Ο οσιομάρτυρας Δημήτριος Γκεόργκιεβιτς Κλεβτσώφ και, Επίλογος – Π. Νικολάου Ντονιένκο.

Ο Δημήτρης γεννήθηκε κοντά στο Μπερντιάνσκ, στο χωριό Νοβοβασίλιεφκα. Ήταν ευσεβής και ζούσε ζωή ειρηνική, σύμφωνα με το λόγο του Θεού και τις εντολές του Ευαγγελίου. Όλους τους αγρότες τους διέκρινε η ευλάβεια, τον Δημήτρη όμως ιδιαίτερα. Όλη του τη ζωή είχε οδηγό και τιμόνι την πίστη. Παντρεύτηκε μια συγχωριανή του, την Ειρήνη. Ο Θεός τους χάρισε παιδιά, αλλά οι γέννες της Ειρήνης ήταν δύσκολες και κάποια στιγμή άρχισε να δυσανασχετεί. Έτσι σε κάποια εγκυμοσύνη της μπήκε ο λογισμός να κάνει έκτρωση και άρχισε επίμονα να ζητά να την πάνε στην πόλη, στο νοσοκομείο. Ο Δημήτρης την παρακαλούσε, την ικέτευε να μην κάνει το έγκλημα αυτό, γιατί για έναν ορθόδοξο χριστιανό μια τέτοια ενέργεια δεν είναι τίποτα άλλο παρά έγκλημα, παιδοκτονία. Η Ειρήνη δεν μπορούσε να ηρεμήσει, ο λογισμός τη βασάνιζε διαρκώς.

Κάποιο βράδυ είδε ένα όνειρο που την συντάραξε τόσο πολύ, ώστε ο λογισμός έφυγε μια για πάντα από το μυαλό της. Μέσα στο αχνοφέγγισμα της μέρας, παρουσιάστηκε μπροστά της ένας στάρετς που η όψη και όλο το παρουσιαστικό του είχαν μια ιδιαίτερη μεγαλοπρέπεια και επιβλητικότητα. Την οδήγησε σ’ ένα δρόμο και της έδειξε απ’ τη δεξιά πλευρά πλήθος νεογέννητα παιδάκια που κοιμούνταν ήσυχα, σαν μικρά αγγελούδια. Γύρισαν και στην αριστερή πλευρά, αλλά εκεί το θέαμα ήταν φρικτό. Πλήθος μικρά παιδάκια, κρεμασμένα ανάποδα, που ούρλιαζαν ασταμάτητα. «Δες, της είπε ο Στάρετς, για τα παιδάκια αυτά που βλέπεις ήσυχα και έτσι ειρηνικά να κοιμούνται, προσεύχεται Εκκλησία, ενώ για εκείνα τα δύστυχα απ’ την αριστερή πλευρά δεν προσεύχεται κανείς, γι’ αυτό και ουρλιάζουν έτσι». Το πρωί η Ειρήνη διηγήθηκε συγκλονισμένη το όνειρο στον άνδρα της κα από τότε έπαψαν πλέον οι συζητήσεις για το ταξίδι στην πόλη. Απέκτησαν 14 παιδιά, από τα οποία επέζησαν 9 αγόρια και 3 κορίτσια.

Ο Δημήτρης πολέμησε στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο και μετά την επιστροφή του ασχολήθηκε με την οικογένειά του και τους αγρούς του. Η ζωή τους κυλούσε ειρηνικά και ευτυχισμένα και τίποτε δεν προμήνυε τη θύελλα που θα ακολουθούσε. Η ζοφερή ομίχλη της επανάστασης, όμως, δεν άργησε να τυλίξει και το χωριό του. Οι μπολσεβίκοι κατείχαν καλά την τέχνη να σπέρνουν τη διχόνοια και το μίσος ανάμεσα στους ανθρώπους. Στο ήσυχο ως τότε χωριό επικράτησε χάος. Ο Δημήτρης χαρακτηρίστηκε «αντιδραστικό και κοινωνικά μη αποδεκτό στοιχείο». Η εργατικότητα και η πρόοδός του στον αγροτικό τομέα προκάλεσαν τη ζήλεια κάποιων συγχωριανών του, που μετά από λίγο καιρό μετατράπηκαν σε πολιτικούς του αντιπάλους. Η καθημερινή εμπάθεια, η ζήλεια και το μίσος απέκτησαν ιδεολογική βάση και κρατική υποστήριξη.

