Θεόδωρος Δεληγιάννης – Κώστα Δ. Παπαδημητρίου.

Γύριζε από τη συνέλευση της Βοστιτσας ο Θόδωρος Δεληγιάννης και βρισκόταν στην Καρύταινα. Δεν είχε πάει ακόμα στα Λαγκάδια, την πατρίδα του. Εκεί πήρε το γράμμα απ’ τον Μεχμέτ Σαλήχ, τον Καϊμακάμη της Τριπολιτσάς. Και στο γράμμα φαινόταν η μεγάλη ταραχή του. Αντικαθιστούσε τον Χουρσίτ πασά που’ χε πάει στα Γιάννενα να τιμωρήσει τον Αλή πασά που είχε σηκώσει μπαϊράκι κατά της Υψηλής Πόρτας, να κάμει δικό του ντοβλέτι και να γίνει και Πατισάχ. Και τούτοι οι Χάίνηδες οι Ρωμιοί κάτι μαγειρεύουν. Βρήκαν και αυτοί την ώρα.
Ο Κιαμήλμπεης της Κορίνθου έγραφε καθαρά στον Καϊμακάμη πως οι Ρωμιοί ετοιμάζονται να ξεσηκώσουν το ντοβλέτι τους κατά της Υψηλής Πύλης. Από τη Βοστίτσα τα νέα ήταν ακόμα χειρότερα. Οι Λόντοι, οι Ζάί’μηδες, οι Φωτήλες και όλοι οι προεστοί κάνουν μυστικές συναθροίσεις. Και κείνος ο κατα¬ραμένος ο Κολοκοτρώνης κάπου τον είδαν να τριγυρίζει στην περιφέρεια.
Κάλεσε συγκέντρωση των μπέηδων και των αγάδων στην Τριπολιτσά ο Κεχαγιάμπεης. Τους ανακοίνωσε τα δυσάρεστα νέα και πήραν την απόφαση να προσκαλέσουν στην Τρίπολη τους δεσποτάδες και τους προεστούς όλου του Μοριά- αν έρθουν θα τους βγεί κάθε υποψία- αν δεν έρθουν όμως θα φανερωθεί πως αυτοί τα μαγειρεύουν όλα.
Ο Θόδωρος Δεληγιάννης έδειξε το γράμμα του Καϊμακάμη στο μητροπολίτη Χριοτιανουπόλεως Γερμανό. Και έπειτα τον ρώτησε:
Τη συμβουλή σου, δέσποτα. Να πάω ή όχι;
-Η συμβουλή μου, γέροντα, είναι να πας, γιατί αλλιώς θα θεωρηθείς ένοχος, αποκρίθηκε ο δεσπότης. Και θα βλάψεις την υπόθεση.
Στο μεταξύ παίρνει και δεύτερο γράμμα απ’ τον Παπαλέξη που είχε παρου¬σιαστεί πρώτος στον Καϊμακάμη. Του έγραφε:
«Ε! παιδί μου Θοδωράκη, το πεπρωμένο μας έφθασε και η θεία Πρόνοια απεφάσισε και συμφέρει αντί ενός, δύο απολέσθαι υπέρ πατρίδος. Έλα λοιπόν να δώσωμεν ημείς πρώτοι το παράδειγμα, να προσφέρωμεν τον εαυτόν μας αυθόρμητοι εκούσιον θύμα εις τον βωμόν της πατρίδος, ίνα δι’ ημών σωθή η πατρίς… Εάν δεν προφθάσης να έλθης εντός τριών ημερών, θα γίνης ο πρωταίτιος της πρόσκαιρου καταστροφής της πατρί¬δος καθότι όλοι οι Τούρκοι… εσένα έχουν στο μάτι και αν δεν προφθά¬σης, έχουν απόφασιν να κατασφάξουν όλους τους χριστιανούς της πρωτευούσης και αμέσως να εξέλθουν εις τας επαρχίας δια πυρός και σιδήρου να καταστρέψουν όλον τον τόπον…».
