Πριν από 101 χρόνια, η ενσωμάτωση της Κρήτης στην Ελλάδα – Δημήτρη Ε. Δασκαλάκη.

Αναδημοσιεύουμε ένα θαυμάσιο άρθρο του περιοδικού, Ιστορία Εικονογραφημένη, από το τεύχος του Δεκεμβρίου του 2013…

ΠΡΙΝ ΑΠΟ 100 ΧΡΟΝΙΑ … Η ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Του Δημήτρη Ε. Δασκαλάκη

Εκατό ολόκληρα χρόνια συμπληρώνονται αυτόν τον μήνα από την ιστορική εκείνη ημέρα της 1ης Δεκεμβρίου 1913 (με το παλαιό φυσικά ημερολόγιο) που η Κρήτη ενωνόταν οριστικά με την Ελλάδα και έκτοτε αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της. Για να γίνει αυτό χρειάσθηκαν ποταμοί αίματος μέσα σε ένα διάστημα 700 και πλέον χρόνων πόνου και δυστυχίας. Η διακυβέρνηση της από τους Γενοβέζους, τους Άραβες, τους Ενετούς, τους Τούρκους, τους Αιγυπτίους και ξανά τους Τούρκους, την οδήγησαν σε μεσαιωνικές καταστάσεις, χωρίς όμως να χάσει την ταυτότητα της. Προτού πληροφορηθούμε τα όσα συνέβησαν την 1η Δεκεμβρίου 1913, ας δούμε μερικές ιστορικές ημερομηνίες που σημάδεψαν ιδιαιτέρως τη Μεγαλόνησο.
Η σημαία υψώνεται στον ιστό του φρουρίου από τον Μάντακα, ενώ ο βασιλιάς με τους πρίγκιπες χαιρετούν στρατιωτικά. Ο επίσκοπος με το Ευαγγέλιο στο δεξί χέρι ψάλλει «Ανδρών […] πεσόντων ευσεβώς, αιωνία η μνήμη». Απέναντι του σε στάση προσοχής ο γενικός αρχηγός Κυδωνιάς Χατζημιχάλης Γιάνναρης με τα άσπρα μαλλιά και τη γενειάδα (Αρχείο Αναγνώστη Μάντακα).
Με την αιματηρή επανάσταση του 1878 στον Φρε Αποκορώνου η Τουρκία υποχρεώνεται να παραχωρήσει στους υπόδουλους Κρητικούς ορισμένα δικαιώματα, με τη γνωστή Σύμβαση της Χαλέπας. Είχαν τη μορφή μιας υποτυπώδους ημιαυτονομίας. Τότε μόνο θεσμοθετήθηκε η κρητική Βουλή (Γενική Συνέλευση των Κρητών ήταν ο επίσημος τίτλος της), στην οποία για πρώτη φορά την πλειοψηφία είχαν οι χριστιανοί! Επίσης, δημιουργήθηκε η Κρητική Χωροφυλακή για την τήρηση της τάξης, που επανδρώθηκε από ντόπιους, ενώ για τα σχολεία και τα εκκλησιαστικά ιδρύματα προβλεπόταν ξεχωριστός προϋπολογισμός. Η Ελληνική γλώσσα αναγνωριζόταν ως επίσημη γλώσσα του νησιού, η Υψηλή Πύλη υποχρεωνόταν να διορίζει πλέον Έλληνα χριστιανό γενικό διοικητή Κρήτης στα Χανιά, ενώ με ιδιαίτερη διάταξη δινόταν η άδεια για την έκδοση εφημερίδων και περιοδικών. Δυστυχώς, με τη νέα επανάσταση του 1889 η Τουρκία αθέτησε όλες τις προηγούμενες παραχωρήσεις και επέβαλε τον στρατιωτικό νόμο. Η δεκαετία που ακολούθησε ως το 1898 χαρακτηρίστηκε από τους ιστορικούς, όσον αφορά την τουρκική διοίκηση, ως μία από τις «ζοφερότερες περιόδους της Ιστορίας της Κρήτης»!
Στο μέσο της αναφερόμενης περιόδου, και ειδικότερα στις 3 Σεπτεμβρίου 1895, κηρύχθηκε μια νέα επανάσταση από τον νομικό Μανούσο Κούνδουρο στο Κλήμα Αποκορώνου, η οποία, με κύριο αίτημα της την αυτονομία (λύση που δεν απέκλειε τότε ούτε η ελληνική κυβέρνηση), κατάφερε να δελεάσει τις τότε Προστάτιδες Δυνάμεις ώστε να δουν με συμπάθεια το Κρητικό Ζήτημα. Η αρχή της αποτίναξης της τουρκικής τυραννίας φαίνεται ότι είχε αρχίσει, αλλά ο δυνάστης αντιδρούσε επικίνδυνα και σπασμωδικά. Στις 11 Μαΐου 1896 οι Τουρκοκρητικοί επιδίδονται σε σφαγές εις βάρος του χριστιανικού πληθυσμού των Χανίων, ενώ στις 23 Ιανουαρίου 1897 επαναλαμβάνονται στον ίδιο τόπο και άλλες ωμότητες, με σφαγές και εμπρησμούς από τον στρατό κατοχής και τον μουσουλμανικό όχλο. Οι βιαιότητες αυτές προκαλούν τη διεθνή κατακραυγή και την απαρχή του σταδιακού ξηλώματος της βάρβαρης διακυβέρνησης. Τα οριστικά μηνύματα φαίνονται στις 3 Νοεμβρίου 1898 (με το παλαιό ημερολόγιο), ημέρα κατά την οποία αποχωρούσε από την Κρήτη ο τελευταίος Τούρκος στρατιώτης, χωροφύλακας και διοικητικός υπάλληλος.
