Η μάχη του Μαρτίνου της Βοιωτίας (29 Ιανουαρίου 1829) και η συμμετοχή των Μαρτιναίων στον αγώνα για την Ελευθερία – Νίκου Αθ. Μπάτσου, Ιστορικού.

Από μαρτυρίες γερόντων Μαρτιναίων που έζησαν πάνω από 100 χρόνια

Τέσσερις μήνες πριν την Μάχη του Μαρτίνου, το φθινόπωρο του 1828, οι πρεσβευτές των μεγάλων δυνάμεων είχαν διάσκεψη στον Πόρο και συζήτησαν σχετικά με τα σύνορα του νέου κράτους, της Ελλάδος. Τα καθόρισαν λοιπόν μέχρι τον Ισθμό της Κορίνθου. Ο Βάσος Μαυροβουνιώτης πίστευε πως έπρεπε να αποδείξουμε ότι με δικές μας δυνάμεις, μπορούμε να επεκτείνουμε τα σύνορα πάνω από την Λαμία, στην γραμμή Αμβρακικού-Παγασητικού, στην de facto αυτή κατάσταση συνέβαλε η μάχη του Μαρτίνου.

Ο Αρχιστράτηγος του αγώνα Δημ. Υψηλάντης διατάζει τον Βάσσο Μαυροβουνιώτη με την 6η χιλιαρχία να εγκατασταθεί στην οχυρά και στρατηγική θέση στο Μαρτίνο, όπως γράφει ο αγωνιστής και συγγραφέας του αγώνα Ν. Κασομούλης. Ο Μαχμούτ πασάς ξεκινά από τη Λαμία μαζί με τον Καριοφίλμπεη (που είναι Αλβανός), με 4.000 πεζούς και 600 ιππείς. Στο άκουσμα της καθόδου της στρατιάς του Μαχμούτ, ο πληθυσμός της Στερεάς Ελλάδας πανικοβάλεται, μετακινούν τα κοπάδια τους και άλλοι φεύγουν για τα νησιά. Ο Μαχμούτ προελαύνει προς νότο, σπέρνοντας το φόβο και τον τρόμο, καταλαμβάνει τις Θερμοπύλες, την Άμπλιανη, το Κάστρο της Μπουδουνίτσας και την παραμονή των Χριστουγέννων 24-12-1828 έφθασε στο Τουρκοχώρι.

Ο Μαχμούτ θέλει να ενωθεί με τον Ομέρ πασά της Χαλκίδας στην Θήβα, αλλά κρατάει μυστικό ποια διαδρομή θα ακολουθήσει. Μπαίνει στη Λιβαδειά η οποία έχει εκκενωθεί από τον Χατζηπέτρο και τη φρουρά του, αποφασίζει να χτυπήσει το Μαρτίνο και στέλνει μήνυμα στον Ομέρ πασά της Χαλκίδας να χτυπήσει και αυτός το Μαρτίνο. Δύο στρατιές αν χτυπούσαν το Μαρτίνο θα ήταν αδύνατον να αντέξει, αλλά είτε κακή συνεννόηση, είτε ο Μαχμούτ ήθελε να δρέψει μόνος του τις δάφνες, προχώρησε πιο γρήγορα στο Μαρτίνο. Περνάει τον Ορχομενό, την Σκριπού, το Λούτσι και φθάνει μέσω δένδρας κοντά στην Τσούκα του Μαρτίνου, εκεί που σήμερα η ΛΑΡΚΟ κάνει εξόρυξη και καταστρέφει τα ιστορικά μέρη.

Εκεί όμως γίνεται αντιληπτή η εμπροσθοφυλακή του Μαχμούτ από τα παρατηρητήρια του Μαυροβουνιώτη στο λόφο της Τσούκας με τα αιωνόβια δέντρα (πεύκα). Αμέσως ειδοποιείται ο Μαυροβουνιώτης ο οποίος καταφθάνει έφιππος με ομάδα ανδρών. Παρατηρεί τη διάταξη της τουρκικής στρατιάς και αντιλαμβάνεται ότι οι Τούρκοι είναι αποφασισμένοι να επιτεθούν. Εν τω μεταξύ η εμπροσθοφυλακή των Τούρκων πλησίασε πολύ και συνεπλάκη με τους Έλληνες, έχοντας και έναν πληγωμένο από την πλευρά των Ελλήνων! Οι αμεινόμενοι υποχώρησαν τακτικά και γύρισαν στο Μαρτίνο, όπου ο Μαυροβουνιώτης επιθεώρησε και συμπλήρωσε τα οχυρωματικά έργα. Ο Μαχμούτ έφθασε το σούρουπο στο Μαρτίνο και στρατοπέδευσε δυτικά από το χωριό όπως γράφουν όλοι οι συγγραφείς. Δυτικά του χωριού μόνο ένας χώρος ήταν ανοικτός για να στρατοπεδεύσει μια τέτοια στρατιά. (Δεν θα μπορούσε επάνω στα βράχια του Προφήτη Ηλία να στρατοπεδεύσει), αυτός λοιπόν ο χώρος είναι η μεγάλη πλατεία μπροστά από τα σημερινά σχολικά κτήρια (Γυμνάσιο – Λύκειο), ενώ το χωριό τότε περιορίζετο
πιο κάτω. Στο σημείο που στρατοπέδευσε ο Μαχμούτ, γίνονταν μέχρι τις ημέρες των πατεράδων μας τα αλώνια των σιτηρών.

