Δημοκρατία κέκληται: ανεπίκαιρη επικαιρότητα – Τάσου Λιγνάδη.

ΤΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΕΝΝΟΙΑΣ δημοκρατία διαμφισβητείται. Όμως η ελληνική αυτή λέξη εξακολουθεί να παραμένει αδιαμφισβήτητη. Αυτό το αντιλαμβανόμαστε ιδιαίτερα κατά τις εκλογές, όπου η αναφορά του όρου διεκδικείται από πολλούς μνηστήρες. Ακόμα και από εκείνους που αρνούνται την βασική λειτουργία του όρου στην ιστορική του εφαρμογή, δηλαδή στην έμπρακτη αφετηρία του.

Για να ξεκινήσουμε από την αφετηρία μιας εφαρμογής, θα έπρεπε ίσως να αναφερθούμε στον Επιτάφιο του Θουκυδίδη, στο δημοκρατία κέκληται και στις έννοιες πλείονες και ολίγοι. Όμως δεν θα αρκούσε, αν θα θέλαμε να δώσουμε μια πανελλήνια συναντίληψη στο νόημα αυτό, το συναρτημένο με την αυτεξουσιότητα που επρέσβευε η τότε πόλις-κράτος.
Κάποιος κοινός φορέας υπάρχει που προάγει την φύση μιας σκέψης σε καθαρά πολιτική εφαρμογή. Είναι η συλλογική άμυνα στον κίνδυνο της εξουσίας του Εγώ. Είναι με άλλα λόγια ο Νόμος που επιστρατεύει τον πολίτη απέναντι στο ακόρεστο άτομο. Την αντιπαράθεση αυτή την παρακολουθούμε, ως μία δραματική περιπέτεια, στην αρχαία ελληνική κοινωνία. Η ισχύς της φύσεως του Νόμου στο ελληνικό δειγματολόγιο, μπορεί να συσχετίσει σε κράτος του δήμου, δύο αντίθετα πολιτεύματα όπως της αρχαίας Αθήνας και της Σπάρτης. Ο Ηρόδοτος μας πληροφορεί για την απάντηση που έδωσε στον Ξέρξη ο Δημάρατος, περιγράφοντας τους Σπαρτιάτες: Αν και είναι ελεύθεροι, δεν είναι ελεύθεροι σε όλα. Πάνω απ’ αυτούς υπάρχει κάποιος Κύριος, ο Νόμος, που τον φοβούνται πολύ περισσότερο απ όσο φοβούνται οι δικοί σου υπήκοοι εσένα (Ελεύθεροι γαρ δόντες, ου πάντα ελεύθεροι εισι: έπεστι γαρ σφι δεσπότης νόμος, τον υποδειμαίνοναι πολλώ έτι μάλλον οι σοι σε, Ζ, 104). Δεν διαφέρει η απάντηση αυτή από τον στίχο του Αισχύλου στους ΠΕΡΣΕΣ, που περιγράφει σε μια γραμμή το πολίτευμα των Αθηναίων: Ούτινος δούλοι κέκληνται φωτός δύο υπήκοοι (στ. 242). Η πλατωνική προσωποποίηση των Νόμων στον ΚΡΙΤΩΝΑ ολοκληρώνει το θέμα.

