Κυριακή των Βαϊων: η θριαμβευτική είσοδος του Ιησού στα Ιεροσόλυμα – Ιερομ. Κοσμά του Δοχειαρίτου.

(Ματθ. κα, 1-11,14-16. Μάρκ. ια, 1-11. Λουκ. ιθ, 28-44. Ιωάν. ιβ, 9-19).

Όταν πλησίαζαν στα Ιεροσόλυμα, στη Βηθσφαγή και στη Βηθανία, κοντά στο Όρος των Ελαιών, έστειλε ο Ιησούς δύο από τους μαθητές του, και τους λέει: «Πηγαίνετε στο απέναντι χωριό και μόλις μπείτε σ’ αυτό, θα βρείτε ένα πουλάρι δεμένο, στο οποίο κανένας άνθρωπος ακόμη δεν έχει καθίσει. Λύστε το και φέρτε το εδώ. Αν κανείς σας ρωτήσει «γιατί το κάνετε αυτό;» να του πείτε, ¨ο Κύριος το χρειάζεται κι αμέσως ύστερα θα το στείλει πάλι πίσω¨».

Αυτά έγιναν για να εκπληρωθεί εκείνο που είχε πει ο Θεός με τα λόγια του προφήτη: Πέστε στην πόλη της Σιών:
Έρχεται σ’ εσένα ο βασιλιάς σου
πράος, καβάλα πάνω σε γαϊδούρι,
πάνω σε πουλάρι, γέννημα υποζυγίου.

Οι μαθητές πήγαν κι έκαναν όπως τους πρόσταξε ο Ιησούς. Εκείνοι πήγαν και βρήκαν το πουλάρι δεμένο κοντά σε μιαν αυλόπορτα έξω στον δρόμο και το έλυσαν. Μερικοί απ’ αυτούς που στέκονταν εκεί τους ρώτησαν: «Τί συμβαίνει και λύνετε το πουλάρι;». Οι μαθητές τους απάντησαν όπως τους είχε πει ο Ιησούς, κι εκείνοι τους άφησαν.

Έφεραν τότε το πουλάρι στον Ιησού, έβαλαν πάνω σ’ αυτό τα ρούχα τους κι εκείνος κάθισε πάνω του. Πολλοί έστρωναν τα ρούχα τους στον δρόμο κι άλλοι έκοβαν κλαδιά από τα δέντρα και τα έστρωναν χάμω. Οι πιο πολλοί από το πλήθος έστρωναν τα ρούχα τους στον δρόμο, ενώ άλλοι έκοβαν κι έστρωναν κλαδιά από τα δέντρα. Όταν ο Ιησούς πλησίαζε πια στο σημείο που κατηφορίζει από το όρος των Ελαιών, το πλήθος των μαθητών του άρχισαν να δοξάζουν χαρούμενοι τον Θεό με δυνατή φωνή για όλα τα θαύματα που είδαν. «Ευλογημένος ο βασιλιάς που έρχεται σταλμένος από τον Κύριο!» έλεγαν. «Ειρήνη στον ουρανό, και δόξα στον ύψιστο Θεό!». Μερικοί όμως από τους Φαρισαίους του είπαν μέσα από το πλήθος: «Διδάσκαλε, να επιτιμήσεις τους μαθητές σου». Κι εκείνος τους αποκρίθηκε: «Πρέπει να ξέρετε πως, αν αυτοί σωπάσουν, οι πέτρες θα κραυγάσουν».

Όταν πλησίασε και είδε την πόλη, έκλαψε γι’ αυτήν.1 «Μακάρι», είπε, «να ήξερες κι εσύ, έστω κι αυτή την ημέρα, τι θα μπορούσε να σου χαρίσει την ειρήνη. Τώρα όμως αυτό μένει κρυφό από τα μάτια σου. Θα ‘ρθουν για σένα μέρες που οι εχθροί σου θα σε ζώσουν με χαρακώματα, θα σε περικυκλώσουν και θα σε πολιορκήσουν από παντού. Θα αφανίσουν κι εσένα και τα παιδιά σου και δεν θα σου αφήσουν πέτρα πάνω στην πέτρα. Κι όλα αυτά, γιατί δεν έδωσες σημασία την ημέρα που σ’ επισκέφθηκε ο Θεός».

