση.
Έστελνα κοπέλες να την εξυπηρετούν αλλά και παράλληλα να μαθητεύουν στο μεγαλείο της.
Η κ. Άννα αρρώστησε. Έβγαλε έναν όγκο πίσω στο αυτί της, μεγάλο σαν μικρό μανταρίνι. Σήκωσε το τσεμπέρι της και τον είδα. Την έστειλα σε κάτι φίλους μου γιατρούς στον «Ευαγγελισμό» και μετά στον «Άγιο Σάββα». Κοινή ιατρική πρόταση, λόγω και της ηλικίας της, να μην το πειράξουμε, αλλά να περιμένουμε. Εξ΄ άλλου σ’ αυτήν την ηλικία η εξέλιξη τέτοιων όγκων είναι σχετικά βραδεία.
Η κ. Άννα όμως είχε ενοχλήσεις. Ήλθε στην εκκλησία, με βρήκε μετά τη Θεία Λειτουργία και μου ζήτησε να τη σταυρώσω, όπως μου είπε, με την αγία λόγχη. Εγώ νέος παπάς, χωρίς κλασική εκκλησιαστική παιδεία, δεν γνώριζα τι είναι αυτό. Με υπόδειξή της, άνοιξα το Ευχολόγιο και βρήκα τις κατάλληλες ευχές. Πλησίασε, ξεσκέπασε το κεφάλι της και τη σταύρωσα.
Σε δύο εβδομάδες, έρχεται μια κοπέλα που την είχε επισκεφθεί και μου φέρνει ένα μικρό φακελάκι από την κ. Άννα.
-Τί είναι αυτό; Ρώτησα.
-Δεν ξέρω, μου απάντησε. Μου το έδωσε η κ. Άννα για σας, χωρίς να μου πει τίποτα. Θα σας ενημερώσει η ίδια υποθέτω. Πάντως να ξέρετε ότι το αυτί της είναι καλά.
Το πήρα και το άνοιξα. Είχε μέσα 40.000 δραχμές. Και ένα χαρτάκι που έγραφε «Υπέρ υγείας και μετανοίας της δούλης του Θεού Άννης».
Έβγαλα το χαρτάκι, το κράτησα, έβαλα και άλλες 40.000 δραχμές, το έκλεισα και το έδωσα στην κοπέλα να το επιστρέψει, λέγοντάς της να πει στην κ. Άννα ότι επιστρέφω τα… ρέστα.
Το ίδιο απόγευμα, η κ. Άννα κατέφθασε στην εκκλησία εμφανώς αναστατωμένη.
-Τί κάνεις κ. Άννα; Αφού είσαι στο κρεβάτι γιατί σηκώθηκες;
Πάτερ μου, μη μου το κάνετε αυτό. Θα τα κρατήσετε τα χρήματα. Δεν τα δίνω σε σας. Αυτά ανήκουν στην Εκκλησία.
-Κυρία Άννα μου, δεν χρειάζονται χρήματα.
Δεν απάντησε. Σήκωσε τη μαντήλα της και μου δείχνει το αυτί της. Ο όγκος είχε σχεδόν εξαφανιστεί. Δεν μπορούσα να το πιστέψω.
-Τί έγινε, κ. Άννα; Ρώτησα με έκπληξη.
-Πάτερ, τα φάρμακα της Εκκλησίας είναι καλύτερα από των γιατρών. Γι΄ αυτό σου έστειλα τα χρήματα.
-Ναι, αλλά της Εκκλησίας δεν κοστίζουν καθόλου. Εσύ είσαι φτωχούλα, γι’ αυτό κι εγώ σου έστειλα τα ρέστα.
-Πάτερ μου, σε παρακαλώ, μη μου ξοδεύεις την ευγνωμοσύνη.
Κάθε Πάσχα, πήγαινα στους γνωστούς κατάκοιτους γέροντες και τις γιαγιούλες της περιοχής με έναν επίτροπο, τους έδινα ένα αυγουλάκι κόκκινο και κουλουράκι από την εκκλησία ως ευλογία, και ψέλναμε το «Χριστός Ανέστη». Η κ. Άννα δεν μπορούσε πλέον να βγεί από το σπίτι της. Πήγα μια χρονιά να την επισκεφθώ. Μπήκαμε στο δωμάτιό της ψάλλοντας το «Χριστός Ανέστη». Μας ζήτησε να πούμε και το «θανάτου εορτάζομεν νέκρωσιν». Ενθουσιάστηκε. Καθίσαμε και απολύσαμε την πίστη και τη σοφία της. Πόσο λαχταρούσε να φύγει από αυτόν τον κόσμο!
-Εκεί δεν θα ψάλλουμε για τον θάνατο. Εκεί θα υμνούμε τη ζωή. Μακάριος όποιος καταλαβαίνει τη ματαιότητα αυτού του κόσμου και την πραγματικότητα του Θεού.
