Το Μπλόκο της Κοκκινιάς, Πέμπτη, 17 Αυγούστου 1944.

Το Μπλόκο της Κοκκινιάς, την Πέμπτη 17 Αυγούστου 1944, έχει μείνει στην ιστορία ως τραγωδία για την Νίκαια, κατά την οποία διεξήχθησαν ομαδικές εκτελέσεις στην περιοχή από τα κατοχικά στρατεύματα των Γερμανών. Τί είχε προηγηθεί;

Στις 11 Αυγούστου 1944 οι ταγματασφαλίτες στο Δημαρχείο της Κοκκινιάς ανακοίνωσαν τα ονόματα 50 εκτελεστέων Κοκκινιωτων. Ανήμερα του δεκαπενταύγουστου, μια πολυμέτωπη επίθεση ήταν η απάντηση του ΕΛΑΣ. Κι έτσι άρχισαν όλα!

Το μπλόκο .

Ήταν 2.30 την νύχτα Πέμπτη 17 Αυγούστου 1944, όταν δεκάδες αυτοκίνητα με ισχυρές δυνάμεις του Συντάγματος Ευζώνων ,Γερμανοί της 11ης Μεραρχίας και μια διμοιρία του Μηχανοκινήτου Τμήματος της Αστυνομίας Πόλεων, περικύκλωσαν την Κοκκινιά. Ο βαρύς οπλισμός ήταν πρωτοφανής για επιχείρηση εντός των ορίων της Πρωτευούσης! Κοντά στις 2:30 το πρωί ξεκινά το δράμα της ομαδικής σφαγής που θα ακολουθήσει όταν ανέβει ο ήλιος ψηλά.

Περί τους 3.000 βαριά οπλισμένους με πολυβόλα, όλμους, μυδράλια, ταχυβόλα, αυτόματα, Γερμανούς και Έλληνες ταγματασφαλίτες, κυκλώνουν την πόλη που εκείνη την ώρα κοιμάται. Μετά τις 6:00 π.μ. ακούγονται τα «χωνιά» στους δρόμους της Κοκκινιάς. «Προσοχή-προσοχή! Σας μιλάνε τα τάγματα ασφαλείας. Όλοι οι άνδρες από 14-60 ετών να πάνε στην πλατεία της Οσίας Ξένης για έλεγχο ταυτοτήτων. Όσοι πιαστούν στα σπίτια τους θα τουφεκίζονται επί τόπου». Πανικός σε κάθε σπίτι και σε κάθε δρόμο της πόλης.

Μερικοί κρύβονται όπως-όπως σε στέγες, καταπακτές, πηγάδια, όπου βρουν. Με υποκόπανους γκρεμίζονται οι πόρτες των φτωχών παραγκόσπιτων και με βρισιές και κλωτσιές σέρνονται κυριολεκτικά προς τον τόπο του Μαρτυρίου, εκατοντάδες συμπολίτες μας αγωνιστές. Αρκετοί ήταν εκείνοι που δεν υπάκουσαν στην εντολή και εκτελέστηκαν επί τόπου, στα σπίτια τους! Οι γυναίκες με τα παιδιά κλαίνε και οδύρονται, ακολουθώντας με αγωνία τους δικούς τους ανθρώπους. Οι Γερμανοί αρχίζουν να καίνε τα σπίτια. Οι πρώτοι νεκροί πέφτουν σε διάφορους δρόμους.

Γύρω στις 8.00 π.μ. η πλατεία της Οσίας Ξένης, αλλά και οι γύρω δρόμοι, έχουν γεμίσει από κόσμο. Περίπου 25.000 άτομα. Χωρίζονται κατά ομάδες σε πεντάδες, με κενά μεταξύ τους, για να μπορούν οι δήμιοι να υποδεικνύουν όποιον θέλουν. Η εντολή είναι να κάθονται γονατιστοί με ψηλά το κεφάλι. Η ζέστη αφόρητη και αρκετοί είναι αυτοί που λιποθυμούν και ζητούν εναγωνίως λίγες σταγόνες νερό. Όσες γυναίκες προσπαθούν να πλησιάσουν τους κρατούμενους, προσφέροντάς τους από τις πήλινες στάμνες λίγο νερό, κακοποιούνται μπροστά σε όλους. Οι γερμανοτσολιάδες πιάνουν δουλειά.