Τριάντα επτά ημέρες αργότερα, στις 9 Δεκεμβρίου 1898, φθάνει στο λιμάνι της Σούδας με τη ναυαρχίδα του ρωσικού στόλου «Νικόλαος Α’» (κυβερνήτης της οποίας ήταν ο ναύαρχος Σκρύδλωφ και η οποία συνοδευόταν και από άλλα ξένα πολεμικά πλοία) ο εντολοδόχος των Προστάτιδων Δυνάμεων του νησιού (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας και Ιταλίας) πρίγκιψ Γεώργιος της Ελλάδος, ως ύπατος αρμοστής της Κρήτης, φέρνοντας το μήνυμα της χαράς και της εγγύησης ότι η σκλαβιά τελείωσε, θέτοντας τα θεμέλια της ημιαυτόνομης Κρητικής Πολιτείας. Η πόλη των Χανίων μετατρέπεται πλέον σε πρωτεύουσα ενός νεοσύστατου κράτους, με Ηγεμονικό Συμβούλιο, με κρητική Βουλή, με Άρειο Πάγο, με την ίδρυση της Τράπεζας Κρήτης, που είχε και το εκδοτικό προνόμιο, κ.ά. Ο ερχομός του 29χρονου ηγεμόνα θεωρήθηκε από τους Κρητικούς ως ο αρραβώνας για την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα, και αυτό η κρητική Βουλή με την έκδοση αλλεπάλληλων ενωτικών ψηφισμάτων το υπενθύμιζε σε όλο της τον βίο. Οι ισχυροί της γης, όμως, που… προστάτευαν το νησί δεν συμμερίζονταν τέτοιους πόθους.
Στις 10 Μαρτίου 1905 εκρήγνυται από τον Ελευθέριο Βενιζέλο, στις υπώρειες των Λευκών Ορέων, το επαναστατικό κίνημα του Θερίσου με τα γνωστά επακόλουθα, ενώ στις 23 Σεπτεμβρίου 1908 εκδηλώνεται στα Χανιά το γνωστό λαοψήφισμα, σύμφωνα με το οποίο κηρυσσόταν η ένωση της Κρήτης «μετά του ελευθέρου βασιλείου της Ελλάδος, όπως μετά αυτού αποτελέση εσαεί εν αναπόσπαστον και αδιαίρετον συνταγματικόν κράτος». Αμέσως η κίνηση λαμβάνει παγκρήτιες διαστάσεις και εκπίπτει του αξιώματος του ο τότε ύπατος αρμοστής Κρήτης Αλέξανδρος Ζαΐμης, ο οποίος κατά το επίδικο διάστημα βρισκόταν σε άδεια εκτός του νησιού. Έκτοτε τη διοίκηση αναλαμβάνει πλέον η αποκαλούμενη Εκτελεστική Επιτροπή (κυβέρνηση της Κρήτης), που διορίζει εν τω μεταξύ η Βουλή, και αποτελείτο από τους Αντ. Μιχελιδάκη ως πρόεδρο και επίτροπο (υπουργό με τη σημερινή έννοια) Δημοσίας Ασφαλείας, Ελ. Βενιζέλο Δικαιοσύνης και Εξωτερικών, Χαρ. Πωλογιώργη Εσωτερικών, Εμμ. Λογιάδη Οικονομικών και Μ. Πετυχάκη Παιδείας και Θρησκευμάτων, η οποία καταργεί το κρητικό Σύνταγμα και εισάγει στη Μεγαλόνησο το ισχύον τότε ελληνικό Σύνταγμα του 1864.
Ο επόμενος σημαντικός της σταθμός ήταν η Κυριακή 1 Δεκεμβρίου 1913, ημέρα κατά την οποία επισφραγίσθηκε τελικά (ντε φάκτο) η ενσωμάτωση της στην ελληνική επικράτεια. Για την ημέρα αυτήν οι απεσταλμένοι των αθηναϊκών εφημερίδων θα τηλεγραφήσουν από το νησί: «Ουδέποτε τα Χανιά παρουσίασαν θέαμα, ως το της σημερινής πρωίας. Από της αυγής ηγέρθησαν οι κάτοικοι και συνεπλήρωσαν τον διάκοσμον. Όλα τα Χανιά πλέουσιν εις την κυανόλευκον. Παντού σημαίαι ελληνικοί. Παντού δάφνες και μύρτα. Παντού δικέφαλοι αετοί εις κίτρινον βάθος. Και εικόνες του βασιλέως και του πρωθυπουργού, ως και από μεγάλος ιστορικός στιγμάς της Κρήτης… Από την ουγήν οι κώδωνες σημαίνουσι χαρμοσύνως. Εις τας εκκλησίας όλοι ακούουν την λειτουργίαν γονατιστοί.
Η παραλία με τας αψίδας και τας εξέδρας, με τας σημαίας και τας δάφνας, παριστά ένα απέραντον τρόπαιον. Έχουν προσκομισθή και παλαιά τιμημένα όπλα, ως και λάφυρα. Την πρωίαν η μουσική της Κρητικής Χωροφυλακής διήλθεν τας οδούς παιανίζουσα το εωθινόν. Ανά ημισείαν ώραν ρίπτονται κανονιοβολισμοί. Από της 9ης πρωινής οι δρόμοι είναι κα¬τάμεστοι κόσμου. Αρχίζει η παράταξις του Στρατού. Υπερήφανοι και γιγαντό¬σωμοι παρατάσσονται οι Κρήτες χωροφύλακες με επικεφαλής την ελληνικήν σημαίαν. Εις την εξέδραν του λιμανιού παραχωρούνται τιμητικοί θέσεις εις πα¬λαιούς αγωνιστάς.
Εις τας 9 το πρωί η παραλία είναι πλέον γεμάτη. Όλοι σχεδόν έχουν εις χεί¬ρας μικρός ελληνικός σημαίας και κλάδους μύρτων και δάφνης. Ο στόλος (σ.σ.: με επικεφαλής το θωρηκτό «Αβέρωφ» και κυβερνήτη τον ναύαρχο Παύλο Κου¬ντουριώτη) καταπλέει ακριβώς εις τας 9.10. Το τι γίνεται τότε είναι αφάνταστον και απερίγραπτον. Μυριόστομοι και βροντώδεις ζητωκραυγαί δονούν τα πάντα. Από τον ιστορικόν Προφήτη Ηλίαν ηχούσι χαιρετώντα τα πυροβόλα. Όλα τα Χανιά σείονται. Προέχουν αι ζητωκραυγαί. Ζήτω ο βασιλεύς. Ζήτω ο Βενιζέλος.
