Ναυμαχία της Σαλαμίνος (29 Σεπτεμβρίου 480 Π. Χ.) – Δημητρίου Θαλασσινού, φιλολόγου.

ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ

Σαλαμίνα 29 Σεπτεμβρίου 480 μ. Χ.

Η περίφημη Ναυμαχία όλων των εποχών. Χιλιάδες τόμοι γράφτηκαν για το γεγονός. Εμείς θα επιδιώξουμε να δώσουμε το στίγμα του μεγαλείου των Ελλήνων. «Ίτε παίδες Ελλήνων». Ωστόσο, δεν θα παραβλέψουμε να σκιαγραφήσουμε το προφίλ μιας Ελληνίδας που πήρε μέρος στην Ναυμαχία με το μέρος των Περσών.

ΑΡΤΕΜΙΣΙΑ – Η Ελληνίδα Βασίλισσα Της Αλικαρνασσού.

ΑΡΤΕΜΙΣΙΑ
Η Αρχαία Αλικαρνασσός της Καρίας της Μικράς Ασίας είχε δύο βασίλισσες με το όνομα αυτό. Η πρώτη ήκμασε κατά την εποχή των Μηδικών, δηλαδή κατά το πρώτο μισό του 5ου αιώνα π. Χ. και η δεύτερη περίπου εκατό χρόνια αργότερα. Εδώ πρόκειται για την πρώτη Αρτεμισία, που στην Ιστορία ονομάζεται συνήθως πρεσβυτέρα, για να ξεχωρίζεται από την δεύτερη. Τα σχεδόν εξωφρενικά τολμήματά της την έκαναν βεβαίως ένδοξη. Ένδοξη, μα όχι και ευτυχισμένη στην ζωή της, όπως θα δούμε παρακάτω. Ήταν έξυπνη πολύ, δυναμική και συνετή. Πάνω από όλα όμως ήταν εξαιρετικά φιλόδοξη.

Η Αρτεμισία η πρεσβυτέρα ήταν Ελληνίδα. Τον πατέρα της τον έλεγαν Λύγδαμιν και μητέρα της ήταν κάποια Κρητικιά. Τίποτε από την οικογένειά της δεν μας μαρτυρεί πως ήταν από καταγωγή γαλαζοαίματη. Πώς βρέθηκε λοιπόν βασίλισσα της Αλικαρνασσού; Δεν ξέρουμε ακριβώς. Ξέρουμε όμως, πως οι άγριοι ανταγωνισμοί των πολιτικών κομμάτων των πόλεων της Μικράς Ασίας βοήθησαν πολύ τους Πέρσες, που κυριάρχησαν σ’ αυτές τις πόλεις, να εδραιωθούν εκεί και να τις χρησιμοποιήσουν προγεφύρωμα εναντίον της κυρίως Ελλάδος. Ένας από τους φίλους των Περσών ήταν και η Αρτεμισία. Είναι λοιπόν κοντά στην γνώση πως οι Πέρσες, που είχαν σ’ αυτό κάθε συμφέρον, έκαναν πλάτες στην Αρτεμισία και επέπλευσε στο πολιτικό χάος της Αλικαρνασσού.

Η Ελληνίδα λοιπόν Αρτεμισία μισούσε τάχα την Ελλάδα; Όχι. αλλά την ήθελε δική της. Και σαν βασίλισσα και μάλιστα απολυταρχική μισούσε μόνο ένα πράγμα… καθαρά ελληνικό: το πολίτευμα των Αθηνών. Γι’ αυτούς τους λόγους είχε γίνει η μεγαλύτερη σύμμαχος των Περσών εναντίον της Ελλάδος.

Σαλαμίνα.

Ο Ηρόδοτος παρουσιάζει την Αρτεμισία ότι ήταν μεν δυναμική, αλλά και συνετή. Γι’ αυτό ο Ξέρξης την είχε βάλλει στο επιτελείο του και έδινε στις συμβουλές της μεγάλη σημασία. Πριν αρχίσει η ναυμαχία της Σαλαμίνας, ο Ξέρξης έκανε ευρύ πολεμικό συμβούλιο. Η Αρτεμισία παρακολουθούσε την ανάπτυξη των διαφόρων πολεμικών σχεδίων με φανερή απογοήτευση. Και όταν ήρθε η σειρά της να αναπτύξει τις απόψεις της πάνω στο επικρατέστερο σχέδιο, που ήταν σχέδιο του Ξέρξη, είπε καθαρά τη γνώμη της, προς γενικό θαυμασμό, μέσα στο συμβούλιο. Είπε νέτα – σκέτα, πως το σχέδιο να κάνουν την ναυμαχία εναντίον του αθηναϊκού στόλου στο στενό της Σαλαμίνας, δηλαδή εκεί που έγινε, ήταν καθαρή παραφροσύνη! Άδικα όμως.

Πρώτη φορά… ηττήθηκε η Αρτεμισία. Η γνώμη της δεν είχε γίνει ακουστή. Αλλά αν και θεωρούσε παραφροσύνη την απόφαση του Ξέρξη να παίξει την τύχη του στο στενό της Σαλαμίνας, δεν είχε η ίδια τι άλλο να κάνει. Αποφάσισε λοιπόν να παίξει στο στενό αυτό και τη δική της τύχη. Είχε μαζί της πέντε πλοία και μερικές ένοπλες δυνάμεις από στρατιώτες. Μπήκε επικεφαλής λοιπόν και πολέμησε με τόσο πείσμα, με τόσο θάρρος και με τόση επιτηδειότητα, που, αν και δεν νίκησε τους Αθηναίους, νίκησε τουλάχιστον τον Ξέρξη και τους στρατηγούς του. Ο μέγας βασιλιάς είπε τότε: «Οι μεν άνδρες γεγόνασί μοι γυναίκες, αι δε γυναίκες άνδρες»!