Στην πλατεία εμφανίζονται ελάχιστοι Κοκκινιώτες, που φορούν (οι περισσότεροι) μαύρες κουκούλες και έχουν καλυμμένα τα πρόσωπά τους. Υποδεικνύουν ποιους να εκτελέσουν. Εντοπίζουν μέλη του ΕΑΜ, του ΕΛΑΣ και της ΟΠΛΑ. Αρκετοί δε από τους χαφιέδες δεν φορούσαν ούτε καν μάσκα! Πληροφορίες, προσωπικές εμπάθειες, ακόμη και τυχαία γεγονότα, ήταν αρκετοί λόγοι για να σηκώσουν το χέρι και να υποδείξουν κάποιον. Υπέδειξαν αρχικά όλα τα στελέχη των πολιτικών και ενόπλων οργανώσεων, τα οποία υπεστήσαν φρικτά βασανιστήρια, πριν αφήσουν την τελευταία τους πνοή.

Ο καταδότης Μπατράνης, διακρίνει μέσα στο πλήθος το λοχαγό του ΕΛΑΣ Αποστόλη Χατζηβασιλείου και με ειρωνεία τον χαιρετά «τα σέβη μου λοχαγέ» και δίνει το σύνθημα. Αφού με την ξιφολόγχη του βγάζουν το μάτι και του σχίζουν τα μάγουλα, τον περιφέρουν ανάμεσα στο πλήθος ζητώντας του να προδώσει. Η απάντηση του λοχαγού ήταν «Ψηλά το κεφάλι, μη φοβάστε. Δεν πρόκειται να προδώσω κανέναν». Σέρνεται για να κρεμαστεί αναίσθητος. Λίγο πριν το τέλος του ψέλλισε. «ΣΥΝΑΓΩΝΙΣΤΕΣ ΕΚΔΙΚΗΣΗ»!. 

Οι κουκουλοφόροι σέρνονται μέσα στο πλήθος και διαλέγουν ..και ο δήμιος εκτελεί. Μέχρι να τους πάνε στον τόπο της εκτέλεσης, τους βασανίζουν απάνθρωπα για να προδώσουν. Χαρακτηριστικό της ανδρείας, του υψηλού φρονήματος των εκτελεσθέντων είναι ότι λίγο πριν το θάνατο και με αντάλλαγμα την ίδια τους τη ζωή, κανείς δεν πρόδωσε άλλο συναγωνιστή του. Ενώ πολλοί ήταν αυτοί που πριν πέσουν νεκροί έδιναν θάρρος στους υπόλοιπους, προτρέποντάς τους να αγωνιστούν κατά του φασισμού. Ο τόπος εκτέλεσης είναι κοντά στην πλατεία της Οσίας Ξένης, στη μάντρα ενός ταπητουργείου , στη συμβολή των οδών Κιλικίας και Θειρών. Η μάντρα του υφαντουργείου Παγιασλή γεμίζει με παλικάρια.

Ο Γερμανός δήμιος, που βρίσκεται στο πόστο του μέσα στη Μάντρα, πίνει συνέχεια ούζο και με το όπλο του συνεχώς εκτελεί. Πίνει , βρίζει, εκτελεί και συνεχώς αναφωνεί «άλλες κόμουνιστ καπούτ», («Όλοι οι κομμουνιστές θα πεθάνουν»).

