Η εξουσία της ιδεολογίας – Τάσου Λιγνάδη.

Α

Ως παράγων προσδιορισμού του δημοσίου και ιδιωτικού βίου, ακόμη και σε περιόδους διωγμού

ΣΤΟΝ ΠΕΕΡ ΓΚΥΝΤ του ΄Ιψεν, ο παραμυθένιος ήρωας που αναζητεί, μέσα στην περιπλάνηση της δικής του οδύσσειας, να βρει ποιό είναι τάχα αυτό που λέμε ο εαυτός σου, φτάνει μεσ από το έπος της ιδιωτικής του περιπέτειας στην διαπίστωση ότι αυτό που γύρευε ως εαυτό του ήταν ένα… κρεμμύδι! Το κρεμμύδι είναι όλο φλούδες, και ξεφλουδίζοντας το δεν μένει τίποτ απ αυτό. Κι αυτό το πράγμα, ο εαυτός σου, ανήκει στο σόι των κρεμμυδιών. Αν τον ξεφλουδίσεις, έχεις στα χέρια σου το τίποτα και στα μάτια σου το κάψιμο από τα δάκρυα της δριμύτατης πείρας που απέκτησες. Αν δεν τον ξεφλουδίσεις, έχεις την αυταπάτη του εγώ. Ενός εγώ που περιπλανάται στον κόσμο των φαινομένων και που λέει τα λόγια και τα λογάκια του, όσο το κρεμμύδι ζει. ΄Οσο δηλαδή οι φλούδες του συναποτελούν ένα είναι, αυταρκές στην οντότητα των επαλλήλων φλοιών που συγκροτούν την υπόσταση του. Η αυτάρκεια αυτοκαταργείται, όταν ο νους επιβάλλει την κριτική διαδικασία της αποφλοιώσεως. Με άλλα λόγια, είμαστε αυτό που θέλουμε να πιστεύουμε ότι είμαστε, και ενεργούμε, ως ενεργούμενα των πλαστουργών μύθων που μας περιτυλίγουν στους φλοιούς των προσδιοριστικών τους επιρροών.

Η μεταφορά αυτή είναι πολύ βολική, για να διολισθήσει κανείς στο προσφιλές θέμα του ατομικού εγώ και ενός περιβάλλοντος ιδεών και συναισθημάτων, που επενεργούν καθοριστικά στην σύνθεση του εαυτού μας, δηλαδή στα στρώματα των φλοιών που συνιστούν την ατομικότητα μας. Αυτή την επίστρωση, για να συνεννοηθούμε, ας την ορίσουμε ως ιδεολογία, για να καταλάβουμε την μορφή, δηλαδή το σχήμα ζωής, την αριστοτελική οικεία φύση του κρεμμυδοπλάσματος, μέσα στην κοινωνία και μέσα στην Ιστορία. Λέω κρεμμυδόπλασμα και μου έρχεται στον νου η άποψη του Εμμανουήλ Μουνιέ, στην πραγματεία του περί του χαρακτήρος, ότι σ’ έναν χαρακτήρα δεν υπάρχουν απόλυτοι τύποι και ότι εφ όσον τα χαρακτηρολογικά γνωρίσματα είναι σχέσεις προς ένα περιβάλλον, δεν μπορούμε να μιλούμε για χαρακτήρα του μεμονωμένου ατόμου (Εδώ , το σωκρατικό ουδείς εκών κακός έχει την φωτιστική θέση του). Και αυτό το περιβάλλον γίνεται δυναμικό προς ενέργειαν, όταν είναι περιβάλλον ιδεών.