Εν μέσω απερίγραπτου φρενίτιδος γίνεται η αποβίβασις. Ο βασιλεύς φέρει μεγάλην στολήν. Φαίνεται ισχυρώς συγκεκινημένος. Από του Νικηφόρου Φω¬κά του εκδιώξαντος εκ Κρήτης τους Άραβας, πρώτη φοράν Έλλην βασιλεύς απο¬βιβάζεται εις την νήσον. Εις την αποβάθραν υποδέχονται τη A.M., τον πρωθυπουργόν και την ακολουθίαν των αι επι¬τόπιοι Αρχαί μετά των γηραιών αγωνιστών, καθώς και ο πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων Κωνστ. Ζαβιτσιάνος που είχε αποβιβασθεί λίγο ενωρίτερα. Ακόμη οι εις Χανιά πρόξενοι παρίστανται εν μεγάλη στολή. Ο βασιλεύς χαιρετά πάντας διά χειραψίας, όπου δε διέκρινε το μάτι του γέροντας αγωνιστάς, επροχώρει πρώτος και έσφιγγεν ανοικτόκαρδα κα¬θενός το χέρι. Οι αγωνισταί αντί παντός άλλου χαιρετισμού δακρύοντες του εφώναζαν: «Χριστός Ανέστη βασιλιά»».
Κατά την αποβίβαση των επισήμων στην επισκευασθείσα από την κακοκαιρία της προηγούμενης ημέρας αποβάθρα του ενετικού λιμανιού, μπροστά από το Τελωνείο (το τότε κτήριο βρισκόταν στην ανατολική πλευρά του τουρκικού κτηρίου «Γιαλί Τζαμισί» της προκυμαίας), τον βασιλιά προσφωνεί για λίγο ο δήμαρχος Χανίων Εμμ. Μουντάκης, λέγοντας: «Μεγαλειότατε, παλλόμενη από συγκίνησιν ιερόν, συγκίνησιν η οποία δονεί την στιγμήν ταύτην απ’άκρου εις άκρον την αιματόβρεκτον Νήσον μας, […] Σε υποδέχεται σήμερον η πρωτεύουσα της Κρήτης, ερχόμενον εις επισημοποίησιν του γεγονότος της πολυπόθητου ενώσεως της ημετέρας πατρίδος μετά της μητρός Ελλάδος, ονείρου με το οποίον γενεαί γενεών των πατέρων ημών εβαυκαλίσθησαν και δι’ου την πραγματοποίησιν ποταμοί αιμάτων εχύθησαν». Και η προσφώνηση του δημάρχου κατέληγε ως εξής: «Κατήλθες εις Κρήτην όπως αυτοπροσώπως συμμετάσχης εις την μεγάλην χαράν του κρητικού λαού και πανηγυρίσης μετ’ αυτού την πανήγυριν ταύ¬την των πανηγύρεων επί τη πραγματοποιήσει των προαιώνιων πόθων μας. Οι Κρήτες έμπλεοι χαράς ανέκφραστου και ιερού ενθουσιασμού […] Σοι προσφωνώ-σι δι’ εμού ευλαβώς το ως ευ παρέστης βασιλεύ».
«Μετά τας παρουσιάσεις και τας συστάσεις των επισήμων υπό του Γενικού Διοικητή Κρήτης Λουκά Κανακάρη – Ρούφου», αναφέρουν οι χανιώτικες εφημερίδες, «ο βασιλεύς ακολουθούμενος υφ’ όλης της συνοδείας και του διαρκώς επευφημούντος και αλαλάζοντος μυριοπληθούς λαού κατηυθύνθη εις τον Ναόν των Εισοδίων της Θεοτόκου, όπου ο θεοφιλέστατος Επίσκοπος Κυδωνιάς και Αποκορώνου Αγαθάγγελος (Νινολάκης), [κρατώντας το ιερό Ευαγγέλιο και] φέρων λευκόν χρυσοποίκιλτον σάκκον υποδέχε¬ται επί της εξώθυρας του ναού τον βασιλέα, ιστάμενον επί της επί τούτω στηθείσης εξέδρας, ραινόμενον δε δι’ ανθέων υπό μαθητριών του Παρθεναγωγείου εκ της προς την πλατείαν θυρίδας του γυναικωνίτου. Εκεί δε παρίσταντο [και] οι επιζώντες αρχηγοί των παλαιοτέρων κρητικών επαναστάσεων Χατζημιχάλης Γιάνναρης και Αναγνώστης Μάντακας (σ.σ.: ήταν τότε 82 και 94 χρόνων αντίστοιχα), σεβαστά λείψανα των υπέρ ελευθερίας ηρωικών αγώνων της Κρήτης».
Με την άφιξη του βασιλιά ο επίσκοπος των Χανίων τον προσφωνεί λέγοντας: «Μεγαλειότατε, η Κρήτη ήτις υπέρ πάσαν ελληνικήν γην ποταμούς έχυσε αιμάτων υπέρ της ελευθερίας αυτής και εναγω¬νίως επερίμενε την ημέραν ταύτην, δο¬νείται σήμερον από χαράν υποδεχόμενη πανηγυρικώς εν τη πρωτευούση αυτής Σε, τον μεγαλουργόν στρατηλάτη, τον δαφνοστεφή βασιλέα της. Και η προ¬σφώνηση του επισκόπου κατέληγε με το ρητό του προφήτου Ησαΐα, λέγοντας: «Κύριος […] κρατήτω της χειρός Σου και ενισχύσαι Σε «εξάγειν εκ των δεσμών δεδεμένους και εξ οίκου φυλακής καθή¬μενος εν σκότει»».
«Μετά την προσφώνησιν του επισκό¬που, ο βασιλεύς κατερχόμενος από την εξέδραν υπό τας μυριόστομους ζητωκραυγάς και επευφημίας του λαού [ασπάζε¬ται το Ευαγγέλιο και], εισέρχεται [μετά των λοιπών επισήμων] εις τον Ναόν [για τη δοξολογία], ενώ οι χοροί ψάλλουν το «Σώσον Κύριε τον λαόν σου και ευλόγησον τηνκληρονομίαν σου»: Στην εκκλησία «ο βασιλεύς ίσταται επί καταλλήλως διασκευασθέντος θρόνου έχοντος εις την κορυφήν τον δικέφαλον αετόν, ευθυτενής, και το γιγαντιαίο παράστημα του αποσπά τα βλέμματα των παρισταμένων».