Αλλά ο Θοδωράκης είχε πάρει την απόφαση του να πάει, πριν πάρει το γράμμα του Παπαλέξη. Παρακίνησε μάλιστα και τους άλλους προύχοντες και δεσποτάδες να κάμουν το ίδιο. Έβλεπε καθαρά ποιό θα ήταν το τέλος τους, μα το απαιτούσε το χρέος τους προς την πατρίδα. Ήταν μια εθελοντική θυσία για χάρη της.
Πριν ξεκινήσει έγραψε το παρακάτω γράμμα στην οικογένεια του:
«…Γνωρίζετε, αδελφοί μου, το Ευαγγέλιον οπού λέγει, ο αγαπών πατέρα ή μητέρα ή τέκνα ή αδελφούς ή αδελφός υπέρ εμέ ουκ έστιν μου άξιος. Το αυτό φωνάζει σήμερον και εις εμέ η πατρίς. Θοδωράκη! Πρόφθασε! Σώσε με! Άρα πρέπει να υπακούσω εις την φωνήν της. Γιατί τι την θέλουμε τέτοια ζωή, αδελφοί μου, χωρίς πατρίδα, χωρίς αυτονομία, χωρίς ελευθερία, χωρίς ανθρώπινα δικαιώματα; Του πατέρα μας το αίμα με έλκει με δύναμη ακατανίκητη. Τι μας οφελεί η δόξα, τα πλούτη, οι ιδιοκτησίες, όταν οι τύραννοι μας σφάζουν μέσα εις το σπίτι μας. Και τα πλούτη του Κροίσου αν έχομεν, τι μας οφελούν, αφού οι αδελφοί μας οι χριστιανοί κατατυραννούνται, καταδυναστεύονται, καταπιέζονται και δεν έχουν ούτε τσαρούχι εις τα πόδια τους και πεθαίνουν από την πείνα τα παιδιά τους; Τι μας οφελεί η τόση ευδαιμονία, όταν στενάζει το έθνος μας τέσσερους αιώνας υπό τον σκληρότερον ζυγόν του τυράννου;
«… Υποθέσατε ότι απέθανα και μην ελπίζετε από εμένα τίποτα. Η συμβου¬λή μου είναι: Να σταθήτε γενναίοι και ατρόμητοι και να συνεχίσετε το έργον της προετοιμασίας της επαναστάσεως και να μη σας δειλιάσει κανένα περιστατικό, να μη σας απελπίσει καμία αποτυχία, κανένας κίνδυνος, ούτε η καταστροφή σας και αυτός ακόμη ο θάνατος!… Και εάν η Θεία Πρόνοια αποφασίση να ζήσω και εγώ και ανταμωθούμε, θα είμαστε ευτυχείς γιατί έχομεν εκπληρώσει το χρέος μας προς την πατρί¬δα και ας ζήσομεν φτωχοί, όπως οι λοιποί χριστιανοί αδελφοί μας, να βγάνωμε λάχανα να τρέφωμε τας οικογενείας μας…».
Και την άλλη μέρα «ως αμνός επί σφαγή» τραβά για την Τριπολιτσά, για το εκούσιον πάθος. Εκεί θα φτάσουν την άλλη μέρα και οι άλλοι δεσποτάδες και προύχοντες. Και θα βρεθούν με τη θέληση τους μέσα στη φωλιά του λύκου.
Τα έκανε θάλασσα και κείνος ο προύχοντας Κούγιας. Του εκμυστηρεύτηκαν το μυστικό της Φιλικής Εταιρίας και αυτός ο σατανάς το πρόδωσε στον Καϊμακά¬μη από φόβο.
Αγρίεψε ο Καϊμακάμης και πρόσταξε να κατεβάσουν τους κρατούμενους στο φοβερό μπουντρούμι του σεραγιού που έκλειναν και τους βαρυποινίτες.