Ο Μαυροβουνιώτης βλέποντας τον όγκο της τούρκικης στρατιάς του Μαχμούτ, 3.000 πεζούς και 600 ιππείς, έστειλε αγγελιοφόρο στον Ευμορφόπουλο, που ήταν στο Γαϊδουρονήσι της Αταλάντης με την χιλιαρχία του, να έρθει την πρωία της 29-1-1829 στο Μαρτίνο για ενίσχυση. Αυτός όμως όχι μόνον δεν ήρθε, μα εμπόδισε και αρκετούς να βοηθήσου, εκτός μόνο από τον εκατόνταρχο Γ. Σκουρτανιώτη. Αυτός με 100 Θηβαίους παραβίασαν τη διαταγή Ευμορφόπουλου, και ήρθαν όπως θα δούμε να βοηθήσουν.

Θα περιγράψουμε τη μάχη όπως την αναφέρουν οι συγγραφείς Ν. Κασομούλης, Γ. Τσεβάς, Γ. Μίχας και Τριαντάφυλλος Παπαναγιώτου αλλά και από μαρτυρίες γερόντων Μαρτιναίων που μερικοί έζησαν πάνω από 100 χρόνια, όπως ο Σπύρος Παπαϊωάννου και Γ. Πύλλιας. Αναφέρεται ότι την πρωία της 29-1-1829 οι Τούρκοι μετά την καθιερωμένη προσευχή επιτέθηκαν τρεις φορές, απεκρούσθησαν και την τέταρτη ετράπησαν σε φυγή. Με την εκδοχή αυτή φαίνεται ότι το Μαρτίνο ήταν οχυρωμένο και περιφερειακά (Ν. Κασομούλης: «Εις το οχυρόν τούτο χωρίον») και ο Μαυροβουνιώτης αφήνει στην περιφέρεια και στην άκρη του χωριού τον πεντακοσίαρχον Τριαντάφυλλο Τζουρά.
Αλλά ο σεισμός του 1894 που αποδίδεται στο ρήγμα της Αταλάντης ισοπέδωσε το χωριό της νίκης και δεν άφησε ίχνη για να αξιολογήσουμε εμείς σήμερα την οχύρωση του Μαρτίνου (που ίσως είχαν κτισθεί και οι περιφερειακοί δρόμοι).

Οι παλιοί Μαρτιναίοι λένε ότι οι Τούρκοι μία φορά μπήκαν στο Μαρτίνο και εξήλθαν κυνηγημένοι. Ο ίδιος ο Μαχμούτ δεν τόλμησε να μπει στο Μαρτίνο, διότι αν έμπαινε, πιθανότατα θα τον είχαν σκοτώσει. Έφιππος μόνον, συντόνιζε τη μάχη από τα αλώνια που είχε στρατοπεδεύσει έξω και δυτικά του χωριού. Εκεί περίμενε να καταστρέψουν το Μαρτίνο και να περάσει νικητής εν μέσω πτωμάτων και ερειπίων.

Η σωστότερη εκδοχή, την οποίαν υποστηρίζουν και οι μαρτυρίες γερόντων Μαρτιναίων είναι: ότι ο Μαυροβουνιώτης έστειλε μία ομάδα από Μαρτιναίους βοσκούς με το κοπάδι τους το οποίο το κατηύθυναν μέχρι το στρατόπεδο των Τούρκων και εμφανίσθηκαν το πρωί σαν να πήγαιναν να μαζέψουν τα πρόβατά τους. Το ιππικό των Τούρκων, το οποίο ήταν ήδη έτοιμο για έφοδο, κυνήγησε τους βοσκούς για να τους αιχμαλωτίσει, αλλά τα άλογα μπερδεύτηκαν με το κοπάδι και οι βοσκοί βρήκαν τον χρόνο να υποχωρούν και να πυροβολούν. Στο άκουσμα των πυροβολισμών, όλο το ιππικό των Τούρκων ακολούθησε τους αρματωμένους βοσκούς μέχρι το κέντρο του χωριού, όπου οι Έλληνες κρύφτηκαν στα σπίτια και ενώθηκαν με τους άλλους αμυνόμενους.