Ξαφνικά γερμανικά καμιόνια ζώνουν τα σπίτια στο βόρειο τμήμα της πόλης και αρχίζουν να τα καίνε. Από τα 90 σπίτια της περιοχής καίγονται τα 80. Για το λόγο αυτό η συνοικία του 4ου Καραβά ονομάστηκε «Καμένα». Γύρω στις 11:00 π.μ., οι Γερμανοί πληροφορούνται ότι στη Νεάπολη προδόθηκε το κρησφύγετο μιας ομάδας του εφεδρικού ΕΛΑΣ, στην οποία συμμετείχε η γνωστή Διαμάντω Κουμπάκη. Η χαρά των Γερμανών ήταν μεγάλη, διότι κατάφεραν να την συλλάβουν. Καθώς τη χτυπούσαν, κατευθυνόμενοι στη Μάντρα των εκτελέσεων, η Διαμάντω τους έβριζε και τους απαντούσε «σαν και εσάς, προδότες, εγώ έφαγα 65!». Παρά τον άγριο ξυλοδαρμό της με τους υποκόπανους των όπλων, φθάνοντας στη Μάντρα του μαρτυρίου και λίγο πριν να την εκτελέσουν, βρήκε το κουράγιο να φωνάξει «Μια ζωή τη χρωστάμε, ας μην την πάρουν οι προδότες. Υπάρχουν χιλιάδες λεβέντες. Θα τους εκδικηθούν». Παρόμοια κατάληξη θα έχει και μια άλλη Ελληνίδα, η Αθηνά Μαύρου. Καθώς την έσερναν βίαια στην Οσία Ξένη, για να μαρτυρήσει όσους γνώριζε, φώναξε: «αδέλφια, το κεφάλι
ψηλά, δε γνωρίζω κανέναν και ας με φάει το βόλι του Γερμανού». 

Στην πλατεία της Οσίας Ξένης συνεχίζεται η τραγωδία. Εκατοντάδες γυναίκες προσπαθούν να ανακουφίσουν τον πόνο των αγωνιστών και με στάμνες κουβαλούν λίγο νερό και λίγο ψωμί. Οι δήμιοι σπάνε τις στάμνες, κλωτσάνε τις γυναίκες και βρίζουν.. Τα παιδιά κλαίνε και σπαράζουν: Η ζέστη, η δίψα, ο φόβος έχει σκεπάσει τα πρόσωπα και τις ψυχές όλων. Οι Γερμανοί και οι ντόπιοι συνεργάτες τους χαμογελούν σαρκαστικά. Τη στιγμή αυτή ξεχωρίζει ο ηρωισμός του αγωνιστή Κώστα Περιβόλα ο οποίος, την ώρα που τον διαλέγουν για εκτέλεση, ορμά πάνω στον χαφιέ Ι.Πλυντζανόπουλο, τον έπιασε από το λαιμό και του βγάζει την κουκούλα. Ο δήμιος προλαβαίνει και τον εκτελεί επί τόπου. Λίγο μετά το μεσημέρι σταματούν οι εκτελέσεις. Έχουν προηγηθεί κι άλλες ομαδικές εκτελέσεις στα Καμένα, στη συμβολή των οδών Ακροπόλεως και Αρτέμιδος. Εκεί εκτελούνται 46 οι οποίοι μεταφέρθηκαν στην περιοχή με καμιόνια από την Οσία Ξένη. 

Στο χώρο της Μάντρας η εικόνα είναι αποτρόπαια. Σωρός τα πτώματα, τσουβαλιασμένα το ένα πάνω από το άλλο. Το αίμα δύο πήχες έγλυφε το πάτωμα. Οι Γερμανοί δίνουν διαταγή στους κουκουλοφόρους να σκυλέψουν τους νεκρούς. Οι προδότες ορμούν πάνω στα κουφάρια των ηρώων και αρχίζουν να τους παίρνουν ότι αντικείμενα αξίας είχαν πάνω τους. Ρολόγια, δαχτυλίδια , βέρες κ.α. Δεν πρόλαβαν να ολοκληρώσουν το αποτρόπαιο ανοσιούργημά τους και οι ίδιοι οι Γερμανοί εκτέλεσαν κάποιους από αυτούς επί τόπου.. Η αυλαία αυτής της τραγωδίας έκλεισε γύρω στις 6:00 μ.μ. με ένα ξεδιάλεγμα περίπου 8.000 ομήρων.

