Οι τελευταίες στιγμές της Παναγίας Θεοτόκου Μαρίας – Ιωάννου του Γεωμέτρου -10ος αιώνας) (κείμενο και αρχείο ήχου, mp3).

Η Κοίμησις της Θεοτόκου

Ακούστε το επόμενο κείμενο, όπως αυτό «δημοσιεύθηκε» στο 160-ο τεύχος (Ιουλίου – Αυγούστου του 2016) του ηχητικού περιοδικού μας, Ορθόδοξη Πορεία.

Οι τελευταίες στιγμές της Παναγίας Θεοτόκου Μαρίας – Ιωάννου του Γεωμέτρου.mp3

Α.

Η Μητέρα του Θεού λοιπόν έδειξεν εις τούς Αποστόλους, όπου ήδη το εγνώριζαν, το σύμβολον της αναχώρησεώς της, τον φοίνικα, τους μετέδωσε επίσης ευλο­γία και ανάλογη παρηγορία και αφού τους ομίλησε περί της εξόδου της και τους προθυμοποίησε διά το κήρυγμα, τους εξέθεσε δι’ ολίγων ολόκληρη την οικονομία της αποστολής τους. Έπειτα ασπάσθηκε τον Πέτρο και τους άλλους Αποστόλους, «χαίρετε», λέγουσα, «τέκνα και φίλοι και μαθηταί του Υιού και Θεού μου και θεω­ρείτε εαυτούς μακάριους, όπου ηξιώθητε τοιούτου διδασκάλου και Δεσπότου και διακονίας τοιούτων μυστηρίων και της κοινωνίας των διωγμών και παθημάτων Του, διά να γίνετε κοινωνοί της δόξης και Βασιλείας Του».

Αφού τους ανήγγειλε περί των τελευταίων γεγονότων, τους εζήτησε να ψάλ­λουν τους επιταφίους ύμνους, ενώ Εκείνη άρχισε τις προς τον Θεόν ευχαριστίες της.

Η προσευχή της Θεοτόκου.

«Ευλογώ σε», έλεγε, «Δέσποτα και Θεέ και Υιέ του Θεού του προανάρχου Σου Πα­τρός και υιέ ιδικέ μου, της δούλης Σου, χάρις εις την φιλανθρωπίαν Σου. Ευλογώ σε, οπού μας λύτρωσες εκ της κατάρας και αντ’ αυτής μάς έδωσες την ευλογίαν. Ευλογώ σε τον αίτιον όλων των αγαθών μας, της ζωής, του φωτός, της ειρήνης, της δυνατότητος να γνωρίσωμε τον Πατέρα Σου και το συνάναρχόν Σου και ζωοποιόν Πνεύμα. Ευλογώ σε Λόγε, όπου ευλόγησες την γαστέρα μου κατοίκων εν αυτή δι’ ανεκφράστου τρόπου. Ευλογώ σε, όπου τοιουτοτρόπως μας αγάπησες ώστε και υπέρ ημών να σταυρωθείς και να αποθάνεις. Ευλογώ σε, όπου κατέστησες μακαρία την κοιλία μου και πι­στεύω ότι θα εκπληρωθούν και όλα τα άλλα, περί των οποίων μου έχεις μιλήσει.

Η παράδοξος κάθοδος του Χριστού.

Εις τούτα τα λόγια ακολούθησε ευθύς η παράδοξος κάθοδος του Υιού της, συνοδευομένου υπό των Προφητών, των Πατριαρχών και όλων των Δικαίων, προπορευόμενων των Αγγέλων και Αρχάγγελων και των λοιπών Αγγελικών δυνάμεων. Τότε ο αέρας και ολόκληρο το σπίτι γέμισε. Όλα εκείνα όπου η Παρθένος προεγνώριζε, τότε τα έβλεπε οφθαλμοφανώς, ενώ οι άλλοι έβλεπαν μέρος αυτών των θαυμασίων, ο καθείς αναλόγως της αγιότητός του. Έτσι η δευτέρα κατάβασις έγινε ενδοξοτέρα και φρικωδεστέρα της πρώτης, και προ­φανεστέρα δι’ όσους διέθεταν όραση πνευματική. Δεν ήσαν μόνον παρόντα τα κατώτερα αγγελικά τάγ­ματα και δυνάμεις, αλλά και αυτά ακόμη τα Σερα­φείμ και τα Χερουβείμ και οι Θρόνοι παρίσταντο μετά φόβου, ιεραρχικώς κατά τάξιν. Θεωρούσαν μετά φόβου όχι μικροτέρου (ίσως μεγαλυτέρου εκείνου θα έλεγα, αν επετρέπετο), εκπληττόμενοι διά την δευτέρα Αυτού κένωση και συγκατάβαση. Ό,τι έγινε άλλοτε προς χάριν ολοκλήρου του γένους των ανθρώπων, τώρα για μία μόνον ψυχή, για μία μόνον γυναίκα συντελείτο ένα τοιούτο θαύμα.