Η εξουσία των κλοχόζ8 του πήρε τη γη και τα ζωντανά, αφήνοντάς τον χωρίς δουλειά, και με την τελεσίγραφη απειλή, πως μόνο αν απαρνηθεί την πίστη του θα τον δεχτούν ως εργάτη στα κολχόζ. Διαφορετικά, του είπαν, θα χαθείς και συ και όλη σου η οικογένεια, και αιτία θα είναι το πείσμα σου και μόνο. Η πίεση από τη σύζυγό του και τους συγγενείς ήταν τεράστια. Προσπαθούσαν απεγνωσμένα να βρουν μια γέφυρα ανάμεσα στην συνείδησή τους και στις απαιτήσεις των αρχών. Για τους περισσότερους όμως από τους αγρότες, που δεν είχαν χάσει την πίστη τους, το να μπουν για δουλειά στα κολχόζ με τους όρους που έβαζαν ήταν συνώνυμο με την αμαρτία, ήταν πράξη αντίθετη και με την συνείδησή τους και με το θέλημα του Θεού.

Πριν από τη μεγάλη θλίψη και τους διασυρμούς, οι Κλεβτσώφ αξιώθηκαν της παρακάτω εμπειρίας: Ένα βράδυ, ο Δημήτρης και η γυναίκα του προσεύχονταν γονατιστοί στο σπίτι τους μπροστά στα εικονίσματα. Η Ειρήνη είδε τότε σαν σε όραμα να μπαίνει στην αυλή τους ένα κάρο. Απ’ αυτό κατέβηκαν άνδρες με δερμάτινα σακάκια, αγριεμένοι, που με ορμή έβγαλαν την πόρτα από τους μεντεσέδες και όρμησαν μέσα στο σπίτι. Αναποδογύρισαν τον κουβά με το νερό στο διάδρομο, έκαναν άνω κάτω όλο το σπίτι και στο τέλος έβγαλαν τα παιδιά και τα υπάρχοντά τους. Η Ειρήνη τα έβλεπε όλα αυτά τρομαγμένη και μη έχοντας κουράγιο να αντιδράσει. Το μόνο που κατάφερε να κάνει ήταν να σπρώξει τον άνδρα της, φωνάζοντάς του να σταματήσει να προσεύχεται και να κάνει κάτι για να τους σταματήσει. Ο Δημήτρης βυθισμένος στην προσευχή ούτε που έδωσε σημασία στα όσα του έλεγε. Συνέχισε με πίστη να προσεύχεται και όταν τελείωσε την προσευχή της είπε: «Πήγαινε, ολιγόπιστη, και δες…».

Η Ειρήνη σαστισμένη από τη στάση του άνδρα της, κατάφερε επιτέλους να σταθεί σα πόδια της και τρομαγμένη έτρεξε στα παιδιά. Τα βρήκε να κοιμούνται ήσυχα στα κρεβάτια τους. Η πόρτα ήταν στη θέση της και κλειστή, ο κουβάς γεμάτος νερό στην άκρη του διαδρόμου και δεν υπήρχε το παραμικρό ίχνος ακαταστασίας σ’ όλο το σπίτι. Το μόνο που μαρτυρούσε την εμπειρία της, ήταν τα γδαρσίματα στο μπράτσο του Δημήτρη, που τα είχε κάνει με τα νύχια της, πάνω στον τρόμο και την αγωνία της. Μετά το περιστατικό αυτό, η Ειρήνη σε όλη της τη ζωή, υιοθετώντας τον χαρακτηρισμό του άνδρα της, αυτοαποκαλούνταν «ολιγόπιστη».

