Ο Ησαύ και ο Ιακώβ: Ο Ισαάκ ευλογεί τον Ιακώβ – Ο Ιακώβ φεύγει στη Μεσοποταμία – Βασιλείου Ε. Πετρούνια.

Ο Ησαύ και ο Ιακώβ

Ο Αβραάμ πέθανε σε ηλικία 175 χρονών, αφού ευλόγησε τον Ισαάκ και τη Ρεβέκκα.
Η Ρεβέκκα γέννησε μια μέρα δυο παιδιά δίδυμα, τον Ησαύ και τον Ιακώβ. Πρώτος όμως γεννήθηκε ο Ησαύ και γι’ αυτό σύμφωνα με την εβραϊκή συνήθεια έπρεπε αυτός ν παίρνη την πρώτη ευλογία του πατέρα του κι αυτός να τον κληρονομήση.
Σα μεγάλωσαν τα δυο παιδιά, ο Ησαύ έγινε κυνηγός, ενώ ο Ιακώβ έμενε πάντα στο σπίτι. έτσι τον Ησαύ τον αγαπούσε πολύ ο πατέρας του, γιατί ταχτικά του έφερνε καλό κυνήγι, ενώ τον Ιακώβ τον αγαπούσε πολύ η μητέρα του, επειδή έμενε πάντα κοντά της και τη βοηθούσε.
Κάποτε, που ο Ησαύ γύρισε κουρασμένος και πεινασμένος από το κυνήγι, ζήτησε από τον αδελφό του, τον Ιακώβ, να του δώση ένα πιάτο από τη φακή, που είχε μαγειρέψει. Ο Ιακώβ όμως δε θέλησε να του δώση, αν δε δεχόταν ο Ησαύ να χάση το δικαίωμα της κληρονομίας του πατέρα του. Τόση ήταν η λαιμαργία του Ησαύ, ώστε δέχτηκε αυτή τη συμφωνία και για ένα πιάτο φακή πούλησε ένα τόσο σπουδαίο δικαίωμα που είχε.

Ο Ισαάκ ευλογεί τον Ιακώβ.

Πέρασαν χρόνια. Ο Ισαάκ γέρασε και τα μάτια του αδυνάτισαν. Μια μέρα φωνάζει τον Ησαύ και του λέει:
-«Παιδί μου, εγώ γέρασα πια και δεν ξέρω πότε θα ‘ρθη η ώρα να πεθάνω. Πήγαινε να μου φέρης ένα καλό κυνήγι, μαγείρεψέ μου το, καθώς μου αρέσει, και φέρτο μου, για να σ’ ευλογήσω πριν πεθάνω».
Ο Ησαύ άκουσε πρόθυμα κι έτρεξε στο κυνήγι.
Η Ρεβέκκα όμως άκουσε την παραγγελία. Φωνάζει λοιπόν ευθύς τον Ιακώβ και του λέει:
-«Πήγαινε, παιδί μου, στο κοπάδι και φέρε μου δυο κατσικάκια να μαγειρέψω, που αρέσουν στον πατέρα σου. Να του τα προσφέρης, για να σ’ ευλογήση πριν πεθάνη».
Ο Ιακώβ πήγε κι έφερε τα κατσικάκια και η μητέρα του τα μαγείρεψε. Έπειτα φόρεσε στον Ιακώβ τα ρούχα του Ησαύ. Μα ο Ιακώβ ήταν σπανός, ενώ ο Ησαύ ήταν πολύ τριχωτός. Τί κάνει λοιπόν; Του σκεπάζει το λαιμό και τα χέρια με το δέρμα των κατσικιών.
Έτσι ντυμένος ο Ιακώβ πήρε το φαγητό και πήγε στον πατέρα του:
-«Πατέρα!» του λέει.
-«Ποιός είσαι, παιδί μου;» ρώτησε ο Ισαάκ.
-«Εγώ ο Ησαύ είμαι. Σου έφερα το φαγητό, που σ’ αρέσει. Να φας και να μ’ ευλογήσης».
Ο Ισαάκ υποψιάστηκε, γιατί η φωνή που άκουγε δεν του φαινόταν σαν του Ησαύ.
-«Για έλα κοντά, παιδί μου», λέει στον Ιακώβ. Και αφού του ψαχούλεψε το λαιμό και τα χέρια, είπε:
-«Η φωνή είναι του Ιακώβ, όμως τα χέρια του Ησαύ».
Εν τούτοις έφαγε από τα φαγητά κι ευλόγησε τον Ιακώβ.
Μόλις ο Ιακώβ έφυγε από το δωμάτιο του πατέρα του, γύρισε ο Ησαύ φορτωμένος με κυνήγι. Μαγείρεψε τα φαγητά, που άρεσαν στον πατέρα του, και τα ‘φερε σ’ αυτόν, για να πάρη την ευλογία του. Ο Ισαάκ πολύ παραξενεμένος του είπε πως ο αδερφός του, ο Ιακώβ, του είχε φέρει κι εκείνος φαγητά και τον ευλόγησε. Ο Ησαύ λυπήθηκε πολύ και με δάκρυα παρακαλούσε τον πατέρα του να ευλογήση κι αυτόν. Τότε ο Ισαάκ αναγκάστηκε να ευχηθή και τον Ησαύ.

