Γεωργάκης Ολύμπιος (θυσιάσθηκε στις 8 Σεπτεμβρίου του 1821) και Φαρμάκης – Κώστα Δ. Παπαδημητρίου.

Ο αγώνας στη Μολδοβλαχία είχε αποτύχει. «Επαναστατώ πλέον και ουχί επανάστασις υπήρχον μετά τας μάχας του Δραγατσανίου και του Σκουλενίου». Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης πήρε την απόφαση να περάσει στην Τρανσυλβανία. Η στιγμή του χωρισμού του με τον πιο έμπιστο οπλαρχηγό του, το Γεωργάκη Ολύμπιο, φτάνει.
«Περιπτύχθησαν δια περιπαθείας αδελφικής – γράφει σύγχρονος ιστορικός – καταβρέχοντες ο εις του άλλου τας παρειάς δια δακρύων, όπερ γεννώσιν η αποτυχία ελπίδων περί πατρίδος μεγάλων, και η ζωηρά έτι μνήμη τοσούτων εν ολίγω χρόνω πικρών παθημάτων. Η σκηνή εγένετο συγκινητικωτάτη, προκαλέσασα αμοιβαία τα δάκρυα και τους λυγμούς όλων περί τον Υψηλάντην και τον Ολύμπιον και μόλις στιγμάς τινάς μετά τον αποχωρισμόν του πρώτου από του δευτέρου ηδυνήθη να έκφραση ο εις προς τον έτερον και τανάπαλιν την εγκάρδιαν ευχήν:
«Καλές αντάμωσες στην πατρίδα!»

Αλλά εκεί στο Κίμπουλουγκ, τον πρόσμενε και άλλος πικρός αποχωρισμός τον Ολύμπιο. Εκεί αποχαιρετά την πολυαγαπημένη Σερβίδα γυναίκα του, την όμορφη Στάνα. Η άμοιρη είχε δυο ανήλικα παιδιά και το τρίτο στην κοιλιά της. Είχε το προαίσθημα ο Γεωργάκης πως δε θα την ξανάβλεπε και αποχαιρετώντας την, της δίνει την παραγγελιά:
-Στάνα, τους γιους μου, σαν λευτερωθεί η πατρίδα μου, θέλω να τους παραδώσεις στο έθνος. Εκεί θέλω να μεγαλώσουν.
Αυτή ήταν όλη η διαθήκη του.

Από το Κίμπουλουγκ, ο Ολύμπιος με τα παλικάρια του κατέβηκε στην Αρσίζια. Εκεί στο μοναστήρι Κούρτε, έσμιξε με τον Φαρμάκη. Δεν είχαν και οι δυό μαζί πάνω από 800 καβαλάρηδες. Κι αποφασίζουν ν’ ανοίξουν με τα όπλα τους διάβα, να διασπάσουν τον εχθρικό κλοιό των σωμάτων του Σαρίκογλου και του Σάββα, που τους πολιόρκησαν με εφτά χιλιάδες ασκέρια, να μπουν στη Μολδαβία, από κει στη Βεσσαραβία, για να προχωρήσουν προς την Ελλάδα, με όποιον τρόπο μπορέσουν.

Τα κατάφεραν. Έσπασαν τον εχθρικό κλοιό και πήραν τους ορεινούς δρόμους της Βράντζας. Οι κόποι όμως, οι λαβωματιές και οι πίκρες ρίχνουν τον Ολύμπιο βαριά άρρωστο. Τα παλικάρια του τον κουβαλούν με το ξυλοκρέβατο.
Και από το στρώμα, με πυρετό, κανόνιζε τη φοβερή πορεία μέσα από δύσβατες προσβάσεις, με καθημερινές συγκρούσεις με τον εχθρό. Όλο τον Ιούλιο και τον Αύγουστο εξακολούθησε εκείνη η φοβερή πορεία. Το Σεπτέμβρη το πήρε κάπως απάνω του απ’ την αρρώστια και ζήτησε να περάσουν απ’ την Βράντζα στη Βεσσαραβία. Τολμηρή απόφαση. Φόβος και απελπισία κυρίεψε τους άντρες του και τούφυγαν οι περισσότεροι. Δεν του απόμειναν πάνω από τετρακόσιοι.

