Η θυσία για τον πλησίον, στον πόλεμο, στην Κατοχή, στην καθημερινότητα – Γέροντος Παϊσίου του Αγιορείτου.

Η δική μου ανάπαυση γεννιέται άπό τήν ανάπαυση του άλλου!

– Αν, Γέροντα, κάποιος δέν έχη γευθή τήν χαρά της θυσίας, πώς μπορεί νά φθάση στην θυσία;

– Άν έρθη στην θέση τού άλλου. Όταν ήμουν στον στρα¬τό, συχνά το πολυβολείο ήταν γεμάτο νερό: στον ασύρματο οι μπαταρίες ήθελαν αλλαγή – καί ήταν πολύ δύσκολο, γιατί ήταν φορτωμένη η γραμμή. Βρεχόμουν μέχρι την μέση• η χλαίνη έσταζε. Προτιμούσα όμως να κάνω μό¬νος μου την δουλειά, για να μην ταλαιπωρηθούν οι άλλοι, καί χαιρόμουν πού τό έκανα. Ο διοικητής μου έλεγε: «Είμαι αναπαυμένος καί ήσυχος, όταν κάνης εσύ τήν δουλειά, άλλα σε λυπάμαι. Πες σε κάποιον άλλον νά πάη». «Όχι, χαίρομαι, κύριε διοικητά», του έλεγα. Στην διλοχία ήταν ακόμη ένας ασυρματιστής, αλλά δέν τόν άφηνα στις επι¬χειρήσεις νά κουβαλήση ούτε τήν μπαταρία ούτε τόν ασύρ¬ματο, αν καί ήταν βαριά, γιά νά μή βρεθή σε κίνδυνο. Με παρακαλούσε εκείνος: «Γιατί δέν μού τά δίνεις;». «Έσύ έχεις γυναίκα καί παιδιά, τού έλεγα. «Αν σκοτώσουν εσένα, θά δώσω λόγο στον Θεό». Έτσι ο Θεός μας φύλαξε καί τους δύο: δέν άφησε νά σκοτωθή ούτε εκείνος ούτε έγώ.

Προτιμότερο είναι γιά έναν ευαίσθητο άνθρωπο νά σκοτωθή ο ίδιος μιά φορά άπό αγάπη, γιά νά προστατέψη τόν πλησίον του, παρά νά άμελήση η νά δειλιάση, καί ύστερα νά σφάζεται συνέχεια άπό τήν συνείδηση του σ’ όλη του τήν ζωή. Μιά φορά, στον ανταρτοπόλεμο, τότε μέ τις επιχειρήσεις, οι αντάρτες μάς είχαν αποκλείσει έξω άπό ένα χωριό καί οί στρατιώτες θά έρριχναν κλήρο, ποι¬ος θά πάη στο χωριό γιά εφόδια. «Θά πάω έγώ», είπα. Αν πήγαινε κάποιος άπειρος η απρόσεκτος, μπορεί καί νά σκοτωνόταν καί θά μέ έτυπτε μετά η συνείδηση. «Καλύ-τερα, σκέφτηκα, νά σκοτωθώ έγώ, παρά νά σκοτωθή ο άλλος καί νά μέ σκοτώνη η συνείδηση μου σέ όλη μου τήν ζωή. Πώς θ’ αντέξω μετά; Θά μού λέη η συνείδηση μου: «Μπορούσες νά τόν γλυτώσης. Γιατί δέν τόν γλύτωσες;»». Νήστευα κιόλας καί ήμουν νηστικός…, τέλος πάντων. Όπο¬τε μού λέει ο διοικητής: «Καί έγώ προτιμώ νά πάς έσύ πού πιάνεις πουλιά στον αέρα, άλλα νά τρως, γιά νά έχης αντο¬χή». Πήρα τό όπλο καί ξεκίνησα. Οί αντάρτες μέ πέρασαν γιά δικό τους καί μέ άφησαν νά περάσω. Πήγα στο
χωριό, ανέβηκα σέ ένα διώροφο σπίτι. Μιά γριά πού ήταν έκεϊ μου έδωσε εφόδια και γύρισα πίσω στην διλοχία.

Την μεγαλύτερη χαρά την ένιωθα τον χειμώνα, εκεί μέσα στα χιόνια. Θυμάμαι, ξύπνησα ενα βράδυ: οι άλλοι κοιμόνταν. Το χιόνι είχε σκεπάσει τις σκηνές. Πάω, πιά¬νω τον ασύρματο και βγάζω τό χιόνι από τις τρύπες του ασυρμάτου. Βλέπω δούλευε. Τρέχω στον διοικητή και του τό λέω. Εκείνο τό βράδυ είκοσι έξι κρυοπαγημένους έβγα¬λα μέσα άπό τό χιόνι μέ τον κασμά.