«Μαύρος μεσαίωνας, απαίσια ιερή εξέταση (φυσούσε στο θλιβερό κελί», γράφει ο Σπ. Μελάς. «Ήταν στρωμένο με σκεβρωμένες σάπιες σανίδες. Στη μέση έλειπε μια. Και στη θέση της είχαν βάλει ένα πάτερο! από τον ένα τοίχο του κελιού στον άλλο. Απάνω σ’ αυτό το πάτερο εφαρμοζότανε ένα άλλο, ίδιο μάκρος και πάχος. Στην μιαν άκρη ενωνότανε αυτό το πάτερο με το πρώτο, με μεγάλους μεντεσέδες, κι ανέβαινε και κατέβαινε, δηλαδή ανοιγόκλεινε όπως οι πόρτες και τα παράθυρα. Και από το άλλο μέρος έκλεινε με μεγάλη κλειδαριά. Αυτά τα δυο πάτερα ήταν σκαμμένα, τόπους τόπους. Το απάνω πάτερο στην κάτω πλευρά και το κάτω στην απάνω. Τα σκαψίματα όμως ήταν αντίστοιχα- κι όταν θηλύκωναν κι έκλειναν, τα πάτερα σχημάτιζαν τρύπες, τόσο μεγάλες που να χωράει το πόδι του ανθρώπου. Ήταν αυτή απλή, μα φριχτή μηχανή μαρτυρίου, γνωστή στους ραγιά¬δες του Μοριά με τ’ όνομα «Κούτσουρο». Άνοιγαν τα δύο πάτερα, τάκλειναν ύστερα και μάγκωναν τα πόδια όταν θέλανε να τους βασανίσουν. Αν ήθελαν να τους παιδέψουν λίγο, τους μάγκωναν τα πόδια σε τρύπες κοντινές» αν όμως ήθελαν περισότερο – ή και να τους θανατώσουν – τάβαζαν σε τρύπες πούτανε η μια μακριά πολύ από την άλλη. Και τότε με τριγμούς απαίσιους και αιμορραγίες σκιζότανε το κορμί του ανθρώπου άπό το κάτω μέρος και τέλος χυνόντανε όξωτ’ άντερα του».
Σε μια γωνιά του απαίσιου κελιού ήταν ένα άλλο μικρό «κούτσουρο» γεμάτο από αίματα παλιά και κοντά του ένα σαρδελοβάρελο και μερικά ουροδοχεία.
Έσπρωξαν τους δεσποτάδες και τους προεστούς μέσα κι αμέσως τους δέσανε με αλυσίδες. Πέρασαν απ’ το λαιμό του καθενός μια βαρέιά – σιδερένια λαιμαριά, που ανοιγόκλεινε πίσω στο σβέρκο και τέλειωνε μπροστά σε δύο ενωμένους κρίκους. Απ’ αυτούς τους κρίκους περνούσαν αλυσίδα χοντρή ίσαμε το μπράτσο άντρα, που κρεμότανε στο στήθος. Με την ίδια αλυσίδα έδεναν το δεύτερο, τον τρίτο, ως τον τελευταίο. Κάθε αλυσίδα είχε δεκαοχτώ δεμένους σε τρεις σειρές, από έξη οι καθεμιά που έβλεπαν σε αντίθετη κατεύθυνση.
Έτσι ήταν αλυσωδεμένοι τριανταέξη – εξόν από δύο – και δε μπορούσαν ούτε να ξαπλωθούν, ούτε τα πόδια να τεντώσουν. Οι μεγάλοι κρίκοι του λαιμού έλυωναν σε λίγες μέρες τα ρούχα τους και πλήγιαζαν τα κρέατα τους. Αν ήθελε ένας να πάει για φυσική του ανάγκη, έπρεπε και οι δεκαοχτώ της αλυσίδας να σηκωθούν, να τεντώσουν το λαιμό τους και να χαλαρώσουν την αλυσίδα για να μπορέσει αυτός να καθήσει μπροστά σε όλους. Η κατάσταση γινόταν αβάσταχτη όταν τους έπιαναν εντερικά- και ήταν συχνό φαινόμενο αυτό, γιατί ήταν άθλια η τροφή που τους έδιναν.
