Η κατάληψη και η καταστροφή της πόλης του Μπερντιάνσκ από τους μπολσεβίκους – Π. Νικολάου Ντονιένκο.

Τον Ιανουάριο του 1918, οι μπολσεβίκοι αφόπλισαν το 46ο τάγμα του «Λευκού στρατού» που στρατοπέδευσε στην πόλη του Μπερντιάνσκ και συνέλαβαν περίπου 200 αξιωματικούς. Έβαλαν τους στρατιώτες να υπογράψουν ότι δεν θα συμμετάσχουν σε αντεπαναστατικές ενέργειες και τους πρότειναν να ενσωματωθούν στον κόκκινο στρατό. Πολλοί απ’ αυτούς ωστόσο προτίμησαν να γίνουν μέλη της «Ένωσης Αναπήρων Στρατιωτών». Λίγους μήνες αργότερα, στις 18 Απριλίου, αγανακτισμένοι οι πολίτες από την αυθαίρετη εξουσία των μπολσεβίκων και από την ασταμάτητη προπαγάνδα τους, με επικεφαλής τον συνταγματάρχη Αμπολιάντς και τον ανθυπολοχαγό Πανασένκο, εξεγέρθηκαν εναντίον τους. Εκείνοι, πανικόβλητοι, ζήτησαν βοήθεια από τη Σεβαστούπολη και ταυτόχρονα άρχισαν να φορτώνουν σε καράβια τα υπάρχοντά τους. Οι συγκρούσεις που διαδραματίστηκαν στο λιμάνι της πόλης κατέληξαν σε σύλληψη των μελών του επαναστατικού συμβουλίου.

Ωστόσο το πλοίο από τη Σεβαστούπολη δεν άργησε να φτάσει και να στείλει απειλητικό τελεσίγραφο, πως «αν δεν απελευθερωθούν άμεσα όλα τα μέλη του συμβουλίου και δεν παραδοθούν τα όπλα στα επαναστατικά Σοβιέτ, η πόλη θα βομβαρδιστεί και θα καταληφθεί βίαια». Ο Πανασένκο που ανέβηκε στο πλοίο ως διαμεσολαβητής, κρατήθηκε ως όμηρος και σύντομα εκτελέστηκε δημοσίως προς εκφοβισμό των πολιτών οι οποίοι δεν ήταν διατεθειμένοι να παραδοθούν.

Ο κόκκινος στρατός δεν κατάφερε τελικά να αποβιβαστεί στην πόλη, χάρη στην αποφασιστική και τολμηρή αντίσταση των κατοίκων της, άφησε όμως τα θλιβερά σημάδια της βιαιότητάς του σε πολλά από τα σπίτια που βρίσκονταν κοντά στο λιμάνι και δεν γλίτωσαν τα μανιασμένα τους πυρά. Λίγο αργότερα η πόλη έπεσε στα χέρια των Γερμανών και μετά και πάλι στα χέρια των μπολσεβίκων. Νέα απίστευτη ταλαιπωρία περίμενε την πόλη και τους κατοίκους της. Αρχηγός του κόκκινου στρατού, που έφτασε με πέντε επιβατηγά βαγόνια στην πόλη, ήταν ο «σύντροφος» Νέστωρ Ιβάνοβιτς Μαχνό.5 Είναι ιδιαίτερα γλαφυρή η περιγραφή της άφιξης του στρατού:

«… Βγήκε πρώτα μια ομάδα 10 ένοπλων ατόμων, ντυμένων με δερμάτινα πανωφόρια και καπέλα στα κεφάλια, μερικοί είχαν και κρεμασμένα στιλέτα. Στη συνέχεια κατέβηκαν οι πεζοναύτες, όλοι βρόμικοι, ταλαιπωρημένοι, με σχισμένα παντελόνια, μια μπότα στο ένα πόδι και αρβύλα στο άλλο, καπέλο στο κεφάλι και μαύρες σημαίες στο χέρι. Ξεχύθηκαν γύρω από το σταθμό και άρχισαν να κολλάνε συνθήματα. Στη συνέχεια κατέβηκε το ιππικό. Πολλοί δεν είχαν σέλες, φορούσαν όμως σπιρούνια, κι όσο για στολή, ο καθένας φορούσε ό,τι ήθελε, ή μάλλον ό,τι είχε κατορθώσει να βρει. Στα κεφάλια τους είχαν καπέλα, τραγιάσκες, σκουφιά, κάποιοι μάλιστα είχαν τα χωνιά από τα γραμμόφωνα για καπέλα και στους ώμους κρεμασμένους τους δίσκους. Το θέαμα έμοιαζε πολύ περισσότερο με άφιξη τσίρκου παρά στρατού! Όρμησαν στην πόλη και άρχισαν να κολλάνε συνθήματα ασταμάτητα. Ήταν γραμμένα σε διάφορα χρώματα, το περιεχόμενό τους όμως ήταν το ίδιο: Θάνατος στους Εβραίους και στους κομισάριους».