Κατά τον Αντλερ, από τα τρία υποστασιακά προβλήματα που υποχρεούται να επιλύσει κάθε άτομο, το πρώτο είναι η σχέση του εγώ με το περιβάλλον, τα δύο άλλα: η επιβίωση και ο έρωτας. Εξομολογούμαι ότι μέσα μου ορίζεται το περιβάλλον ως κοινωνικός μυδός που δίνει τις κατηγορίες του είδους στα άτομα. Ο κοινωνικός μύθος συνοδεύει την ρέουσα πραγματικότητα της ζωής και της δίνει κάθε φορά το νόημα μιας ταυτότητας. Κάθε φορά, λέω, εφ όσον κάθε εποχή χαρακτηρίζεται και αξιολογείται από ένα κοινωνικό πιστεύω. Ο μύθος, για την δική μου τουλάχιστον αντίληψη Ιστοριογραφίας, είναι η ιδέα-δύναμη, η κινητήρια αρχή που ωθεί τις κοινωνίες στην μεταβολή των όρων τους. Κάνουν την Ιστορία να προωθείται, εκείνοι που μπορούν να εξεγείρονται ακόμα και εναντίον της, έγραψε ο Αλμπέρ Καμύ. Ναι. Αλλά και η εξέγερση τι άλλο είναι παρά ένα προϊόν ενός νέου κοινωνικού μύθου, που, αφού παγιωθεί, θα δώσει στόχο προς νέα ανατροπή;

Αυτόν τον κοινωνικό μύθο τον ονομάζω ιδεολογία, για να τον συγκεκριμενοποιήσω. Το άτομο, ως πλάσμα ζωής, γεννιέται με ατομικά χαρακτηριστικά, αλλά γίνεται κοινωνικό ζώον, εφ όσον υπόκειται στις διαδικασίες μιας εντάξεως. Εφ όσον δηλαδή προσλαμβάνει τα γνωρίσματα που θα του προσδώσει με τους μηχανισμούς μιας κοινωνικής εντελέχειας η επικρατούσα ιδεολογία, η οποία είναι η πλέον απτή, η πλέον συγκεκριμένη τροφός του. Και αυτή η τροφός είναι η όντως ούσα εξουσία του πολιτικού ζώου.

Από την παιδική μας ηλικία ακούμε κατά κόρον διάφορα «τροπάρια» κοινωνικής δεοντολογίας. Το πιο δραστικό από τα «τροπάρια» αυτά είναι εκείνο που κανοναρχεί τον εγκέφαλο μας με το θέμα της ιδεολογίας της εξουσίας. Απέναντι σ’ αυτό το μορμολύκειο της ιδεολογίας της εξουσίας, από την αμφισβήτηση έως την διαμαρτυρία και από την παθητική αντίσταση έως την εξέγερση, εικονογραφείται μία πολιτική θέση και μία στάση ζωής. Και πρέπει να κυλήσει πολύ νερό στ’ αυλάκια του εγκεφάλου από την τεχνολογημένη πλύση του, για να εξεγερθεί ο πνευματικός οργανισμός από την υποδούλωση, να αφυπνισθεί το καθαρά κριτικό και ελεγκτικό δικαίωμα της σκέψης και, απελευθερωμένη η σκέψη από την κάθειρξη της, να διατυπώσει λυτρωτικά καίρια ερωτήματα: Ποιά ιδεολογία της εξουσίας; Η ίδια η φύση της εξουσίας είναι έκτος ιδεολογίας. Η εξουσία δεν ιδεολογεί. Δανείζεται κάθε φορά την ιδεολογία που επικράτησε ή που πρόκειται να επικρατήσει, για να συνεννοηθεί με μια ομόφωνη και ομόλογη κοινότητα και μάλιστα σε μια γλώσσα συμβόλων, που συνεννοείται περισσότερο ως ιαχή παρά ως νόημα. Και ιδιαίτερα η εποχή μας είναι καθαρά συμβολική στην πνευματική της συνεννόηση. Δηλαδή επικοινωνεί πλασματικά περισσότερο με σήματα παρά με σημασίες. Τα ιδεοφωνήματα και οι επιγραφές έχουν αντικαταστήσει τον διάλογο, που σημαίνει ότι τείνουν να εκμηδενίσουν την έλξη της επικοινωνίας, τουτέστιν το γέμισμα ή το άδειασμα από μια ψυχή σε μια άλλη. Τρώμε τις κονσέρβες των συνθημάτων και η θρέψη μας είναι ανάλογη με την τροφή μας. Δεν είμαστε οι ξεκουρντισμένες κιθάρες του Καρυωτάκη, είμαστε τα ξεφλουδισμένα κρεμμύδια, που κατάλαβαν ότι το τίποτα του φλοιού είναι το κάτι μιας υπόστασης που μας δόθηκε.