Αυτά στην αρχή δεν τα κατάλαβαν οι μαθητές του˙ όταν όμως ο Ιησούς ανυψώθηκε στη θεία δόξα, τότε τα θυμήθηκαν. Ό,τι είχε γράψει για κείνον η Γραφή, αυτά και του έκαναν. Όλοι, λοιπόν, εκείνοι που ήταν μαζί με τον Ιησού, όταν φώναξε τον Λάζαρο από τον τάφο και τον ανέστησε από τους νεκρούς, διηγούνταν αυτά που είχαν δει. Όταν μπήκε στα Ιεροσόλυμα, αναστατώθηκε όλη η πόλη. «Ποιός είναι αυτός;» ρωτούσαν. Το πλήθος έλεγε: «Αυτός είναι ο προφήτης Ιησούς, από τη Ναζαρέτ της Γαλιλαίας».

Οι Φαρισαίοι τότε είπαν μεταξύ τους: «Βλέπετε πως η αναβολή δεν ωφελεί˙ να που όλος ο κόσμος έχει τρέξει πίσω του».2

ΣΧΟΛΙΑ

1. Όταν πλησίασε και είδε την πόλη, έκλαψε γι’ αυτήν. Γιατί κλαίει ο Χριστός;
Πολλές υποδοχές, αγαπητοί μου, έχουν γίνει και γίνονται… Την υποδοχή, όμως, που ετοίμασε ο λαός των Ιεροσολύμων στον βασιλέα Χριστό ως τον μεγαλύτερο νικητή, αδυνατεί γλώσσα να την περιγράψη… Πώς άραγε αισθανόταν ο Χριστός μπροστά στο παραλήρημα του λαού των Ιεροσολύμων κατά την είσοδό Του στην πόλι;

Θα νόμιζε κανείς ότι αυτή ήταν η ωραιότερη ημέρα της ζωής του. Και όμως εκείνος, έν αντιθέσει προς τον λαό, είναι λυπημένος, και κλαίει. Γιατί; Κλαίει, διότι ως Θεός βλέπει τα πράγματα βαθύτερα. Εμείς βλέπουμε την επιφάνεια, εκείνος βλέπει το βάθος. Η θάλασσα στην επιφάνεια είναι γαλανή και ωραία, στο βυθό όμως κρύβονται κήτη και τέρατα. Και ο Χριστός μέσα σ’ αυτή την ανθρωποθάλασσα βλέπει ότι υπάρχουν σκορπιοί και φίδια φαρμακερά. Ήταν οι άρχοντες, πολιτικοί και θρησκευτικοί, που ήταν διεφθαρμένοι ψυχικώς από τα πάθη˙ την ιδιοτέλεια και το συμφέρον, τον φθόνο εναντίον κάθε καλού και ωραίου, τη φιλαργυρία και την πλεονεξία, και προ παντός από ένα ελάττωμα που τα μάτια του Χριστού δεν το υπέφεραν, την υποκρισία. Τα πιο αυστηρά λόγια του ο Χριστός δεν τα είπε για άλλους αμαρτωλούς˙ τα είπε για τους υποκριτάς. Οι γραμματείς και φαρισαίοι είχαν διαφθαρή από την υποκρισία˙ άλλο ήταν και άλλο έδειχναν˙ ήταν δαίμονες και παρουσιάζονταν ως άγγελοι. Αυτό δεν το ανέχθηκε ο Χριστός.