Τα λόγια και η φωνή της ηχούν ακόμη στα αυτιά μου. τα έλεγε με έναν τέτοιον τρόπο που έπειθε και τον πλέον δύσπιστο. Διάβαζε και κατανοούσε καλά την Αγία Γραφή. Δεν ήταν μορφωμένη, αλλά ήταν έξυπνη γυναίκα με απύθμενο βάθος. Στα λόγια φοβερά φειδωλή, στην έκφραση του προσώπου της έντονα πληθωρική. Έκρυβε μεγάλο πλούτο. Το διέκρινες με την πρώτη ματιά.
-Κουράστηκες από τη ζωή, κ. Άννα; Ρώτησα.
-Όχι, πάτερ. Κουράστηκα να περιμένω τη ζωή. Ο κόσμος αυτός αξίζει μόνον όταν βλέπει κανείς πίσω από τον θάνατο.
-Θέλεις να συναντήσεις και τον άνδρα σου και τα παιδιά σου, ασφαλώς.
-Το θέλω. Θέλω όμως να συναντήσω τον Χριστό, όπως γράφει στην Αποκάλυψη. Ζηλεύω τους αγίους. Και εσάς τους ιερείς, πάτερ μου, που βλέπετε «πρόσωπον προς πρόσωπον» τη δόξα του Θεού από αυτόν τον κόσμο. Ενώ εμείς στην άλλη ζωή. Γι’ αυτό, ενώ εύχομαι εγώ να φύγω μία ώρα γρηγορότερα, προσεύχομαι εσείς να ζήσετε όσο περισσότερο γίνεται. Εσείς μπορείτε να ζείτε την αιωνιότητα από τώρα.
Έτος 1998. Είχα αρκετό καιρό να την επισκεφθώ. Μάλιστα όλη τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή έλειπα στο Άγιον Όρος. Επέστρεψα την Παρασκευή του Λαζάρου. Τη Μεγάλη Δευτέρα την ειδοποίησα με μια γειτόνισσα ότι προγραμματίζω να πάω σπίτι της, όπως κάθε χρόνο το Πάσχα, για το «Χριστός Ανέστη». Το απόγευμα της Μεγάλης Πέμπτης, πριν από την ακολουθία, συναντώ την κυρία αυτήν, η οποία μου περιέγραψε τον ενθουσιασμό της κ. Άννας για την επικείμενη Πασχαλινή συνάντηση.
-Μόνο που θα ψάλουμε το «Χριστός Ανέστη» θα φθάσω στον ουρανό, πες του, της είπε, γιατί μου φαίνεται πώς με ξέχασε ο Θεός.
Η ακολουθία τελείωσε στις 10:30 το βράδυ. Βγαίνοντας μου τηλεφωνούν ότι η κ. Άννα βιάστηκε να μας φύγει πριν από το Πάσχα. Προτίμησε να ψάλει το «Χριστός Ανέστη» με τους αγγέλους για πάντα, παρά με τους αγαπημένους της ιερείς το Πάσχα. Έφυγα και πήγα σπίτι της να τακτοποιήσουμε τα διαδικαστικά της κηδείας της. Την ασπάσθηκα. Ήταν ακόμη ζεστή. Καθώς την αλλάζαμε, σηκώνουμε το μαξιλάρι της. Ένα φακελάκι έγραφε απ’ έξω: «Για τον παπά – Νικόλα να μου κάνει τα δέοντα». Είχε μέσα 100.000 δραχμές. Αιωνία της η μνήμη.
Η εξόδιος ακολουθία της έγινε την Τρίτη της Διακαινησίμου. Παρόντες μια ανεψιά της και λίγος κόσμος από την εκκλησία. Το πολύ είκοσι άτομα. Ήταν η πρώτη αναστάσιμη κηδεία που τελούσα. Ατέλειωτα «Χριστός Ανέστη» συνόδευαν την ευγενέστατη ψυχή της. Και σίγουρα πλήθος αγγέλων τη συντρόφευαν στ αιώνιο ταξίδι της. Πολύ διακριτικά κατάφερε να γλυστρήσει στην αιωνιότητα. Όπως ο Πάγκαλος Ιωσήφ, «κατέλιπε τον χιτώνα» του σώματός της «και γυμνή ως οι Πρωτόπλαστοι προ της παρακοής» ανέβηκε ανάλαφρη στον τόπο της αιώνιας ανάπαυσής της.

Από το βιβλίο: «Εκεί που δεν φαίνεται ο Θεός». ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ ΚΑΙ ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ
Εκδόσεις: Σταμούλης. Αθήνα 2009.

Η/Υ επιμέλεια, Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Άρθρα, Λογοτεχνικά, Υγεία – επιστήμη - περιβάλλον. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.