Δεν απελπίζεται όμως ο Ολύμπιος. Για να τονώσει όσους του απόμειναν, βγάζει τούτη την προκήρυξη:
«Ανδρείοι Έλληνες!
Όλοι μας, ευγενείς αδελφοί, υποκύψαμε σε μια τρομερή μοίρα. Από τους ομόδοξους γείτονες μας, εκείνοι που μας υποσχέθηκαν βοήθεια, μας εγκατέλειψαν, οι άλλοι με συκοφαντίες εχαρακτήρισαν σαν έγκλημα τους αιματηρούς αγώνες μας για τη θρησκεία μας και την ύπαρξη μας.
Ψηλά το κεφάλι αδέρφια! Δείξτε πως είστε αντάξιοι των προγόνων σας. Εσώσαμε εν τούτοις την τιμήν μας. Η Ευρώπη εγνώρισε τους γυιούς της Ελλάδος! Η βοήθεια που υποσχέθηκε η Ρωσία έρχεται πολύ αργά για μας. Οι Μοσχοβίτες μεγιστάνες θέλουν πρώτα να ξέρουν ότι έπεσε νεκρό το άνθος της Ελλάδος, προτού να έρθει η βοήθεια τους, για να έχουν να κατακτήσουν μόνο αμόρφωτες μάζες, και μετά την εξόντωση των μορφωμένων, να μην παραλάβουν κανένα πνευματικό παλμό, που τον φοβού¬νται στην αναγέννηση μας σαν μελλοντικό επαναστατικό υλικό. Εμπρός αδέρφια! Ας πεθάνουμε κοιτάζοντας άφοβα το θάνατο στα μάτια. Ζήτω η θρησκεία και η ελευθερία της Ελλάδος! Θάνατος στους βαρβάρους.
ΓΕΩΡΓΑΚΗΣ ΟΛΥΜΠΙΟΣ»

Το κατατρεγμένο ύστατο συγκρότημα διάβαινε μια βαθιά κοιλάδα κατά το μοναστήρι του Σέκου, όταν πλάκωσε η πρωτοπορία του τούρκικου ασκεριού. Χίλιοι πεντακόσιοι Τούρκοι με τους Σαλήχμπεη και τον Κιουτσούκ-Αλή. Το μοναστήρι βρίσκεται σε δυνατή θέση, μέσα σε στενή κοιλάδα, περιτριγυρισμένη από δασωμένα βουνά. Δεινή όμως ήταν και η θέση των πολιορκημένων Ελλήνων απ’ τα εχθρικά φουσάτα. Την αποθανάτισε το δημοτικό τραγούδι με τους παρακάτω στίχους του:

«Μας ήρθε η άνοιξη πικρή, το καλοκαίρι μαύρο
μας ήρθε κι ο χινόπωρος πικρός, φαρμακωμένος.

Μαζί εσυμβουλεύονταν Γεωργάκης και Φαρμάκης:
-Γιωργάκ’ έλα να φύγουμε στη Μοσκοβιά, να πάμε»
-Καλά το λες, Φαρμάκη μου, καλά το συντυχαίνεις:
μά ναι μου φαίνεται ντροπή κι ο κόσμος θα γελάσει.
Καλυτερ’ ας βαστάξουμε σ’ αυτό το μοναστήρι, όσο να βγει ο Μόσκοβος, ναρθεί να μας βοηθήσει» Και τα λημέρια φώναξαν ‘no πέρ’ από του Σέκου: -Πολύ μαυρίλα πλάκωσε και τα βουνά μαυρίζουν! Μήνα βοήθεια έρχεται, μήνα σύντροφοι φτάνουν. Μόνο Τουρκιά μας πλάκωσε χιλιάδες δεκαπέντε.»
Όταν ζύγωνε η τούρκικη εμπροσθοφυλακή, ο Φαρμάκης έπιασε με τα παλικάρια του την κλεισούρα, μισή ώρα δρόμο μπροστά απ’ το μοναστήρι, κι ο Ολύμπιος το μοναστήρι.

Στις 5 του Σεπτέμβρη αρχίζουν οι συμπλοκές. «Αλλά αυτή η ληστοσυμμορία», θα γράψει ο Αυστριακός πράκτορας Wolf που ακολουθούσε τους Τούρκους, «παρά την υπεροχή μας (των Τούρκων), είχε την τόλμη να μας αντιμετωπίσει και υπεδέχθη την εμπροσθοφυλακή με τόσα σφοδρά πυρά, ώστε έτσι στα γρήγορα έπεσαν θύματα καμιά διακοσαριά Τούρκοι».
Φθάνει όμως και νέα βοήθεια στους Τούρκους, που με τη βοήθεια «ντόπιων εφιαλτών», κατεβαίνουν από κρυφά μονοπάτια, παίρνοντας πισώπλατα τους δικούς μας.