Κλαίει λοιπόν ο Χριστός για τους άρχοντες, κλαίει και για τον λαό. Καθώς κατεβαίνει από ύψωμα κι αντικρίζει όλη την πόλι των Ιεροσολύμων με τον κόσμο εκείνο, κλαίει για το πλήθος αυτό. Γιατί; Διότι ο λαός ήταν σαν πρόβατα χωρίς ποιμένα. Κλαίει ακόμα για τον λαό αυτό, διότι δεν είναι σταθερός. Είναι επιπόλαιος και ευμετάβλητος. Γρήγορα θα αλλάξη. Σήμερα είναι κοντά του και ζητωκραυγάζει «Ωσαννά»˙ αλλά το πρωί της Μεγάλης Παρασκευής θα σβήση τελείως, και αντί του «Ωσαννά» θ’ ακούγεται το «Άρον, άρον, σταύρωσον αυτόν» (ε.α. 19,15). Γι’ αυτό σήμερα ο υμνογράφος σχολιάζει τον αγνώμονα λαό σε έναν ύμνο και λέει˙ «Μετά κλάδων υμνήσαντες πρότερον, μετά ξύλων συνέλαβον ύστερον, οι αγνώμονες Χριστόν, Ιουδαίοι τον Θεόν…»˙ οι Ιουδαίοι, που προηγουμένως ύμνησαν τον Θεάνθρωπο Χριστό με κλαδιά στα χέρια, ύστερα τον συνέλαβαν με ξύλα οι αχάριστοι (υπακοή).

Κλαίει λοιπόν ο Χριστός για τους άρχοντες, κλαίει για τον λαό˙ κλαίει ακόμα για το μέλλον της πόλεως˙ μπροστά του σαν σε ταινία βλέπει ότι ύστερα από τριάντα περίπου χρόνια αυτή η πόλις με τις ωραίες οικοδομές της, τα μέγαρα του Άννα και του Καϊάφα, το πραιτώριο του Πιλάτου, αλλά και αυτός ο περίλαμπρος ναός που ήταν το καύχημά τους, θα γίνουν γη Μαδιάμ. Όπως και έγιναν πράγματι˙ αλέτρι πέρασε, δεν έμεινε «λίθος επί λίθον» (Ματθ. 24,2).

Άλλ’ αδελφοί μου, το κλάμα του Χριστού μας δεν έπαυσε, δεν στέρεψαν τα μάτια του. Εξακολουθεί να κλαίη και σήμερα, και τα δάκρυά του πέφτουν στη γη˙ κι όπου πέφτει το δάκρυ του Χριστού, σείεται ο κόσμος. Κλαίει ο Χριστός όταν κλαίει η χήρα, ο φτωχός, ο αδικούμενος, όταν κλαίνε λαοί ολόκληροι˙ το δάκρυ τους είναι το δάκρυ του Χριστού. Δεν κλαίει πια ο Χριστός για Ιουδαίους, που τον σταύρωσαν μια φορά˙ κλαίει για Χριστιανούς, που τον σταυρώνουν καθημερινώς. Κλαίει για όλες τις αδικίες, τα εγκλήματα και τα όργια που τελεί ο λεγόμενος χριστιανικός κόσμος.
(Αρχιερεύς, Αυγουστίνος Καντιώτης).

Έκλαψε ο Χριστός, γιατί είδε την αμετανοησία αυτού του όχλου, που σε λίγες ημέρες θα ξεχνούσε τα «ωσαννά» και θα φώναζε το: «άρον άρον, σταύρωσον αυτόν». Έκλαψε ο Χριστός μας, γιατί όσες προσπάθειες κι αν έκαμε για την σωτηρία αυτών των ανθρώπων, εκείνοι αρνήθηκαν να πιστέψουν και να Τον δεχθούν ως Σωτήρα και Λυτρωτή τους. Έκλαψε, γιατί είδε την καταστροφή που έμελλε να συμβή μετά από λίγο στην πόλι αυτή. Έκλαψε, γιατί είδε τους κατοίκους, τους οποίους τόσο πολύ ευεργέτησε, να μην δέχωνται να συμβιβασθούν και να ειρηνεύσουν με τον Θεό. Θα μπορούσαμε να πούμε, ακόμη, ότι ο Χριστός έκλαψε και για μας, τους σημερινούς χλιαρούς και κατ’ όνομα μόνον Χριστιανούς.