Μετά το πέρας της δοξολογίας σχηματίζεται πομπή με επικεφαλής τους επισήμους, η οποία κατευθύνεται στο φρούριο Φιρκά «υπό τας συνεχείς και ενθουσιώδεις εκδηλώσεις του αλλόφρονος πλήθους. Τα κύματα του κόσμου επί μάλλον ογκούμενα χύνονται προς την διεύθυνσιν» αυτήν. Οι περιγραφές του χανιώτικου Τύπου εδώ είναι πολύ χαρακτηριστικές: «Εξώσται, παράθυρα, στέγαι κατάφορτοι από την ανθρωποπλημμύραν εκείνην, ραίνουσι με ευώδη άνθη τον μέγαν στρατηλάτην και ζητωκραυγαί ογκούσι τα στήθη και ο ιερός ενθουσιασμός υγραίνει τα όμματα πάντων»! Και συνεχίζουν την αφήγηση οι εφημερίδες: Η πλατεία Λουμπάνσκυ (σ.σ.: πρόκειται για τη σημερινή πλατεία Τάλω) έχει πλημμυρίσει ήδη από κόσμον, ως και τα γύρω του Φιρκά μέρη. Επί του φρουρίου όπου ο κοντός της σημαίας, είχε στηθή εξέδρα εις ην ανέρχονται ο βασιλεύς, οι πρίγκιπες, ο πρωθυπουργός, οι λοιποί – επίσημοι, ως και οι γηραιοί αρχηγοί, τα Ζωντανά ενθύμια, λείψανα πλέον των πολυμόχθων της πατρίδος αγώνων». Τον εορταστικό διάκοσμο συμπληρώνει ο παρατεταγμένος στρατός (πολιτοφυλακή με τη Κρητική Χωροφυλακή και τη μουσική της, για την απόδοση των προβλεπομένων τιμών.
Η τελετή στο φρούριο άρχισε με τον αγιασμό που είχε τελέσει ο επίσκοπος -Αγαθάγγελος καθαγιάζοντας την ιστορικά σημαία, ενώ στο τέλος οι χοροί έφα¬ναν: •Τη υπερμάχω εγείρονται τρόπαια χαίρε δι’ ης εχθροί καταπίπτουσι». Και η ιερή στιγμή της επισφράγισης της ένωσης της Μεγαλονήσου (η οποία, ας σημειωθεί, οριστικοποιήθηκε μετά τη νικηφόρα έκβαση των Βαλκανικών Πολέμων 1912-1913, κατά τους οποίους η Ελλάδα είχε δεχθεί στους κόλπους της τα νησιά του Αιγαίου, την Ήπειρο, τη Μακεδονία και τη Θράκη) είχε ήδη πλησιάσει, οπότε «ο ήρως των Λευκών Ορέων Χατζημιχάλης Γιάνναρης» παραδίδει στα χέρια του Γενικού Διοικητή Κρήτης Λου¬κά Κανακάρη-Ρούφου την ελληνική σημαία, «την ιδίαν σημαίαν εκείνην ήτινος προ τεσσάρων [και] ήμισυ ετών» οι ισχυροί της Γης είχαν κατεβάσει βίαια τον ιστόν της, λέγοντας: «Σας παραδίδω την σημαίαν ταύτην, υπό τας πτυχάς της οποίας ηγωνίσθη η Κρήτη επί μακρόν, όπως υψωθή επί του ιστορικού τούτου μέρους όπου εφυλακίζοντο οι υπέρ της ελευθερίας αγωνιζόμενοι και οπόθεν αναπεταθείσα άλλοτε κατεβιβάσθη. Να είναι σύμβολον της διαρκούς ελευθερίας της Κρήτης και της πολυπόθητου ενώσεως της μετά της Ελλάδος».
Ακολούθως, ο γενικός διοικητής Κρήτης, «τρέμων εκ συγκινήσεως λαμβάνει […] την σημαίαν ταύτην και παραδίδει εις τον βασιλέα» λέγοντας: «Μεγαλειότα¬τε, εις την Κρήτην, ης οι από αιώνων συνεχείς και γιγάντιοι αγώνες εκίνησαν τον παγκόσμιον θαυμασμόν. Εις την Κρήτην της οποίας η ηρωική γη εις πάσαν εποχήν παρήγε και παράγει τους ημιθέους εθνομάρτυρας με θαυμαστήν αφθονίαν. Εις την Κρήτην η οποία χάριν του εθνικού ιδεώδους περιεφρόνησε παν υλικόν εγκόσμιον συμφέρον εξ εκείνων προς τα οποία ο αιών της ύλης προσκολλάται. Εις την Κρήτην την αδίκως καταβασανισθείσαν και χύσασα ποταμούς αιμάτων διά την εθνικήν της αποκατάστασιν, επεφύλασσον αι βουλαί του Υψίστου αμοιβήν ανταξίαν των υπεράνθρωπων θυσιών της κατά την σημερινήν επίσημον ημέραν […] όπως της ήρμοζε, διά να τελετουργήση ιδίαιςχερσί το επίσημον συμβολικόνκίνημα […] διά της ανυψώσεως της σημαίας […] ως αύτη κυματίση εις τον υπερήφανον τούτον ορίζοντα» και φέρει «το γλυκύ της ενώσεως σάλπισμα ως παρήγορον άγγελμα εις τας ευγενείς εκείνας ψυχάς, αι οποίαι δεν ηυτύχησαν ως ημείς να ζήσωσι κατά την σημερινήν μεγάλην εορτήν».
Ο βασιλιάς από την εξέδρα όπου βρισκόταν, υπό τις συνεχείς ιαχές του πλήθους και των αγημάτων που παρουσίαζαν όπλα, δίνει εντολή στον κεντρικό λιμενάρχη Χανίων Γ. Κουρκούτη που ήταν κοντά του να δέσει τη γαλανόλευκη στο σχοινί του ιστού για να προχωρήσει η έπαρση της.
Οι κινήσεις που ακολούθησαν στη συνέχεια δημιουργούν ορισμένους προβληματισμούς στη σκέψη των ιστορικών για το ποιος έκανε τελικά την ύψωση της σημαίας, γιατί οι ληφθείσες τότε φωτογραφίες από την έπαρση παρουσιάζουν τον βασιλιά να χαιρετάει στρατιωτικά και να έχει στραμμένο το πρόσωπο προς τη μεριά του συμβόλου, όπως και των άλλων επισήμων. Άρα, συμπερασματικά, κάποιος άλλος εκτός του βασιλιά προχώρησε στο τράβηγμα του σχοινιού για να υψωθεί το εθνικό σύμβολο.