Έγώ δεν έκανα τίποτε γιά τον Χριστό. Αν τό 100% άπό οσα έκανα στον στρατό τό έκανα γιά τον Χριστό, τώρα θά έκανα θαύματα! Γι’ αυτό μετά στην καλογερική έλεγα: «Στον στρατό, γιά την πατρίδα ταλαιπωρήθηκα τόσο, γιά τον Χρι¬στό τί κάνω;». Δηλαδή μπροστά στην ταλαιπωρία πού πέ¬ρασα στον στρατό, στην καλογερική αισθανόμουν σάν νά ήμουν βασιλόπουλο – άσχετα αν είχα ή δεν είχα παξιμάδι. Γιατί στις επιχειρήσεις ξέρεις τί νηστεία κάναμε; Τρώγα¬με σπυρωτό χιόνι. Οί άλλοι έτρεχαν, έβρισκαν και κάτι νά φάνε. Έγώ μέ τον ασύρματο δεν μπορούσα νά μετακινηθώ. Μιά φορά δεκατρείς μέρες ήμασταν νηστικοί. Μόνο μιά κουραμάνα και μισή ρέγγα μάς είχαν μοιράσει. Νερό έπινα άπό τις πατημασιές τών ζώων. Και δεν ήταν και καθαρό βρόχινο, άλλα λασπωμένο. Είχα πιει μιά… πορτοκαλλάδα μιά φορά! Είχα σκάσει γιά νερό. Είδα μιά πατημασιά ζώου γεμάτη κίτρινο νερό, ήπια-ήπια… Όποτε μετά στην καλο¬γερική, ακόμη και ζούδια νά είχε τό νερό, μου φαινόταν μεγάλη ευλογία. Έμοιαζε τουλάχιστον μέ νερό.

Μιά φορά, ενα απόγευμα, είχε κοπή η έρπουσα γραμ¬μή. Ήταν Δεκέμβρης μήνας του 1948. Τό χιόνι πολύ. Στις 4 η ώρα τό απόγευμα έρχεται διαταγή νά πάμε στο χω¬ριό, δυο ώρες μακριά, νά φτιάξουμε τήν γραμμή και νά γυρίσουμε πίσω. Έν τω μεταξύ δεν είχε ακόμη ούτε δυο ώρες μέρα. Οί στρατιώτες ήταν σκοτωμένοι στην κού¬ραση και δέν είχαν κουράγιο νά ξεκινήσουν. Και πού νά βρής τήν γραμμή μέ τόσο χιόνι!

– Δεν ξέρατε, Γέροντα, τον δρόμο και που ήταν η γραμμή;

– Έ, περίπου τόν δρόμο τόν ήξερα, άλλα Θα μας έπια¬νε και η νύχτα. Τέλος πάντων, μου έδωσαν μια ομάδα καί ξεκινήσαμε. Στην αρχή ανοίξαμε μέσα στο στρατό¬πεδο με το φτυάρι τόν δρόμο από το χιόνι, και έτσι προ¬χωρήσαμε λίγο, για να αναπαύσουμε τόν διοικητή. Μετά λέω: «Προχωράμε, γιατί πρέπει καί νά γυρίσουμε». Πή¬γαινα μπροστά, γιατί οι άλλοι ήταν όλο αντίδραση. «Η Ελλάδα ποτέ δέν πεθαίνει, άλλα πεθαίνουμε εμείς», μου έλεγαν. Συνέχεια αυτό! Προχωρούσα, βούλιαζα μέσα στο χιόνι, με τραβούσαν επάνω• ξαναβούλιαζα, μέ ξανατραβούσαν. Είχα καί ένα ξίφος καί το κάρφωνα κάτω, γιά νά κάνω γείωση. Συνέχεια έπρεπε νά ελέγχω. Έμπαινα μπροστά. «Προχωρήστε, τους έλεγα• άπό ‘δώ δέν περ¬νούν ζώα, γιά νά κόψουν τήν γραμμή. Μόνο σε κανένα λάκκο πού η γραμμή είναι εναέριος, έκεϊ νά ελέγξουμε». Τελικά φθάσαμε σε ενα χωριό πού είχε πεζούλια καί, καθώς το χιόνι είχε στοιβαχθή άπό τόν αέρα, δέν ξεχώ¬ριζες τίποτε. Όταν φθάσαμε στά πεζούλια, πέφτω μέσα στο χιόνι. Τρόμαξαν νά μέ βγάλουν οι άλλοι. «Υστερα σιγά-σιγά άπό το ένα πεζούλι
στο άλλο κατεβήκαμε όλοι – μήν τά ρωτάς πώς! – αργά το βράδυ στο χωριό. Βρήκα σε κάτι λάκκους σέ ένα-δυό μέρη τήν γραμμή κρεμασμέ¬νη, τήν συνδέσαμε καί μπορέσαμε νά επικοινωνήσουμε μέ τόν διοικητή. «Νά γυρίστε πίσω», μας λέει ο διοικη¬τής. «Αλλά πώς νά γυρίσουμε; Έκτος πού ήταν νύχτα, πώς νά ανεβούμε τά πεζούλια; Κουτρουβάλα τά είχαμε κατεβή! Πού νά βρής δρόμο; «Μά έτσι στον ανήφορο, πώς νά γυρίσουμε; τού λέω. Στον κατήφορο τέλος πά¬ντων, κατεβήκαμε! Νά γυρίσουμε αύριο το πρωί άπό τήν άλλη μεριά τού χωριού κάνοντας τόν γύρο». «Τίποτε, λέει ο διοικητής, απόψε». Ευτυχώς άκουσε ένας υπα¬σπιστής τόν διοικητή καί τόν παρακάλεσε νά μας άφήση νά μείνουμε τήν νύχτα στό χωριό, καί έτσι μείναμε. Σε ένα σπίτι μας έδωσαν δυό-τρεϊς τσέργες και, επειδή είχα πουντιάσει – όπως έμπαινα μπροστά καί άνοιγα τά χιό¬νια, είχα γίνει τελείως μούσκεμα -, οι άλλοι μέ λυπήθη¬καν, γιατί κατά κάποιο τρόπο τήν πλήρωσα εγώ πού τρα¬βούσα μπροστά, καί μέ έβαλαν στην μέση, γιά νά ζεσταθώ. Τότε είχαμε φάει μόνον ένα κομμάτι κουραμάνα.