Ένα τεράστιο ανθρώπινο ποτάμι ξεκίνησε από την Κοκκινιά για το στρατόπεδο του Χαϊδαρίου. Οι όμηροι οδηγούνται, σε φάλαγγα ανά τέσσερις, και σ’ αυτή την απόσταση, περίπου 7 χιλιομέτρων, όσοι πέφτουν κάτω από την εξάντληση, τη δίψα ή τη ζέστη, βασανίζονται αμέσως. Σε όλους τους δρόμους της Κοκκινιάς ακούς μόνο κλάματα μανάδων, συζύγων και παιδιών, ενώ από παντού ρέει αίμα και η πόλη μυρίζει θάνατο. 

Όπως αναφέρει ο Μιχάλης Γρηγοράκης, ο οποίος συμμετείχε σ΄ αυτήν την πορεία, ένας από τους ταγματασφαλίτες που τους συνόδευαν, καθ΄ όλη τη διαδρομή φώναζε «Η Κοκκινιά δεν είναι εδώ. Η Γερμανία είναι εδώ. Πάρτε το χαμπάρι και θα πεθάνετε όλοι σας». Από το Χαϊδάρι γύρω στα 1.800 άτομα σέρνονται στα κολαστήρια της Γερμανίας. Κοκκινιώτες κλείστηκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης στο Μανχάϊμ, Νταχάου, Μπούνχεβαλντ, Μπίπλις, Άουσβιτς και αλλού.

Η Γερμανική αναφορά κάνει λόγω για 104 νεκρούς εχθρούς, και 3000 συλληφθεντες . Συνολικά όμως οι νεκροί και από αλλά σημεία της περιοχής της Κοκκινιάς πρέπει να ανέρχονται σε 176: πηγές της Αντίστασης μιλούν για 200 νεκρούς .

Η Ελένη Παπαδοπούλου, η οποία αφηγείται τα όσα άκουσε από την γιαγιά και την μητέρα της, αναφέρει: «Αυτό που με τρόμαζε πιο πολύ και το σκεφτόμουν, ακόμη μέχρι και όταν έπεφτα στο κρεβάτι, ήταν ότι την άλλη μέρα το αίμα το μάζεψαν «ρολό», λες και ήταν ύφασμα. Αυτό δεν το χώραγε ο νους μου, πως έγινε και όλο ρωτούσα, αλλά οι ερωτήσεις κομμένες. Βιαζόντουσαν να πει κάθε μια την ιστορία της.

Όταν άκουσαν λέει ότι οι γερμανοί άρχισαν, αφού τους μάζεψαν στην πλατεία, να καίνε τα σπίτια, κλείστηκαν μέσα και έτρεμαν. Και η γιαγιά μου, όταν της είπε η μάνα μου τι θα κάνουμε, είπε «δεν παν να καούν όλα! Εγώ το παιδί μου θέλω πίσω». Πόντια βλέπεις, τα είχε δει όλα. Μια ζωή τρέξιμο και αγώνες. Να κάνει ρίζες σε καινούριο τόπο, σε καινούριο σπίτι. Άρχισε και σουρούπωνε, όταν γύρισε ο θειος μου. Βαγγέλη Κωφίδη τον έλεγαν.

Την άλλη μέρα, οι μανάδες πήγαν στο 3ονεκροταφειο. Δεν έψαχνε να βρει καμιά το παιδί της. Μόνο πήρε κάθε μια από έναν τάφο και άρχισε να κλαίει . Και στα σαράντα των νεκρών, όπου πήγαν όλοι στην Οσία Ξένη, έστησαν οι γερμανοί το πολυβόλο πάνω στην δεξαμενή και τους θέρισαν. Σκοτώθηκαν αρκετοί.

Αιωνία η μνήμη, σε σας αδελφοί, στον τίμιο που πέσατε αγώνα!»

Επιμέλεια κειμένου, από τον ιστορικό Αλκη Ευστρατίου.

Κατηγορίες: Άρθρα, Ιστορικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.