Οι Μαρτιναίοι είχαν κτίσει τις πόρτες των σπιτιών και τα παράθυρα μέχρι την μέση κάνοντάς τα πολεμίστρες και από εκεί οι γυναίκες γέμιζαν τα καρυοφύλλια και άλλοι σκόπευαν και πυροβολούσαν εκ του ασφαλούς, γι’ αυτό δεν είχαμε και κανέναν νεκρό, εκτός του πληγωμένου της πρώτης ημέρας στην Τσούκα.
Ο Μαυροβουνιώτης είχε κατανείμει τον στρατό του στο κέντρο του χωριού και στην πλατεία γύρω από την εκκλήσία με ενισχυμένο το ανατολικό μέρος όπου η πεντακοσιαρχία του Γιάννη κλίμακα μέσα στην οποία και ο εκατόνταρχος Μαυροδήμος Στάμος (Μαρτιναίος οπλαρχηγός, ο οποίος είχε 100 αρματωμένους Μαρτιναίους υπό τις διαταγές του και λάβαιναν μέρος όπου τους καλούσε η πατρίδα). Η χιλιαρχία του Μαυροβουνιώτη αποτελούνταν από δύο πεντηκοσιαρχίες του Τζουρά και του Κλίμακα. Ο ίδιος ο Μαυροβουνιώτης με μια ομάδα εμπειροπόλεμων στρατιωτών ήταν ταμπουρωμένος στην άλλη πλατεία με τα πλατάνια όπου και το μνημείο του αγνώστου σήμερα, στο ανατολικό και αυτός μέρος όπου σήμερα είναι τα σπίτια του Νάστου, του Αριστοτέλη, του Παπαγεωργίου και του Καραμάνη κ.λ.π. Επίσης κατά μήκος του κεντρικού δρόμου, από την εκκλησία μέχρι την πλατεία του αγνώστου στρατιώτη, είχαν αναπτυχθεί και ταμπουρωθεί στα σπίτια ανώνυμοι στρατιώτες και ανώνυμοι κάτοικοι του Μαρτίνου, που πολεμούσαν «υπέρ βωμών και εστιών». Επίσης και μερικοί Μαρτιναίοι
επώνυμοι, των οποίων έμειναν στην ιστορική μνήμη τα ονόματά, από τις αιτήσεις πολεμικών αποζημιώσεων που είχαν καταθέσει στους επάρχους Θηβών και Αταλάντης.

Μεταξύ αυτών ο Μαρτιναίος πεντηκόνταρχος Αγγελής Δήμος που είχε πενήντα Μαρτιναίους υπό τις διαταγές του. Ένας άλλος Μαρτιναίος ο Δήμος Βέργος επίσης πεντηκόνταρχος είχε και αυτός πενήντα Μαρτιναίους αρματωμένους υπό τις διαταγές του. Άλλος ένας Μαρτιναίος στρ/της ο Λουκάς Ν. Κούρος που θα τον συναντήσουμε στα αρχεία των Επάρχων σαν Λουκάς Νικολάου ή Κούρος ο Μαρτιναίος που πολέμησε γενναία στη μάχη σώμα με σώμα. Ο γιος του αγωνιστή ήταν μετέπειτα συμ/φος Αταλάντης, σήμερα εν ζωή είναι ο γνωστός Π. Μηχανικός που διαμένει στην Αθήνα Ν. Λ. Κούρος και ο γιός του που φέρει το ίδιο όνομα με τον αγωνιστή, Λουκάς Ν. Κούρος. Επίσης, ο Μαρτιναίος στρ/της Δήμος Βόλης, ο οποίος καταγόταν από το Μαρτίνο αλλά διέμενε στο Μουρίκι της Βοιωτίας, μόλις έμαθε ότι κινδύνευε το Μαρτίνο ζώστηκε τα άρματα και αγωνίσθηκε γενναία μέχρι το τέλος της μάχης. Την μαρτυρία αυτή υπογράφουν αργότερα Μαυροβουνιώτης και Μαυροδήμος την 5 Οκτωβρίου του 1846. Για όλα τα ονόματα των αγωνιστών υπάρχουν σήμερα απόγονοι στο Μαρτίνο, εκτός του
Μαυροδήμου που ακολούθησε το στρατιωτικό επάγγελμα και μετακόμισε στην Λαμία, σήμερα πολλοί Μαυροδημαίοι είναι στο Ακραίφνιο.