Ποιά ιδεολογία λοιπόν της εξουσίας ομολογούμε; Η απλή, η γυμνή, η ανεμπόδιστη, η άμεση σκέψη μας έχει διδάξει ότι η πιο ασφαλής εξουσία στην κοινωνία μας είναι η εξουσία της ιδεολογίας. Αυτή καθορίζει και τον δημόσιο και τον ιδιωτικό μας βίο, έστω κι αν βρίσκεται σε περιόδους διωγμών. Και μάλιστα κυρίως τότε, όταν δηλαδή παίρνει το χρίσμα του κοινωνικού μάρτυρος.
Θα χρειασθεί όμως και ένα δεύτερο σημείωμα.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 11 Όκτωβρίου 1987

Η ΕΞΟΥΣΙΑ ΤΗΣ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑΣ
Β

Η ομοείδεια

ΕΔΙΑΒΑΣΑ ΠΡΟ ΗΜΕΡΩΝ ΣΤΗΝ Καθημερινή το διεισδυτικό σημείωμα του φίλου Κ. Μιχαηλίδη, με τίτλο: Ψευδής συνείδηση, που με έβαλε σε σκέψεις. Σύμφωνα μ’ αυτό, τα διαφέροντα που κινούν τις πράξεις μας μέσα στο οργανωμένο κοινωνικό σύνολο, για να κατισχύσουν, καλύπτονται συχνά πίσω από την προσωπίδα της ιδεολογίας, εξυπηρετώντας έτσι είτε την εξουσία είτε το πολιτικό σύστημα που την στηρίζει, τις ταξικές διαφορές ή τον τρόπο οργάνωσης της οικονομίας, δηλαδή γενικώς κάθε μορφή κατεστημένου. Η περιγραφή αυτή απεικονίζει τους όρους της δημιουργίας αυτού που το σημείωμα ονομάζει ψευδή συνείδηση. Και την ψευδή συνείδηση την υποδειγματίζει ιστορικά, εφ όσον αναφέρει τρεις κορυφαίες περιπτώσεις κριτικής στάσης απέναντι της, του Μαρξ, του Νίτσε και του Φρόϋντ. Και ο μελετητής με περιουσιακή επιχειρηματολογία και σαφήνεια, εισηγείται ως τρόπο συνεννοήσεως επάνω στο πρόβλημα της ψευδούς συνειδήσεως, τον μαιευτικού, σωκρατικού τύπου διάλογο, που, χωρίς ιδεολογικούς καταναγκασμούς και δογματικούς περιορισμούς, μπορεί ν’ αντιμετωπίσει κριτικά τα επιδρώντα είδωλα της αυθεντίας και την μισαλλοδοξία που συνεπιφέρει στον κόσμο των οπαδών η θαυμαστική υπουργία τους.

Ετσι περίπου ερμηνεύω συνοπτικότατα το σημείωμα για την ψευδή συνείδηση και προσπαθώ να εννοήσω την σημασία της λειτουργίας της, περα από την ιστορικότητα του παραδείγματος της. Τι σημαίνει ψευδής συνείδηση λοιπόν και ποία η αποκατάσταση της; Οι τρεις κορυφαίες μορφές που αναφέρει ο Μιχαηλίδης ως κριτική στάση, αποτελούν ήδη μια ποικιλώνυμη σύνθεση ιδεολογίας, όπως προσπάθησα να την επισημάνω στο πρώτο μου σημείωμα για την Εξουσία της ιδεολογίας. Η επικρατούσα στην εποχή μας ιδεολογία, όχι πια ως φιλοσοφική αντίληψη, αλλά ως μηχανισμός εφαρμογών στον τρόπο σκέψης και ενέργειας, καθορίζουν κατά το μέγιστο ποσοστό την συγκρότηση μιας κοινωνικής συνείδησης, που δεν έχει ανάγκη του προσδιορισμού ψευδής, μια και έχει καταγραφεί στην ιστορία του αιώνα μας ως συνδυασμός δυναμικών ιδεών, που έγιναν και εξακολουθούν να γίνονται ακόμα κοινωνική πράξη.

