Η λατρεία – τιμή των νεκρών στην αρχαία Ελλάδα – Δημητρίου Γ. Θαλασσινού.

Οι οφειλόμενες τιμές στους νεκρούς αφενός και η αναγκαιότητα να απελευθερωθούν οι συγγενείς τους από το μίασμα του θανάτου αφετέρου είχαν οδηγήσει σε ένα εκτεταμένο τελετουργικό, πέρα από αυτό της ίδιας της κηδείας, για την ακριβή τίμηση των θρησκευτικών και νομικών κανονισμών του οποίου απόλυτη ευθύνη είχε η ίδια η οικογένεια.
Τον νεκρό τον έπλεναν οι γυναίκες από το άμεσο συγγενικό του περιβάλλον, ή άλλες, οι οποίες όμως έπρεπε να είναι τουλάχιστον εξήντα ετών· τον άλειφαν, τον έντυναν, τον στόλιζαν με άνθη και με στεφάνι καί τον τοποθετούσαν πάνω σε κλίνη, μέσα στο σπίτι. Κατά τη διάρκεια αυτής της διαδικασίας πού ονομαζόταν πρόθεσις, γινόταν και ο θρήνος. Στις πολυάριθμες παραστάσεις με θέμα την πρόθεση, ιδίως από την αγγειογραφία, παρατηρούμε τους άντρες σχεδόν στήν ίδια τυποποιημένη στάση ως θρηνωδούς με τις χαρακτηριστικές χειρονομίες, με το δεξί χέρι προτεινόμενο καί το αριστερό λυγισμένο προς το κεφάλι, ενώ οι γυναίκες τραβούσαν τα λιτά μαλλιά τους ή πιάνουν το κεφάλι και με τα δυό τους χέρια. Πριν από την ανατολή του ηλίου την τρίτη ημέρα μετά το θάνατο –οι τελετουργίες την ημέρα αυτή ονομάζονταν τα τρίτα- ο νεκρός μεταφερόταν στον τόπο ταφής με λιτανεία, την εκφορά, η οποία στην κλασική Αθήνα περνούσε σύμφωνα με το νόμο από δευτερεύοντες δρόμους, χωρίς μοιρολόγια για να καταλήξει στον τόπο του ενταφιασμού. Μετά τον ενταφιασμό ακολουθούσαν οι εξής λατρευτικές πράξεις: προσευχές, σπονδές υγρών καί προσφορές καρπών, καθώς καί μια τελετή καθαρμού για τους συμμετέχοντες, τα απόνημμα. Στην οικία του νεκρού ή των πλησιέστερων συγγενών λάβαινε χώρα κατόπιν τό περίδειπνον, ένα εορταστικό γεύμα προς τιμή του θανόντος. Ύστερα από περαιτέρω προσφορές και νεκρόδειπνο κατά την ένατη ημέρα ( τα ενάτα), το πένθος σταματούσε επισήμως την τριακοστή ημέρα μετά το θάνατο. Οι νεκροί εξακολούθησαν να τιμούνται, για παράδειγμα κατά την ετήσια γιορτή των Γενεσίων, όπου τελούνταν θυσίες, και την τρίτη ημέρα των Ανθεστηρίων, στην οποία γινόταν προσφορά καρπών στον Χθόνω Ερμή και παράκληση για τους νεκρούς.
Στην Αττική συνυπήρχαν από πολύ πρώιμες εποχές η ταφή και η καύση, αν και κατά περιόδους η μια ήταν επικρατέστερη της άλλης (την κλασική εποχή η ταφή). Τα νεκροταφεία βρίσκονταν εκτός της κατεξοχήν κατοικημένης περιοχής, στην κλασική εποχή ήταν λοιπόν πέρα από τα θεμιστόκλεια τείχη. Το νεκροταφείο με τους πιο μνημειώδης, αλλά συγχρόνως και καλύτερα ερευνημένους τάφους βρίσκεται στα βορειοδυτικά της πόλης, προ του Διπύλου, στην περιοχή Κεραμεικού. Ο απλός τάφος ήταν ένας ορθογώνιος λάκκος, ο οποίος μπορούσε να έχει εσωτερική επένδυση από λίθινες πλάκες. Συχνά κάλυπταν την σορό με επίπεδες κεραμίδες που τοποθετούνταν με τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργείται μια επικλινής «στέγη». Η καύση γινόταν είτε κατευθείαν μέσα στον ταφικό λάκκο, οπότε η στάχτη δημιουργούσε ένα στρώμα, είτε έξω, πάνω σε σωρό ξύλων, οπότε η στάχτη τοποθετούνταν σε αγγείο, πού ύστερα το έθαβαν. Κτερίσματα έχουν βρεθεί τόσο στο εσωτερικό των τάφων όσο και έξω από αυτούς, δηλαδή στο χώμα που τους σκέπαζε ή σε ξεχωριστό τόπο εναγισμών πού υπήρχε δίπλα. Στη πρώτη περίπτωση πρόκειται για αντικείμενα περισσότερο προσωπικού χαρακτήρα, όπως στλεγγίδες στους άντρες, καθρέφτες, αρωματοδοχεία ή κοσμήματα στις γυναίκες, παιχνίδια ή μικκύλα αγγεία στα παιδιά. Τα ευρήματα εκτός των τάφων περιορίζονται ως επί το πλείστον σε οστά ζώων και κυρίως σε θραύσματα αγγείων, πού προέρχονται από τις θυσίες κατά την ταφή. Ανάμεσα στα αγγεία αυτά διακρίνονται δύο κατηγορίες, χαρακτηριστικές για την Αθήνα τού 5ου αιώνα π.