Έφτασε το 1929, η χρονιά των μεγάλων μεταρρυθμίσεων. Ο λαός λύγισε. Η χρονιά αυτή ήταν μοιραία για τον Δημήτρη. Τον συνέλαβαν και τον καταδίκασαν οι ίδιοι οι συγχωριανοί του. Στη δίκη ο δικαστής του έθεσε πάλι το ίδιο δίλημμα: «Αν απαρνηθείς την πίστη και μπεις στο κολχόζ, ούτε θα σε δικάσουμε, αλλά και δουλειά θα σου δώσουμε και μάλιστα σε διοικητική θέση». Ο Δημήτρης όμως απάντησε με παρρησία: «Με δικάζετε λοιπόν για την πίστη μου; Έ, λοιπόν, είμαι πανέτοιμος για τέτοια δίκη. Δεν πρόκειται να δουλέψω για τον αντίχριστο. Αντίχριστοι είστε εσείς και οι πράξεις σας». Δεν χρειάζονταν παραπάνω στοιχεία για να καταδικαστεί. Χαρακτηρίστηκε ως εχθρός του λαού και καταδικάστηκε σε δέκα χρόνια.

Τα μαρτύρια της οικογένειας Κλεβτσώφ.

Στη συνέχεια οι αρχές του κολχόζ ανάγκασαν την Ειρήνη να υπογράψει ένα χαρτί, ότι αφήνει στην εξουσία τους το σπίτι και τη μοναδική αγελάδα που είχε. Προσπάθησε να αρνηθεί και την απείλησαν πως αν δεν φύγει από μόνη της, θα την πετάξουν με τη βία έξω – γυναίκα ενός «εχθρού του λαού» δεν έχει καμία θέση μέσα στο σπίτι. Σύντομα η απειλή υλοποιήθηκε. Όταν τους είδε η Ειρήνη, έπεσε στο κρεβάτι μαζί με τα τριών μηνών δίδυμά της, ενώ τα άλλα παιδιά, μη μπορώντας να καταλάβουν τι συμβαίνει, διαισθανόμενα όμως τον κίνδυνο, μαζεύτηκαν γύρω της. Μάταια έλπιζε πως θα λυπηθούν τα παιδιά και θα τους αφήσουν. Δυστυχώς η νέα ηθική, που φώτιζε μέσα από τις λάμπες του Λένιν, είχε ολοκληρωτικά διαβρώσει τη συνείδησή τους. Έτσι, η Ειρήνη και τα παιδιά βρέθηκαν στο δρόμο, μέσα στον παγωμένο Νοέμβρη που αποχαιρετούσε το χρόνο, παίρνοντας μαζί του και τις πιο αχνές ελπίδες τους.

Το κρύο τρυπούσε βασανιστικά το κορμί τους, αλλά δεν ήταν τίποτε μπροστά στην παγωνιά που έζωσε την ψυχή τους, όταν αντίκρισαν τους μεθυσμένους κομσομόλ κάτω από τους ρυθμικούς ήχους του ακορντεόν να καταλαμβάνουν, γλενττώντας και χορεύοντας, το σπίτι τους. Κανείς από τους χωρικούς δεν τολμούσε να βάλει στο σπίτι του την «οικογένεια του εχθρού». Κάτι τέτοιο, θα τραβούσε πάνω τους τα μάτια της σταλινικής εξουσίας και θα πλήρωναν ακριβά την καλοσύνη ή τον οίκτο τους. Περιπλανήθηκαν απελπισμένοι ως την άκρη του χωριού. Μια τυφλή και φτωχή γριά, ξεχασμένη από τον χρόνο και τους ανθρώπους, τους έβαλε στη φτωχή καλύβα της. Είχαν τουλάχιστον μια στέγη πάνω απ’ το κεφάλι τους, αν και με την πρώτη παγωνιά καλύφθηκε ολόκληρη με πάχνη. Οι συνθήκες ήταν ιδιαίτερα δύσκολες. Η ζωή τους έδειχνε το πιο σκληρό της πρόσωπο.