Μεγα¬λύτερη χαρά δέν θυμάμαι νά έχω νιώσει στην ζωή μου. Αναγκάσθηκα νά σας πώ αυτά τά παραδείγματα, γιά νά καταλάβετε τί θά πη θυσία. Δέν σάς τά είπα όλα αυτά, γιά νά μέ χειροκροτήσετε, άλλα γιά νά καταλάβετε άπό πού βγαίνει η πραγματική χαρά. Έπειτα στο γραφείο Διαβιβάσεων ο ένας μού έλεγε ψέματα: «Έρχεται ο πατέρας μου καί πρέπει νά πάω νά τον δώ. Σέ παρακαλώ, κάθησε λίγο στην θέση μου». ο άλλος: «Ήρθε η αδελφή μου» -καί δέν ήταν ούτε καν αδελφή του. Κάποιος άλλος κάτι άλλο, καί έγώ καθόμουν συνέχεια στην υπηρεσία γιά τον ένα καί γιά τον άλλον καί θυσιαζόμουν. Ύστερα σκού¬πιζα, καθάριζα, γιατί έκεϊ στην διμοιρία Διαβιβάσεων απαγορευόταν νά μπαίνουν άλλοι. Ούτε αξιωματικός άπό άλλη υπηρεσία δέν μπορούσε νά πάη μέσα, γιατί ήταν καί καιρός πολέμου. Καθαρίστρια νά πάρουμε, δέν μπορού¬σαμε. Έπαιρνα λοιπόν τήν σκούπα καί καθάριζα όλους τους χώρους. Έκει έμαθα νά σκουπίζω. «Έδώ είναι μιά υπηρεσία, έλεγα, είναι, κατά κάποιο τρόπο, ιερός χώρος: δέν κάνει νά είναι ακατάστατα». Ούτε υποχρέωση είχα νά σκουπίσω
ούτε ήξερα άπό σκούπισμα. Μήπως είχα πιάσει ποτέ σκούπα στο σπίτι μου; Καί νά ήθελα νά πιά¬σω σκούπα, θά μέ σκότωνε στο ξύλο μέ τήν σκούπα η αδελ¬φή μου. «Καθαρίστρια» μέ έλεγαν οι άλλοι, «αιώνιο θύμα» μέ έλεγαν. Δέν τά λάμβανα ύπ’ όψιν μου. Καί ούτε γιά νά ακούσω το «ευχαριστώ» το έκανα. Άλλα τό έκανα άπό μέσα μου, γιατί τό ένιωθα ώς ανάγκη καί τό χαιρόμουν.

– Δέν σας περνούσε, Γέροντα, καθόλου αριστερός λογι¬σμός; Δεν λέγατε λ.χ.: «Ο άλλος γυρίζει• δέν πάει να δη την αδελφή του»;
– Όχι, δέν μου περνούσε λογισμός. Άπό τήν στιγμή πού μου έλεγε ο άλλος «σέ παρακαλώ, μπορείς νά καθήσης λίγο», τελείωσε. Άλλος μου ζητούσε χρήματα καί μου έλεγε δήθεν ότι τά ήθελε για τά παιδιά του, και αυτός όχι μόνο δέν έστελ¬νε στά παιδιά του, άλλα ζητούσε καί άπό τήν γυναίκα του χρήματα, νά ξοδεύη γιά τον εαυτό του. Κατάλαβες; Ούτε τό έκανα, γιά νά μου πουν «μπράβο»: τό αισθανόμουν ώς ανάγκη. Επειδή δέν έβγαινα έξω, τό είχαν εκμεταλλευτή οί άλλοι καί μου άφηναν όλη τήν δουλειά. Έβγαζα όλη τήν δουλειά τής διμοιρίας. Ένα σωρό σήματα διαβιβάσεων νά βροντάνε συνέχεια οί θυρίδες. Είχα γίνει ερείπιο. Ένα διά¬στημα είχα συνέχεια τριάντα εννιάμισι πυρετό καί δέν έλεγα σέ κανέναν τίποτε. Έπειτα έπεσα πτώμα άπό τήν υπερκό¬πωση. Λιποθύμησα καί μέ πέταξαν σέ ένα φορείο. «Άντε Βενέδικτε, άκουσα νά λένε, θά σέ πάμε μέ τό φορείο γιά γενική επισκευή εκεί πού φτιάχνουν τά χαλασμένα αυτο¬κίνητα!» καί μέ πήγαν σέ ένα νοσοκομείο. Καί εκεί εγκα¬ταλελειμμένος – ποιος νά μου δώση σημασία; όλοι κοιτούσαν τους
τραυματισμένους -, άλλα ένιωθα χαρά, τήν χαρά αυτή πού βγαίνει άπό τήν θυσία. Γιατί άπό τήν ανά¬παυση τού άλλου γεννιέται η ανάπαυση η δική μου.