Το σώμα του Φαρμάκη σκορπίζει και αφήνει το έμπα του στενού. Ταμπουρώνονται όλοι στο μοναστήρι και αρχίζει η πολιορκία. Οι Τούρκοι στήνουν τα κανόνια τους και ολημερίς το βομβαρδίζουν. Τα καταφέρνουν ν’ ανοίξουν μια μεγάλη τρύπα κοντά στη μεγάλη πόρτα. Και την άλλη μέρα ορμούν εκατό Γενίτσαροι να μπουν. Τους υποδέχονται βροχή από σφαίρες των κλεισμένων και απ’ τους εκατό, οι εβδομήντα δύο πληρώνουν με τη ζωή τους την αποκοτιά τους.

Οι Τούρκοι αρχηγοί απελπίζονται. Κάνουν συμβούλιο και στέλνουν αποσταλμένο στους κλεισμένους να παραδοθούν. Παίρνουν την απόκριση πως αφήνουν το μοναστήρι, αν μείνουν ελεύθεροι να βγουν με τ’ άρματα τους και να τραβήξουν για την Τρανσυλβανία. Τέτοιους όρους, όμως, δεν τους δέχονται οι Τούρκοι, γιατί σε λίγο φτάνει και ο Σελήχ πασάς με τέσσερις χιλιάδες ασκέρι και βαριά κανόνια. Ξαναπαραγγέλνουν στους κλεισμένους, πριν αρχίσουν καινούργια έφοδο:
-Βρε Έλληνες, γιατί πολεμάτε; Η επανάσταση έσβησε. Ποιά ελπίδα έχετε, έτσι που σας έχουμε κλεισμένους; Δε σας απομένει παρά το έλεος των Τούρκων.
-Σε ρωτάμε – λένε οι Έλληνες στον αποσταλμένο απ’ τους Τούρκους Αυστριακό πράκτορα Wolf – σα χριστιανός που είσαι, να μας πεις αν ο πασάς θα κρατήσει ό,τι μας τάξει. Αλλιώς καλύτερα να πεθάνουμε με τ’ άρματα στο χέρι.
-Σ’ εμάς – αποκρίνεται ο Wolf, ένας στρατηγός συνήθως βαστά το λόγο του. Και ο πασάς θα τον κρατήσει. Ας έρθει ένας απ’ τους αρχηγούς σας στον πασά, ν’ ακούσει απ’ το στόμα του τι σας υπόσχεται.
Ο Φαρμάκης, βλέποντας πως δεν υπάρχει καμιά ελπίδα σωτηρίας, δέχεται να πάει. Ο Γιωργάκης Ολύμπιος όμως πετιέται όρθιος και φωνάζει:

-Εγώ θα μείνω εδώ, να λιώσω. Αν θέτε εσείς, εβγάτε. Σας ανοίγω ο ίδιος την πόρτα.
Ο Φαρμάκης με δυό άλλους πάνε στον πασά. Τους υπόσχεται να σεβαστεί τη ζωή τους. Τον πιστεύουν. Έρχεται ένας και λέει στους κλεισμένους όσα τους έταξε ο πασάς. Και εκείνοι ανοίγουν την πόρτα να βγουν. Πάλι τους σταματά ο Ολύμπιος λέγοντας:
-Ποιοί από σας δέχονται να βρούνε μαζί μου τιμημένο θάνατο;
Μόνο έντεκα παλικάρια στέκονται κοντά του. Οι άλλοι βγαίνουν.
-Πάμε, αδέρφια, λέει στους έντεκα ο Ολύμπιος, δείχνοντας τους το καμπαναριό. Παίρνουν ένα βαρέλι μπαρούτι, ανεβαίνουν σ’ αυτό και ταμπουρώνονται.

Όσοι πίστεψαν στα λόγια του πασά και βγήκαν, είχαν τραγικό τέλος. Οι Τούρκοι τους ξερμάτωσαν, ξεχώρισαν τους απλούς αγωνιστές απ’ τους καπεταναίους και τους πρώτους τους σφάζουν επί τόπου. Τους δεύτερους τους στέλνουν στον πασά της Σιλίστριας, που κι αυτός πρόσταξε να τους σφάξουν όλους. Κράτησε μόνο τον Φαρμάκη να τον περιποιηθούν καλύτερα. Τον έστειλε στην Κωνσταντινούπολη για να χορτάσει κι ο σουλτάνος τα βάρβαρα ένστικτα του. Εκεί, αφού τον βασάνισαν σκληρά, του κόψαν το κεφάλι. Η λαϊκή μούσα αποθανάτισε το πάθημα του Φαρμάκη με τους παρακάτω στίχους:

«Δε στόπα, Γιάννη μ’, μια φορά, δε στόπα τρεις και πέντε
μην απομείνεις στη Βλαχιά, στου Σέκου μην καθήσεις;
-Πού να το ξέρω ο πικρός, στο νου μου πού να μόρθει
πως οι κόνσολοι χριστιανοί πως θε να μας προδώσουν;
Εσείς πουλιά που λεύθερα πετάτε στον αέρα
είδηση δώστε στη Φραγγιά στων χριστιανών τους τόπους
δώστε και στη Φαρμάκαινα μαντάτο του θανάτου».