Η συνοδεία ήταν λαμπρά και πολυάριθμος, όπως άρμοζε διά την άφιξη του Δεσπότου και την αναχώρηση της Δεσποίνης, αλλά η θέασις των συντελουμένων, ως είπα ήδη, εγίνετο μόνον από τους καθαρθέντας, αν και η παρουσία του Δεσπότου ήταν ακατανόητος και εις αυτούς τους Μαθητάς και Αποστόλους που ήσαν πεπληρωμένοι από την δύναμη της κατοικούσης εις αυτούς χάριτος του Αγίου Πνεύ­ματος. Παρίστατο εκεί ο Χριστός με σώμα και μορφή πλήρως τεθεωμένη, λαμπροτέρα της αστραπής και της λάμψεώς της εις το Θαβώρ, αλλά μικροτέρα της φυσικής της λαμπρότητος, ενώ οι Απόστολοι ήσαν ωσάν νεκροί. Ο Κύριος ευθύς τους λέγει «ειρήνη υμίν», όπως άλλοτε όταν εισήλθε των θυρών κεκλεισμένων, εις τον ίδιον αυτόν οίκον όπου συνήχθησαν και τότε και τώρα, τον οίκον του Ιωάννου, όπου τότε τους συγκέντρωσε διά τον φόβον των Ιουδαίων και σήμερον τους συνήγαγε διά την γεννήσασα τον Κύριον, η οποία και κατοικούσε εις αυτόν μετά του ηγαπημένου και παρθένου μαθητού, του δευτέρου και θετού υιού της.

Ακούοντες οι Μαθηταί αυτήν την γλυκεία, την πραεία και γνώριμο φωνή, ανέλαβαν θάρρος εις το σώμα και εις την ψυχή και, όσο τους ήτο δυνατόν, ύψωσαν τα μά­τια τους ως προς τον δίσκον του ηλίου, την ώρα όπου Εκείνος χαμήλωνε ολίγο την λα­μπρότητα της ανατολής Του και τους περιέλαμπε μετά φωτισμού μετριοτέρου.

Αλλά ας σταθούμε ολίγον εις τα επι­θανάτια Αυτής. Η ψυχή της ευρίσκεται σε μία συγκίνηση πελώρια και σχεδόν σκιρτά και προφθάνει ασυγκράτητος και σπεύδει να απομακρυνθεί από του σώματος ώστε το γρηγορότερον να ευρεθεί μετά του Υιού της και να προσπέσει εις τας χείρας Του και να αναχωρήσει μετ’ Αυτού. Πώς ήτο δυ­νατόν να υπομείνει την χαράν αυτήν, όπως την λύπην τον καιρόν του Πάθους, και πώς εμείς να μην επιθυμούμε να ειπούμε πως αυτή δεν πέθανε, αν και δεν το λέγομεν αυτό για να μην πούμε καινοφανή διδάγματα.