Και τώρα το χρονικό της μάχης, όπως το αναφέρουν γέροντες Μαρτιναίοι, το οποίο δεν διαφέρει πολύ από τους ιστορικούς.

Το ιππικό των Τούρκων ακολουθεί τους βοσκούς, που στην πραγματικότητα μπορεί να είναι και εμπειροπόλεμοι στρατιώτες, και εισέρχεται χωρίς να καταλάβει τίποτα μέχρι την κεντρική πλατεία του χωριού, μπροστά από την εκκλησία των Ταξιαρχών. Απόλυτη σιγή επικρατεί, μόνο οι οπλές των αλόγων ακούγονται, οι Τούρκοι νομίζουν ότι το χωριό έχει εγκαταλειφθεί. Ένας άνδρας ηγείται του Ιππικού των Τούρκων, στέκεται μπροστά από την εκκλησία και με μέτωπο προς τα ανατολικά σπίτια (ίσως κάτι να είδε μέσα στα σπίτια) μιλάει στα Αλβανικά στους Μαρτιναίους και λέει: «Όσοι κρύβονται στα σπίτια να παραδοθούν γιατί αλλιώς θα σας κάψουμε ζωντανούς». Οι Μαρτιναίοι του απάντησαν με ένα δεύτερο «Μολών λαβέ». Τον έβρισαν στη γλώσσα του ενώ σε δευτερόλεπτα πριν αντιδράσει ακούστηκε πυροβολισμός και μία σφαίρα που ήλθε από τα σπίτια που είναι δίπλα στην εκκλησία από την ανατολική πλευρά εκεί που σήμερα είναι τα σπίτια του Θεοδώρου, του Καβάλα και του Λέκα, από ένα από αυτά όπου είχαν ταμπουρωθεί ο εκατόνταρχος Μαυροδήμος με 100
αρματωμένους Μαρτιναίους, βρίσκει η σφαίρα τον Τουρκαλβανό στο κεφάλι, ο οποίος πέφτει νεκρός μπροστά από το άλογό του στο χώμα.

Τότε, μία φωνή ακούγεται από όλες τις πλευρές γύρω από την πλατεία και πιο πέρα ακόμα: πυρ, πυρ! Και αμέσως ένας καταιγισμός πυρός σωριάζει σχεδόν τους μισούς και παραπάνω καβαλαρέους Τούρκους στο χώμα. Οι Τούρκοι λυσσομανούν και προσπαθούν να σκαρφαλώσουν στα σπίτια. Το πυκνό όμως ντουφεκίδι από τα σπίτια πολεμίστρες τους αποδεκατίζει, δεύτερη και τρίτη φορά επιτίθενται, μα οι περισσότεροι πέφτουν νεκροί, προσπαθούν να βρούν οδό διαφυγής μα βρίσκουν τους παράδρομους του κεντρικού δρόμου με τα στενά σοκάκια όπως είναι και σήμερα, κτισμένους με πέτρες και λάσπη, ο μόνος δρόμος που τους έχει απομείνει είναι ο ίδιος δρόμος που μπήκαν στο Μαρτίνο. Άλογα αφηνιασμένα χωρίς αναβάτες στριφογυρίζουν χλιμιντρίζοντας και ποδοπατώντας το πεζικό των Τούρκων που ακολουθούσε το Ιππικό. Καταλαμβάνονται από πανικό και τρέπονται σε φυγή.