Στην Σαλαμίνα πολέμησε βέβαια σαν άντρας, έκανε και μερικά ανδραγαθήματα: έσωσε την ζωή του αδελφού του Ξέρξη στρατηγού Αριβίγνου, έσωσε από τον χαμό και τα παιδιά του Ξέρξη. Αμέσως μετά όμως, η τύχη της πήρε τον κατήφορο. Οι Αθηναίοι, φοβερά εξοργισμένοι γι’ αυτά όλα, την κυνήγησαν επίμονα. Μα η τρομερή βασίλισσα τους ξέφυγε. Σ’ αυτό το σημείο, και μετά την καταστροφή των Περσών από τους Έλληνες, θα αναφερθούμε στο πως σώθηκε η Αρτεμισία από τον θάνατο, όταν όλα είχαν χαθεί για τους σύμμαχους της, τους Πέρσες.

Η φυγή της Αρτεμισίας.

Αλλά η απόγνωση έχει κυριεύσει ήδη και την αριστερή περσική πτέρυγα. Αποτελείται από Ίωνες που είχαν πολεμήσει με περισσότερο πείσμα από τον υπόλοιπο στόλο των Βαρβάρων. Οι αττικές τριήρεις της επιτίθενται από τα νώτα και τη διαλύουν. Τώρα όλος ο περσικός στόλος μία μόνο σκέψη έχει: πώς να φύγει, πώς να βγει από την ποντικοπαγίδα. Η σύγχυση είναι πολύ μεγάλη. Από όλες τις μεριές βλέπει κανείς καράβια να κατευθύνονται προς τις εξόδους. Αυτοί που δεν είναι σε θέση να φύγουν, με το ξύλο της πλώρης βουλιαγμένο, το κύτος ανοιγμένο, παρεκκλίνουν της πορείας τους, βουλιάζουν σιγά – σιγά, ώσπου χάνονται μαζί με τα πληρώματά τους.

Η τύχη των όπλων φαίνεται ότι αποφάσισε να εγκαταλείψει τον μεγάλο βασιλιά. Ακόμη και η Αρτεμισία, η γενναία και πεισματάρα βασίλισσα της Αλικαρνασσού, χάνει το θάρρος της και θέλει να εγκαταλείψει τη μάχη. Αλλά πώς να ξεφύγει; Στον Νότο, τα περσικά πλοία της οπισθοφυλακής συνεχίζουν να καταφθάνουν για να πάρουν μέρος στη ναυμαχία, αλλά το μόνο που κατορθώνουν είναι να φράζουν τις εξόδους. Η αριστερή πτέρυγα δεν πρόλαβε να μπει μέσα στο στενό˙ μπορεί το πρώτο τμήμα, οι Ίωνες, να μπήκε, το δεύτερο όμως, ο στρατός των Κάρων, δεν είχε εισέλθει ακόμη και η σύγχυση είχε φθάσει στο αποκορύφωμά της. Η τριήρης της βασίλισσας ένα πράγμα μόνο μπορούσε να κάνει: να περάσει πάνω από το σώμα των φιλικών πλοίων, αλλιώς θα χανόταν κάτω από τα χτυπήματα της αθηναϊκής τριήρους που την καταδίωκε. Η βασίλισσα τότε αποφασίζει να κατευθύνει το έμβολο της κατά του πλοίου του Δαμασίθυμου, βασιλιά των Καλυδνίων της Καρίας, που της έκλεινε τον δρόμο. Ήταν προσωπικός εχθρός της βασίλισσας, απ’ ό,τι έλεγαν, και είχε έρθει σε
σύγκρουση μαζί της όταν περνούσαν τον Ελλήσποντο. Επιτίθεται λοιπόν και βυθίζει τον δυστυχή βασιλίσκο. Αυτό το συμβάν έκανε τον Αθηναίο τριήραρχο, τον Αμεινία από την Παλλήνη, που ήταν έτοιμος να της επιτεθεί, να αλλάξει πορεία και να αναζητήσει νέο αντίπαλο, εκλαμβάνοντας το πλοίο της βασίλισσας της Αλικαρνασσού για ελληνική τριήρη ή για κάποια βαρβαρική που είχε αυτομολήσει στις ελληνικές γραμμές. Έτσι η βασίλισσα διαφεύγει στο Φάληρο. Κι έτσι έχασε ο Αμεινίας το έπαθλο των δέκα χιλιάδων δραχμών που πρόσφερε η πόλη για τη σύλληψη αυτής της γυναίκας που τόλμησε, όπως κάποτε οι Αμαζόνες, να περιφρονήσει την Αθήνα και να βαδίσει εναντίον της. Στον περίγυρο του βασιλιά ωστόσο, είχαν αναγνωρίσει το σήμα της βασίλισσας και έπλεκαν εγκώμια για το κατόρθωμα της ηρωίδας. Πέρασαν το πλοίο του βασιλιά Δαμασίθυμου για ελληνική τριήρη της δεξιάς πτέρυγας.