Μια μέρα οι Τούρκοι τους πέταξαν στο κελί σκουπίδια με ακαθαρσίες. Ο Δεληγιάννης δε βάσταξε και φώναξε.
-Ντώστε την αλυσίδα, να μπορέσω να ζυγώσω στο παράθυρο γιατί έσκασα.
Τον βγάζουν στο παράθυρο και φωνάζει στον Μπίμπαση που περνούσε στον απέναντι δρόμο.
-«Μπάσιαγα, για όνομα του Θεού, κόπιασε από δω».
Ήρθε εκείνος και ρωτά:
-«Τί θέλετε;»
-«Γιατίμας κάνετε έτσι», τον ρωτά ο Δεληγιάννης. «Αν θέλετε να μας σκοτώ¬σετε, σκοτώστε μας! Γιατίμας βασανίζετε;»
Ο Μπίμπασης έφυγε χωρίς να πει κουβέντα.
Σε λίγες μέρες κουβάλησαν στην αυλή του κελιού διακόσια παλούκια βαμ¬μένα κόκκινα. Πρόβαλε και ο Τατάραγας στο παραθυράκι και λέει στους κλεισμέ¬νους:
-Τα μάθατε; .
-Δεν ξέρουμε τίποτα απαντούν εκείνοι. Και ο Τατάραγας συνεχίζει:
-Τον πατριάρχη σας τον κρεμάσανε στην Πόλη. Και τους μεγάλους σας δεσποτάδες• και ισαλά – Θεού θέλοντος – τα κεφάλια τα δικά σας ατός μου θα τα πάγω στο σουλτάνο. Βλέπετε τα παλούκια όλα κρεμεζί, κρεμεζί; Όλους παλουκωτούς θα σας κάμω- και σένα Παπαλέξη, τσιγκέλια φκιάνουμε να σε κρεμάσου¬με.
Στις οχτώ το βράδυ της ίδιας μέρας ανέβασαν το Δεληγιάννη σε μια κάμαρη του σεραγιού. Τον περίμενε εκεί ο Αχμέτ Δέμος. Ήταν παιδί του Ιμπραήμ Δέμου, παλιού φίλου των Δεληγιάννηδων.
-Φίλε μου, είπε ο μπέης Αχμέτ Δέμος στον Δεληγιάννη, ο μπαμπάς μου σ’ άφησε χρόνους. Μ’ άφησε βασιγέτι – παραγγελιά – στο θάνατο του, αν καμιά φορά βφεθώ στο Μοριά, να φυλάξω το σπίτι σας και το βιλαέτι σας. Τώρα είμαι σταλμένος απ’ τον τρανό Χουρσίτ πασά να κάμω πόλεμο στο Μοριά. Για τούτο, φίλε μου, θέλω να γράψεις στο βιλαέτι σου να ‘ρθουν να προσκυνήσουν και να τους δώσω ραϊμπουγιουρντί νάρχωνται μέσα στην Τρίπολη…
-Μπέη αφέντη μ’, αποκρίθηκε ο Δεληγιάννης, ο Θεός να σε πολυχρονίσεί1 εμείς είμαστε στη φυλακή- κι αν γράψουμε,.δε θα μας ακούσουν.
-Γράψε στ’ αδέρφια σου κι αν δε σ’ ακούσουν, κι αυτοί, εσύ να μη φοβηθείς τίποτα, τώρα που είμαι εγώ εδώ.
-Εγώ μπέη μου, του λέει ο Δεληγιάννης, ένα φλιτζάνι αίμα εχω- και τι βγαίνει μ’ έναν άνθρωπο αν ζήσει ή αν χαθεί. Μα πρέπει να σκεφτούμε σωστά. Κρίνω λοιπόν να μας βγάλετε απ’ τη φυλακή και να μας ανεβάσετε απάνω για ν’ ακουστεί όξω πως μας λευτερώσατε άμα ήρθατε. Και να γράψουμε τότε εμείς σ’ όλά τα βιλαέτια να ρθούν να προσκυνήσουν και τότε πια που θα μείνουν τρακό-σιοι ή και πεντακόσιοι κλέφτες τους παίρνουμε μπροστά Τούρκοι και Ρωμιοί και τους αφανίζουμε και θα επαινεθούμε απ’ όλο τον κόσμο και το σουλτάνο.