Εκείνη την ώρα που η μάχη είχε σχεδόν κριθεί, ο Μαυροβουνιώτης και άλλοι αγωνιστές βγήκαν από τα ταμπουρωμένα σπίτια με γυμνά ξίφη και όρμησαν επάνω στους Τούρκους, που έφευγαν τρέχοντας, ο καθένας για να σώσει τον εαυτό του. Εκεί στην πλατεία με τα πλατάνια, έγινε μεγάλη σφαγή, εξ αιτίας της οποίας και σήμερα ονομάζεται πλατεία 29ης Ιανουαρίου. Στην πρώτη πλατεία, μπροστά στην εκκλησία και εκεί πέσανε πολλοί Τούρκοι νεκροί, αλλά δεν δόθηκε μάχη σώμα με σώμα! Αυτός ήταν ο λόγος που δεν είχαμε κανέναν νεκρό Ελληνα, διότι όλοι, (όπως προείπαμε, ήταν ταμπουρωμένοι στα σπίτια και πυροβολούσαν εκ του ασφαλούς και οι περισσότεροι Τούρκοι νεκροί ήταν καβαλαρέοι που έδιναν καλύτερο στόχο, γι’ αυτό υποστηρίζουν ότι αν ο Μαχμούτ έμπαινε μέσα στο Μαρτίνο θα γινόταν αντιληπτός από τους ελεύθερους σκοπευτές από τις πολεμίστρες των σπιτιών και θα σκοτώνονταν γιατί φυσικά θα ήταν έφιππος, δεν θα μπορούσε ένας πασάς να έρχονταν πεζός. Αλλά και στην πλατεία με τα πλατάνια, όπου δόθηκε μάχη σώμα με σώμα, αρχής γενομένης
από τον ίδιο τον Μαυροβουνιώτη, οι Τούρκοι δεν ήταν σε θέση να αντισταθούν. Είχαν καταληφθεί από φόβο και έτρεχαν να σωθούν, και εκεί δεν είχαμε κανέναν νεκρό Έλληνα. Την χρονική αυτή στιγμή έφθασε και ο εκατόνταρχος Γ. Σκουρτανιώτης με 100 Θηβαίους από το Γαϊδουρονήσι της Αταλάντης, παραβιάζοντας τη διαταγή του Ευμορφόπουλου.

Μέσα στην εκατονταρχία των Θηβαίων του Γ. Σκουρτανιώτη, ήταν και ο Μαρτιναίος Ιωάννης Κόλιας (Μαρτυρία Επάρχου Θηβών 17-4-1865) ο οποίος είχε γεννηθεί στο Μαρτίνο και διέμενε στο Ακραίφνιο των Θηβών. Αυτός λοιπόν παρότρυνε τον εκατόνταρχο Γ. Σκουρτανιώτη να έρθουν και να πολεμήσουν στο Μαρτίνο, όπου κινδύνευε η πατρογονική του εστία. Ο Μαυροβουνιώτης κυνήγησε τους Τούρκους από την πλατεία με τα πλατάνια στον ανηφορικό δρόμο προς το στρατόπεδο των Τούρκων στα αλώνια χωρίς να τους δώσει την ευκαιρία να ανασυνταχθούν, οπότε αυτοί που έβγαιναν από το Μαρτίνο κυνηγημένοι παρέσυραν και τις εφεδρίες και τον ίδιο τον Μαχμούτ σε άτακτο φυγή. Η καταδίωξη συνεχίσθηκε στο Μοναχού και πέρα από την Τσούκα πυροβολώντας και αποδεκατίζοντας τους εχθρούς, μα εκεί ένας άλλος στρατηγός περίμενε τους Τούρκους για να τους αποτελειώσει, ήταν ο χειμώνας. «Αιφνιδίως ανέσκυψε βαρύς χειμών» γράφει ο συγγραφέας του αγώνα Ν. Κασομούλης.

Μαρτυρίες γερόντων λέγουν ότι ο Μαυροβουνιώτης, μετά την μάχη, γύρισε πίσω στο Μαρτίνο και έσφαξαν αρνιά και γλέντησαν μέχρι το πρωί, ενώ το χιόνι είχε σκεπάσει τα πάντα μέχρι τις στέγες των σπιτιών, διακόπτοντας κάθε επικοινωνία με τους γύρο. Αυτό συνετέλεσε στο να μην μεταδοθεί αμέσως η φήμη της ένδοξης αυτής νίκης του Μαρτίνου, οπότε και άρχισε να ξεχνιέται από τη γέννησή της!

Και να τι γράφει ένα ανακοινωθέν του Γενικού στρατοπέδου των Ελλήνων στην Αράχωβα, όπου έκανε 8 ημέρες να φθάσει το άγγελμα της νίκης: Αράχωβα 6 Φεβρουαρίου 1829 «Χθες παρ’ ελπίδα έφθασαν εδώ καταπαγωμένοι δύο στρατιώτες από το σώμα του αρχηγού Βάσου, φέροντας αγγελίας χαροποιάς και σπεύδω να αναγείλω μίαν λαμπράν νίκην του σώματος τούτου εις Μαρτίνον».