Οι χανιώτικες εφημερίδες της εποχής στις περιγραφές τους αναφέρουν τα ίδια σχεδόν στοιχεία, χωρίς να γνωρίζουμε αν οι συντάκτες τους παρευρίσκονταν προσωπικά στον χώρο της τελετής ή πληροφορήθηκαν τα διαδραματισθέντα μέσα στο φρούριο από άλλα επίσημα πρόσωπα, οπότε για λόγους σκοπιμότητας τους τα μετέφεραν όπως αυτούς τους εξυπηρετούσαν.
Ειδικότερα, η καθημερινή εφημερίδα Νέα Έρευνα, στην οποία διευθυντής και συντάκτης ήταν ο δικηγόρος Σπ. Μαλατάκης, στο φύλλο που κυκλοφόρησε στις 3 Δεκεμβρίου 1913, αναφέρει: «Η ιερότε¬ρα στιγμή της προχθεσινής ημέρας εγγίζει. Ο βασιλεύς λαμβάνει την σημαίαν και βοηθούμενος υπό του αρχηγού Χα¬τζημιχάλη και Μάνδακα υψώνει αυτήν επί του ιστού. Ο κόσμος συνταράσσεται. Η μουσική παιανίζει […] κ.λ.π.»
Η εβδομαδιαία εφημερίδα Κήρυξ, διευθυντής και συντάκτης της οποίας ήταν ο δικηγόρος Κυριάκος Κ. Μητσοτάκης,8 στο φύλλο της 7ης Δεκεμβρίου 1913 γράφει: «Ο βασιλεύς λίαν συγκεκινημένος λαμβάνει την σημαίαν, αυτήν ταύ¬την, την οποίαν προ ολίγων ετών κατεβίβαζαν βία οι ισχυροί της γης, και βοηθούμενος και υπό των αρχηγών Μάνδα¬κα και Χατζημιχάλη την ανασύρει εις τον ιστόν, υπό τους κρότους των πυροβόλων του στόλου μας και τας ουρανομήκεις ζητωκραυγάς του πλήθους».
Τέλος, η άλλη εβδομαδιαία εφημερίδα Ελεύθερον Βήμα, με διευθυντή και συντάκτη τον Εμμ. Δ. Φραντζεσκάκη, σημειώνει στο φύλλο της 7ης Δεκεμβρίου 1913: «Ο βασιλεύς βοηθούμενος υπό των γηραιών αρχηγών ανεπέτασε την σημαίαν, ραντιζομένην υπό του Επισκόπου, ενώ βροντώδη τα πυροβόλα των πολεμικών χαιρετίζουν το ευφρόσυνον γεγονός και μυριόστομοι ζητωκραυγαί, εξάλλου εκ της χαράς κόσμου δονούσι τους αιθέρας».
Από την άλλη πλευρά οι απεσταλμένοι των αθηναϊκών εφημερίδων τηλεγραφούσαν στην πρωτεύουσα κάπως διαφοροποιημένα τα γεγονότα του Φιρκά. Ειδικότερα, μετέδιδαν ότι «υπό τας ιαχάς του πλήθους και του στρατού παρουσιάζο-ντος όπλα, ο βασιλεύς καλεί τους γηραι¬ούς οπλαρχηγούς Χατζημιχάλη Γιάννα-ρη και Αναγνώστη Μάντακαν.
«Εις σας ανήκει η τιμή της ανυψώσεως», τους λέγει. Και τους παραδίδει την κυανόλευκον. Ο Μάντακας ανυψώνει την σημαίαν επί του ιστού του φρουρίου Φιρ¬κά. Είναι μεγάλη η στιγμή αυτή. Ο βα¬σιλεύς χαιρετά στρατιωτικώς, επίσης και οι παρευρισκόμενοι πρίγκιπες και αξιωματικοί. Όλοι αποκαλύπτονται. Οι αγωνισταί και οι πολίται ανταλλάσσουν ασπασμούς. Ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος λάμπει ολόκληρος από χαρά, φαίνεται δε ζητών στήριγμα. Η μουσική παιανίζει τον εθνικόν μας ύμνον, ενώ τα πυροβόλα των προ του λιμένος Χανίων θωρηκτών και του Προφήτου Ηλία χαιρετώσι» με 101 κανονιοβολισμούς! Επίσης, ο εκκλησιαστικός χορός κάτω από τις ζητωκραυγές του πλήθους έψαλλε το «Ανδρών ηρώων προμάχων πατρίδος των, πεσόντων ευσεβώς, αιωνία η μνήμη». Αμέσως μετά, όπως συμπληρώνει ο αθη¬ναϊκός Τύπος, «η A.M. ο βασιλεύς εκάρφωσε ιδιοχείρως εις τα στήθη των γη¬ραιών αγωνιστών Χατζημιχάλη Γιάνναρη και Αναγνώστη Μάντακα τον Χρυσούν Σταυρόν του Σωτήρος» σε ένδειξη ευγνω¬μοσύνης και τιμής, για τις μεγάλες υπηρεσίες που είχαν προσφέρει στην πατρίδα τους την Κρήτη!