Εδάκρυσε, και πάλι έγινε ανωτέρα των δακρύων από την μεγάλη ευτυχία και το παράδοξο θέαμα, βλέπουσα μετά σώματος Εκείνον, όπου ολίγο παλαιότε­ρον τον είδε να σύρεται, να καθυβρίζεται και να κτυπάται, και ενώ περιεβάλλετο υπό τόσων μυριάδων Αγγέλων, υπό τόσης λαμπρότητος και τόσης δόξης. Έβλεπε το πρόσωπον και την μορφήν Εκείνου, του άλλοτε εμπαιζομένου και καταπτυομένου, του περιβαλλομένου την πορφυράν χλαίναν της εντροπής, να περιβάλλεται τώρα με τόσην αξία και λαμπρότητα. Αυτόν όπου δεν είχεν είδος ουδέ κάλλος, τώρα να αστράπτει από το κάλλος της καλλοποιού θεότητός Του, τον άλλοτε νεκρόν όπου κατεδικάσθη ως αντίθεος, τον έβλεπε Θεόν και Βασιλέα και Κριτήν των πάντων, αθάνατον και ανίκητον. Ω, πώς διεμοιράζετο και πάλι με­ταξύ των αντιθέτων, όπως και εν τω καιρώ της Σταυρώσεως. Το δράμα την εγέμιζεν ευφροσύνη, υπερέχαιρεν η ψυχή της, αλλά συνεστέλλετο αναχωρούσα προς εκείνη την δόξα και λαμπρότητα.

Τώρα πλέον δοξολογούσε περισσότερο από πριν Εκείνον όπου την εδόξασε. Προσηύχετο διά τους Αποστόλους και για όλους τους παρόντας, ικέτευε για τους απανταχού πιστούς ή μάλλον υπέρ παντός του κόσμου και αυτών ακόμη των εχθρών και των σταυρωτών. Ζητούσε να λάβει από τον Δεσπότην κάποιο λόγον ή κάποιο σημείον ως εγγύηση της σωτηρίας τους, απλώνουσα ικετευτικώς τα χέρια εκείνα με τα οποία Τον ενηγκαλίζετο, κινούσα την γλώσσαν εκείνη και τα χείλη με τα οποία Τον ησπάζετο, υπενθυμίζουσα τον θηλασμόν Του, και κλαίουσα από ευτυχία, έκαμε το παν, μιγνύουσα αποχαιρετιστήριους λόγους και προσευχές. Τότε αρχίζουν την υμνωδία οι Άγγελοι και όλοι μένουν ακίνητοι και εκστατικοί, όχι από φόβο αλλά από χαρά, οι Απόστολοι αντιφωνούν με την δική τους ψαλμωδία, και έτσι, περνώντας από το πανάγιον στόμα η υπεραγία ψυχή της, ωσάν σε ύπνο, παραδίδεται εις τον Υιόν της, διαφεύγουσα τις ωδίνες του θανά­του, όπως τις διέφυγε και κατά την γέννηση ή μάλλον με την ίδια και μεγαλυτέρα χαρά και όπως τότε, όταν ανεκφράστως προήρχετο εξ
αυτής ο Υιός και Θεός της, και τώρα όπου αυτή εξήρχετο προς τον Θεόν ο οποίος παρίστατο όχι μόνο νοερώς αλλά και αισθητώς.

Ευθύς, όλοι οι Άγγελοι και μερικές άλλες αγγελικές δυνάμεις άρχισαν να ψάλλουν, και μετά του πνεύματος μεν εξήρχετο κάποια άφθονος και ανεξήγη­τος ευωδία, ενώ το σώμα περιεβάλλετο από πλούσιο και απλησίαστο φως, ώστε και ο αέρας γέμισε από ήχους και άσματα, περισσότερο όμως από την ευχάριστον ευωδία, το δε σώμα ακτινοβολούσε από παντού, ώστε να γίνεται κάπως αθέατο. Έτσι λοιπόν διαμοιράζονται την Παρθένον, οι μαθηταί και ο Διδάσκα­λος, τα επίγεια και τα ουράνια, όπως και μετ’ ολίγον ο ουρανός και ο παράδει­σος. Ο Κύριος και τα περί αυτόν λειτουργικά πνεύματα έλαβαν την ψυχή, ενώ οι μαθηταί το σώμα.

***

Β.

Οι επικήδειοι ύμνοι των Αποστόλων.