Τα λάφυρα που άφησαν οι Τούρκοι στο Μαρτίνο είναι πολλά: τις τούρκικες σημαίες που έπεσαν στα χέρια των Ελλήνων, πολλοί από τους συγγραφείς τις ανεβάζουν σε 9. Το 1983 υπήρχαν 1 σημαία στην Προεδρία της Δημοκρατίας και μία στο Πολεμικό Μουσείο της Αθήνας, επί της Β. Σοφίας.

Πολλά άλογα επίσης, σκηνές που έμειναν στο στρατόπεδο των Τούρκων έξω από το χωριό στα αλώνια, όπλα, σπαθιά και κάδοι με μπαρούτι. Επίσης αφαίρεσαν όλα τα λάφυρα από τους Τούρκους νεκρούς που κοίτονταν στις δύο πλατείες και κατά μήκος της σημερινής πλακόστρωτης οδού Μαυροδήμου που ενώνει τις δύο πλατείες. Επίσης νεκροί Τούρκοι υπήρχαν σποραδικά κατά μήκος του δρόμου από το Μαρτίνο προς την Τσούκα, καθώς τους κυνηγούσαν και τους πυροβολούσαν. 450 νεκροί Τούρκοι και πάρα πολλοί τραυματίες ήταν ο τελικός απολογισμός της επίθεσης του Μαχμούτ στο Μαρτίνο.

Λίγο μετά το τέλος της μάχης, εμφανίσθηκε και ο στρατός του Ομέρ πασά της Χαλκίδος, στο γειτονικό χωριό Κόκκινο, όπου μαθαίνοντας για τη συντριβή του Μαχμούτ, δεν τόλμησε να επιτεθεί και γύρισε πίσω.

Όλους τους Τούρκους νεκρούς, οι Μαρτιναίοι τους έθαψαν 100 μ. περίπου βόρεια από το σημερινό μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη, στην πλαγιά του ρέματος. Σήμερα ο τόπος αυτός είναι μια δενδροφυτευμένη κοιλάδα με κυπαρίσσια, ενώ τότε οι Μαρτιναίοι εκεί στο ρέμα πέταγαν τα σκουπίδια και ήταν χώρος υποτιμητικός.

Πίσω από τις μαρτυρίες των γερόντων Μαρτιναίων, υπάρχει και μια ιστορική αλήθεια για τον Μαυροδήμο, για τον οποίο διαδίδουν πως σκότωσε τον αρχηγό του Ιππικού. Οι ιστορικοί γράφουν ότι παρασημοφορήθηκε και ανδραγάθησε ο Μαυροδήμος. Δεν μας λέγουν όμως γιατί;

Για τον αρχηγό του Ιππικού, τον Αλβανό Καρδιοφίλμπεη που έκανε το μοιραίο λάθος και οδήγησε το στρατό του Μαχμούτ, μέσα στο Μαρτίνο και σκοτώθηκε μπροστά στην εκκλησία.

Οι ιστορικοί γράφουν: Ν. Κασομούλης «Εις εκ των πρωτίστων των Τούρκων» σκοτώθηκε στο Μαρτίνο. Γ. Τσεβάς «ο δεύτερος την ιεραρχία των Τούρκων» καθώς και Γ. Μίχος και Τριαντάφυλλος Παπαναγιώτου, «Ένας από τους πρωτίστους των Τούρκων». Ήταν ο Αλβανός Καριοφίλμπεης που είχε ξεκινήσει μαζί με τον Μαχμούτ από την Λαμία και ήταν ο δεύτερος στην ιεραρχία, της επιτιθεμένης τούρκικης στρατιάς.

Ανατολική οχύρωση!

ο Βάσσος Μαυροβουνιώτης, εκτός από την ανδρεία του, είχε και στρατηγικό μυαλό! Όσες μάχες σχεδίασε μόνος του ήταν όλες νικηφόρες! Στην περίπτωση δε του Μαρτίνου ο Βάσσος Μαυροβουνιώτης είχε προδιαγραμμένη την νίκη στο μυαλό του. Είχε οχυρώσει και επανδρώσει περισσότερο την ανατολική πλευρά του χωριού, με αμυντική γραμμή τον κεντρικό δρόμο ίσως και πιο πέρα, αυτόν δηλαδή που συνδέει σήμερα τις δύο πλατείες. Όλοι οι συγγραφείς αναφέρουν ότι οι περισσότεροι είχαν ταμπουρωθεί στα σπίτια της ανατολικής πλευράς, κατά μήκος του κεντρικού δρόμου του χωριού. Ας μην ξεχνάμε ότι ο εχθρός είχε στρατοπεδεύσει δυτικά του χωριού, στα αλώνια. Έτσι, σε περίπτωση που δεν επετύγχανε το στρατήγημα να μπούν μόνοι τους οι Τούρκοι στο Μαρτίνο από την είσοδο, παρασυρόμενοι από τους βοσκούς και άρχιζαν να επιτίθενται στο χωριό από τη δυτική πλευρά, ίσως τότε να εθυσιάζετο ένα μέρος του χωριού, το δυτικό. Αλλά και πάλι η μάχη θα εδίνετο μέσα στα στενά σοκάκια του Μαρτίνου, με την ίδια αμυντική γραμμή και πάλι με την συμμετοχή των
κατοίκων, αλλά πάντως με μεγαλύτερες απώλειες. Σε οποιοδήποτε άλλο ανοικτό μέρος, η χιλιαρχία του Μαυροβουνιώτη θα υπερφαλαγγίζετο από τον όγκο της τουρκικής στρατιάς.