Ζούμε και εισπράττουμε ως κοινωνία τις συνέπειες μιας ιδεολογίας, που από ανατρεπτική άλλων άξιων, εγκατέστησε στην κοινωνική συνείδηση νέες άξιες (τα εισαγωγικά υπογραμμίζουν την σχετικότητα του όρου), εγκαθιδρύοντας την επικρατούσα εξουσία της ιδεολογίας. ΄Οσο κι αν καταγγέλλεται ως πεπαλαιωμένη, τουλάχιστον στον ευρύτερο ευρωπαϊκό χώρο, η κοινωνική αξιολογία ως θεωρία του ιστορικού βίου, οι πρακτικές της εφαρμογές, αποτελούν την δεσπόζουσα εξουσία, αν όχι πια στην πόλη των ιδεών, οπωσδήποτε στην πλήθουσα αγορά της. Ο μεσσιανισμός της εργατικής τάξης, η μηδενιστική αυτολατρεία του Εγώθεου, η σαρκική απελευθέρωση που αποκολλά το σεξ από τον έρωτα, τεμαχίζοντας το ένα σε δύο, όλα αυτά στο μοιραίο συγκέρασμα τους στην κοινωνική πράξη, είτε ως εξηγήσεις πρακτικές σημαινόντων κειμένων είτε ως παρεξηγήσεις, συνιστούν εκφάνσεις δραστικότατες, όχι βέβαια της εξουσίας που ιδεολογεί, αλλά της ιδεολογίας που εξουσιάζει.

Στις μέρες μας, γινόμαστε θεατές αλλοιώσεων της τραγελαφικής μεταξιώσεως των ιδεών, σε μια καθημερινότητα προσβλητική στην παρωδία της. Ο συνδικαλισμός έγινε υποκατάστατο της πατριδοκαπηλίας, πλάθοντας ένα καθημερινό έπος νέο ηρώων, και η απεργία διεκδικητικό αλλά και ψυχαγωγικό μοτίβο. Γίνονται πορείες ειρήνης και πόλεμοι αληθινοί στα γήπεδα ως εκτόνωση. Το Εγώ ιερουργείται με τα ναρκωτικά και αυτοεκμηδενίζεται, και ο έρωτας απλουστεύεται σε μια δοσοληψία διευκολύνσεων, που οδηγεί στην ατροφία του πόθου. Η ιδεολογία που γκρεμίζει το παρελθόν, δημιουργεί το χαοτικό κενό, στο όποιο κυριαρχούσα αίσθηση είναι ο τρόμος, η απομόνωση, ο αυτοβασανισμός, η επίγεια κόλαση της ψυχής που έχασε την σωτήρια άγκυρα.

Επαληθεύεται σήμερα η διαπίστωση του Καρλ Γιάσπερς, ότι εκείνο που πρέπει να μας τρομάζει είναι ότι ο άνθρωπος δυναμιτίζει τις γέφυρες που τον συνδέουν με το παρελθόν, ο βίος γίνεται κατευθυνόμενη ζωή αγέλης, το άτομο είτε έρχεται σε ρήξη (παραφρονεί) είτε προσαρμόζεται στα έτοιμα καλούπια, στα οποία τον σχηματοποιούν οι ενημερωτικοί αγωγοί της εξουσιαστικής πληροφορίας, και το ένστικτο εξαπολύεται περ από τους φυσικούς φραγμούς του.