Από τις πρώτες τους ενέργειες ήταν η ανατίναξη των φυλακών, η απελευθέρωση των κρατουμένων και η εκτέλεση εν ψυχρώ όλων των στρατιωτών του λευκού στρατού που είχαν απομείνει. Την επόμενη μέρα τοιχοκόλλησαν σ’ όλα τα σπίτια και τις αυλές την εξής διαταγή: «Όλα τα νοσοκομεία, φαρμακεία και οι πολίτες να παραδώσουν όποια ποσότητα αλκοόλ έχουν στην κατοχή τους. Η μη συμμόρφωση θα τιμωρηθεί αυστηρά. Ό ταγματάρχης της πρώτης σοβιετικής ομάδας του κόκκινου στρατού, σύντροφος Μαχνό». Στην κατοχή λοιπόν του περίεργου αυτού στρατού βρέθηκαν ξαφνικά τεράστιες ποσότητες αλκοόλ, τις οποίες φυσικά έσπευσε να αξιοποιήσει κατάλληλα… Τις επόμενες μέρες η πόλη κατακλύστηκε από μεθυσμένους στρατιώτες που επιδίδονταν σε κάθε είδους βιαιότητες και λεηλασίες. Γλεντούσαν και στο τέλος έβαζαν φωτιές πάνω στα πιάνα που τους διασκέδαζαν ή ξήλωναν τους καναπέδες και έπαιρναν μαζί τους το ύφασμα, έκλεβαν αδιάντροπα τους αγρότες που έρχονταν στην πόλη για να πουλήσουν τα εμπορεύματά τους, αλλά άρπαζαν και ρήμαζαν και τα χωριά τους
κατά τις περιοδείες τους εκεί.

Οι άνθρωποι, αγανακτισμένοι, άρχισαν να χύνουν το κρασί στα αυλάκια αντί να το παραδώσουν στους στρατιώτες, αλλά αυτοί είχαν τέτοια εξάρτηση από το πιοτό που πήγαιναν και έπιναν μέσα από τα αυλάκια, πολλούς μάλιστα τους έβρισαν εκεί το πρωί πνιγμένους. Στην απόγνωσή τους άρχισαν να το αδειάζουν στη θάλασσα, αλλά οι μανιασμένοι αλκοολικοί το ξετρύπωναν σε υπόγεια και κρυψώνες των σπιτιών. Στις αρχές Ιουλίου του 1918, η αφάνταστη ταλαιπωρία των κατοίκων της πόλης έλαβε προσωρινό τέλος με την αποχώρηση του στρατού του Μαχνό.

Στις 7 Ιανουαρίου του 1919, ανήμερα Χριστούγεννα για τους Ρώσους, έφτασε στην πόλη ένα τάγμα Λιθουανών, με αρχηγό τον Μπαλίτσκι, ο οποίος έσπευσε να ιδρύσει επαναστατικό κομιτάτο στο Μπερντιάνσκ. Την ίδια χρονιά, η τοπική εκκλησία ποτίσθηκε και πάλι με αθώο αίμα του πρωθιερέα Παύλου Βοϊνάρσκι, ο οποίος ήταν άλλο ένα θύμα της αντιεκκλησιαστικής μανίας των μπολσεβίκων. Λίγα πράγματα είναι γνωστά για τη ζωή και τη δράση του, αλλά στο επουράνιο βιβλίο είναι σίγουρα γραμμένα πολύ περισσότερα. Γεννήθηκε το 1867, και μετά το τέλος των σπουδών του στη θεολογική ακαδημία της Ταυρίδας, δούλεψε ως καθηγητής των θρησκευτικών σε επαρχιακό σχολείο. Χειροτονήθηκε διάκονος το 1894 και μετά από κάποιο διάστημα ιερέας, λειτουργώντας αρχικά στο ναό του Αρχαγγέλου Μιχαήλ στο χωριό Νοβοτρόιτσκι και έπειτα στο Γιουριέφσκ. Το 1906, η προσφορά του διακρίθηκε με αριστείο. Μετά την επανάσταση συνελήφθη τρεις φορές, με αφορμή το γεγονός ότι ο γιος του ήταν στρατιωτικός, κάθε φορά όμως η σύλληψή του ξεσήκωνε θύελλα αντιδράσεων
τουαγροτικού πληθυσμού της περιοχής και έτσι αναγκάζονταν να τον απελευθερώσουν. Τόσο μεγάλη ήταν η αγάπη του ποιμνίου του, η οποία φυσικά αντικατόπτριζε τη δική του πατρική φροντίδα και αγάπη γι’ αυτούς. Ο πρωθιερέας Μιχαήλ Πόλσκι γράφει για τον τραγικό θάνατό του:

«Στις 25 Μαρτίου τον συνέλαβαν για άλλη μια φορά, η οποία έμελλε να είναι η τελευταία. Ο ίδιος περίμενε ότι κάτι τέτοιο θα συνέβαινε, δεν ήθελε όμως να εγκαταλείψει τους ενορίτες του. Την πρεσβυτέρα του την έκρυψαν οι αγρότες της περιοχής μόλις μαθεύτηκε η σύλληψή του. Τον περίμεναν στημένοι έξω από την εκκλησία και την ώρα που έβγαινε τον συνέλαβαν μαζί με δύο αδέλφια, τον Παύλο και τον Αλέξιο Κιριάν που ήταν μαζί του. Τους μετέφεραν σε ένα κακόφημο χωριό του δήμου Εκατερινοσλάβσκ, το Νοβοσπάσκογιε, το οποίο ήταν γνωστό για την έκδηλη συμπάθειά του προς τους μπολσεβίκους, και εκεί, στις 29 Μαρτίου, λίγες μέρες δηλαδή μετά, τους εκτέλεσαν, εξαπολύοντας πάνω τους όλη τη βαρβαρότητα και το μίσος τους. Τα σώματα των δύο αδελφών ήταν γεμάτα μώλωπες που πρόδιδαν άγριο ξυλοδαρμό, ενώ του π. Παύλου είχε 11 τρύπες από πυροβολισμούς και πολλές από λόγχες». Αυτά δεν ήταν παρά μόνο η αρχή. Η καινούργια εξουσία έσυρε πίσω της αφόρητη παγωνιά. Πάγωσε με τη βιαιότητα και την αυθαιρεσία της το αίμα και τις συνειδήσεις
των ανθρώπων, που συνειδητοποίησαν πλέον για τα καλά, πως η ιστορία μπορεί να είναι πολύ διαφορετική από τον τρόπο που την παρουσιάζει κανείς.

Τον Δεκέμβριο του 1920, ο τρομερός στρατός του Μαχνό ξαναχτύπησε την πόλη. Ιππεύοντας πάνω σε άλογα, όρμησαν με μανία στην πόλη σκοτώνοντας αθώους πολίτες και λεηλατώντας τα σπίτια και τις περιουσίες που είχαν απομείνει. Κραυγές, βογκητά, στεναγμοί, βρισιές, πυροβολισμοί, χλιμιντρίσματα αλόγων, ανακατεύτηκαν όλα μαζί συνθέτοντας ένα τρομερό θρήνο καταστροφής και πόνου. Οι άσπλαχνοι ληστές, αφού αποτελείωσαν το ανόσιο έργο τους, εγκατέλειψαν την πόλη, ένα άθλιο ερείπιο που προσπαθούσε να θάψει τους νεκρούς του.

Η πείνα και η εξαθλίωση στο Μπερντιάνσκ έφτασε στο αποκορύφωμά της το 1921, όταν καταγράφηκαν και περιπτώσεις κανιβαλισμού. Ο πληθυσμός της πόλης μέσα σε λίγο διάστημα από τα απανωτά χτυπήματα που δέχτηκε μειώθηκε κατά τα δύο τρίτα περίπου, και από τις 30.000 απέμειναν μόνο 12.000 και αυτοί σε άθλια ψυχική και υλική κατάσταση.

Από το βιβλίο: στη δίνη ενός κόσμου που άλλαζε, «Οι Νεομάρτυρες του Μπερντιάνσκ», του Π. Νικολάου Ντονιένκο.
Μετάφραση, Μαρίνας Μουμλάντζε.
Εκδόσεις: Εν πλω. Πορφύρα. Αθήναι, 2012.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Άρθρα, Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.