Βεβαίως, η Αθήνα ήταν μία άμεση δημοκρατία. Κάτι δύσκολο να κατανοηθεί από μας που η αντίληψη μας για την δημοκρατική λειτουργία εξαντλείται στον έμμεσο, αντιπροσωπευτικό χαρακτήρα των διαδικασιών της ψήφου. Η αρχαία όμως αμεσότητα δεν φαίνεται μόνο στον θεσμό της συνελεύσεως, της εκκλησίας του Δήμου, όπου όλοι οι ελεύθεροι πολίτες συγκεντρώνονταν για να αποφασίσουν από κοινού, αλλά σε κάτι άλλο που ίσχυε για τα περισσότερα ελληνικά κράτη-πόλεις. Στο ότι μετείχαν στην εξουσία όλοι οι ελεύθεροι πολίτες, όχι με το δικαίωμα της αντιπροσωπευτικής ψηφοφορίας, αλλά με το συλλογικό δικαίωμα της κληρώσεως. Αν δηλαδή ήσαν περίπου σαράντα χιλιάδες ελεύθεροι Αθηναίοι πολίτες (δεν υπολογίζονται οι ανήλικοι, οι γυναίκες, οι μέτοικοι και οι δούλοι), αυτό σημαίνει ότι αποτελούσαν μια λειτουργία εξουσίας, που καταμεριζόταν στις δέκα αθηναϊκές φυλές, οι οποίες ανελάμβαναν ανά τριανταέξη ήμερες, ως πρυτανεύουσα, την αρχή. Κι ο επιστάτης των πρυτάνεων ήταν ένας ανώτατος άρχων μιας ημέρας! Από τους εννέα άρχοντες της εκτελεστικής εξουσίας, εκείνοι μόνο που εκλέγονταν με ψηφοφορία και όχι με κλήρωση για ένα έτος, ήταν οι δέκα στρατηγοί. Κι αυτοί γιατί στην περίπτωση τους η ικανότητα έπρεπε να αξιολογηθεί συγκριτικά. Σε όλες τις άλλες διαδικασίες όλοι οι Αθηναίοι πολίτες ήταν δικαιωματικά κληρώσιμοι για την άσκηση της εξουσίας. Συνεπώς συνυπεύθυνοι σε κάθε απόφαση και μέτρο της πολιτείας.

Έτσι, ο Νόμος με την αγιότητα της θρησκευτικής του προελεύσεως, και ως κώδικας δικαιοσύνης, έδινε στο Κράτος του δήμου την υπερατομική του φύση. Ως προς αυτό είναι χαρακτηριστικό σε ποιόν από τους πολίτες απαγορευόταν να ασκήσει το δικαίωμα του λόγου στην συνέλευση του Δήμου: Όποιος δεν ήταν νόμιμα νυμφευμένος. Όποιος δεν είχε γη. Όποιος παραμέλησε τα καθήκοντα του προς τους γονείς. Όποιος προσέβαλε τα δημόσια ήθη. Όποιος απέφυγε τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις. Όποιος ήταν ρίψασπις σε πόλεμο. Όποιος χρωστούσε χρήματα στο κράτος.
Όλα αυτά τα μαθαίνουμε, αν διαβάσουμε όχι μόνο Ξενοφώντα ή Αριστοτέλη αλλά όλους τους ΄Ελληνες συγγραφείς. Ακόμα και η αρχαία αττική Κωμωδία και ιδιαίτερα ο Αριστοφάνης που έφτασε έως εμάς, μας πλουτίζουν με ενδεικτικότατες πληροφορίες. Στις αριστοφανικές μάλιστα γελοιογραφίες της αθηναϊκής δημοκρατίας, μες από τον φανατικό συντηρητισμό της σάτιρας και του σαρκασμού, οι πληροφορίες, που άμεσα η έμμεσα αντλεί ο σύγχρονος αναγνώστης, τον κάνουν ακούσια να ακούει την απολογία ενός πολιτεύματος.

Φυσικά, για την διάρθρωση και την λειτουργία αυτού του πολιτεύματος, οι παράγοντες της εκτάσεως της πόλεως – κράτος και ο περιορισμένος πληθυσμός ερμηνεύουν έως ένα σημείο, κατά πόσο είναι εφικτός ο ταυτισμός του κράτους του δήμου με το βουλεύεσθαι. ΄Εως ένα σημείο όμως. Γιατί η φύση του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού αποδεικνύει έναν νου που γεωμετρεί και δεν γεωμετρείται. Και ο πλούτος αυτής της γεωμετρίας είναι πάντα ανοιχτός για μελέτη και για σύγχρονες εφαρμογές.

