Σχέση θρησκείας και ενόπλων δυνάμεων – Ιωάννου Τρίτου.

Η κάθε θρησκεία έχει, εν πολλοίς, αυτονόητο ρόλο στην άμυνα ενός τόπου, ενός κράτους. Οι ένοπλες δυνάμεις για να πολεμήσουν, να αγωνισθούν χρειάζονται κίνητρα. Η ιστορία μας δείχνει πως δύο από τα σπουδαιότερα αυτά κίνητρα είναι η έννοια της πατρίδος και της θρησκείας. Ας το δούμε αυτό στην διάρκεια της Ελληνικής ιστορίας:

Στην αρχαία Ελλάδα οι μαχητές πολεμούσαν «υπέρ βωμών και εστιών». Οι Ιερείς-Ιέρειες γνώριζαν την σημασία του Στρατιωτικού Όρκου και όταν ευλογούντο τα Όπλα, ένωναν τα χέρια τους σε ένα σχήμα «Ε» προς τον Ουρανό, πράγμα που εθεωρείτο κάλεσμα προς τους στρατιώτες και αξιωματικούς για να ορκισθούν «υπέρ βωμών, εστιών, οσίων και ιερών» του Ελληνισμού. Την ίδια σημαντική σημασία είχαν και τα επιγράμματα, τα οποία ήταν συγχρόνως και υπενθυμίσεις στις νεώτερες γενεές των Ελλήνων. Οι εστίες αντιπροσώπευαν την οικογενειακή στέγη, την πόλη και «κατ’ επέκτασην» το ίδιο το κράτος που διέμεναν. Οι βωμοί σήμαιναν την θρησκευτική τους πεποίθηση, την σχέση τους προς το Θείον, την πίστη τους δηλαδή, την προσωπικότητά τους που εκφραζόταν μέσω αυτής της πίστεως, και τελικά το δικαίωμά – δυνατότητά τους να επιλέγουν ελεύθερα τον τρόπο της ζωής τους. Πολεμούσαν λοιπόν για την πίστη και την πατρίδα τους. Θα τολμούσαμε να απλουστεύσουμε τα πράγματα, λέγοντας πως πολεμούσαν για την ύλη (κράτος) και το πνεύμα (πίστη). Πιο δυνατά κίνητρα δεν θα μπορούσαν να υπάρχουν για τους πολεμιστές, ώστε, αν χρειαστεί, να δώσουν και τη ζωή τους ακόμη!

Καθώς περνάμε στα χρόνια της Ρωμαιοκρατίας, παρατηρούμε πως θρησκεία και πατρίδα ενοποιούνται σε ένα πρόσωπο, σε μία κρατική υπόσταση, σε ένα θεσμό. Οι ένοπλοι πολεμούν για την πατρίδα τους η οποία εκφράζεται τώρα πια από το (imperium της Ρώμης». Επικεφαλής όμως αυτής της κρατικής υποστάσεως είναι ο αυτοκράτωρ, ο οποίος αποκτά και θρησκευτική ιδιότητα, αφού τιμάται ως Θεός. Έτσι είναι πολύ εύκολο να θεωρηθεί πως πολεμώντας για τον αυτοκράτορα – βασιλέα, πολεμάς για τα πάντα, δηλ. βωμούς – Θεούς, και εστίες – πατρίδα.