Πάλιν άρχισαν οι ιερές υμνωδίες και θεολογίες των Αποστόλων, στις οποίες επεδίδετο ο καθείς χωριστά ή και όλοι από κοινού. Ο Πέτρος και ο Παύλος καλούσε ο ένας τον άλλον διά την προσευχή και αγωνίζοντο μεταξύ τους ποιος θα δώσει την τιμή της πρωτοκαθεδρίας εις τον άλλον. Ο Παύλος τελικώς επιβάλλεται, ο Πέτρος πείθεται και λαμβάνει την πρώτη θέση και αρχίζει την προσευχή. Έτσι λοιπόν, ο Πέ­τρος, ως κορυφαίος των Αποστόλων, προεξήρχε όχι μόνο της προσευχής αλλά και της υμνωδίας, ενώ συνυπηχούσε και ο υπόλοιπος χορός των μαθητών. Αυτή ήταν η κοινή τους υμνωδία, υπήρχε όμως και ιδιαίτερος ύμνος οπού τον απηύθυνε ο καθέ­νας χωριστά. Εκ νέου, μετά από όλους τους ιεράρχας όπου ακολούθησαν τους θεο­λόγους, ο ιερός και μέγας Ιερόθεος, ηγέρθη εις το μέσον όλων, όχι μόνον διά των λό­γων, αλλά και διά των νοημάτων, εξήλθε εαυτού για να μετάσχει εις την μετάσταση.

Αυτή ήταν η ευταξία και η ευρυθμία των επικήδειων ύμνων. Ποιος όμως λό­γος θα ημπορούσε να εκφράσει την λύπη και τον πόθο του μεγάλου πλήθους, την τιμή όπου ήθελαν να εκδηλώσουν, με τα δάκρυά τους, με τον ζήλον τους, και προ­παντός το μέγα πλήθος των θαυμάτων; Οι Απόστολοι ευρίσκοντο πολύ πλησίον και περιέβαλλον τον κράββατο, εγγίζοντες άλλος εκείνο το μέλος, ενώ όλοι την κατησπάζοντο πανευλαβώς. Μετά από αυτούς, ήταν ο κύκλος των πρώτων μαθητών και των μαθητριών. Ο τρίτος κύκλος απετελείτο από άνδρες και γυναίκες και όλοι όσοι είχαν κάποια μεγαλυτέρα οικειότητα ή ευλάβεια προς την Παναγία.

Ακολούθησαν όλοι οι ευσεβείς με την ίδια πίστη και αρκετοί Έλληνες και Ιουδαίοι, εκ των οποίων άλλοι περιγελούσαν και άλλοι εθαύμαζον. Όλοι, ώς ένας ποταμός, με μία μόνη εκβολή, συνέρρεαν και περιέβαλλαν την κλίνη, συνωθούμενοι και αλληλοαπωθούμενοι, όπως τα πλοία μέσα σε μία λίμνη μάλλον, παρά εις ένα κυματοφόρο πέλαγος.

Οι Απόστολοι έψαλλαν τους επικηδείους ή προπεμπτηρίους ύμνους, ενώ όλοι από κοινού ανέπεμπον προς την Παναγία παρακλήσεις. Εις τους ύμνους ανεμιγνύετο ο θαυμασμός και γι’ αυτό εις τα δάκρυα εμιγνύοντο δάκρυα, εις τα δάκρυα του χωρισμού τα δάκρυα της χαράς, εις τα δάκρυα της αναχωρήσεως τα δάκρυα της ευχαριστίας. Καθένας όπου είχε μία ευχή ή μία συμφορά ή και τα δυό, ήθελε να εγγίσει τα πόδια του αχράντου εκείνου σώματος, γιατί δεν τολμούσαν να ασπασθούν κάποιο άλλο από τα μέλη της. Ως δεύτερο σημείο όπου θα ημπορούσαν να ασπασθούν, ήταν κάποιο από τα υφάσματα που την εκάλυπταν ή και αυτή την κλίνη, ενώ άλλοι αναγκάζοντο να αρκεσθούν μόνον εις την θέα της ή και της προσκυνήσεώς της, όπως οικονομείτο ο καθείς από την Παναγία.

Η αφή, πολλές φορές δε και μόνη η θέα και η προσκύνησις, εγίνοντο αφορμή εκπληρώσεως των αιτημάτων της προσευχής και θεραπείας κάθε ασθενείας, όχι μόνον του σώματος αλλά και της ψυχής. Οφθαλμοί τυφλών, ώτα κωφών, πόδια χωλών και εις άλλους άλλα μέλη εθεραπεύθησαν και όσοι ήσαν εμπεπλεγμένοι εις όλες τις συμφορές εχάρισεν όλα τα καλά. Έδιδε την υγεία και εις όσους ήσαν άρρω­στοι ψυχικά και ευεργετούσε πλουσιοπαρόχως τους ψυχικώς υγιείς, θεραπεύουσα τους πρώτους και αγιάζουσα τους δεύτερους. Αυτά απελάμβαναν οι άνθρωποι κατά την Μετάσταση της Παναγίας.