Ωστόσο, με την διαμφισβήτηση του περιεχομένου του όρου δημοκρατία είναι συναρτημένα στενά τα θέματα της τεχνολογίας και της δουλοκτητικής κοινωνίας. Και το ένα μας πάει στο άλλο κατά παλίνδρομη αναγκαιό¬τητα. Κάπως άσχετα, αλλά συνειρμικά και ευλόγα, μιλώντας για τεχνολογία, μου έρχεται στον νου η επιστημονική φαντασία του… Όμηρου, σαν το λεγόμενο Future Shock. Στο Σ της Ιλιάδος ο Ποιητής μας μιλάει για ρομπότ και για αυτόματα τεχνουργήματα. Διαβάζουμε ότι ο μέγας κουτσός τεχνοκράτης του ελληνικού Μύθου, ο Ηφαιστος, μέσα στο χάλκινο εργαστήριο του είχε φτιάξει τρίποδες, που αυτόματοι πήγαιναν κι έρχονταν στις συγκεντρώσεις των θεών (Σ. 371). Είχε στην υπηρεσία του μαλαματένιες υπηρέτριες χρυσείας αμφιπόλους όμοιες με ζωντανά κορίτσια, που είχαν και μυαλό και φωνή και αυτοκίνητη δύναμη (Σ. 417). Και είχε αυτόματα φυσερά, που τους έδινε την εντολή κι αυτά ενεργούσαν μόνα τους (Σ. 469).

Η παραγωγικότητα λοιπόν του Ηφαίστου οφειλόταν σ έναν τεχνολογικό αυτοματισμό! ΄Οπως σε περιγραφή τεχνολογικού αυτοματισμού εντάσσεται και ο χάλκινος γίγας, ο Τάλως, όπως μας τον περιγράφει στα ΑΡΓΟΝΑΥΤΙΚΑ του ο Απολλώνιος ο Ρόδιος. Η παραγωγικότητα αυτή στην αρχαία ελληνική κοινωνία βασιζόταν στην ανθρώπινη μηχανή που λεγόταν δούλοι. Στην Αθήνα πριν από τον Πελοποννησιακό Πόλεμο οι δούλοι ανέρχονταν περίπου σε 150.000. Η παραγωγικότητα της ανθρώπινης μηχανής και του τεχνολογικού αυτοματισμού είναι ένας μοιραίος συσχετισμός, που δεν είχε διαφύγει την προσοχή του Αριστοτέλους. Στα ΠΟΛΙΤΙΚΑ του μας λέει ότι αν τα όργανα έπαιρναν εντολές ή προαισθάνονταν και έτσι, αι κερκίδες εκέρκιζον αυταί και τα πλήκτρα εκιδάριζεν, ουδέν αν έδει, ούτε αρχιτέκτοσιν υπηρετών ούτε τοις δεσπόταις δούλων.

Η αθηναϊκή δημοκρατία βάσιζε την παραγωγικότητα της στο δουλοκτητικό σύστημα. Θα ήταν όμως σφάλμα λογικής, η αξιολόγηση ενός πολιτεύματος, ως προς την φύση των διαδικασιών του, να εξαρτηθεί από τους όρους μιας εποχής. Η ηθική εξίσωση ελεύθερου και δούλου μετά την αμαρτία της Ιστορίας, είναι χριστιανικό φανέρωμα, ανατροπή δεδομένων άξιων και όχι καταστάσεων. Μόνο που δεν μπορεί να γίνει ανατροπή καταστάσεων χωρίς την συνείδηση της ανατροπής των αξιών.
Ως προς την διαφορά ψηφοφορίας και κληρώσεως, ως προς την δυνατότητα η εξουσία να ασκείται μεσ από όλους τους συνυπεύθυνους πολίτες, το ιστορικό μειονέκτημα της δουλοκτητικής κοινωνίας είναι μια ποσοτική, μια εν χρόνω εφαρμογή. Δεν θίγει ούτε την σκέψη ούτε την δυνητική προέκταση του νοήματος της.

Ο σύγχρονος πολίτης ενός δημοκρατικού και όχι ολοκληρωτικού πολιτεύματος, νιώθει ότι είναι εξουσία μόνο για ένα λεπτό. Την ώρα που το χέρι του ρίχνει στην κάλπη την ψήφο. Η ευθύνη του τεκμηριώνεται μόνο εκείνη την στιγμή. Εάν η ευθύνη αυτή του πολίτη συγκριθεί με εκείνην της αρχαιότητας, κάνει την δημοκρατία να αντιστοιχεί με ψιλόν όνομα ως προς το κράτος του Δήμου.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 2 Ιουνίου 1985

Από το βιβλίο: «Καταρρέω», του μακαριστού Τάσου Λιγνάδη. Επιλογή επιφυλλίδων. Εκδόσεις Ακρίτας,Αθήνα, Ιούλιος του 1989.

Κατηγορίες: Άρθρα, Ιστορικά, Λογοτεχνικά, Υγεία – επιστήμη - περιβάλλον. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.