Όλη η προσπάθεια των Ελλήνων τώρα επικεντρώνεται στον Νότο και μπορεί να φανταστεί κανείς τι έγινε τότε μεταξύ του Αιγάλεω και των νοτίων περασμάτων του στενού: οι Αθηναίοι έτρεχαν από Βορρά προς Νότον απωθώντας τους Φοίνικες και το κέντρο που σε πλήρη αποδιοργάνωση και τρελοί από φόβο προσπαθούσαν να διαφύγουν από τις εξόδους της Κυνόσουρας και της Ψυτάλλειας. Όμως αυτές οι έξοδοι ήταν σχεδόν μποτιλιαρισμένες, όπως ξέρουμε, από τα περσικά πλοία που είχαν μείνει εκτός και τα οποία, κωπηλατώντας με λύσσα, ήθελαν να μπουν στο στενό. Οι γραμμές των Ιώνων έχουν σπάσει με τη σειρά τους και οι τύραννοι των ελληνικών πόλεων της Μικράς Ασίας προσπαθούν να το σκάσουν όπως η Αρτεμισία. Κι αυτοί επίσης έχουν πίσω τους τους Αθηναίους και όλο το ναυτικό των μικρών συμμαχικών πόλεων που σχημάτιζαν το κέντρο της ελληνικής παράταξης, για το οποίο δεν πρέπει να νομίζουμε ότι έμεινε αδρανές και ακίνητο στην ακτή της Σαλαμίνας. Οι φυγάδες βάρβαροι όχι μόνο εύρισκαν τις εξόδους του στενού φραγμένες, αλλά έπεφταν και πάνω
στις τριάντα αιγινίτικες τριήρεις, τις πιο ευέλικτες και τις πιο εύστροφες όλου του ελληνικού στόλου. Αφού λοιπόν οι Έλληνες είχαν απωθήσει με την υπόλοιπη δεξιά πτέρυγα τους τους Ίωνες, τώρα ήταν ελεύθεροι να υποδεχθούν δεόντως εκείνους που προσπαθούσαν να το σκάσουν από τα στόμια του στενού.

Μπόρεσε και ξέφυγε του Άρη. Μα δεν μπόρεσε να ξεφύγει του … έρωτα!…

Μερικά χρόνια μετά την καταστροφή των Περσών στην Σαλαμίνα τέλειωσε και ο 5ος αιώνας. Η Αρτεμισία είχε φτάσει πια 60 χρόνων και είχε πολύ καταβληθεί. Ήταν επόμενο. Όλη της την ζωή την είχε σπαταλήσει, για να ικανοποιήσει την μοναδική φιλοδοξία της, που ήταν να ηγεμονεύσει πάνω σε λαούς και προπάντων στην Ελλάδα. Κάθε άλλο συναίσθημα το είχε πνίξει μέσα της. Και νάτην τώρα μια γριά ταπεινωμένη, δίχως όνειρα πια και ελπίδες. Όλα ήταν μάταια. Τότε ακριβώς άρχισε μέσα της η ζωή να απαιτεί τα δικαιώματά της.

Πήγε ως την Άβυδο ταξίδι αναψυχής. Και εκεί παραμόνευε ο μοιραίος εχθρός της: Ο έρωτας! Ούτε στρατηγός, ούτε βασιλιάς ήταν ο ερωμένος που γνώρισε στην Άβυδο. Ήταν απλώς ένας ωραίος νέος. Αλλά την ενέπνευσε έναν έρωτα αφόρητο. Αν ίσως όμως είχε φευγαλέες αυταπάτες, δεν ξημερώθηκαν από την πρώτη νύχτα του γάμου της. Και την άλλη νύχτα, ενώ ο … γαμπρός κοιμόταν μακαρίως, η απελπισμένη βασίλισσα του έβγαλε τα μάτια με μια χρυσή βελόνη. Το πρωί ο άτυχος νέος πετάχτηκε στο δρόμο σαν σκουπίδι. Και η ερωτευμένη τραγική γριά; Φώναξε τον καπετάνιο της βασιλικής ολκάδος και τον διέταξε να κάνει πανιά για το Αιγαίο. Σ’ ένα νησί – μάλλον ξερόβραχο, σ’ ένα άσπρο ορθολίθι – διέταξε τον καπετάνιο και αγκυροβόλησε. Ύστερα πάλι τον διέταξε να φύγει χωρίς αυτήν… Σε λίγες μέρες ένα αλιευτικό βρήκε το πτώμα της Αρτεμισίας και τα παρέδωσε στους Αλικαρνασσείς. Αυτό ήταν το τέλος της περιβόητης Αρτεμισίας της πρεσβυτέρας, της… μεγάλης. Καθόλου φυσικά βασιλικό, αλλά εξευτελιστικό και ταπεινό.

Σαν εισαγωγή.

Δέκα χρόνια πριν, η μάχη του Μαραθώνα είχε δώσει στους Έλληνες τη μεγάλη νίκη που αποζητούσε ο Πέρσης εισβολέας. Δεν ήταν παρά μία ανάπαυλα. Εκείνη τη χρονιά, το 480 ο Ξέρξης αποφάσισε να καταστρέψει αυτές τις ανεξάρτητες πόλεις, που προκαλούν εξεγέρσεις στα νότια εδάφη της αυτοκρατορίας τους. Ο Βασιλέας των Βασιλέων συγκέντρωσε έναν τεράστιο στρατό, που πρόκειται να εισχωρήσουν στην καρδιά της Ελλάδας, για να πάρουν εκδίκηση για την ήττα στον Μαραθώνα και να υποτάξουν αυτούς τους αυθάδεις Έλληνες. Χάρη στον Θεμιστοκλή, τον στρατηγό των Ελλήνων, οι ελληνικές πόλεις αποφασίζουν να αντισταθούν στη θάλασσα. Το μαντείο των Δελφών έχει προφητεύσει ότι μόνο τα «ξύλινα τείχη» μπορούν να αντισταθούν στον εισβολέα. Για τον Θεμιστοκλή, αυτά τα «τείχη» είναι τα κύτη των πλοίων. Η αποφασιστική μάχη θα δοθεί στη θάλασσα, όπου η ικανότητα των Ελλήνων ναυτικών και στρατιωτών ίσως μπορέσει να αντισταθμίσει την αριθμητική τους ανεπάρκεια…

Η μάχη.