Όσο ξεχνάμε τον εαυτό μας, τόσο μας θυμάται ο Θεός.

Όποιος έχει θυσία καί πίστη στον Θεό, δέν ύπολογίζει τόν εαυτό του. ο άνθρωπος, όταν δέν καλλιεργήση το πνεύμα της θυσίας, σκέφτεται μόνον τόν εαυτό του και θέ¬λει όλοι νά θυσιάζωνται γι’ αυτόν. Άλλα όποιος σκέφτε¬ται μόνον τόν εαυτό του, αυτός απομονώνεται καί από τους ανθρώπους, απομονώνεται καί από τόν Θεό – διπλή απο¬μόνωση -, οπότε δέν δέχεται θεία Χάρη. Αυτός είναι άχρη¬στος άνθρωπος. Καί νά δήτε, αυτόν πού σκέφτεται συνέ¬χεια τόν εαυτό του, τίς δυσκολίες του κ.λπ., καί ανθρωπί¬νως κανείς δέν θά του συμπαρασταθη σέ μιά ανάγκη. Καλά, θεϊκή συμπαράσταση δέν θά έχη, αλλά δέν θά έχη καί ανθρώ¬πινη. Μετά θά προσπαθη από έδώ-άπό εκεί νά βοηθηθή. Θά βασανίζεται δηλαδή, γιά νά βοηθηθή από ανθρώπους, άλλα βοήθεια δέν θά βρίσκη. Αντίθετα, όποιος δέν σκέφτεται τόν εαυτό του, αλλά σκέφτεται συνέχεια τους άλλους, μέ τήν καλή έννοια, αυτόν τόν σκέφτεται συνέχεια ο Θεός, καί μετά τόν σκέφτονται καί οί άλλοι. Όσο ξεχνάει τόν εαυτό του, τόσο τόν θυμάται ο Θεός. Νά, μιά ψυχή φιλότιμη μέσα σέ ένα Κοινόβιο
θυσιάζεται, δίνεται κ.λπ. Αυτό, νομίζετε, δέν έχει πέσει στην αντίληψη τών άλλων; Μπορεί νά μήν τήν σκεφθούν οί άλλοι αυτήν τήν ψυχή πού δίνεται ολό¬κληρη καί δέν σκέφτεται τόν εαυτό της; Μπορεί νά μήν τήν σκεφθή ο Θεός; Μεγάλη υπόθεση! Έδώ βλέπει κανείς τήν ευλογία του Θεου, πώς εργάζεται ο Θεός.

Στις δυσκολίες δίνει εξετάσεις ο άνθρωπος. Έκεϊ φαί¬νεται αν έχη πραγματική αγάπη, θυσία. Καί όταν λέμε ότι ένας έχει θυσία, εννοούμε ότι τήν ώρα του κινδύνου δέν υπολογίζει τόν εαυτό του καί σκέφτεται τους άλλους. Βλέ¬πεις, καί η παροιμία λέει «ό καλός φίλος στην ανάγκη φαίνεται». Θεός φυλάξοι, άν λ.χ. τώρα έπεφταν βόμβες, θά φαινόταν ποιος σκέφτεται τόν άλλον καί ποιος σκέ¬φτεται τόν εαυτό του. Όποιος όμως έχει μάθει νά σκέ¬φτεται μόνον τόν εαυτό του, σέ μιά δυσκολία πάλι τόν εαυτό του θά σκέφτεται, καί ο Θεός δέν θά τόν σκέφτεται αυτόν τόν άνθρωπο. Όταν από τώρα δέν σκέφτεται κανείς τόν εαυτό του άλλα σκέφτεται τους άλλους, και στον κίνδυνο τους άλλους Θά σκεφθη. Τότε ξεκαθαρίζουν ποι¬οι έχουν πραγματικά θυσία και ποιοί είναι φίλαυτοι.

Άν δεν άρχίση κανείς νά κάνη από τώρα καμμιά θυ¬σία, νά θυσιάση μιά επιθυμία, έναν εγωισμό, πώς θά φθάση νά θυσιάση την ζωή του σε μιά δύσκολη στιγμή; «Αν τώρα σκέφτεται τόν κόπο και κοιτάη νά μήν κοπιάση λίγο παραπάνω άπό έναν άλλο σε μιά δουλειά, πώς θά φθάση στην κατάσταση νά τρέχη νά σκοτωθή αυτός, γιά νά μή σκοτωθή ο άλλος; Άν τώρα γιά μικρά πράγματα σκέφτε-ται τόν εαυτό του, τότε πού θά κινδυνεύη η ζωή του, πώς θά σκεφθη τόν άλλον; Τότε θά είναι πιο δύσκολα. Αν έρθουν δύσκολα χρόνια και εχη λ.χ. ο διπλανός του πυ¬ρετό και τόν δη νά πέση στον δρόμο, θά τόν άφήση καί θά φύγη. Θά πή: «Νά πάω νά ξαπλώσω, μήν πέσω καί εγώ».