Άραγε, πού να βρίσκεται σήμερα «κρυμμένη» η αλήθεια, αφού η υπάρχουσα, όπως προαναφέρθηκε, ιστορική φωτογραφία δεν συμφωνεί με τις χανιώτικες δημοσιογραφικές περιγραφές; Βέβαια, πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι η συγκεκριμένη φωτογραφία έχει δημοσιευθεί στα μηνιαία περιοδικά Ατλαντίς της Νέας Υόρκης (τεύχος Ιανουαρίου 1914) και Ελλάς των Αθηνών (τεύχος Ιανουαρίου 1914). Στο πρώτο, πέραν της λεπτο¬μερούς περιγραφής, η λεζάντα κάτω από τη φωτογραφία αναφέρει: «Η ανύψωση της σημαίας υπό του οπλαρχηγού Μά¬ντακα, σύροντος το σχοινίον». Στο δεύτερο η λεζάντα αναφέρει: «Ο γέρων αρχηγός Μάντακας σύρων το σχοινίον, όπως ανυψώσει την σημαίαν επί του φρουρίου Φιρκά». Επιπλέον, υπήρξαν και δύο συγχαρητήρια τηλεγραφήματα – επιστολές προς τον Αναγνώστη Μάντακα, που δημοσιεύθηκαν την ίδια περίοδο στον χανιώτικο Τύπο και τα οποία επαινούσαν τον καπετάνιο για τη δράση του, κάνοντας ιδιαίτερη μνεία για την ύψωση της σημαίας από τον ίδιο. Αυτά ήταν από τους διαμένοντες στο Παρίσι πρώην ύπατο αρμοστή Κρήτης πρίγκιπα Γεώργιο και τον Γάλλο φιλέλληνα συνταγματάρχη Μπορ¬ντό! Ακόμη, πέραν τούτων, το ίδιο χρονικό διάστημα είχε κυκλοφορήσει ευρέως σε μορφή καρτποστάλ η ιστορική φωτογραφία της ένωσης (αυτή που παρουσιάζεται σήμερα στο περιοδικό Ιστορία), όπου στο πλάι έγραφε στην Ελληνική αλλά και στη Γαλλική γλώσσα τη φράση: «Ο γηραιός αγωνιστής Μάντακας υψώνων την σημαίαν εις το φρούριον του Φιρκά»! Οπότε συμπερασματικά μπορεί να λεχτεί ότι κάθε αμφισβήτηση περί του συγκεκριμένου προσώπου εκλείπει πλέον οριστικά…
Εν τω μεταξύ, με άγνωστα ακόμη και σήμερα ορισμένα από τα ντοκουμέντα που προαναφέρθηκαν, η φιλολογία για <χο πρόσωπο της σημαίας» είχε συντηρηθεί και πριν από 50 χρόνια. Ειδικότερα, στις 12 Δεκεμβρίου 1962, με τη συμπλήρωση 49 χρόνων από τη ύψωση της ελληνικής σημαίας στο φρούριο του Φιρκά, είχε δώσει μια ενδιαφέρουσα διάλεξη12 για το θέμα στην αίθουσα του Ωδείου Χανίων ο ντόπιος δικηγόρος και αξιόλογος ιστορικός ερευνητής Ιωάννης Δ. Τσίβης, ο οποίος μεταξύ των άλλων είχε πει: «Ο βασιλεύς παραλαμβάνει εκ των χειρών του Γενικού Διοικητού Κρήτης το ιερόν σύμβολον και δίδει εντολήν εις τον Λιμενάρχη Χανίων μακαρίτη Γεώργ. Κουρ¬κούτη να την δέση εις το σχοινί του κοντού. Ο Λιμενάρχης εξετέλεσε την εντο¬λήν και ευθύς αμέσως ο βασιλεύς ανεπέτασε την σημαίαν, ραντιζομένην και ευλογημένην υπό του Επισκόπου, ενώ 3ροντώδη τα πυροβόλα των πολεμικών χαιρετίζουν κ.λπ.». Ακόμη, τον επόμενο χρόνο, στα 50χρονα της ένωσης της Κρήτης, ο γνωστός δημοσιογράφος των Αθηνών Ιωάννης Γ. Μανωλικάκης, έμπειρος ιστορικός ερευνητής και συγγραφέας, αποκαλύπτει το παρασκήνιο13 της τελετής της ύψωσης της σημαίας του 1913, στο οποίο, όπως τονίζει χαρακτηριστικά, «παρά λίγο να εξελίχθη σ' ένα δραματικό ίσως και αιματηρό ακόμη επεισόδιο»! Και τη δικαιολογεί τη σκέψη του: «Πολλοί ήταν οι Κρητικοί αρχηγοί και καπετάνιοι που είχαν ορκισθή να υψώσουν αυτοί στον ιστό πρώτοι την Ελληνική σημαία. Η ιστορία του καθενός, η παλληκαριά και οι αγώνες, του έδιναν αυτό το δικαίωμα. Κανείς δεν θεωρούσε τον άλλο καλύτερο και πεισματωμένα αποζητούσαν όλοι αυτή την πρωτιά». Και συνεχίζει: «Εκείνη την ώρα της τελετής δύο ήταν που την γύρευαν περισσότερο από τους άλλους. Δύο ήταν που ο καθένας την γύρευε για πάρτη του. Ο Χατζή-Μιχάλης Γιάνναρης και ο Αναγνώστης Μάντακας. Δύο αιωνόβιοι πλάτανοι της Κρητικής ελευθερίας που αρματωμένοι είχαν στηλωθή μπροστά στον ιστό που περίμενε την γαλανόλευκη. Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος επρόκειτο κατά το πρόγραμμα να υψώση την σημαία. Ο Κωνσταντίνος όμως δεν ήθελε να κόμη χρήσι αυτής της στιγμής. Ήθελε Κρητι¬κός να ναι αυτός που θα σήκωνε την σημαία στην Μεγαλόνησο. Ήταν κάτι που τιμούσε τον βασιλιά εκείνη την ώρα». Τεκμηριώνοντας τον συλλογισμό του, ο Μανωλικάκης συνεχίζει: «Και ήρθε η στιγμή που θα φώναζε έναν από τους δύο αρχηγούς για να το πράξη. Ποιον απ' τους δύο; Και πώς θα το δεχόταν ο άλλος; Η δύσκολη ώρα της τελετής. Η κρίσιμη. Την συνέχεια την έδωσε ο Ελευθέριος Βενιζέλος προλαβαίνοντας τα γεγονότα. Κάτι ψιθύρισε στον βασιλιά. Ίσως να είχε προηγηθή και κάποια συνεννό-ησι.14 Και ο βασιλιάς εκάλεσε τους δυο καπεταναίους να ψαύσουν την σημαία κι ύστερα πρόσταξε τον Λιμενάρχη Γεώργιο Κουρκούτη να την υψώση»! Για επιβεβαίωση, παραθέτει στη συνέχεια μέρος του σχετικού κειμένου του Κουρκούτη από το βιβλίο «Ημερολόγιο Συμβάντων»15 του Λιμεναρχείου [με ημερομηνία 1η Δεκεμβρίου 1913], που σώζεται ακόμη, και το οποίο λέγει: «Εις τας 9.20 π.