Πολλοί λίγοι θα πρέπει να είναι οι Νεοέλληνες που δεν έχουν προφέρει ποτέ στη ζωή τους τη φράση «παίδες Ελλήνων, ίτε!». Οι περιστάσεις που διαλέγουν για να καταφύγουν σε αυτήν, το ύφος τους καθώς την εκστομίζουν, οι χειρονομίες που τη συνοδεύουν, φανερώνουν ότι όσοι τη μεταχειρίζονται γνωρίζουν με απόλυτη ακρίβεια τη σημασία της. Μολον τούτο λίγοι είναι επίσης εκείνοι που γνωρίζουν ή που θυμούνται με ανάλογη ακρίβεια την προέλευσή της.

Η φράση «Ώ παίδες Ελλήνων, ίτε» είναι μέρος του στίχου 402 της τραγωδίας Πέρσαι του Αισχύλου, η οποία εξιστορεί τη ναυμαχία της Σαλαμίνας και η οποία είναι το μόνο από τα σωζόμενα έργα αυτού του είδους που έχει ως θέμα σύγχρονό του ιστορικό γεγονός. Ο στίχος συναντιέται με κρίσιμο και έμφορτο με αγωνία σημείο του έργου – αλλά και του ιστορικού γεγονότος – και πολλοί απ’ όσους έχουν παρακολουθήσει την τραγωδία σε παράσταση της προκοπής, δεν θα δυσκολευτούν πιθανώς να ανακαλέσουν στη μνήμη τους το ρίγος που ένιωσαν να τους διατρέχει εκείνη τη στιγμή.

Η ναυμαχία της Σαλαμίνας υπήρξε η κορυφαία σύγκρουση των Περσικών Πολέμων. Είχαν προηγηθεί πολύ σημαντικές μάχες και επρόκειτο να ακολουθήσουν και άλλες. Αλλά και όσα διαδραματίστηκαν στα νερά του Σαρωνικού εκείνη την ημέρα του Σεπτεμβρίου του 480 π. Χ. έθεσαν αμετάκλητα τη σφραγίδα της ελληνικής νίκης σε αυτήν την παρατεταμένη αναμέτρηση που κράτησε σχεδόν μισόν αιώνα.

Οι Περσικοί Πόλεμοι, κατά τους οποίους συγκρούστηκαν οι ελληνικές πόλεις – κράτη και η Περσική Αυτοκρατορία, θεωρείται ότι άρχισαν το 492 και έληξαν το 449 π. Χ. Οι εχθροπραξίες όμως έφτασαν στο αποκορύφωμά τους κατά το διάστημα των δύο περσικών εισβολών στην κυρίως Ελλάδα ανάμεσα στο 490 και στο 479. Μολονότι η Περσική Αυτοκρατορία βρισκόταν τότε στο απόγειο της ισχύος της, η συλλογική άμυνα την οποία αντέταξαν στους εισβολείς οδήγησε τους Έλληνες σε περιφανή νίκη, εντελώς απροσδόκητη για κάθε λογική πρόβλεψη, επιτρέποντάς τους ακόμη και να απελευθερώσουν ελληνικές πόλεις – κράτη που βρίσκονταν στις παρυφές της ίδιας της Περσίας. Ο θρίαμβος αυτός των Ελλήνων εξασφάλισε την επιβίωση του ελληνικού πολιτισμού και των ελληνικών πολιτικών δομών για μακρό διάστημα μετά την παρακμή της Περσικής Αυτοκρατορίας. Η επίδραση που άσκησε το ελληνικό πνεύμα στην κατοπινή εξέλιξη της ανθρωπότητας, καθιστά αυτονόητες τις συνέπειες αυτής της έκβασης των πολέμων για την παγκόσμια ιστορία. Οι δύο κόσμοι που συγκρούστηκαν
τότε ήταν τόσο αντίθετοι μεταξύ τους, ώστε αν τα πράγματα είχαν εξελιχθεί διαφορετικά, πιθανώς διαφορετικός θα ήταν και ο κόσμος σήμερα.

Από την Ιωνία στον Μαραθώνα.

Κατά τα τέλη του 6ου αιώνα π.Χ. οι Πέρσες, υπό τους βασιλείς τους Κύρο, Καμβύση και Δαρείο, είχαν εκτείνει την κυριαρχία τους από την κοιλάδα του ποταμού Ινδού ως το Αιγαίο πέλαγος. Είχαν περιλάβει σε αυτήν και τις ακμάζουσες Ελληνικές πόλεις, με τις οποίες ήταν κατάσπαρτα τα δυτικά παράλια της Μικράς Ασίας, με επιφανέστερη ανάμεσά τους τη Μίλητο. Τα ως τότε δημοκρατικά πολιτεύματα αυτών των πόλεων οι Πέρσες τα είχαν αντικαταστήσει με τυραννίδες, δικτατορίες, θα λέγαμε σήμερα. Από το γεγονός αυτό ξεκινούν, κατά τους ιστορικούς, και τα βαθύτερα αίτια των Περσικών Πολέμων, που δεν ήταν τόσο ο οικονομικός ανταγωνισμός όσο ήταν η βαθιά σύγκρουση πολιτικών αξιών, η αγεφύρωτη αντίθεση ανάμεσα στον περσικό δεσποτισμό και στο ελληνικό δημοκρατικό ιδεώδες. Στην επεκτατική πολιτική της Περσίας οι Έλληνες έβλεπαν σοβαρή απειλή για την ελευθερία τους, και αυτό τους γεννούσε αισθήματα ανησυχίας, φόβου αλλά και απέχθειας για την κραταιή αυτοκρατορία που όλο και θέριευε στα ανατολικά τους.