Στον πόλεμο παλεύει η ζωή η δική σου με τήν ζωή του άλλου. Λεβεντιά είναι νά τρέχη ο ένας νά γλυτώση τόν άλλον. Όταν δεν ύπάρχη θυσία, ο καθένας πάει νά γλυ¬τώση τόν εαυτό του. Καί είναι παρατηρημένο• όποιος πάει στον πόλεμο νά ξεφύγη, τόν βρίσκει εκεί η οβίδα. Πάει δήθεν νά γλυτώση καί σπάζει τά μούτρα του. Γι’ αυτό νά μήν κοιτάζη κανείς νά ξεφύγη, καί ιδίως όταν αυτό είναι εις βάρος τών άλλων. Θυμάμαι ένα περιστατικό άπό τόν Αλβανικό πόλεμο. Ένας στρατιώτης είχε μιά πλάκα, γιά νά προστατεύη το κεφάλι του. Έν τω μεταξύ χρειάσθηκε νά πάη λίγο πιο πέρα καί τήν ακούμπησε κάτω. Πάει αμέ¬σως ο διπλανός του καί τήν παίρνει. Σού λέει: «Ευκαιρία είναι, θά τήν πάρω εγώ τώρα». Τήν ίδια στιγμή, τάκ, πέ¬φτει ο όλμος επάνω του, τόν διέλυσε. Αυτός έβλεπε τά πυρά πού έπεφταν καί πήρε τήν πλάκα, γιά νά γλυτώση• δεν υπο¬λόγισε τόν άλλον πού θά γύριζε πάλι. Σκέφθηκε μόνον τόν εαυτό του καί δικαιολόγησε κάπως καί τήν πράξη του: «Αφού πήγε λίγο πιο πέρα ο άλλος, μπορώ νά τήν πάρω τήν πλάκα». Ναί, έφυγε, άλλα η πλάκα
ήταν δική του. Ένας άλλος, όσο συνεχιζόταν ο πόλεμος, προσπαθούσε να γλυτώση. Κανέναν δεν υπολόγιζε. Οί άλλοι βοηθούσαν, αυτός καθόταν στο σπίτι του. Κοίταζε μέχρι την τελευταία ώρα πού δυσκόλεψαν τα πράγματα να ξεφύγη. Αργότερα, όταν είχαν έρθει οί Άγγλοι, πήγε στο στρατόπεδο, παρουσιά¬σθηκε στον Ζέρβα καί, επειδή είχε και αμερικανική υπη¬κοότητα, βρήκε ευκαιρία καί έφυγε γιά τήν Αμερική. Μό¬λις όμως έφθασε εκεί, πέθανε! η γυναίκα του η καημένη έλεγε: «Πήγε να ξεφύγη από τον Θεό!». Αυτός πέθανε, ενώ άλλοι πού πήγαν καί στον πόλεμο έζησαν.

Όσοι πεθαίνουν παλληκαρίσια, δεν πεθαίνουν!

Θυμάμαι, στον στρατό τό σύνολο είχε έναν κοινό σκοπό. Προσπαθούσα εγώ, άλλα η θυσία υπήρχε καί στους άλλους, άσχετα αν πίστευαν η όχι στην άλλη ζωή. «Για¬τί νά σκοτωθή ο άλλος; είναι οικογενειάρχης», έλεγαν, καί πήγαιναν αυτοί σέ μιά επικίνδυνη επιχείρηση. η θυ¬σία πού έκαναν αυτοί είχε μεγαλύτερη αξία άπό τήν θυ¬σία πού έκανε ένας πιστός. ο πιστός πίστευε στην θεία δικαιοσύνη, στην θεία ανταπόδοση, ενώ αυτοί δεν γνώ¬ριζαν ότι δεν πάει χαμένη η θυσία πού έκαναν καί ότι θά έχουν νά λάβουν γι’ αυτήν στην άλλη ζωή.