Οι Τούρκοι, αφού τέλεψαν τη σφαγή των παλικαριών του Φαρμάκη έξω απ’ το μοναστήρι, όρμησαν ύστερα μέσα στον αυλόγυρο. Οι δώδεκα μελλοθάνατοι τους περίμεναν πάνω στο καμπαναριό ταμπουρωμένοι. Αμόλυσαν πάνω στους εισβολείς κάμποσες μπαταρίες και σκόρπισαν στο πλακόστρωτο κάμποσα τούρκικα κορμιά. Μα είναι πολλοί οι τούρκοι και κάμποσοι καταφέρνουν ν’ ανεβούν τη σκάλα του καμπαναριού.
-Αδέλφια, καλή αντάμωση στον άλλο κόσμο! φωνάζει ο Ολύμπιος. Κι αμέσως σηκώνει τα μάτια του στον ουρανό, κάνει το σταυρό του κι αδειάζει την πιστόλα του πάνω στο βαρέλι με τη μπαρούτι που κρατούσε σιμά του. Ένας φοβερός κρότος ακούεται και το ταμπούρι γέμισε πέτρες, ξύλα, κρέατα, αίματα, καπνούς κι αποκαϊδια.

Αυτό ήταν το τραγικό τέλος του ήρωα αγωνιστή και των συντρόφων του. Και η πατρίδα τον τίμησε όπως έπρεπε. Σηκώνονται οι τρίχες του κεφαλιού του αναγνώστη, όταν διαβάζει το άρθρο της εφημερίδας «ΧΡΟΝΟΣ», της 28 Μαρτίου του 1845, που αναφέρεται στη μεταχείριση απ’ το κράτος της γυναίκας του Γιωργάκη Ολύμπιου, που, σαν λευτερώθηκε η πατρίδα, ήρθε στην Ελλάδα όπως ήταν η θέληση του μακαρίτη άνδρα της. Γράφει:
«Αυτά τα τέκνα του και η γεννηθείσα κατά το έτος της θανής του, θυγάτηρ του μετά της γυναικός του είναι ήδη προ τριών ετών εις Αθήνας. Ο Γεώργιος Ολύμπιος ήτο πλούσιος, αλλ’ ό,τι είχε μετά της ζωής του, το έδωσεν εις το έθνος. Εκτός των άλλων ποσοτήτων, 65.000 δραχμών έδωσεν εις μόνον τον Υψηλάντην, κοντά την ομολογίαν, ενυπάρχουσαν. Η οικογένεια του Ολυμπίου ψωμοζητεί σήμερον. Εκατόν τεσσαράκοντα δραχμών έχει σύνταξιν, οι δε υιοί της, ανθυπολοχαγοί της τιμής, δεν λαμβάνουν ουδένα μισθόν με τοιαυτην μικράν σύνταξιν: πώς δύναται να ζήση οικογένεια εκ δύο νεανιών, εκ μιας θυγατρός, εκ τριών ανεψιών και μιας μητρός, έχουσα χρέη εις Αθήνας και παλαιά χρέη εις Βουκουρέστιον; Οι υιοί του Ολυμπίου δεν δύνανται να εξέλθουν της οικίας των, επειδή οι αγκώνες των είναι τετρυπημένοι, η γυνή του Γεωργίου Ολυμπίου δεν έχει φόρεμα να εξέλθη, δια να παρακάλεση τους υπουργούς- η ασθένεια προς τοις άλλοις δυστυχήμασι επέπεσεν εις αυτόν τον οίκον και ο Οικονόμος επεσκέφθη την οικογένειαν του Γεωργίου Ολυμπίου, φιλανθρώπως πληρώσας τα ιατρικά- αυτή δε ετοιμάζεται, γυμνή και τετραχηλισμένη, να φυγη από την Ελλάδα». Τα σχόλια περιττεύουν!!!

Από το βιβλίο του Κώστα Δ. Παπαδημητρίου: «ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΩΡΕΣ -ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΛΟΓΙΑ των ΑΓΩΝΙΣΤΩΝ του 21.» Αθήνα, Φλεβάρης 1993.

Παράβαλε και:
Η εξέγερση στην Μολδοβλαχία, 24 Φεβρουαρίου 1821.
Αθανάσιος Καρπενησιώτης (θυσιάσθηκε 17 Ιουνίου 1821) – Κώστα Δ. Παπαδημητρίου.

Κατηγορίες: Άρθρα, Ιστορικά, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.