Το 499 ανάλογα αισθήματα οδήγησαν τις ελληνικές πόλεις – κράτη της μικρασιατικής ακτής, της Ιωνίας, να εξεγερθούν κατά της περσικής κυριαρχίας. Την εξέγερση υποκίνησε αρχικά ο Αρισταγόρας, τύραννος της Μιλήτου, ο οποίος ωστόσο κατάργησε το απολυταρχικό καθεστώς του και βοήθησε να καταλυθούν ανάλογα καθεστώτα και σε άλλες πόλεις. Αν και ο ίδιος, τυχοδιωκτικός τύπος, δεν άργησε να εξαφανιστεί από το προσκήνιο, η εξέγερση εξαπλώθηκε σε μεγάλη έκταση, από την Κύπρο ως το Βυζάντιο. Το 498 οι επαναστάτες κατέλαβαν τις Σάρδεις, σημαντική περσική πόλη, και τις πυρπόλησαν, προσφέροντας ένα ακόμη πρόσχημα στον βασιλέα των Περσών Δαρείο Α’ για την απόφασή του, μερικά χρόνια αργότερα, να εκστρατεύσει κατά της Ελλάδας.

Το κυριότερο πρόσχημα του Δαρείου για την εισβολή του στην Ελλάδα ήταν το γεγονός ότι η Αθήνα και η Ερέτρια είχαν προσφέρει βοήθεια, μικρή ωστόσο και πρόσκαιρη, στην επανάσταση των μικρασιατικών πόλεων. Το 494 οι επαναστάτες της Ιωνίας ηττήθηκαν. Οι Πέρσες κατέστρεψαν τη Μίλητο και άλλες πόλεις και αποκατέστησαν την κυριαρχία τους στην περιοχή. Δύο χρόνια αργότερα, το 492, οι δυνάμεις του Δαρείου άρχισαν την πορεία τους προς την Ευρώπη, αλλά, παρά τις επιτυχίες του στρατηγού Μαρδόνιου, ανιψιού και γαμβρού του βασιλιά, στη Θράκη και στη Μακεδονία, η εκστρατεία δεν ολοκληρώθηκε, καθώς ο περσικός στόλος έπεσε σε σφοδρή τρικυμία στα ανοιχτά του όρους Άθω, όπου μεγάλο μέρος του καταστράφηκε και πολλοί Πέρσες έχασαν τη ζωή τους.

Πέρασαν δύο ακόμη χρόνια, και το 490 περσικός στρατός με δύναμη 25.000 ανδρών αποβιβάστηκαν στην πεδιάδα του Μαραθώνα. Η Αθήνα απευθύνθηκε στη Σπάρτη με την έκκληση να ενώσουν τις δυνάμεις τους κατά του εισβολέα. Για δικούς τους λόγους οι Σπαρτιάτες δεν μπόρεσαν να ανταποκριθούν, όχι πάντως έγκαιρα. Έτσι τους Πέρσες υποχρεώθηκαν να αντιμετωπίσουν οι Αθηναίοι που διέθεταν 10.000 άνδρες και είχαν στο πλευρό τους ως μοναδική βοήθεια 1.000 Πλαταιείς. Κατανικώντας τους δισταγμούς των άλλων αρχηγών του αθηναϊκού στρατού, ο τολμηρός στρατηγός Μιλτιάδης, εκμεταλλευόμενος την ευκαιρία που παρουσιάστηκε με την απουσία του περσικού ιππικού, εξαπέλυσε την επίθεσή του. Αποφασιστική νίκη στεφάνωσε τα όπλα των Αθηναίων, οι οποίοι αμέσως μετά έσπευσαν να επιστρέψουν στην πόλη τους για να προλάβουν ενδεχόμενη επίθεση των Περσών εναντίον της.

Η μεγάλη στρατιά του Ξέρξη.

Δέκα χρόνια αργότερα, το 480 ο πέρσης βασιλιάς Ξέρξης Α’, γιος και διάδοχος του Δαρείου Α’, θέλησε να επαναλάβει την απόπειρα του πατέρα του να καθυποτάξει τους Έλληνες. Ξεκίνησε από την Περσία επικεφαλής τεράστιας δύναμης στρατού και στόλου. Ο αρχαίος ιστορικός Ηρόδοτος, ο επιλεγόμενος πατέρας της ιστορίας, του οποίου το έργο αποτελεί την κυριότερη πηγή για τους Περσικούς Πολέμους, εμφανίζεται έκθαμβος μπροστά στην κλίμακα αυτής της επιχείρησης. Τη θεωρεί πρωτοφανή, καθ’ ότι, λέει, δεν μπορούσε να συγκριθεί με καμία από τις θρυλικές εκστρατείες που είχαν γίνει στο παρελθόν. Πλήθος σύμμαχοι ακολουθούσαν τον Ξέρξη, ανάμεσά τους και Ίωνες, στους οποίους, κατά την προέλαση της στρατιάς, ήρθαν να προστεθούν και άλλοι Έλληνες από τις βόρειες περιοχές της χώρας. Το πλήθος και η ποικιλία της στρατιάς του Ξέρξη κάνουν τον Ηρόδοτο να αναφωνήσει: «Τί γαρ ουκ ήγαγε εκ της Ασίης έθνος επί την Ελλάδα Ξέρξης;», ποιό έθνος της Ασίας δηλαδή έμεινε που ο Ξέρξης να μην το οδήγησε εναντίον της Ελλάδας;