-Καλά, είπε ο Δέμος. Άσε να το κουβεντιάσω με τους ντόπιους αγάδες. Κι έφυγε. Και η ζωή «εν τάφω» συνεχιζόταν.
Μέρες έχουν να τους φέρουν εκείνη τη μπουκιά, το λίγο και άθλιο ψωμί. Οι γεροντότεροι μένουν εκεί που είναι ακίνητοι. Δε μπορούν να σαλέψουν. Τυλιγμέ¬νοι στα κουρέλια τους που βρωμάνε απαίσια, μουρμουρίζουν νεκρώσιμα τροπά¬ρια. Τίποτα άλλο δεν μπορούν. Ούτε να ξύσουν το κορμί τους που το κατατρώ¬γουν οι ψείρες και οι κοριοί. Οι ψείρες κι οι κοριοί με τους ποντικούς είναι πια τώρα φίλοι τους. Πολλαπλασιάζονται σαν την άμμο της θάλασσας. Μιλιούνια. Και σιμώνουν τους φυλακισμένους χωρίς κανένα φόβο. Συνήθισαν να ζούνε μαζί.
Και μια άλλη μέρα αντί να φέρουν ψωμί ρίχτηκαν κάμποσοι Τούρκοι στο μπουντρούμι σαν αγρίμια και πήραν τους υποταχτικούς για να τους χαλάσουν. Όλοι οι δεσποτάδες και οι προύχοντες έβγαλαν γοερές κραυγές και δάκρυα, να τους λυπηθούν, μα χαμένος κόπος. Σε λίγο έβλεπαν τα κεφάλια τους να κρέμο¬νται στην πλατεία.
Ο Θοδωράκης Δεληγιάννης είχε καταντήσει σωστό νυχτοπούλι μέσα στο μπουντρούμι. Κοιμόταν τη μέρα και αγρυπνούσε τη νύχτα. Το είχε από μικρός αυτό το χούι. Κάποια σκοτεινά μεσάνυχτα ακούει ψίθυρο όξω απ’ το κάτεργο. Βάζει αυτί. Ξυπνάει και τους άλλους. Έχω καλά μαντάτα τους λέει. «Ναι, άκουσα καλά». Ένας έλεγε: «Στο Βαλτέτσι καίγεται το λιθάρι» και ένας άλλος: «μας έφαγαν τα σκυλιά».
Και σκυλιά είμαστε εμείς οι Έλληνες.
Δεν πέρασε πολλή ώρα που άνοιξε η πόρτα της φυλακής και πέταξαν μέσα έναν Τούρκο. Φύσαγε και ξεφύσαγε ο άμοιρος θυμωμένα. Τον είχαν φαίνεται ξυλοκοπήσει πριν τον ρίξουν στο μουντρούμι.
Ο Θοδωράκης για να τον ψαρέψει και να μάθει τι γίνεται έξω στους άλλους.
-Το μάθατε; ήρθε το κιαμέτι. (η συντέλεια του κόσμου) λέει.
-Και πως ήρθε, άρχοντα Θοδωράκη, το κιαμέτι; ρωτά ο Παπαλέξης.
Εγώ σου λέω για τούτον δω ότι είναι Τούρκος και πολεμάει έξω τους Χριστιανούς. Και ότι αν έκαμε κανένα έγκλημα πρέπει να τον φυλακώσουν αλλού. Τι τον έφεραν εδώ μέσα;
-Σώπα, άρχοντα, ταχειά θα ιδείς τους Ρωμαίγους να ‘ρθούνε να πάρουν τα χαρέμια των Τούρκων, κι εμπροστά τους νά σκοτώνουν τα παιδιά τους, λέει ο Τούρκος.