Η άψυχος όμως κτίσις τί εδέχετο; Όπως και κατά το Πάθος του Υιού της συνεταράσσετο επειδή δεν το υπέφερε, έτσι και τώρα εκ του αντιθέτου, επί τη Μεταστάσει αγάλλετο και υπερέχαιρε. Ο αέρας και ο ουρανός ήσαν λαμπρότεροι και χαριέστεροι του συνήθους. Ο πρώτος διεστέλλετο λόγω της αγαλλιάσεώς του επί τη αναχωρήσει και τη αναβάσει της ψυχής, ενώ  δεύτερος από μακρόθεν άνοιγε τις πύλες συναγαλλόμενος, επειδή θα εγίνετο κατοικία αυτής της ψυχής, και οι δυό συγχρόνως καθαγιάζοντο. Ομοίως ετιμάτο και η γη, όχι μόνον επειδή η Παναγία ήταν δικός της κάτοικος, αλλά και διά την ταφή και την κατάθεση του σκήνους εκαυχάτο, επειδή έγινε δοχείον του θεοδόχου σώματος. Αλλά και το νερό δεν υστε­ρείτο της ευλογίας, γιατί και αυτό αγιάζετο επειδή εχρησιμοποιείτο. Μήπως είχε ανάγκη καθαρισμού εκείνο το σώμα; Όμως, όπως ο Υιός της καθάριζε το νερό που εχρησιμοποιούσε διά της αγιότητός Του, έτσι εγίνετο και με την απόνηψι την ιδικήν της. Έτσι το νερό που χρησιμοποιούσε η Παναγία όχι μόνο καθάριζε και εγί­νετο πάναγνο, άλλα
και διά τους άλλους καθίστατο λούσμα αγιαστικόν.

Ετοιμασία του σκηνώματος για τον ενταφιασμό.

Τί έγινε στην συνέχεια; Το σώμα τυλίσσεται σε σινδόνα και αρωματίζεται, όπως άλλοτε και του Υιού της, υπό διακονισσών παρθένων που είχαν σώματα και ψυχές αγνότατες, και οι οποίες, διακονούσαι μυσταγωγικώς την ευπρέπειαν της Πα­ναγίας, ευπρεπίζοντο και αγιάζοντο ψυχικώς οι ίδιες υπ’ Αυτής. Έτσι η Παναγία, που είναι η κλίνη του Βασιλέως Χριστού, εναπετέθη εις την κλίνη. Τότε την περι­κυκλώνουν οι δυνατοί, όχι μόνον εξήκοντα, αλλά όλοι οι χοροί των Αποστόλων και των μαθητών, όλοι οι ισχυροί τω πνεύματι. Ανάπτουν λαμπάδες και χύνουν μύρα εις την νοητή λαμπάδα που μας φωτίζει όλους, εις την χρυσή λυχνία, εις την ευω­δία του ανθρωπίνου γένους. Έτσι φωτίζεται και ευωδιάζεται ο οίκος, ενώ και πάλι προστρέχουν τα πλήθη, ή μάλλον ολόκληρο το σπίτι γίνεται φως, ένα πνεύμα, μία ευωδία, από την λάμψη και ευωδία που εκπέμπει το σώμα. Το σπίτι είναι μέσα εις την αγαλλίαση και δοξάζεται περισσότερο από τα θαύματα, διότι τώρα πλέον, όχι μόνον εκείνοι που εγγίζουν το σώμα ή την κλίνη, αλλά και όσοι εγγίζουν μετά πίστεως
τους τοίχους του σπιτιού και ζητούν την δύναμη της Παναγίας, λαμβάνουν την θεραπεία κάθε πάθους και ασθενείας τους.

Η ταφή.