Κατά τους μελετητές ο Ηρόδοτος, εντυπωσιασμένος από τον φοβερό αυτόν όγκο και παραπλανημένος από τον απλοϊκό τρόπο καταμέτρησης που χρησιμοποιεί, φαίνεται ότι μάλλον υπερβάλλει όταν επιχειρεί να δώσει συγκεκριμένους αριθμούς και κάνει λόγο για 1.700.000 άνδρες. Ψυχραιμότεροι υπολογισμοί ανεβάζουν τη δύναμη του Ξέρξη σε 300.000 άνδρες και 1.200 πλοία. Αυτή τη φορά, μολονότι δεν έλειψαν οι μηδίσαντες (οι Έλληνες που υποτάσσονταν με τη θέλησή τους στους Μήδους, δηλαδή στους Πέρσες), η περσική στρατιά θα έβρισκε τους αντιπάλους της ενωμένους. Με επικεφαλής τη Σπάρτη και την Αθήνα, τις δύο μεγαλύτερες δυνάμεις της Ελλάδας, κάπου τριάντα ελληνικές πόλεις – κράτη είχαν αποφασίσει, αφήνοντας κατά μέρος τις μεταξύ τους διαφορές και τους πολέμους, να αντιμετωπίσουν από κοινού και συντονισμένα την περσική απειλή. Η αρχιστρατηγία είχε ανατεθεί στη Σπάρτη, η οποία είχε και την ειδικότερη ευθύνη για τον αγώνα στην ξηρά, ενώ η Αθήνα είχε τον πρώτο λόγο στις ναυτικές επιχειρήσεις.

Πρώτος προσπάθησε να αναχαιτίσει την προέλαση των Περσών ο βασιλιάς της Σπάρτης Λεωνίδας με τους λιγοστούς άνδρες του (η παράδοση τους θέλει μόνο τριακόσιους) στα στενά των Θερμοπυλών. Ο ηρωισμός και η αυτοθυσία τους, υπό το βάρος και της προδοσίας του Εφιάλτη, ο οποίος αποκάλυψε στον Ξέρξη μυστικό πέρασμα που έφερε τις δυνάμεις του στα νώτα των αμυνομένων, δεν στάθηκαν αρκετά για να ανακόψουν τα περσικά στίφη. Στη μάχη που ακολούθησε οι υπερασπιστές των Θερμοπυλών έπεσαν μέχρις ενός.

Συνεχίζοντας την προέλασή του προς Νότον, ο Ξέρξης κατέλαβε και κατέστρεψε την Αθήνα, που όμως οι κάτοικοί της την είχαν εγκαταλείψει έγκαιρα, καταφεύγοντας στη Σαλαμίνα.

Το τέχνασμα του Θεμιστοκλή.

Μεσολάβησαν και άλλες συμπλοκές μεταξύ των δύο αντιπάλων, και περί τα τέλη Σεπτεμβρίου του 480 ο περσικός στόλος ναυλοχούσε στο Φάληρο, ενώ ο ελληνικός, με αρχιστράτηγο τον Σπαρτιάτη Ευρυβιάδη, με 350 περίπου τριήρεις (από τις οποίες οι 180 ήταν αθηναϊκές) και με 85.000 άνδρες, είχε καταφύγει στη Σαλαμίνα, το νησί του Σαρωνικού κόλπου ανάμεσα στη δυτική ακτή της Αττικής και στην ανατολική ακτή της Μεγαρίδας, το οποίο κλείνει από τα νότια του κόλπου της Ελευσίνας. Εκεί οι αρχηγοί των Ελλήνων έκαναν συμβούλιο για να αποφασίσουν πως θα δράσουν και συγκεκριμένα για να καταλήξουν ως προς το σημείο όπου θα ήταν καλύτερα γι’ αυτούς να γίνει η ναυμαχία με τους Πέρσες.

Η πρόταση του Θεμιστοκλή, που διοικούσε τις αθηναϊκές τριήρεις, ήταν να διεξαχθεί η αναμέτρηση στο στενό της Σαλαμίνας. Το κυριότερο επιχείρημά του ήταν ότι ο ελληνικός στόλος, με λιγότερα και μικρότερα σε όγκο σκάφη από τον εχθρικό, θα μπορούσε στον περιορισμένο χώρο του στενού να ελιχθεί ανετότερα και δεν θα διέτρεχε τον κίνδυνο να βρεθεί περικυκλωμένος από τα πολυάριθμα περσικά πλοία. Αλλά οι περισσότεροι από τους υπόλοιπους αρχηγούς διαφώνησαν με την πρόταση του Θεμιστοκλή και αντιπρότειναν να γίνει η ναυμαχία στον ισθμό της Κορίνθου ώστε αφενός να υπερασπιστούν την Πελοπόννησο και αφετέρου να έχουν στη διάθεσή τους οδό διαφυγής στην περίπτωση που η αναμέτρηση θα εξελισσόταν μπροστά γι’[ αυτούς.