-Ντροπή σου, του λέει ο Παπαλέξης, νομίζοντας πως μιλάει έτσι ο Τούρκος για να τους πάρει λόγια.
-Δεν ξέρεις εσύ παπά. Γέμισαν τα βουνά Ρωμαίους και σε μας τους Τούρ¬κους επέρσεψε το ζουλούμι (η αδικία) και θα μας χαλάσει ο Αλλάχ. Και στη συνέχεια διηγήθηκε την πανωλεθρία των Τούρκων στο Βαλτέτσι.
Φτεροκόπησε η καρδιά των κατάδικων. Γέμισε χαρά κι ελπίδα και άρχισαν να ψέλνουν αναστάσιμα τροπάρια.
Όσο περνούσαν οι μέρες και τόσο έσφιγγε ο κλοιός των Ελλήνων γύρω από την Τρίπολη. Ο Κεχαγιάμπεης μάζεψε όλους τους αγάδες στο σαράι για να σκεφτούν τι να κάμουν. Και αποφάσισαν να παραδοθούν με όρους. Για να στε¬ριώσει καλύτερα η δουλειά, σκέφτηκαν να χρησιμοποιήσουν για μεσάζοντες τους κατάδικους. Και στέλνουν στο μουντρούμι κατάσκοπο. Ομεγαρατσίκο τον έλε¬γαν. Τούρκο απ’ τα Λαγκάδια, γνωστό των Δεληγιανναίων, για να δοκιμάσει πως εκείνοι σκέπτονται.
Μπαίνοντας στο μουντρούμι τον βάρεσε στο κεφάλι η βαρειά μπόχα της μούχλας, της σαπίλας και της γάγγραινας και τούφεραν λιγοθυμιά. Έκλεισε τα μάτια του να μη βλέπει. Στο μισοσκόταδο ξεχώρισε σειρές, από σταυρωμένες, κιτρινοπράσινες μορφές, χωμένες μέσα σε λόγγους από μαλλιά και γένεια, ψει-ριασμένα κι ακούρευτα, λαιμά πληγιασμένα απ’ τις βαρείες αλυσίδες, πόδια πρησμένα, κορμιά παραμορφωμένα. Άκουσε και στενάγματα ξέψυχα σα νάβγαι-ναν από τον κάτω κόσμο. Ρώτησε:
-Τι κάνετε;
-Τι να κάνουμε; απαντά ο Ναυπλίου Γρηγόριος. Εδώ μέσα σαπίζουμε άρρω¬στοι και δυστυχισμένοι.
-Αμή, ο Παπαλέξης, τι κάνει; ξαναρωτά ο Τούρκος.
-Νάτος, άρρωστος είναι κι αυτός, του αποκρίνονται.
-Έτσι είναι οι ψηλοί, γκρεμίζονται ογλήγορα, λέει ο Τούρκος. Αμή ο Θοδω¬ράκης τι κάνει;
Άναψε απ’ το θυμό του ο Θοδωράκης και του απαντά:
-Καλά ήμουν, καλά είμαι και καλά θα είμαι, αλλά εσύ να ιδώ!
Φεύγει ο Τούρκος και πάει στον Κιαμήλμπεη και λέει πως τον φοβέρισαν.
-Εσείς μπερμπάντες, φέρατε το πράμα σ’ αυτόν τον μπερεσέ! λέει εκείνος.
Ο Καϊμακάμης έβλεπε τα πράγματα να χειροτερεύουν. Και προστάζει ν’ ανεβάσουν τους κατάδικους στο επάνω πάτωμα. Λίγοι όμως είχαν απομείνει. Κάθε μέρα ξεψυχούσαν και από δυο τρεις. Κι αυτοί που είχαν απομείνει όλοι άγγιζαν το θάνατο. Κι ο Θοδωράκης ψυχορραγούσε.
Οι Ρωμιοί απ’ όξω σφίγγουν περισσότερο την Τριπολιτσά. Οι καστρόπορτες τρίζουν. Η βροντερή φωνή του Κολοκοτρώνη φτάνει ως το σαράι.