Στην Κατοχή, τότε με τον Δαβάκη, οί Ιταλοί είχαν κά¬νει συλλήψεις νέων αξιωματικών, τους έβαλαν σέ ένα κα¬ράβι καί τους βούλιαξαν. Ύστερα, τους πρώτους πού έπια¬σαν, τους βασάνισαν, γιά νά μαρτυρήσουν ποιοί έχουν όπλα. Εκεί νά δήτε κοσμικοί άνθρωποι τί θυσία έκαναν! Στην Κό¬νιτσα, κοντά στο σπίτι μας, εκεί πού έχτισαν τώρα τον Ναό του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού, πρώτα ήταν τζαμί. Τους έκλειναν μέσα στο τζαμί καί τους έδερναν όλη τήν νύχτα με βούρδουλα πού είχε επάνω κολτσίδες όλο αγκάθια ή μέ καλώδια γδαρμένα: έβγαιναν έξω τά σύρματα, έδεναν και στην άκρη μολύβια και μ’ αυτά τους χτυπούσαν και αυτό το ατσαλένιο σύρμα πήγαινε και έγδερνε το δέρμα. Γιά νά μην άκούγωνται οι φωνές, τραγουδούσαν η έβαζαν μουσική. Άπό ‘δώ βγήκε το «ξύλο μετά μουσικής». Τους κρεμούσαν και ανάποδα και έβγαζαν οι καημένοι αΐμα άπό το στόμα, άλλα δεν μιλούσαν, γιατί σκέφτονταν: «Άν μαρτυρήσου¬με εμείς – ήξεραν ποιοι εΐχαν ντουφέκια -, ύστερα Θά χτυ¬πούν τον καθέναν, γιά νά μαρτυρηση». Γι’ αυτό οί πρώτοι είπαν: «Ας πεθάνουμε εμείς,
γιά νά τους αποδείξουμε ότι δεν έχουν οί άλλοι ντουφέκια». Καί ήταν μερικοί πού γιά μιά οκά ή γιά πέντε οκάδες αλεύρι έλεγαν ότι ο τάδε π.χ. έχει δύο ντουφέκια. Πεινούσε ο κόσμος καί πρόδιδαν τους άλλους.

Όποτε καί μερικοί Ιταλοί, άπό ένα τάγμα πού ήταν νόθα παιδιά καί ήταν βάρβαροι με όλα τά κόμπλεξ πού είχαν, έβγαζαν τό άχτι τους. Έπαιρναν τά μικρά παιδιά, τά έβαζαν τά καημένα γυμνά πάνω στην μασίνα πού έκαι¬γε καί τά πατούσαν νά καούν. Τά έκαιγαν, γιά νά μαρτυ¬ρήσουν οί γονείς πού έχουν τό ντουφέκι. «Δέν έχω, δέν έχω», έλεγαν οί μεγάλοι καί εκείνοι έκαιγαν τά παιδάκια. Θέλω νά πώ, εκείνοι προτίμησαν νά πεθάνουν, άν καί ήταν κο¬σμικοί άνθρωποι, γιά νά μή φάνε καί οί άλλοι ξύλο ή γιά νά μήν τους σκοτώσουν. Μέ αυτόν τον τρόπο έσωσαν πολύ κόσμο. Έτσι άπό μερικά παλληκάρια κρατήθηκε τό Έθνος!

Όσοι πεθαίνουν παλληκαρίσια, δέν πεθαίνουν. Άν δέν ύπάρχη ηρωισμός, δέν γίνεται τίποτε. Καί νά ξέρε¬τε, ο πιστός είναι καί γενναίος. ο Μακρυγιάννης ο καη¬μένος τί τράβηξε! Καί σέ τί χρόνια!
– «Κάπνισαν τά μάτια μου», λέει κάπου, Γέροντα.

– Ναί, κάπνισαν τά μάτια του. Άπό τήν ένταση καί τήν αγωνία πού είχε, ήταν σάν νά έβγαζαν υδρατμούς τά μά¬τια του. Βρέθηκε σ» εκείνη τήν κατάσταση καί άπό πόνο καί αγάπη θυσιαζόταν συνέχεια. Δέν σκέφθηκε, δέν υπο¬λόγισε ποτέ τον εαυτό του. Δέν φοβήθηκε μήν τον σκοτώσουν, όταν αγωνιζόταν για την πατρίδα. ο Μακρυ¬γιάννης ζούσε πνευματικές καταστάσεις. Αν γινόταν κα¬λόγερος, πιστεύω ότι άπό τον Άγιο Αντώνιο δέν θά είχε μεγάλη διαφορά. Τρεις χιλιάδες μετάνοιες έκανε καί είχε και τραύματα καί πληγές. Άνοιγαν οι πληγές του, έβγαι¬ναν τά έντερα του, όταν έκανε μετάνοιες, καί τα έβαζε μέσα. Τρεις δικές μου μετάνοιες κάνουν μία δική του. Έβρεχε το πάτωμα με τά δάκρυα του. Εμείς, αν ήμα¬σταν στην θέση του, θά πηγαίναμε στο νοσοκομείο να μας υπηρετούν. Θά μάς κρίνουν οι κοσμικοί!

Όποιος δέν υπολογίζει τον εαυτό του δέχεται Θεϊκή δύναμη

– Γέροντα, κινδυνεύσατε καμμιά φορά στον πόλεμο;
– Ω, μιά καί δυό; Τά σκέφτομαι τώρα πώς βοηθούσε ο Θεός καί συγκλονίζομαι. Τότε δέν τά σκεφτόμουν. Ειδικά τον θάνατο δέν τον σκεφτόμουν καθόλου. Όταν είσαι αποφασισμένος γιά τον θάνατο, δέν φοβάσαι τίποτε. η απόφαση γιά τον θάνατο ισοδυναμεί με χίλιους φύλακες. ο θάνατος είναι ασφάλεια. Στον πόλεμο οι ιεροί λόχοι έχουν τήν νεκροκεφαλή: είναι αποφασισμένοι νά πεθά¬νουν. Όποιος δέν υπολογίζει τον εαυτό του γιά το καλό του άλλου ή γιά το κοινό καλό, δέχεται μέσα του θεϊκή δύναμη. Καί νά δητε, αν κινηθή κανείς με θυσία, ο Θεός τον σκεπάζει.