Ακολούθησε νέο συμβούλιο των αρχηγών όπου ο Θεμιστοκλής δεν δίστασε να βάλει σε ενέργεια τα μεγάλα μέσα: προειδοποίησε τους συνομιλητές του ότι αν δεν δέχονταν την πρότασή του να αναμετρηθούν με τους Πέρσες στη Σαλαμίνα, τα αθηναϊκά πλοία θα αποσύρονταν από την πολεμική προσπάθεια και θα αποχωρούσαν, και οι πληθυσμός της πόλης που είχε καταφύγει στο νησί θα εγκατέλειπε τον τόπο του και θα μετανάστευε στην Κάτω Ιταλία. Αυτή τη φορά ο Ευρυβιάδης, που είχε το γενικό πρόσταγμα, δέχθηκε την πρόταση του Θεμιστοκλή, όχι όμως και όλοι οι υπόλοιποι αρχηγοί. Οι προετοιμασίες για να αντιμετωπίσουν οι Έλληνες τους Πέρσες στη Σαλαμίνα είχαν ήδη αρχίσει, όταν, την επομένη της συναίνεσης του Ευρυβιάδη, η διαφωνία αναζωπυρώθηκε και χώρισε τους συμμάχους σε δύο παρατάξεις. Οι Αθηναίοι, οι Μεγαρείς και οι Αιγινήτες υποστήριζαν τη γνώμη του Θεμιστοκλή να γίνει η ναυμαχία στη Σαλαμίνα. Οι Πελοποννήσιοι επέμειναν για τον ισθμό της Κορίνθου.

Ο Θεμιστοκλής διείδε τον κίνδυνο που συνεπαγόταν η παράταση της διαφωνίας καθώς αυτή πολλαπλασίαζε τις πιθανότητες να επικρατήσει τελικά η δεύτερη γνώμη, με την οποία διαφωνούσε, και για μία ακόμη φορά επιστράτευσε την πανουργία του. Ανέθεσε στον έμπιστο δούλο του Σίκιννο, τον περσικής καταγωγής παιδαγωγό των παιδιών του, να μεταδώσει μυστικά στον Ξέρξη την πληροφορία ότι οι Έλληνες, κυριευμένοι από φόβο, σκόπευαν να το σκάσουν, και άρα αυτός, αν ήθελε να τους εξουδετερώσει, έπρεπε να σπεύσει. Ο Ξέρξης έπεσε στην παγίδα. Συγκάλεσε αμέσως πολεμικό συμβούλιο, και ο περσικός στόλος διατάχθηκε να αποπλεύσει ευθύς για το σημείο όπου βρισκόταν συγκεντρωμένος ο ελληνικός. Μέσα στη νύχτα 200 περσικά πλοία απέκλεισαν όλες τις οδούς διαφυγής των Ελλήνων, ενώ τα υπόλοιπα, ο κύριος όγκος του περσικού στόλου, συγκεντρώθηκαν στην ανατολική έξοδο του στενού, ανάμεσα στη Σαλαμίνα και στην Ψυτάλλεια, όπου αποβιβάστηκε ισχυρό και επίλεκτο περσικό σώμα, οι λεγόμενοι Αθάνατοι. Όλοι αυτοί η κολοσσιαία δύναμη περίμενε τους
Έλληνες να επιχειρήσουν την κρυφή έξοδό τους για να ριχτεί πάνω τους αιφνιδιαστικά και να τους συντρίψει. Αλλά οι Έλληνες είχαν ειδοποιηθεί για τις κινήσεις των Περσών.

Ω παίδες Ελλήνων, ίτε!

«Και νυξ εχώρει» λέει ο Αισχύλος «κου μάλ’ Ελλήνων στρατός κρυφαίου έκπλουν ουδαμή καθίστατο» – η νύχτα προχωρούσε και ο στρατός των Ελλήνων δεν φαινόταν πουθενά να δοκιμάζει να εκπλεύσει κρυφά. Μόλις όμως η μέρα με τα λευκά της άλογα φώτισε τη γη, συνεχίζει ο Αισχύλος, ήχος τραγουδιστός, μελωδικός ακούστηκε από τους Έλληνες και αντιλάλησαν ένα γύρω οι βράχοι του νησιού. Φόβος κυρίευσε τους βαρβάρους όλους ότι είχαν γελαστεί, γιατί τον επίσημο παιάνα τους οι Έλληνες δεν τον τραγουδούσαν σαν να ήταν να φύγουν αλλά σαν έτοιμοι να ριχτούν στη μάχη γεμάτοι ψυχή και θάρρος. Από κοντά η σάλπιγγα φλόγιζε όλη τη σκηνή, ευθύς ακούστηκαν να παφλάζουν τα κουπιά χτυπώντας το αρμυρό νερό, και τότε ξάφνου εμφανίστηκαν οι Έλληνες γοργοί τραγουδώντας τούτα τα λόγια:
«Ω παίδες Ελλήνων, ίτε,
Ελευθερούτε πατρίδ’, ελευθερούτε δε
παίδας, γυναίκας, θεών τε πατρώων έδη,
θήκας τε προγόνων νυν υπέρ πάντων αγών».

(«Εμπρός, τέκνα των Ελλήνων,
ελευθερώστε την πατρίδα, ελευθερώστε τα παιδιά σας,
τις γυναίκες σας, τα ιερά των πατρογονικών θεών σας,
τους τάφους των προγόνων σας τώρα ο αγώνας είναι τα πάντα»).

Η ναυμαχία έγινε στο θαλάσσιο στενό που ορίζουν οι πλαγιές του όρους Αιγάλεω, η νησίδα Άγιος Γεώργιος, η χερσόνησος της Σαλαμίνας Κυνόσουρα και το νησάκι Ψυτάλλεια η Λειψοκουτάλα. Προσποιούμενοι ότι αποχωρούν οι Έλληνες παρέσυραν τον εχθρό μέσα στο στενό, και αυτή του η κίνηση αποδείχθηκε η καταστροφή του. Η στενότητα του χώρου εξουδετέρωνε την περσική υπεροπλία, καθώς δεν επέτρεπε να εισχωρήσει στο στενό με το πρώτο κύμα αριθμός πλοίων μεγαλύτερος από των ελληνικών, και αυτό, δεδομένης της υπέρτερης ναυτικής δεξιότητας των Ελλήνων αλλά και της μεγαλύτερης καταλληλότητας των πλοίων τους, δεν άργησε να φέρει τους Πέρσες σε μειονεκτική θέση.