Ένας παλιός υπηρέτης των Δεληγιανναίων μαζί μ’ έναν Τουρκαλβανό σταλ¬μένο απ’ τον Κανέλλο Δεληγιάννη καταφέρνει και τρυπώνει στο σαράϊ και από κει μπαίνει στο δωμάτιο των φυλακισμένων, Χρυσάντη τον λέγαν τον υπηρέτη.
Ήρθα να πάρω τον αφέντη μου. Δεν του φωνάζεις να σηκωθεί να τον πάρω να βγούμε έξω, λέει στο Διάκο Ιωσήφ ο Χρυσάντης.
Ο Ιωσήφ φωνάζει δυο φορές το όνομα το Θόδωρου Δεληγιάννη. Αλλ’ αυτός ψυχορραγούσε. Συνήλθε όμως στο άκουσμα του ονόματος του και με κλεισμένα τα μάτια με όση δύναμη είχε λέει:
‘Αϊ!
-Δε σηκώνεσαι οπού ήρθε ο Χρυσάντης να σε πάρει, του λέει ο διάκος. -Ποιος Χρυσάντης, ρωτά.
-Εγώ αφέντη- ήρθα να σε πάρω να βγούμε. Μ’ έστειλαν τ’ αδέρφια σου. -Αμέσως να βγούμε. Είναι καλά τ’ αδέρφια μου, όλοι; Την πήραν οι Χριστια¬νοί την Τριπολιτσά;
-Την επήραν αφέντη απ’ το πρωΐ.
Άφησε ο Θοδωράκης ένα βαρύ αναστεναγμό. Τα μάτια του ζωήρεψαν. Η καρδιά του φτεροκόπησε. Δεν είχε όμως δύναμη ούτε να σαλέψει.
Ο Χρυσάντης με τον Τουρκαλβανό τον σήκωσαν και τον βάζουν πάνω σ’ ένα κασελοσκέπασμα. Τον σηκώνουν ύστερα και τον βγάζουν έξω απ’ το σαράϊ και τον πήγαιναν προς την καστρόπορτα των Καλαβρύτων, όπως τη λένε. Στο δρόμο που τον πήγαιναν ακούστηκε να μουρμουρίζει. Ξεχώρισαν τις τελευταίες λέξεις του.
-Λευτεριά! Λευτεριά! και να τρώμε λάχανα, λάχανα. Τίποτ’ άλλο από λάχα¬να, αδέρφια μου…
Τον έβγαλαν όξω απ’ την καστρόπορτα. Είχε νυχτώσει- ήταν όμορφη φθινο¬πωρινή αστροφεγγιά. Είχαν κουραστεί και τον άφησαν κάτω να ξανασάνουν. Κοίταξαν να ιδούν πως είναι. Είχε ξεψυχήσει. Ο Θοδωράκης Δεληγιάννης είχε περάσει στην αντίπερα όχθη κι έτρεχε ανεβασμένος στα καπούλια του αλόγου του χάρου. Σίγουρα, αν είχε φωνή, θα φώναζε να τον ακούσουν και κείνοι απ’ τους κατάδικους που είχαν πεθάνει πριν απ’ αυτόν:
-Αδέρφια, χαρήτε! Πήραμε την Τριπολιτσά! Θα τους έλεγε. , Ο γέρο Χρυσάντης έπεσε πάνω στο νεκρό κουφάρι κι έκλαιγε. Ο ίδιος είχε βρεθεί πάλι μπροστά, όταν οι Τούρκοι αποκεφάλισαν τον πατέρα του Θοδωράκη, που τότε και αυτός θρηνούσε.
Βρήκε ανάπαψη στην πατρίδα του τα Λαγκάδια, κοντά στους τάφους των προγόνων του.

Από το βιβλίο του Κώστα Δ. Παπαδημητρίου: «ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΩΡΕΣ -ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΛΟΓΙΑ των ΑΓΩΝΙΣΤΩΝ του 21.» Αθήνα, Φλεβάρης 1993.

Κατηγορίες: Άρθρα, Ιστορικά, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.