Ο Ιακώβ φεύγει στη Μεσοποταμία

Ο Ησαύ ήταν πάρα πολύ θυμωμένος με τον Ιακώβ και ήθελε να τον εκδικηθή. Γι’ αυτό η Ρεβέκκα συμβούλεψε τον Ιακώβ να φύγη στη Μεσοποταμία, κοντά στον αδελφό της τον Λάβαν και να μένη εκεί, ώσπου να περάση ο θυμός του αδερφού του. Ο Ιακώβ αναγκάστηκε με μεγάλη του λύπη, να φύγη και να παρατήση τους γονείς του και την πατρίδα του.
Περπατώντας ο Ιακώβ νυχτώθηκε στην ερημιά. Πήρε τότε για προσκέφαλο ένα λιθάρι και πλάγιασε να κοιμηθή. Βλέπει ένα παράξενο όνειρο: Μια «κλίμαξ» άρχιζε από τη γη κι έφτανε ως τον ουρανό. Σ’ αυτήν τη σκάλα άγγελοι ανέβαιναν και κατέβαιναν. Στην άκρη της σκάλας φάνηκε ο Θεός και είπε στον Ιακώβ:
-«Μη φοβάσαι, γιατί εγώ είμαι ο Θεός, των προγόνων σου, που θα δώσω στους απογόνους σου τη γη όπου κοιμάσαι και θα σε βοηθήσω να γυρίσης καλά σ’ αυτό το μέρος».
Τ’ όνειρο αυτό έκαμε μεγάλη εντύπωση στον Ιακώβ. Ξύπνησε ταραγμένος και συλλογίστηκε πως ο Θεός κατοικεί στο μέρος αυτό.
-«Ο τόπος αυτός είναι ιερός», είπε. Έκαμε λοιπόν την προσευχή του κι έβαλε σημάδι το λιθάρι που είχε για προσκέφαλο, για να χτίση εκεί ναό στο Θεό, όταν θα γύριζε.
Όταν έφτασε ο Ιακώβ στη Μεσοποταμία, έμεινε στου θείου του Λάβαν, που είχε δυο κόρες, τη Λεία και τη Ραχήλ. Ο Ιακώβ υπηρέτησε σα βοσκός στου Λάβαν δέκα τέσσερα χρόνια και τον καιρό αυτό παντρεύτηκε τις δυο κόρες του Λάβαν κι έκαμε απ’ αυτές δώδεκα παιδιά, που λέγονταν: Ρουβήν, Συμεών, Λευΐ, Ιούδας, Ισάχαρ, Ζαβουλών, Δαν, Νεφθαλείμ, Γαδ, Ασήρ, Ιωσήφ και Βενιαμίν.

Από το βιβλίο του:
ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ Ε. ΠΕΤΡΟΥΝΙΑ
ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ
Βιβλίο θρησκευτικών Γ’ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ
Οργανισμός Εκδόσεως Διδακτικών Βιβλίων – Αθήναι 1976

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Άρθρα, Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.