Η ομοείδεια είναι η προσωπογραφία της εποχής. Και η ομοείδεια αυτή δεν είναι ανεξήγητη. Είναι το μοιραίο προϊόν της εξουσίας της ιδεολογίας που έγινε τρόπος του σκέπτεσθαι, και συνεπώς τρόπος του ζην. Είχε έγκαιρα επισημάνει ο ΄Οσβαλτ Σπένγκλερ, ότι ο πολιτισμός είναι το αναπόφευκτο πεπρωμένο μιας παιδείας. Το ερώτημα είναι: Την ανατροπή των άξιων που συνιστούν τον συγκεκριμένο πολιτισμό, ποιά παιδεία θα υποκαταστήσει, ή την συνέχεια του ή την πλήρη κατάργηση του;

Ειδικότερα ως προς την κοινωνική ομοείδεια, παρατηρούνται τα έξης: Επικρατούσα εξουσία της ιδεολογίας είναι, όταν πέρα από κάθε τυπολογία πολιτικής τοποθετήσεως (το σύνδρομο του οπαδού είναι ιδιαίτερα ανεπτυγμένο στην χώρα μας), ο πολίτης κατευθύνει την ζωή προς ένα δέον, αποκτώντας έτσι την δικαιολογία ή την δικαίωση του ηθικού κινήτρου για κάθε του ενέργεια, είτε καθαρή είτε βρώμικη. Και ας μη ξεγελιόμαστε: Σε τίποτα δεν διαφέρουν οι κομματικοί μας σχηματισμοί, αν τεθεί η πραγματική τους λειτουργία στο φασματοσκόπιο της ιδεολογίας που τους κατευθύνει (π.χ. στο πολιτικό αγιολόγιο ο προοδευτισμός επενεργεί εκμαυλιστικά, οσό απατηλός κι αν είναι). Η ιδεολογία που εξουσιάζει, είναι για άλλους το κίνητρο, για άλλους το άλλοθι και για άλλους η κομπίνα της σωστής κοινωνικής υπάρξεως.

Απέναντι στην τυπική εξουσία του κράτους, η εξουσία της ιδεολογίας έχει το προνόμιο να ενεργεί και να γίνεται στην ουσία αποδεκτή, βάσει του τεκμηρίου του αλάνθαστου. Εδώ, ακριβώς, ερμηνεύεται και το φαινόμενο της ομοείδειας που παρουσιάζεται κυρίως στους νέους, που στο κάτω-κάτω αυτοί είναι οι αντιπρόσωποι της εκάστοτε εποχής, (για να θυμηθούμε τον Ντοστογιέφσκυ, που έγραψε ότι η ιστορία των γενεών, ενός έθνους είναι η εικόνα της νεολαίας του). Και αλήθεια, είναι τόσο συστηματοποιημένα, τόσο ενσφράγιστα ομοίου είδους οι νέοι μας, ώστε καμιά περίοδος της Ιστορίας μας να μην έχει να επιδείξει σε τέτοια έκταση αυτή την ισοπεδωτική ομοείδεια. Η ομοείδεια που χαρακτηρίζει άτομα εν συνόλω, μπορεί να μη συνιστά τραγωδία για πολλούς, συνιστά όμως ένα πληκτικό έργο που είσαι υποχρεωμένος να το ξαναβλέπεις σε κάθε σου βήμα.

Η τραγωδία όμως υπάρχει και βρίσκεται αλλού. Παιδιά σκοτώνουν και σκοτώνονται, στην πιο όμορφη ηλικία τους, σ’ αυτή την επική ηλικία του αλόγιστου θανάτου, πριν καλά-καλά καταλάβουν τι είναι ακριβώς ιδεολογία, τι εξουσία και ποιό το τίμημα που καταβάλλουν δωρεάν με την ίδια τους την ζωή. Και αυτό το φαινόμενο δεν θα το ονόμαζα ψευδή συνείδηση. Αλλά κι αν το ονόμαζα έτσι, θα είχε η σκέψη μου την συντροφιά μιας τύψης, της ακόλουθης: Το δράμα είναι, το με πόση ειλικρίνεια πληρώνεται ένα ψεύδος, που η εξουσία της ιδεολογίας το εμπιστεύεται στους οπαδούς της ως την μόνη αλήθεια της ζωής!
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 14 Οκτωβρίου 1987

Από το βιβλίο: «Καταρρέω», του μακαριστού Τάσου Λιγνάδη. Επιλογή επιφυλλίδων. Εκδόσεις Ακρίτας,Αθήνα, Ιούλιος του 1989.

Κατηγορίες: Άρθρα, Λογοτεχνικά, Υγεία – επιστήμη - περιβάλλον. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.