Με την έλευση του Χριστιανισμού αλλάζουν τα πράγματα των πολεμικών κινήτρων των μαχητών. Στην χριστιανική πλέον αυτοκρατορικοκεντρική κοινωνία, ο αυτοκράτωρ αντιπροσωπεύει την πατρίδα, ως επικεφαλής της κρατικής υποστάσεως. Την εξουσία όμως αυτή δεν την απέκτησε μόνος του. Σύμφωνα με την διδασκαλία της Αγίας Γραφής (προς Ρωμαίους επιστολή) και συνεπώς της Εκκλησίας, η εξουσία του δόθηκε από τον Θεό, με σκοπό να εξασφαλίσει στους υπηκόους του «ήρεμον και ισύχιον βίον». Και ενώ ο αυτοκράτωρ και η υπ’ αυτόν κρατική μηχανή, ασχολείται με τις υλικές ανάγκες των πολιτών, η Εκκλησία με τον Πατριάρχη και την υπ’ αυτόν Ιεραρχία, ασχολείται με τις πνευματικές ανάγκες των Χριστιανών. Και οι δύο όμως αυτοί «βραχίονες» της εξουσίας έχουν (κατά την Εκκλησία) μία και την αυτή αρχή. πηγάζουν από το Θεό. Τούτο σημαίνει πως όποιος πολεμά για τον αυτοκράτορα, πολεμά για την πατρίδα και για την θρησκεία του, αφού και οι δύο εξουσίες έχουν την ίδια προέλευση μα και το ίδιο και το αυτό «αντικείμενο», τον πολίτη της Νέας Ρώμης.

Αποκλείσεις ασφαλώς παρατηρήθηκαν ουκ ολίγες. Επιβεβαίωσαν όμως τον κανόνα αυτό. Όποιος δηλ. θέλησε να σφετεριστεί τον βασιλικό θρόνο, φρόντισε πάντα να προσδίδει στα κίνητρά του και θρησκευτική – εκκλησιαστική απόχρωση. Πολλές εξάλλου φορές πατριάρχες εκθρονίσθηκαν, με πρόσχημα την ευταξία της αυτοκρατορίας, ή με την ανομολόγητη βοήθεια κρατικών «λειτουργών».

Μέχρι γενικά την εποχή των Κομνηνών, η συνύπαρξη αυτή κρατικής και Εκκλησιαστικής εξουσίας συντελούσε στην περίπου εύρυθμη λειτουργία της Ρωμανίας – Βυζαντίου. Από τον 12-ο κυρίως δε τον 13-ο αιώνα, παρατηρείται η χαλάρωση αυτής της αρμονικής συνυπάρξεως, είτε από την επίδραση λαθών αμφοτέρων των φορέων εξουσίας, είτε λόγω των αναφανεισών αιρέσεων, είτε και καθ’ επίδρασιν έξωθεν παραγόντων όπως του Ισλάμ, της Φραγκικής κοσμοθεωρίας ή και της γλωσσικής αλλοιώσεως της ανθρωπίνης επικοινωνίας μεταξύ ανατολής – δύσεως. Τότε κυρίως εμφανίστηκε ο Παποκαισαρισμός (κυριαρχία της θρησκευτικής εξουσίας πάνω στην κοσμική – πολιτική, και ο Καισαροπαπισμός, δήλ. η κυριαρχία της πολιτικής εξουσίας πάνω στην θρησκευτική. Οι στρατιώτες δεν ήταν πια σίγουροι πως πολεμούσαν για τον Θεό τους, όταν έχυναν το αίμα τους για τον βασιλιά τους. Αν μάλιστα αυτός ο βασιλιάς ήταν και κάπως πλούσιος – δυνατός, ώστε να τους παράσχει καλυτέρους όρους διαβιώσεως, τότε προτιμούσαν αρκετά συχνά και τις αυτομολίες – αλαξοθρησκείες. Ακόμη όμως κιαν η θρησκευτική πίστη ερχόταν σε δεύτερη μοίρα από πλευράς σπουδαιότητας κινήτρων του εκάστοτε πολέμου, εντούτοις παρέμενε ένα από τα ισχυρότερα αίτια της αιματοχυσίας.