Κατόπιν μεταφέρεται το υπερουράνιο εκείνο σώμα, που εβάστασε την αχώ­ρητο εκείνη φύση και εδέχθη τον απερίγραπτο, η έμψυχος εκείνη κιβωτός, όχι διά των χειρών των ιερέων, όπως η κιβωτός της Παλαιάς Διαθήκης, αλλά διά των χειρών και των ώμων ιεραρχών και Αποστόλων, δι’ ανθρώπων επί της γης και Αγγέλων εκ των ουρανών, ψαλλόντων τα επικήδεια άσματα, ή μάλλον διά να κυριολεκτή­σωμε, έψαλλαν νικητήρια και επιτάφια και επιθαλάμια άσματα, επειδή είχε ήδη κερδίσει την νίκη εφ’ όλης της φύσεως και εβασίλευεν εφ’ όλης της κτίσεως.

Η Παναγία κατέβαινε εις την γη, υποχωρούσα εις τον νόμο της φύσεως, αλλά, όπως ήτο υπεράνω της φύσεως, μετέβαινε πλησίον του Υιού και Νυμφίου της, εις τον εκεί ευρισκόμενον θείον θάλαμον, που είναι άβατος εις τους άλλους, ενώ οι Άγγελοι την συνόδευαν εις τον επουράνιο Θρόνο του Θεού, Αυτήν που είναι ο εν σαρκί θρόνος Του, εις τα άνω βασίλεια την βασίλισσαν των πάντων. Έψαλλον ύμνους υποδοχής, εκραύγαζον δοξολογίες, υπεβάσταζαν την κλίνη και εγέμιζαν τον αέρα με πνοές αγνές και ευώδεις, σκιάζοντες γύρωθεν την Αγία των Αγίων, την αιτία της συγχωρήσεως πάντων, το φρικτό μυστήριο, το νέον εργαστήριον, που ηνώθησαν η θεία και η ανθρώπινη φύσις.

Από το έργο: «Ο ΒΙΟΣ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ» (Απόδοση στην νεοελληνική από τους πατέρες της Ι.Μ. Χρυσοποδαριτίσσης Πατρών)

Η/Υ ΠΗΓΗ:
Πεμπτουσία.gr, Α. μέρος, 13 Αυγούστου 2013.

Πεμπτουσία.gr, Β. μέρος, 15 Αυγούστου 2013.

Παράβαλε μεταξύ των άλλων και:
15 Αυγούστου, η Κοίμησις της Θεοτόκου – τα Λειτουργικά Αναγνώσματα της εορτής.
15 Αυγούστου, η Κοίμησις της Θεοτόκου: Ηλία Μηνιάτη – Λόγος εις την Κοίμησιν της Θεοτόκου, υμνολογική εκλογή.
Η Κοίμησις της Θεοτόκου: Συναξάριον, Αγ. Λουκά Αρχ. Κριμαίας – Λόγος εις την Κοίμησιν της Υπεραγίας Θεοτόκου.
Του Οσίου Πατρός ημών Ιωάννου του Δαμασκηνού – Εγκωμιαστικοί λόγοι εις την Κοίμησιν της Υπεραγίας Θεοτόκου.
Λόγος εις την Πάνδοξον Κοίμησιν της Υπεραγίας Δεσποίνης ημών και Παναχράντου Θεοτόκου Μαρίας – Αγ. Νικολάου του Καβάσιλλα.
Η ΚΟΙΜΗΣΙΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ – Ιωάννου Φουντούλη, αειμνήστου Καθηγητού του Α. Π. Θ.
Του Οσίου Πατρός ημών Νικοδήμου του Αγιορείτου – ερμηνεία εις τους κανόνας της Κοιμήσεως της Υπεραγίας Θεοτόκου.
Λόγος εις την Κοίμησην της Υπεραγίας Θεοτόκου – Αγ. Γρηγορίου του Παλαμά.
Πατερικά «άνθη» στην Κοίμηση της Θεοτόκου.

Εγκώμιον εις την κοίμησιν της αγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου – του εν Αγίοις Πατρός ημών Θεοδώρου του Στουδίτου.
«Επί σοι Χαίρει, Κεχαριτωμένη. Πάσα η κτίσις» – Φώτη Κόντογλου (κείμενο και αρχείο ήχου, mp3).

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Αρχεία ήχου και εικόνος (video), Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά, Το ηχητικό περιοδικό μας - Ορθόδοξη Πορεία. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.