2 Οι Φαρισαίοι τότε είπαν μεταξύ τους: «Βλέπετε πως η αναβολή δεν ωφελεί˙ να που όλος ο κόσμος έχει τρέξει πίσω του».
Πολλοί, άπειρα πλήθη, και τότε και έπειτα, δια μέσου των αιώνων και εις πάσας τας γενεάς και φυλάς του κόσμου επίστευσαν εις τον Χριστόν και τον ηκολούθησαν, τον ελάτρευσαν ως Θεόν – Σωτήρα των. Αλλά και πολλοί έμειναν εις την απιστίαν. Όχι διότι δεν ήθελεν Εκείνος να τους σώση, αλλά διότι αυτοί δεν ήθελαν να γνωρίσουν την αλήθειαν και να την δεχθούν. Αυτοί «ουκ ηδύναντο πιστεύειν», διότι δεν ήθελαν να πιστεύσουν. Ήσαν, από την κακήν των πρόθεσιν, τυφλοί τους οφθαλμούς και πεπωρωμένοι την καρδίαν. Πώς να ίδουν το φως το αληθινόν; Πώς να πιστεύσουν με ακάθαρτον ψυχήν και διεφθαρμένην καρδίαν; Ο εγωϊσμός των,ο φθόνος των, η αλαζονεία των, αι αμέτρητοι παρανομίαι των, τα ανεκδιήγητα εγκλήματά των, η όλη των κακή και φαύλη ζωή των, την οποίαν, θεληματικώς ακολουθούσαν, τους είχε διαποτίσει όλον τον ψυχικόν οργανισμόν, τους είχε διαφθείρει μέχρι μυελού οστέων, είχε καταστρέψει μέσα των κάθε υγιές και αγαθόν σπέρμα. Πώς να πιστεύσουν τώρα και να συνδεθούν με τον Θεόν;
(Θεολόγος, Αθανάσιος Φραγκόπουλος).

Από το βιβλίο: «Ιησούς Χριστός: Βίος, Διδασκαλία, Θαύματα», Β’ τόμος, του Ιερομονάχου Κοσμά του Δοχειαρίτου.

Ιερόν Δοχειαρίτικον Κελλίον, Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου. Αγιον Ορος 2011.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Παράβαλε και:
Κυριακή των Βαϊων: η Ευαγγελική περικοπή της Θ. Λ., ομιλία του Αγίου Ευλογίου, Πατριάρχου Αλεξανδρείας, εις την Κυριακήν των Βαϊων και εις τον πώλον.

Κυριακή των Βαϊων: το Αποστολικόν Ανάγνωσμα της Θ. Λ., διαβάτη στάσου, λόγος του αειμνήστου Μητροπ. Νικαίας Γεωργίου Παυλίδου.

Κυριακή των Βαϊων: οι ζητωκραυγές, Υμνολογική εκλογή.
Αγίου Ρωμανού του μελωδού – Κοντάκιον εις τα Βαϊα.
Κυριακή των Βαϊων – τα Λειτουργικά Αναγνώσματα της εορτής.
Λόγος εις την Κυριακήν των Βαίων – Αγ. Λουκά Αρχιεπ. Κριμαίας.
Του Οσίου πατρός ημών Γρηγορίου του Παλαμά – ομιλία ΙΕ΄ – εις την Κυριακήν των Βαϊων.

Του Οσίου Πατρός ημών Φωτίου του Μεγάλου – ομιλία εις τα Βαϊα και εις τον Λάζαρον.

Προς το Εκούσιον Πάθος – ηχογραφημένη ομιλία του καθηγητού Κωνσταντίνου Γρηγοριάδου (αρχείο ήχου, mp3).

Διδάγματα και γεγονότα από την έξοδο του Μεσολογγίου – Κωνσταντίνου Χολέβα (αρχείο ήχου, mp3).

Η ΗΡΩΗΚΗ ΕΞΟΔΟΣ ΤΟΥ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΟΥ «Τα μάτια μου δεν είδαν τόπον ενδοξότερον από τούτο το αλωνάκι» «ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ.»

Του Οσίου Πατρός ημών Ιωάννου του Χρυσοστόμου – λόγος στην αγία εορτή των Βαϊων.
Του Οσίου πατρός ημών Ιωάννου του Χρυσοστόμου – ομιλία ΞS’ εις το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον, Κεφ. ΙΒ, 9 – 24. (η Είσοδος του Κυρίου στα Ιεροσόλυμα).

Κατηγορίες: Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.