Προστάτης η λέαινα και υποτακτικοί οι καμήλες και, ένα μουλάρι φυλάει τον νεκρό.

Προστάτις η λέαινα και υποτακτικοί οι καμήλες

Στην Μαρωνία, ένα μικρό χωριό κοντά στην Αντιόχεια, ζούσε ένας άγιος και θαυμαστός Γέροντας, ονόματι Μάλχος. Στην αρχή του μοναχικού του βίου έζησε για κάμποσα χρόνια σ’ ένα Μοναστήρι, στο Αλέπο, αγωνιζόμενος στην ασκητική και αγιότητα και προώδευσε πνευματικά.

Όταν πέθανε ο πατέρας του, γύρισε στο σπίτι του να παρηγορήση την μητέρα του και τότε σκέφθηκε να πουλήση τα υπάρχοντά του, να δώση μερικά χρήματα στους πτωχούς και με τα υπόλοιπα να χτίση ένα Μοναστήρι και να γίνη Γέροντας εκεί. Έκανε όμως και μια άλλη σκέψι: να κρατήση λίγα χρήματα για τα γεράματά του.

Επειδή οι σκέψεις αυτές τον βασάνιζαν επί ημέρες, πήγε στον Γέροντά του να εξομολογηθή.

-Παιδί μου, μην εμπιστεύεσαι τις σκέψεις σου, του είπε εκείνος, γιατί αυτές είναι παγίδες του σατανά, που με παρόμοιες μεθοδείες έβγαλε πολλούς μοναχούς από τον δρόμο τους και τους έκανε να χάσουν την κληρονομιά τους.

Του ανέφερε χωρία των Γραφών και άλλες μαρτυρίες ο Γέροντας, αλλά δεν κατάφερε να τον πείση. Έφυγε λοιπόν ο Μάλχος από το Μοναστήρι και πήγε από το Αλέπο στην Έδεσσα. Έμεινε εκεί, φοβούμενος να προχωρήση παραπέρα, λόγω των κλεφτών που λυμαίνονταν την περιοχή. Περίμενε να μαζευτούν και άλλοι συνοδοιπόροι, για να συνεχίσουν μαζί τον δρόμο. Δεν πρόλαβαν όμως να ξεκινήσουν και μια ομάδα Αράβων ληστών τους αιχμαλώτισε.

Ο Άραβας, που ήταν επικεφαλής, του ανέθεσε την βοσκή των προβάτων του. Ευχαριστημένος μάλιστα από την δουλειά του, θέλησε να τον ανταμείψη και του προσέφερε για σύζυγο μια γυναίκα, που είχε επίσης αιχμαλωτίσει.

-Είμαι μοναχός και δεν μπορώ να παντρευτώ, του απάντησε ο Μάλχος, κάτι που έκανε έξω φρενών τον Άραβα και παραλίγο να τον σκοτώση. Έτσι αναγκάστηκε να παντρευτή εκείνη τη γυναίκα. Μετά τον γάμο, όταν έμειναν μόνοι, ο Μάλχος θέλησε να σκοτωθή, όμως η γυναίκα δεν τον άφησε. Του είπε πως κι εκείνη θέλει να διαφυλάξη την αγνότητά της, όσο κι εκείνος. Του ζήτησε μάλιστα να φύγουν κρυφά και να την αφήση σε κάποιο γυναικείο Μοναστήρι.

Μια ημέρα, εκεί που καθόταν ο Μάλχος και αναλογιζόταν τι να κάνη, ήρθε ζωντανή μπροστά του η εικόνα του Γέροντά του. Θυμήθηκε τα όσα του είχε πει και πόσο αγωνίσθηκε, για να τον πείση να μείνη στο Μοναστήρι. Παρατήρησε τότε μια στρατιά μυρμήγκια, που με μεγάλη προσοχή και εργατικότητα κουβαλούσαν στην φωλιά τους προμήθειες για τον χειμώνα που ερχόταν. Άλλα κουβαλούσαν σπόρους, άλλα διάφορα φορτία που ήταν μεγαλύτερα από το σώμα τους, άλλα κουβαλούσαν συντρόφους τους που είχαν πληγωθεί και άλλα έδιωχναν έξω από την φωλιά τους μερικά τεμπέλικα, που είχαν θρονιαστεί μέσα και δεν έκαναν απολύτως τίποτα. Άλλα πάλι κουβαλούσαν χώμα και το άφηναν δίπλα στην είσοδο της φωλιάς, ώστε να την φράξουν, όταν θ’ άρχιζαν να φυσούν οι βοριάδες και να πέφτουν οι βροχές.

Ο Μάλχος παρατηρούσε για ώρες την τάξι, με την οποία εργάζονταν εκείνα τα μυρμήγκια, και θυμήθηκε την τάξι των αδελφών, καθώς έκαναν τα διακονήματά τους, στο Μοναστήρι.

«Καλά μας συμβουλεύει ο Σολομών», σκέφθηκε, «να μιμηθούμε αυτά τα μικρά έντομα, γιατί θέλει να μας αφυπνίση από την ράθυμη και οκνηρή στάσι μας, θέλει να μας παροτρύνη να δράσουμε με σοφία και να κάνουμε τα πράγματα εκείνα, που είναι απαραίτητα στον αγώνα μας για την λύτρωσι».