Η συμβολή του Μαρτίνου στον αγώνα για την ελευθερία του 1821.

Αν υπολογίσουμε την μία εκατονταρχία του Μαρτιναίου εκατόνταρχου Μαυροδήμου, με τους 100 Μαρτιναίους (διότι για να γίνεις εκατόνταρχος, δεν έφθανε μόνο η ανδρεία, αλλά θα έπρεπε και να έχεις και 100 άνδρες υπό τις διαταγές σου), και 50 + 50 άλλους 100 άνδρες από τις πεντηκονταρχίες των Μαρτιναίων Αγγελή Δήμου και Δήμου Βέργου, που τους αναφέρονται ως Υπ/κούς, τότε η τακτική δύναμη μέσα στην χιλιαρχία του Μαυροβουνιώτη ανέρχετο σε 200 αρματωμένους και εμπειροπόλεμους Μαρτιναίους, οι οποίοι όπως γράφουν τα αρχεία των επάρχων Θηβών και Αταλάντης, συμμετείχαν όχι μόνο στη Μάχη του Μαρτίνου αλλά όπου τους καλούσε η πατρίδα, όπως: στην πολιορκία των Αθηνών, της Ναυπάκτου, στα Βρισάκια, στα Σάλωνα, στο Χαϊδάρι, στα Βασιλικά, στο Δερβένι της Εύβοιας, στην Στυλίδα και στην Αράχωβα με τον Καραϊσκάκη. Αλλά και πριν τη Μάχη του Μαρτίνου, υπάρχουν γραπτές μαρτυρίες για τη συμβολή των Μαρτιναίων στον αγώνα για την ελευθερία, όπως σε μια από τις δέκα ανέκδοτες επιστολές του Οδυσσέα Ανδρούτσου, όπως αναφέρει και ο
συγγραφέας Αντωνίου Α. Βασίλειος (1821-1971). Γράφει ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, 5 χρόνια πριν την μάχη του Μαρτίνου.

3 Ιανουαρίου του 1824. περνώντας από την Μαλεσίνα προς τον εκατόνταρχο Τοπολιάτη οπλαρχηγό Γ. Παγώνα, (ο οποίος πήρε το επίθετο από το όνομα της μητέρας του Παγώνας, διότι του είχαν σκοτώσει οι Τούρκοι τον πατέρα και είχε μείνει ορφανός), αναφέρει ο Οδυσσέας, ότι στην προσπάθειά μου να στρατολογήσω πολεμιστές για τον αγώνα, δεν βρίσκω ανταπόκριση και καταντούν όλοι γυναίκες και έστειλα στο Μαρτίνο. Εκεί μού υποσχέθηκαν σύσσωμοι να μου δώσουν. Και διαβάζω την επιστολή όπως ακριβώς την έγραψε ο μεγάλος αυτός αγωνιστής του Έθνους.

«Αδελφέ μου Γιωργάκη της Παγώνας, σου φιλώ τα μάτια, σου φανερώνω και ότι από τους εδικούνες μας ανθρώπους δεν ημπόρεσαν να βρούν στοργή, μόνο καταντούν, ούλοι σαν γυναίκες και έστειλα στο Μαρτίνο και μου υποσχέθηκαν αυτοί σιγρί να μας τους δώκουν».
Μαλεσίνα 31 Ιανουαρίου 1824
Ο αδελφός σου

Οδυσέας Ανδρίτσου
Αυτό συνέβη 5 χρόνια πριν την Μάχη του Μαρτίνου.