Χ.: οι λουτροφόροι που μνημονεύθηκαν ήδη στις γαμήλιες τελετές –χρησιμοποιούνταν επίσης συχνά κατά τούς λατρευτικούς καθαρμούς στις νεκρικές τελετές ως αγγεία για τη μεταφορά νερού-, καθώς καί οι λευκές λήκυθοι με παραστάσεις που αναφέρονται στη λατρεία των νεκρών. Οι παραστάσεις δείχνουν πως οι λήκυθοι τοποθετούνταν, μάλλον γεμάτες λάδι, στους τάφους ως αφιερώματα. Ήταν έθιμο να σηματοδοτούν τους τάφους απέξω με επίστεψη. Στις πιο απλές περιπτώσεις ήταν ένας μικρός ακόσμητος πεσσός με το όνομα του νεκρού, όμως τις περισσότερες φορές είχε καλλιτεχνική διακόσμηση. Στη διαμόρφωση αυτών των επιτύμβιων επιστέψεων η ελληνική τέχνη βρήκε ένα από τα σπουδαιότερα πεδία εφαρμογής της και δημιούργησε έργα υψίστου επιπέδου. Κατά την αρχαϊκή εποχή προτιμούσαν τις ψηλές στενές και πεσσόσχημες στήλες, πού είχαν συχνά επίστεψη σε μορφή σφίγγας. Στην κλασική Αθήνα η ποικίλία των τύπων περιλαμβάνει μεταξύ άλλων επίπεδες, στενές στήλες με ανθεμωτή επίστεψη και γραπτές ή ανάγλυφες παραστάσεις, γλυπτά μαρμάρινα ταφικά αγγεία, ιδίως σε μορφή λουτροφόρων και ληκύθων, επιτύμβιες στήλες, με αρχιτεκτονική πλαισίωση, καθώς καί ολόγλυφα αγάλματα. Κατά τη διάρκεια του 4ου αιώνα π.Χ. μπορεί κανείς να διαπιστώσει την τάση για ολοένα και μεγαλύτερη πολυτέλεια αυτών των ταφικών μνημείων, μέχρις ότου ένας περιοριστικός νόμος του Δημητρίου του Φαληρέα το έτος 317 π.Χ. δεν επέτρεπε παρά μόνο λιτά μνημεία. Τα αττικά επιτύμβια ανάγλυφα, ακόμη καί τα δευτερεύοντα ποιοτικώς έργα, εντυπωσιάζουν σχεδόν όλα με τις παραστάσεις τους –μέσω της αντιπαράθεσης της κυρίας και της δούλης, της συνύπαρξης άντρα και γυναίκας, μητέρας καί παιδιού- με τη συγκινητική, βαθειά ανθρώπινη έκφρασή τους. Σε ολόκληρο τον ελληνικό κόσμο υπήρχαν βεβαίως ανάλογα με τη χρονική περίοδο και την περιοχή, διαφορές στον τρόπο ενταφιασμού καί τα ταφικά μνημεία. Χαρακτηριστική ομάδα αποτελούν οι αχαϊκές πήλινες γραπτές σαρκοφάγοι πού βρέθηκαν στις Κλαζομενές καί σε άλλες γειτονικές ιωνικές πόλεις της δυτικής ακτής της Μικράς Ασίας και είναι ζωγραφισμένες με την τεχνική των αγγείων. Τόν 4ο αιώνα π.Χ. συνηθίζονταν οι λίθινες σαρκοφάγοι σε διάφορες περιοχές (π.Χ. στη Μεγάλη Ελλάδα, στο Λίπαρι, στην νεκρόπολη της Σιδώνας, στον σημερινό Λίβανο, όπου βρέθηκε η γνωστή σαρκοφάγος του Αλεξάνδρου). Την εποχή εκείνη ήταν διαδεδομένη καί η ταφή σε ξύλινες σαρκοφάγους.

Από το βιβλίο: Αρθρογραφία 2000 – 2013, του Δημητρίου Γ. Θαλασσινού, Ιστορικού – Φιλολόγου.
ΑΘΗΝΑ 2013

Ο Θαλασσινός Δημήτριος γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε Κλασσική φιλολογία και θεολογία στο πανεπιστήμιο Αθηνών και διοίκηση επιχειρήσεων στα ΚΑΤΕΕ Πάτρας. Έχει γράψει πολλά άρθρα, κυρίως για το Βυζάντιο αλλά και για την εποχή της Αναγέννησης. Συνεργάτης των περιοδικών ΄΄Εικονογραφημένη Ιστορία’’ και ΄΄Ιστορικά Θέματα’’. Είναι Πατέρας της Άννας Μαρίας.

Η/Υ επιμέλεια Νίκης Χολίδη.

Κατηγορίες: Άρθρα, Ιστορικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.