Θυμάμαι, μιά φορά είχαμε όχυρωθή πίσω άπό έναν βράχο. Έγώ είχα σκάψει ένα λακκάκι και είχα κρυφτή λίγο. Έρχεται ο ένας καί μου λέει «νά μπώ κι εγώ»• έρχεται ο άλλος, μού λέει «νά μπώ κι έγώ». Τους άφησα νά μπουν, άφου μου το ζητούσαν καί έμεινα έγώ έξω. Το βράδυ, όταν έπεφταν τά πολλά βλήματα, μέ παίρνει ένα βλήμα ξυστά στο κεφάλι. Φορούσα κουκούλα• δέν φορούσα κράνος. «Παιδιά, φωνάζω, μέ χτύπησε βλήμα!». Πιάνω με το χέρι μου το κεφάλι, δεν βλέπω αίματα• το ξαναπιάνω,
τίποτε. Το βλήμα είχε περάσει ξυστά από το κεφάλι μου και είχε κουρέψει μόνον από μπρος προς τά πίσω τά μαλλιά μου καί είχε σχηματισθή μιά λωρίδα εξι πόντους φάρδος χωρίς μαλλιά!

Εσείς δεν περάσατε δύσκολα χρόνια, κατοχές, δεν είδατε πόλεμο, εχθρούς κ.λπ. – εύχομαι νά μη δήτε – καί ούτε καταλαβαίνετε άπό αυτά. Τά χρόνια όμως αυτά είναι σάν μιά χύτρα πού βράζει καί σφυρίζει. Θέλει μιά σκληραγωγία, μιά παλληκαριά καί έναν ανδρισμό. Αν τυχόν γίνη κάτι, κοιτάξτε μη βρεθήτε τελείως απροετοίμαστοι. Νά έτοιμασθητε άπό τώρα, γιά νά μπορέσετε νά αντιμε¬τωπίσετε μιά δυσκολία. Καί ο Χριστός τί είπε; «Γίνεσθε έτοιμοι» δεν είπε; Σήμερα πού ζούμε σε τέτοια δύσκολα χρόνια, γιά έναν λόγο παραπάνω, τρεις φορές πρέπει νά είμαστε έτοιμοι. Δέν είναι μόνον ο αιφνίδιος θάνατος πού μπορεί νά αντιμετωπίσουμε, είναι καί άλλοι κίνδυ¬νοι. Νά φύγη λοιπόν το βόλεμα τού εαυτού μας. Νά δουλεύη τό φιλότιμο. Νά ύπάρχη το πνεύμα της θυσίας.

Τώρα βλέπω σάν νά είναι κάτι πού πάει νά γίνη καί συνέχεια αναβάλλεται. Όλο αναβολές μικρές. Ποιος τις κάνει; ο θεός σπρώχνει; Άντε ακόμη έναν μήνα, δύο μήνες!… η υπόθεση έτσι πάει. ‘Αλλά, επειδή δέν ξέρου¬με τί μας περιμένει, όσο μπορείτε, νά καλλιεργήσετε την αγάπη. Αυτό είναι τό κυριώτερο άπ’ όλα: νά έχετε μετα¬ξύ σας αγάπη αληθινή, αδελφική, όχι ψεύτικη. Πάντα, όταν ύπάρχη τό καλό ενδιαφέρον, ο πόνος, η αγάπη, ενερ¬γεί κανείς σωστά. η καλωσύνη, η αγάπη, είναι δύναμη. Όσο μπορείτε νά έχετε εχεμύθεια καί νά μήν ξανοίγεσθε• ο ένας θά τό πή στον άλλον, καί ο άλλος στον άλλον, καί τί βγήκε; Μπορεί ακόμη καί άπό μιά χαζομάρα νά κάνετε κακό και να χτυπήσετε μετά τό κεφάλι στον τοίχο. Να βλέπατε στον στρατό εχεμύθεια!

Πρώτη δουλειά, αν κιν¬δύνευες νά σέ πιάσουν, ήταν νά καταστρέψης τά διακρι¬τικά στοιχεία. Έκοβες τά στοιχεία κομματάκια, γιά νά τά καταπιής. Μιά φορά πού βρέθηκα σέ δυσκολία, τά κα¬τάπια. Γιατί, αν τά έπαιρναν οι αντάρτες, μάθαιναν ότι στο τάδε μέρος υπάρχει στρατός, έχει ανάγκη από τροφές κ.λπ., έστελναν αυτοί σήμα στο κέντρο, οπότε ερχόταν η αεροπορία καί έρριχνε σ’ αυτούς τρόφιμα καί βομβάρδι¬ζε τον στρατό. Κατάλαβες; Παρουσιάζονταν αυτοί γιά στρατός. Άν σέ έπιαναν καί ήσουν ασυρματιστής, σου έβγαζαν τά νύχια μέ την τανάλια, γιά νά μαρτυρήσης τά διακριτικά. Καί προτιμούσες νά σου βγάλουν τά νύχια, παρά νά προδώσης. Του άλλου του έκαψαν τίς μασχάλες, γιά νά παραδώση επιστολή, καί δέν ομολόγησε- έμεινε πα¬ράλυτος. Δέν ομολόγησε, γι’ αυτό καί έγινε όμολογητής. Γυναίκες μετέφεραν μέσα στά σαμάρια έγγραφα αποφα¬σισμένες νά πεθάνουν.