μ. εξήλθε η Αυτού Μεγαλειότης και μετέβημεν εις τον Ναόν Τριμάρτυρος και εψάλη δοξολογία. Από εσπέρας μοι είχε παραδοθή η σημαία κατά διαταγήν του Γενικού Διοικητού, καθ' ότι έμελλε να διαρπασθή εκ μέρους των αρχηγών εχόντων την απαίτησιν να υψωθή παρ' αυτών. Μετά την δοξολογίαν μετέβημεν εις τον Τοπ-Χανά εις θέσιν Φιρκά, όπου είχε κανονισθή η ανύψωσις της Ελληνικής σημαίας ως παράδειγμα, ότι έγινεν επί τέλους η προσάρτησις της Κρήτης μετά της μητρός Ελλάδος». Και η ανα¬φορά του κεντρικού λιμενάρχη Χανίων Γεωργ. Κουρκούτη ως προς την ύψωση της σημαίας κατέληγε: «Άμα τη αφίξει μας παρέδωσα την σημαίαν εις την Α.Ε. τον Γενικόν Διοικητήν κ. Λουκάν Ρούφον, την οποίαν και ούτος παρέδωκεν εις την Α. Μεγαλειότητα. Προσεκάλεσε τους πλέον γέροντας οπλαρχηγούς Χατζή-Μιχάλη Γιάνναρη και Αναγνώστη Μάντακαν και τοις έδωκε την σημαίαν, όπως πιστεύσουν ότι ηνώθη η πατρίς μας με¬τά της μητρός Ελλάδος, οπότε η Αυτού Μεγαλειότης με διέταξε να παραλάβω την σημαίαν, να την υψώσω, όπερ και έπραξα. Απεδόθησαν αι κεκανονισμέναι τιμαί υπό του στόλου». Με την ύψωση της σημαίας στο φρούριο του Φιρκά οι χανιώτικες εφημερίδες θα γράψουν με νόημα στα φύλλα των επόμενων ημερών: «Υπερήφανος ήδη η σημαία κυματίζει επί των επάλξεων του φρουρίου. Το όνειρον που ελίκνισεν ολόκληρους ηρώων γενεάς, το γλυκύ παραμύθι με το οποίον η Κρήσσα ενανούριζε το παιδί της επραγματοποιήθη. Πολλοί ηκούσθησαν κατά την ιεράν εκείνην την στιγμήν ψιθυρίζοντες: - «Και τώρα αν πεθάνω δεν με μέλει». Μετά την τελετή στον Φιρκά ο βασιλιάς, συνοδευόμενος από το σύνολο των επισήμων, πήγε διά του παραλιακού δρόμου και της Πλατείας του Σαντριβανιού στην εβραϊκή συνοικία, όπου στην είσοδο της Συναγωγής τον περίμενε ο αρχιρραβίνος Ευλαγών. Εδώ τελέσθηκε δέηση στην Ελληνική γλώσσα υπέρ του έθνους και της βασιλικής οικογενείας. Στη συνέχεια οι επίσημοι περπάτησαν μέχρι τη σημερινή Πλατεία 1866, από όπου επιβιβάστηκαν σε άμαξες και μετέβησαν στο μέγαρο της Γενικής Διοίκησης Κρήτης (πρόκειται για το σημερινό τριώροφο περικαλλές κτήριο της πλατείας που είναι γνωστή κυρίως με το όνομα «Δικαστηρίων» και στεγάζονται σε αυτό η Αντι-περιφέρεια Χανίων, το Εφετείο Κρήτης, το Διαρκές Στρατοδικείο Κρήτης κ.ά.), όπου ο βασιλιάς δεξιώθηκε τους επισήμους, τις αντιπροσωπίες των δύο κοινοτήτων, καθώς «και πολλούς αρχηγούς και πολιτευόμενους». Επίσης, λίγο αργότερα δέχθηκε στους ίδιους χώρους σε ακροάσεις γνωριμίας τους προξένους των Χανίων, τους καπετάνιους, τους πολιτευτές και τα προεδρεία των σωματείων της πόλης. Πρώτο, όπως αναφέρουν οι εφημερίδες, παρουσιάστηκε το προεδρείο του Συνδέσμου Κρητών Φοιτητών, όπου ο πρόεδρος του Γεώργιος Βούρος, προσφωνώντας τον βασιλιά, του είχε πει ότι «ο φοιτητικός σύνδεσμος ο οποίος εις τον ένδοξον αγώνα εκ των 300 μελών του εθυσίασε 42, είναι πρόθυμος να χύση και πάλι το αίμα του υπέρ της δόξης και του μεγαλείου της πατρίδος μας». Από την πλευρά του ο συνομιλητής τους, συγκινημένος και σφίγγοντας το χέρι των φοιτητών, τους είπε: «Σας ευχαριστώ πολύ. Δεν αμφιβάλλω ποσώς». Κατά τις προαναφερθείσες ακροάσεις ο βασιλιάς είχε συνομιλήσει ξεχωριστά και με τον τιμηθέντα αρχηγό Χατζημιχάλη Γιάνναρη ο οποίος, καλωσορίζοντας τον στα Χανιά, του είχε πει μεταξύ άλλων: «Ευχαριστώ τον Θεόν ότι ηξιώθην να φθά¬σω την σημερινήν ημέραν της πληρώσεως των πόθων μας. Όταν εγεννήθη η μεγαλειότης Σου ημείς επολεμούμεν εις την Κρήτη. Και ηξιώθημεν μετά τόσων χρόνων να έλθης να μας ελευθέρωσης». Καταλήγοντας, παρέδωσε στον βασιλιά την πολεμική σημαία του, που είχε χρησιμοποιήσει κατά τις επαναστάσεις του 1866, του 1878 και του 1897 (η οποία ως αναφέρουν ήταν «έν ράκος από τας σφαίρας») και τον παρεκάλεσε «να διατάξητε να φυλαχθή». Παραλαμβάνοντας ο τελευταίος συγκινημένος το λάβαρο, του είχε πει χαρακτηριστικά: «Ευχαριστώ. Θα δια¬τάξω να τεθή εις το Μουσείον».16 Στις 12 το μεσημέρι οι επίσημοι πήγαν στο σπίτι του γενικού διοικητή Κρήτης Κανακάρη - Ρούφου στη Χαλέπα (πρόκειται