Αυτή η εικόνα τον έκανε ν’ αποφασίση να διαφύγη από τον Άραβα δεσμώτη του. Το ανακοίνωσε και στην γυναίκα, που αμέσως συμφώνησε.

Ξεκίνησαν νύχτα. Είχαν περάσει πέντε ημέρες που ταξίδευαν και ο Άραβας, που είχε ριχθεί στο κατόπι τους, τους έφθασε. Χώθηκαν στην πρώτη σπηλιά που βρήκαν μπροστά τους, ελπίζοντας να γλυτώσουν. Εκεί είχαν βρει καταφύγιο από τον καύσωνα της ερήμου φίδια, σκορπιοί, αλλά και κάποια λιοντάρια.

Οι διώκτες τους κατέβηκαν από τις καμήλες τους και στάθηκαν στην είσοδο της σπηλιάς. Μόλις τους είδαν ο Μάλχος και η γυναίκα, πάγωσαν από τον φόβο τους. Ο Άραβας τους φώναξε να βγουν και, μη λαβαίνοντας καμμία απάντησι, διέταξε τον ακόλουθό του να μπη μέσα στην σπηλιά και να τους βγάλη έξω. Εκείνη την ώρα μια λιονταρίνα σηκώθηκε από την δεξιά μεριά της σπηλιάς, ώρμησε επάνω στον δύστυχο άνθρωπο και, αφού τον στραγγάλισε με μια μόνο κίνησι, τον έσυρε στο εσωτερικό της σπηλιάς και τον άφησε στα πόδια του μικρού της. Ο Άραβας μπήκε τότε κι αυτός μέσα, για να δη τι συμβαίνει, αλλά η λέαινα χύμηξε επάνω του και με μια δαγκωνιά τον άφησε νεκρό.

Ο Μάλχος και η γυναίκα είχαν καθήσει σε μια γωνιά, παγωμένοι και έντρομοι από αυτά που είχαν συμβεί. Θαύμασαν τα ανείπωτα μεγαλεία του Θεού και δόξασαν Αυτόν, που τους απάλλαξε από τα βάσανα και που με τον Λόγο Του διέταξε τα άγρια θηρία να τους γλυτώσουν από τους εχθρούς τους. Η λέαινα δεν τους πείραξε καθόλου. Αντίθετα, πήρε το μικρό της και έφυγε.

Όταν ξημέρωσε, αποφάσισαν να βγουν έξω. Διεπίστωσαν τότε με έκπληξι, ότι στην είσοδο της σπηλιάς τους περίμεναν οι καμήλες του Άραβα, φορτωμένες με προμήθειες. Έφαγαν και ευχαρίστησαν τον Κύριο, που τους λύτρωσε. Μετά ανέβηκαν στις καμήλες και, αφού διέσχισαν την έρημο σε 10 ημέρες, ο Μάλχος άφησε την γυναίκα σε κάποιο Μοναστήρι κι εκείνος επέστρεψε στην Μονή της μετανοίας του.
ΜΕΓΑΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ
Ανοίγεις Συ τας χείράς Σου
και εμπιπλάς παν ζώον ευδοκίας.
ΨΑΛΜΟΣ 144: 16

Ένα μουλάρι φυλάει τον νεκρό

Ο Παπα – Αρτέμιος από τις Καρυές του Αγίου Όρους έλεγε, ότι ο μακαριστός μοναχός Ιωακείμ, που έμενε στην Κουτλουμουσιανή Σκήτη του Αγίου Παντελεήμονος, έφυγε κάποιο πρωί για να πάη να εκκλησιασθή σε κάποιο γνωστό του κελλί. Στον δρόμο όμως πέθανε. Το σώμα του έμεινε εκεί, στον δρόμο, ένα μήνα χωρίς να πάθη τίποτα. Ούτε τα άγρια θηρία το έφαγαν, ούτε αποσυντέθηκε. Ήταν μάλιστα και ευλύγιστο.

Το πιο θαυμαστό όμως σ’ αυτήν την ιστορία είναι, ότι το μουλάρι της Καλύβης, στην οποία πήγαινε ο Γερο – Ιωακείμ, από την ημέρα του θανάτου του και μετά, έφευγε κάθε πρωί και γύριζε το βράδυ. Αυτό κράτησε ένα μήνα, μέχρι που ο Γέροντας της Καλύβης άρχισε ν’ απορή, που χάνεται κάθε ημέρα το ζωντανό του. Έτσι το επόμενο πρωί το ακολούθησε. Και, τί να δη; Το μουλάρι πήγε και στάθηκε επάνω από τον νεκρό μοναχό π. Ιωακείμ και τον φύλαγε.
ΠΡΟΦΟΡΙΚΗ ΔΙΗΓΗΣΗ

Από το βιβλίο: Η Ζωοφιλία των Αγίων και η Αγιοφιλία των ζώων. Επιμέλεια, Σίμωνος μοναχού.
Εκδόσεις «Ο Αγιος Στέφανος»
ΑΘΗΝΑΙ 2006

Τη Σεπτή ευλογία του Παναγιωτάτου Οικουμενικού Πατριάρχου
κ. κ. Βαρθολομαίου

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Παράβαλε και:
Τη 26η του μηνός Μαρτίου, διήγησις ωφέλιμος Μάλχου μοναχού αιχμαλωτισθέντος – Ι. Μ. Παρακλήτου, Ωρωππός Αττικής.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά, Υγεία – επιστήμη - περιβάλλον. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.