Μας λείπουν τα λεφτά; – π. Δημητρίου Μπόκου.

Το να είσαι φτωχός, δεν εμποδίζει να είσαι ελεήμων και φιλάνθρωπος. Σήμερα νομίζουμε, ότι για να βοηθάς τον συνάνθρωπό σου, πρέπει να έχεις. Τόσα πολλά, που να σου περισσεύουν. Αλλιώς τι να δώσεις; Παλιότερα όμως οι Χριστιανοί ήταν διαφορετικοί. Δεν κοίταζαν αν περισσεύει κάτι για να δώσουν. Αλλ’ απ’ αυτό που είχαν, λίγο η πολύ, βοηθούσαν και τον φτωχό. Η αγάπη, η φιλανθρωπία, ήταν πάντα υπόθεση καρδιάς, όχι χρημάτων.

Ο μεγάλος Ρώσος συγγραφέας Μαξίμ Γκόρκη, που ξεκίνησε τη ζωή του πάμφτωχος και ορφανός, αναφέρει συχνά στα γραπτά του τη γιαγιά του. Μια φτωχειά θεοφοβούμενη γυναίκα, που τον μάθαινε έμπρακτα τη μυστική φιλανθρωπία. Γράφει λοιπόν ο Γκόρκη στο έργο του «Στα ξένα χέρια»:

«Κατά τα μεσάνυχτα η γιαγιά με ξύπνησε χαϊδευτικά.

– Πάμε; Άμα μοχθήσεις για τον κοσμάκη, τα χέρια σου θα γιάνουνε πιο γρήγορα (ο Γκόρκη είχε ζεματίσει τα χέρια του με βραστό νερό).

Με πήρε απ’ το χέρι και με οδήγησε μες στο σκοτάδι σαν τυφλό. Η νύχτα ήταν μαύρη, υγρή, φύσαγε ασταμάτητα… Η γιαγιά κοντοζύγωνε προσεχτικά στα σκοτεινά παράθυρα, στα φτωχόσπιτα, σταυροκοπιόταν τρεις φορές, άφηνε στο περβάζι πέντε καπίκια (λεπτά) και τρία κουλουράκια, ξανασταυροκοπιόταν κοιτάζοντας τον δίχως άστρα ουρανό και ψιθύριζε:

– Παναγία, Δέσποινα των Ουρανών, βοήθησε τον κοσμάκη! Όλοι μας, …όλοι μας είμαστε αμαρτωλοί μπροστά σου, μητερούλα!

Όσο ξεμακραίναμε απ’ το σπίτι, τόσο πιο έρημα και νεκρωμένα γίνονταν ένα γύρω… Δώδεκα φορές σίμωσε η γιαγιά στα παράθυρα, αφήνοντας στα περβάζια την «κρυφή ελεημοσύνη». Άρχισε να χαράζει, μες απ’ το σκοτάδι φυτρώνανε γκρίζα σπίτια…

– Κουράστηκε η γρια, έλεγε η γιαγιά, καιρός να γυρίσουμε σπίτι. Θα ξυπνήσουν αύριο οι νοικοκυράδες και θα δουν πως η Μεγαλόχαρη κάτι έχει φέρει για τα παιδάκια τους. Όταν σου λείπουν όλα, και το λίγο πιάνει τόπο! Ωχ, μικρέ μου Αλιόσα (αυτό ήταν το πραγματικό όνομα του Γκόρκη), μεγάλη φτώχεια στον κοσμάκη και δεν τον γνοιάζεται κανένας.

Ο πλούσιος τον Κύριο δεν σκέφτεται
την τρομερή του κρίση δεν φαντάζεται
τον φτωχό δεν τον έχει δικό μηδέ αδερφό
γιομίζει μονάχα σακούλες χρυσό
το χρυσίον θα γίνει στην κόλαση κάρβουνο!
– Έτσι είναι! Πρέπει να ζει ο φίλος για τον φίλο κι ο Θεός για όλους!…

Νοιώθω αόριστα πως πήρα μέρος σε κάτι που δεν θα το ξεχάσω ποτέ… Κάτσαμε δίπλα στην εξώπορτα, σ’ ένα παγκάκι… κι η γιαγιά μου ’λεγε:

– Είναι ’δώ μια Οβριά κι έχει εννιά ψυχές παιδιά, το ’να μικρότερο απ’ τ’ άλλο. Τη ρωτάω: Πως τα φέρνεις βόλτα, Μοσέβνα; Κι αυτή μου λέει: Με τον Θεό μου ζω, με ποιόν άλλο να ζήσω; Έγειρα στο ζεστό πλευρό της γιαγιάς και με πήρε ο ύπνος…

…Στο δάσος, όλο το καλοκαίρι ως αργά το φθινόπωρο, μάζευε χόρτα, βατόμουρα, μανιτάρια και φουντούκια… Η γιαγιά τα πούλαγε και βγάζαμε το ψωμί μας… Από κάτι γρατζουνιές στη φλούδα του δέντρου που μόλις τις ξεχώριζες, μου ’δειχνε τις κουφάλες του σκίουρου και ’γώ σκαρφάλωνα στο δέντρο κι άδειαζα τη φωλιά του, παίρνοντάς του τις προμήθειες για τον χειμώνα σε φουντούκια… Κάθε φορά που μάζευε λίγα χρήματα απ’ τα μανιτάρια και τα φουντούκια που πούλαγε, τ’ άφηνε στα περβάζια κάνοντας τις «κρυφές ελεημοσύνες» της. Κι αυτή, ακόμα και τις γιορτάδες, φόραγε κουρέλια και μπαλωμένα.

– Χειρότερη κι από ζητιάνα γυρίζεις, με ντροπιάζεις! γκρίνιαζε ο παππούς.
– Δεν πειράζει, δεν είμαι κόρη σου κι ούτε πάω για νύφη».

Η καρδιά της γιαγιάς αυτής ήταν γεμάτη αγάπη. Γι’ αυτό δεν έβλεπε τη φτώχεια τη δική της, αλλά σκεφτόταν πρώτα τη φτώχεια του άλλου, όπως παραγγέλλει το άγιο Ευαγγέλιο (Α Κορ. 10, 24). Η αγάπη της την έσπρωχνε να βρίσκει τους πιο περίεργους τρόπους για να βοηθήσει. Αν κοίταζε τον εαυτό της, δεν θα της περίσσευε ποτέ και για κανέναν τίποτε. Είχε όμως καρδιά και ούτε που ένοιωθε να της λείπουν τα λεφτά. Υπέροχες ψυχές!

Σίγουρα σήμερα εμείς έχουμε πολύ περισσότερα απ’ τη γιαγιά, που πρόσμενε να την ταΐσουν οι σκίουροι. Σαν τι απολογία θα ’χουμε λοιπόν γι’ αυτόν τον μίζερο εγκλεισμό μας στο καβούκι του εαυτούλη μας; Τι χειρότερο κακό άλλωστε έκανε και ο άφρων πλούσιος της παραβολής; (Λουκ. 12, 13-21).

Καιρός ν’ αφήσουμε τη φίλαυτη και στείρα λογική μας. Ας δώσουμε πιότερη εμπιστοσύνη στον Θεό, που λέει πως πλουτίζει και δεν φτωχαίνει η ελεημοσύνη (Τωβ. 4, 9-10• 12, 8-10).

Όχι Χριστούγεννα λοιπόν και Πάσχα μόνο, αλλά πάντοτε ας δίνουμε δυναμικά το «παρών», αμιλλώμενοι σε προσφορά αγάπης. Δεν τρώνε μόνο στων γιορτών τις μέρες οι φτωχοί, μα ολόκληρο τον χρόνο, όπως όλοι μας. Και στους καιρούς της κρίσης δεν λιγοστεύουν, μα πληθαίνουν πάντα οι φτωχοί. Τότε χρειάζεται ν’ αυξάνουμε τις καλωσύνες μας κι εμείς, αντί να τις στερεύουμε.

Το χέρι του Χριστού είν’ απλωμένο αδιάκοπα, ζητιανεύοντας την όποια προσφορά μας.
Λεφτά υπάρχουν! Όπου υπάρχει και καρδιά!
Μόνο να θέλουμε! Και η αγάπη πάντοτε θα βρίσκει τρόπο!

(Σαρανταήμερο 2013)

Από την: «Αντιύλη».

Κατηγορίες: Άρθρα, Γενικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.