για το άλλοτε ανάκτορο του ύπατου αρμοστή Κρήτης πρίγκιπα Γεωργίου), όπου τους παρατέθηκε επίσημο γεύμα με θερμές προπόσεις. Εν τω μεταξύ, από την πλευρά του ο δήμαρχος Χανίων Μουντάκης είχε παραθέσει γεύμα στις αίθουσες του ξενοδοχείου «Γαλλία» στο Σαντριβάνι, προς τιμήν των 300 μελών της κρητικής παροικίας των Αθηνών - Πειραιώς που είχαν φθάσει το πρωί με το επιβατηγό «Μυκάλη». Στις 2.30 απογευματινή ο βασιλιάς με την ακολουθία του είχε επιστρέψει στο σημαιοστόλιστο «Αβέρωφ» για να ανα¬παυθεί, ενώ στις 3.30 είχε αρχίσει στην πρύμνη του θωρηκτού που είχε μετα¬σκευασθεί σε μια μεγάλη απαστράπτουσα αίθουσα η δεξίωση προς τιμήν των επισήμων. Επίσης, στις 4.30 είχε ακολουθήσει στον ίδιο χώρο η μεγάλη δεξίωση προς τιμήν του κρητικού λαού. Δεν περιγράφεται η πίεση που υπήρξε τότε στην αποβάθρα του ενετικού λιμανιού, προκειμένου να επισκεφθούν το θωρηκτό, καθώς και τα άλλα ορμώμενα πολεμικά σκάφη. Ήταν κάτι το πρωτοφανές. Οι «λέμβοι», γράφουν οι εφημερίδες, φθάνουσι κατάφορτοι εις τας κλίμακας του "Αβέρωφ" από προσκυνητάς... Διατρέχουσι τα διάφορα διαμερίσματα του πλοίου υπό την οδηγίαν ναυτών, κατασπάζονται τα πυροβόλα του, περιεργά¬ζονται τας μικρός πληγάς ας τινας αι Τούρκικοι οβίδες επροξένησαν εις την καπνοδόχον του πλοίου και καταλήγουσιν εις την πρύμνην όπου τους προσφέρεται ποικιλία γλυκισμάτων και άφθονος ζύθος και καμπανίτης». Ας σημειωθεί ότι οι επισκέψεις του κοινού σε όλα τα πλοία είχαν συνεχισθεί ως αργά εκείνο το βράδυ. Στις 6 το απόγευμα ο Δήμος Χανίων είχε δεξιωθεί τον ναύαρχο Παύλο Κουντουριώτη και τους αξιωματικούς των πλοίων στη μεγάλη αίθουσα τελετών του φιλολογικού συλλόγου «Ο Χρυσόστομος», όπου το κέφι ήταν στο αποκορύφωμα του. Κατά την τελετή είχαν μιλήσει διαδοχικά με θερμά λόγια ο πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου Χανίων Γεώργιος Φούμης, ο αντεισαγγελέας του Εφετείου Κρήτης, ο πρωθυπουργός Βενιζέλος και ο πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων, ενώ «υπό τους ήχους της μουσικής εχορεύθη ο συρτός ηγουμένου του Δημάρχου» Χανίων και του ναυάρχου Κουντουριώτη. Λίγο νωρίτερα είχε εξέλθει από το «Αβέρωφ» με τη συνοδεία του ο βασιλιάς, ο οποίος πήγε στο μέγαρο της Γενικής Διοίκησης, από όπου είχε παρακολουθήσει τη μεγάλη λαμπαδηφορία από μαθητές του Γυμνασίου Χανίων, της Σχολής Χωροφυλακής, της Πολιτοφυλακής, καθώς και πάρα πολύ κόσμου. Όλος αυτός ο φωτεινός χείμαρρος που είχε ξεκινήσει από τις πρώην ιταλικές στρατώνες (σημερινό πολεμικό μουσείο) κρατούσε αναμμένα κεριά και ενετικούς φανούς και προχωρώντας ζητωκραύγαζε και τραγουδούσε διάφορα τραγούδια. Η πομπή είχε περάσει από τις σημερινές οδούς Δημοκρατίας, Πλατείας Ελευθερίας, Ηρώων Πολυτεχνείου και μέσω της οδού Ελευθερίου Βενιζέλου είχε καταλήξει στο κέντρο της πόλης. Μετά τη λήξη της λαμπαδηφορίας ο βασιλιάς ξαναγύρισε στο ενετικό λιμάνι, όπου παρακολούθησε την καύση των βεγγαλικών και των άλλων πυροτεχνημάτων, ενώ στη συνέχεια προωθήθηκε στο «Αβέρωφ», όπου παρέθεσε επίσημο δείπνο προς τιμήν των επισήμων και των τοπικών Αρχών των Χανίων, που ήταν συνολικά 56 άτομα. Στο δείπνο είχε επικρατήσει μεγάλος ενθουσιασμός, ενώ ο βασιλιάς, όπως αναφέρουν οι εφημερίδες, είχε εντυπωσιαστεί ιδιαίτερα από τη διαγωγή του κρητικού λαού και την αποχή του από τους άσκοπους πυροβολισμούς, πράγμα που «εξέφρασεν δ'επανειλημμένως τον θαυμασμόν του»! Εξ αυτού του λόγου, εξουσιοδότησε τον γενικό διοικητή Ρούφο να εκδώσει την επόμενη ημέρα μία εγκύκλιο προς τον χανιώτικο λαό, μέσω της οποίας εκφράζονταν εκ μέρους του οι εγκάρδιες ευχαριστίες γιατί «απέδειξε περιτράνως, χθες ιδία, ότι προς την ανδρεία και η πειθαρχία και σύμπνοια είναι εκ των πρωτίστων αρετών του». Εν τω μεταξύ, μέσα στην πόλη οι κάτοικοι βρίσκονταν σε πλήρη ευθυμία τρώγοντας, πίνοντας και τραγουδώντας μέχρι τα βαθιά μεσάνυχτα. Τέλος, κατά τα μεσάνυχτα το θωρηκτό «Αβέρωφ» έλυσε τις άγκυρες και με τη συνοδεία του αντιτορπιλικού «Αετός» απέπλευσε με τους επιβάτες του, επιστρέφοντας στο λιμάνι του Πειραιά. Από το περιοδικό: ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΗ, ΤΕΥΧΟΣ 546, ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2013

Κατηγορίες: Άρθρα, Ιστορικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.