Ο θάνατος στον πόλεμο πολύ εξιλεώνει, γιατί θυ¬σιάζεται κανείς, γιά νά προστατεύση τους άλλους. Εκείνοι πού θυσιάζουν τήν ζωή τους από καθαρή αγάπη, γιά νά προστατεύσουν τους συνανθρώπους τους, μιμούνται τον Χριστό. Αυτοί είναι οι μεγαλύτεροι ήρωες, διότι τους τρέ¬μει ακόμη καί ο θάνατος, επειδή αψηφούν τόν θάνατο από αγάπη, καί έτσι κερδίζουν τήν αθανασία, παίρνοντας τό κλειδί τής αιωνιότητος κάτω από τήν πλάκα του τάφου, καί προχωρούν ελαφρά στην αιώνια μακαριότητα.

Από το βιβλίο: «Λόγοι του Γέροντος Παϊσίου – Β.».

***

Στήν Κατοχή.

«Αν σκεφτώμαστε μόνον τον εαυτό μας και κάνουμε μόνον αυτό πού αναπαύει εμάς, θέλουμε μετά νά μας σκέφτωνται οι άλλοι, θέλουμε όλοι νά μάς εξυπηρετούν, θέλουμε όλοι νά μάς βοηθούν…, συνέχεια δηλαδή θέλουμε, και καταλήγουμε στο βόλεμα τού εαυτού μας. «Έμενα έτσι μέ βολεύει» ο ένας, «έμενα αλλιώς μέ βολεύει» ο άλλος, και τελικά ο καθένας αναπαύεται σ’ αυτό πού τόν βολεύει, αλλά ανάπαυση δεν βρίσκει, γιατί η πραγματική ανάπαυση έρχεται από τήν ανάπαυση τού άλλου.

Στήν Κατοχή, τό 1941, επειδή οι Γερμανοί έμπαιναν στα χωριά, έβαζαν φωτιές και σκότωναν, είχαμε φύγει από τήν Κόνιτσα και είχαμε άνεβή στό βουνό. Τήν ημέρα πού οί Γερμανοί μπήκαν στήν Κόνιτσα, τά δύο αδέλφια μου είχαν πάει νωρίς τό πρωί κάτω στον κάμπο, στό χωράφι πού είχαμε καλαμπόκια, νά σκαλίσουν. Μόλις άκουσα ότι έφθασαν οί Γερμανοί, λέω στήν μητέρα μου: «Θά πάω στό χωράφι νά τους ειδοποιήσω». Εκείνη δέν μ’ άφηνε, γιατί όλοι της έλεγαν: «Οί άλλοι έτσι κι αλλιώς είναι χαμένοι. Μήν τό άφήνης κι αυτό νά πάη, γιατί θά χαθή κι αυτό». Πού νά ακούσω εγώ! Φοράω τά άρβυλα και τρέχω κάτω στον κάμπο. ‘Από τήν βία μου όμως δέν τά έδεσα καλά καί, καθώς περνούσα μέσα άπό ενα ποτισμένο χωράφι, κόλλησαν τά άρβυλα στήν λάσπη. Τά αφήνω καί τρέχω ξυπόλυτος μέσα άπό τήν ποταμιά πού ήταν γεμάτη τριβόλια*. Περίπου μία ώρα, καλοκαίρι μέσα στήν ζέστη, έτρεχα ξυπόλυτος πάνω στά τριβόλια, αλλά ούτε καν καταλάβαινα πόνο. Φθάνω στό χωράφι μας, πάω κοντά στά αδέλφια μου εκεί πού σκάλιζαν.

«»Ηρθαν οί Γερμανοί, τους λέω, πάμε νά κρυφτούμε». Όποτε βλέπουμε τους Γερμανούς νά ερχωνται μέ τά όπλα. «Συνεχίστε, τους λέω, νά σκαλίζετε μέ τίς τσάπες κι εγώ θά κάνω πώς αραιώνω τά καλαμπόκια και ξεβοτανίζω». Πέρασαν λοιπόν οί, Γερμανοί και δέν μάς πείραξαν δέν μας είπαν τίποτε. «Υστερα είδα ότι τά πόδια μου από τά τριβόλια είχαν γίνει όλο πληγές· μέχρι τότε δέν είχα καταλάβει τίποτε. Εκείνο τό τρέξιμο είχε χαρά! Είχε τήν χαρά της θυσίας. Νά άφηνα τά αδέλφια μου; «Αν δέν έτρεχα και πάθαιναν κάτι, μετά θά ήταν γιά μένα βάσανο. Και ασυνείδητος νά ήμουν, θά είχα μετά τό βάσανο του βολέματος.

*Τριβόλι: Άγριόχορτο μέ πολλά αγκάθια.

Από το βιβλίο: «Πάθη και αρετές, λόγοι του Γέροντος Παϊσίου του Αγιορείτου, τόμος Ε. Σελ. 46, 47.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Ιστορικά, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.