Στην παράταξη των ελληνικών πλοίων οι αθηναϊκές τριήρεις, υπό την διοίκηση του Θεμιστοκλή, κατείχαν το αριστερό άκρο και είχαν απέναντί τους τα πλοία των Φοινίκων. Στο δεξιό άκρο βρίσκονταν τα πλοία της Σπάρτης υπό τον Ευρυβιάδη έχοντας απέναντί τους τους Ίωνες. Δίπλα στις σπαρτιατικές τριήρεις ήταν τοποθετημένες οι αιγινίτικες, και η όλη παράταξη συμπληρωνόταν με τα πλοία των υπολοίπων ελληνικών πόλεων.

Η ναυμαχία, που άρχισε το πρωί, κράτησε ως το βράδυ και κατέληξε σε πραγματική πανωλεθρία για τους Πέρσες. Οι απώλειές τους σε άνδρες και σε πλοία ήταν τρομακτικές. Δεν είχαν να αντιμετωπίσουν μόνο τους παράτολμους και πεπειραμένους έλληνες ναυτικούς αλλά και τη δική τους δυσχέρεια κινήσεων. Μέσα στο στενό, λέει ο Αισχύλος, μαζεύτηκαν πλήθος τα πλοία, και έτσι δεν μπορούσαν να προσφέρουν καμία βοήθεια μεταξύ τους αλλά χτυπούσαν το ένα το άλλο «εμβόλοις χαλκοστόμοις» («με τα χαλκόστομα έμβολά τους»), συντρίβοντας όλα τα κουπιά, ενώ τα ελληνικά πλοία, σχηματίζοντας επιδέξια κύκλο γύρω γύρω, χτυπούσαν και αυτά. Τα νερά και οι γύρω ακτές γέμισαν κουφάρια και ναυάγια, τόσο που, λέει ο Αισχύλος, «θάλασσα δ’ ουκέτ’ ην ιδείν» («η θάλασσα δεν φαινόταν πια»). Πολλοί Πέρσες, που τα πλοία τους βυθίζονταν, έπεφταν ζωντανοί στο νερό αλλά πνίγονταν επειδή δεν ήξεραν να κολυμπούν.

Ανάλογη τύχη περίμενε και τους επίλεκτους Πέρσες που είχαν τοποθετηθεί φρουρά στην Ψυτάλλεια. Οι Έλληνες, όταν βεβαιώθηκαν ότι η νίκη ήταν δική τους, αποβιβάστηκαν με τη σειρά τους στο νησάκι και εξολόθρευσαν τους Αθανάτους. Αν και εξακολουθούσε, παρά τις μεγάλες απώλειές του (200 πλοία έναντι 40 που έχασαν οι Έλληνες), να διατηρεί την αριθμητική υπεροχή του, ο περσικός στόλος αποχώρησε από τη Σαλαμίνα σε κατάσταση σύγχυσης και πανικού και κατέφυγε πάλι στο Φάληρο για να αποπλεύσει τελικά για την Ασία.

Η ναυμαχία της Σαλαμίνας υπήρξε η πρώτη μεγάλη ναυτική σύγκρουση της παγκόσμιας ιστορίας.

Η ελληνική αντεπίθεση.

Τον χειμώνα που ακολούθησε τη ναυμαχία της Σαλαμίνας ο Ξέρξης επέστρεψε στην Περσία αφήνοντας πίσω του στην Ελλάδα μεγάλο τμήμα της στρατιάς του. Το 479 οι περσικές δυνάμεις υπέστησαν δύο ακόμη ήττες από τους Έλληνες, τη μία στις Πλαταιές της Βοιωτίας, την άλλη στη Μυκάλη, στη μικρασιατική ακτή απέναντι από τη Σάμο.

ΕΠΙΜΥΘΙΟ

Με τις δύο αυτές μάχες έληξαν οι περσικές εκστρατείες στην Ελλάδα. Αλλά οι εχθροπραξίες συνεχίστηκαν για άλλα 30 χρόνια. Η Αθηναϊκή Συμμαχία, που συγκροτήθηκε αμέσως μετά, πέρασε στην επίθεση με σκοπό την απελευθέρωση των ελληνικών πόλεων της Ιωνίας. Οι Περσικοί Πόλεμοι τερματίστηκαν το 449 με τη συνθήκη που συνήψαν στα Σούσα ο αθηναίος πολιτικός Καλλίας και ο πέρσης βασιλιάς Αρταξέρξης Α’΄, γιος του Ξέρξη.
ΑΘΗΝΑ 2009

Από το βιβλίο: Θαλασσινός Γ. Δημήτριος, Ναυμαχίες.

Βιογραφικό σημείωμα.

Ο Θαλασσινός Δημήτριος γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε Κλασσική φιλολογία και θεολογία στο πανεπιστήμιο Αθηνών και διοίκηση επιχειρήσεων στα ΚΑΤΕΕ Πάτρας. Έχει γράψει πολλά άρθρα, κυρίως για το Βυζάντιο αλλά και για την εποχή της Αναγέννησης. Συνεργάτης των περιοδικών «Εικονογραφημένη Ιστορία» και «Ιστορικά Θέματα». Είναι Πατέρας της Άννας Μαρίας.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Παράβαλε και:
Η ναυμαχία της Σαλαμίνος. Αφιέρωμα.

Κατηγορίες: Άρθρα, Ιστορικά, Μελέτες - εργασίες - βιβλία. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.