Μαρτυρίες γερόντων λέγουν ότι ένας σημαντικός αριθμός Μαρτιναίων ακολουθούσε αυτόν τον Σταυραετό της Ρούμελης τον Οδυσσέα Ανδρούτσου από τις ένδοξες μέρες μέχρι την πτώση του. Και η επιβεβαίωση έρχεται με μια επιστολή προς το Βουλευτικό σώμα όπου τρεις σεβάσμιοι Μαρτιναίοι υπογράφουν μεταξύ των άλλων Ρουμελιωτών, για να παραμείνει ο Ανδρούτσος αρχηγός του Στρατού.

Επιστολή προς το Βουλευτικό σώμα

Οι ευπαθείς πατριώται Μαρτιναίοι

πάπα-Γκίκας

Δημητράκης – Γκρηεμάδης

Πάπα-Γεωργίου

Λειβαδιά 10 Φεβρουαρίου 1825 – Τέσσερα χρόνια πριν τη Μάχη του Μαρτίνου

Όλες αυτές οι μαρτυρίες αποδεικνύουν ότι οι Μαρτιναίοι όχι μόνο πολέμησαν στη Μάχη του Μαρτίνου αλλά ήταν αναμιγμένοι από την αρχή της ελληνικής επανάστασης στα επαναστατικά τμήματα όπως του Οδυσσέα Ανδρούτσου. Αλλά και στα πιο βαθιά χρόνια της τουρκοκρατιάς, τότε που οι Ρωμιοί γεννιόντουσαν σκλάβοι και πέθαιναν σκλάβοι, οι Μαρτιναίοι συμμετείχαν στα άτακτα σώματα της κλεφτουριάς και έδιναν μάχες από τα βράχια του ορεινού όγκου του Προφήτη Ηλία, όταν οι Τούρκοι φοροεισπράκτορες έρχονταν στο Μαρτίνο για να εισπράξουν τους φόρους, γιατί μόνο τότε έρχονταν στο Μαρτίνο. Είναι γνωστή στους Μαρτιναίους η ιστορία του Αθανασάκη ή Καράλη, που είχε σκοτώσει τον Τούρκο πασά της Χαλκίδας και γι’ αυτό κρύβονταν σε όλη του τη ζωή, γιατί ήταν επικηρυγμένος, σε μια σπηλιά δυτικά και κάτω από το εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία στην κορυφή του βουνού, που και σήμερα την ονομάζουμε «Σπηλιά του Αθανάκη».

Τελειώνοντας αναφέρω εν συντομία δύο αιτίες που ενήργησαν κατασταλτικά για να ξεχασθεί η Μάχη του Μαρτίνου.

Η μία είναι το ύψος του χιονιού, απέκοψε κάθε επικοινωνία της υπόλοιπης Στερεάς με το Μαρτίνο και έκανε πολλές ημέρες να μεταδοθεί το άγγελμα της νίκης και να αναπτερώσει το ηθικό των καταπονημένων κατοίκων της Στερεάς Ελλάδος.

Η άλλη αιτία είναι ο τρομερός σεισμός του 1894, που αποδίδεται στο ρήγμα της Αταλάντης, ο οποίος συνέβη 65 χρόνια μετά τη Μάχη του Μαρτίνου. Αυτός κατεδάφισε κυριολεκτικά το χωριό της νίκης, ενώ μόνο τέσσερις οικίες έμειναν όρθιες, όπως γράφει η εφημερίς ΕΣΤΙΑ της εποχής αυτής. Αν και το Μαρτίνο κτίσθηκε ξανά πάνω στα θεμέλια των παλαιών σπιτιών, κι όμως το χωριό της νίκης ξεχάσθηκε. τα σπίτια πολεμίστρες και η οχύρωση γκρεμίστηκαν, οι χιλίαρχοι, οι εκατόνταρχοι, οι πεντηκόνταρχοι ξεχάσθηκαν, μαζί με αυτούς και η Μάχη του Μαρτίνου έμεινε δυστυχώς για 150 χρόνια στα αρχεία του Ελληνικού Κράτους και του Στρατηγείου του Δ. Υψηλάντη. Ευτυχώς που ο αξιότιμος Ακαδημαϊκός κ. Τριαντάφυλλος Παπαναγιώτου την «έφερε» στο φως και την γιορτάσουμε εμείς σήμερα.

Νίκος Αθ. Μπάτσος

Ιστορικός Ερευνητής

Η/Υ ΠΗΓΗ:
Μαρτίνο.gr

Κατηγορίες: Άρθρα, Ιστορικά, Μελέτες - εργασίες - βιβλία. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.