Αυτό θα το παρατηρήσουμε πιο έκδηλο, και στα κράτη της δύσεως (μεσαίωνας, αναγέννηση), και στην Μουσουλμανική αυτοκρατορία της Ανατολής. Τώρα πια οι πολεμιστές διχάζονται. Άλλα τους προστάζει η θρησκευτική τους συνείδηση, άλλα ο πολιτειακός άρχοντας. Ειδικά όμως στην περίοδο της Τουρκοκρατίας το αλλόθρησκο του Τούρκου δυνάστη θα υποκινήσει πάμπολλες επαναστάσεις, πολεμικές συρράξεις μεταξύ Χριστιανών και Μουσουλμάνων. Κατά την επανάσταση δε του 1821, το θρησκευτικό κίνητρο θα γίνει το γενεσιουργό αίτιο της επαναστάσεως αυτής, αφού κανένα άλλο κρατικό ομόδοξο μόρφωμα (Ρωσική αυτοκρατορία) δεν μπόρεσε να παράσχει στους ραγιάδες την θρησκευτική τους ελευθερία. Οι διακηρύξεις δε των αρχηγών της επαναστάσεως αυτής, παραπέμπουν ευθέως στην αρίστη συνύπαρξη κρατικής και Εκκλησιαστικής εξουσίας της Ρωμανίας – Βυζαντίου.

Αντιθέτως, στην Δυτικοευρωπαϊκή θρησκευτικοκοινωνική εξέλιξη, οι εκτροχιαστικού τύπου ακρότητες, τόσο των πολιτειακών όσο και των θρησκευτικών εκπροσώπων – παραγόντων, εξασθενούν αρχικά, και εξαφανίζουν εν πολλοίς το θρησκευτικό κίνητρο των πολεμιστών – στρατιωτών! Τούτο συνεπάγεται, δυστυχώς, την εμφάνιση διαλυτικών φαινομένων, όπως: η άρνηση συμμετοχής σε εθνικούς πολέμους, η αμφισβήτηση των εθνικών συνόρων και η συνακόλουθη υπονόμευση των κρατικών υποστάσεων του Δυτικού κόσμου, και οι τρομοκρατικές παρεμβάσεις ενόπλων ομάδων στο κοινωνικό γίγνεσθαι.

Ζώντας και εμείς στο δυτικοευρωπαϊκό αυτό γίγνεσθαι, υφιστάμεθα παρομοίου είδους επιδράσεις και αντιμετωπίζουμε παρόμοια φαινόμενα! Είναι φυσικό λοιπόν να μας προβληματίζει το, τί δέον γενέσθαι.

Προτείνουμε:
Α. Ενδελεχή ιστορική και εκκλησιαστική επιμόρφωση της κοινωνίας μας, ως προς τον ρόλο του κράτους και της πίστεως στην διαμόρφωση των ιδανικών της φυλής μας (δεδομένου ότι απευθυνόμαστε σε Έλληνες, Ορθοδόξους).
Β. Αφύπνιση και διαρκή υπόμνηση των κρατικών και Εκκλησιαστικών λειτουργών, ως προς την ορθή άσκηση των καθηκόντων τους, υπό το φως της Ελληνορθόδοξου παραδόσεώς μας.
Γ. Διαρκή διάλογο και ενημέρωση των υπευθύνων εκπαιδευτικών φορέων της κοινωνίας μας, γύρω από τις καθημερινές προκλήσεις της εποχής μας στον τομέα αυτό. Δεν είναι δυνατόν να μένουν αναπάντητες διαλυτικές κοσμοθεωρίες, που ύπουλα διαδιδόμενες, απειλούν την ίδια μας την κρατική υπόσταση!
Δ. Ας ακούμε πιο συχνά:
«μάχου υπέρ πατρίδος»,
«μάχου υπέρ βωμών και εστιών»,
«υπέρ Πίστεως και πατρίδος»,
«είς οιονός άριστος…».
Και τούτο, διότι είναι, δυστυχώς, έκδηλη η απουσία ιδανικών από την σημερινή κοινωνία μας.
Ε. Προσαρμογή και καλλιέργεια της Μεγάλης ιδέας, υπό τους όρους της σύγχρονης γεωπολιτικής καταστάσεως. Δεν επιτρέπεται να χαρίσουμε τίποτε και κανέναν στους άσπονδους φίλους μας!

Κατηγορίες: Άρθρα, Ιστορικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.