Πέρασαν μερικές εβδομάδες. Σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να βρει κάποια διέξοδο, για να μην πεθάνουν από την πείνα τα παιδιά της, η Ειρήνη πήγε στην πόλη, ελπίζοντας να μπορέσει να αποκαταστήσει την αλήθεια. Την πήγαν σ’ έναν νομικό που τη συμβούλεψε να γράψει επιστολή έφεσης. Έδωσε έτσι και τα τελευταία τρία ρούβλια που της είχαν απομείνει και ξεκίνησε με τα δίδυμα αγκαλιά να πάει στο Χάρκοβο, την τότε πρωτεύουσα της Ουκρανίας και να συναντήσει τον Γενικό Γραμματέα της Κ.Ε. της Ουκρανίας, τον Γ. Ι. Πετρόφσκι. Δεν χρειάστηκε να μπει στη σειρά. Το παρουσιαστικό της προκαλούσε τέτοιο οίκτο, που όλοι παραμέρισαν όταν εμφανίστηκε. Ο Πετρόφσκι τη δέχθηκε «με ιδιαίτερη χαρά». Ήταν πλέον καθαρά θέμα συνήθειας επαγγελματικής να υποδέχεται με «χαρά, την εργατική αγροτιά. Διάβασε την επιστολή και στηρίζοντας το κεφάλι στα χέρια του, τη ρώτησε:

-Τί ζητάτε;

-Να μου επιστρέψουν το σπίτι και την αγελάδα, ψιθύρισε η Ειρήνη.

Πάνω στην επιστολή ο Πετρόφσκι σημείωσε ενυπόγραφα, να αποκατασταθεί άμεσα η σοσιαλιστική δικαιοσύνη και στη συνέχεια τη ρώτησε αν είχε τα χρήματα για να επιστρέψει. Πετώντας το προσωπείο της προσποιητής χαράς, με ανθρώπινη πια φωνή, βάζοντας στα χέρια τα χρήματα για την επιστροφή, την προέτρεψε να γυρίσει κοντά στα παιδιά της.

Η Ειρήνη γυρνώντας πίσω, παρέδωσε το πολύτιμο χαρτί στο τοπικό σοβιέτ του χωριού. Ο πρόεδρος το διάβασε ανόρεχτα και το έριξε στο συρτάρι του, χωρίς να πει κουβέντα. Μόλις κατά την άνοιξη έδωσε στην Ειρήνη ένα δωμάτιο σ’ ένα εγκαταλελειμμένο σπίτι και, αντί για την αγελάδα, ένα ασθενικό άλογο που μετά από λίγο ψόφησε. Ήταν αδύνατο να μείνει πλέον στο χωριό. Η διαδικασία της κολεκτιβοποίησης είχε υποσκάψει τελείως τη ζωή των χωρικών. Οι αγρότες, εγκαταλείποντας τα σπίτια που έζησαν οι παππούδες και οι γονείς τους τη γη που καλλιέργησαν και τους έθρεψε για χρόνια και χρόνια, παραπατώντας από την πείνα, κατέφευγαν στις πόλεις να δουλέψουν στα εργοστάσια και στις οικοδομές για να μπορέσουν να συντηρηθούν.

Πήγε λοιπόν και η Ειρήνη στην πόλη μαζί με τα παιδιά της. Μα ποιος να δώσει δουλειά σε μια ταλαίπωρη πολύτεκνη μάνα; Τριγυρνούσε άπρακτη, χωρίς κάτι να καταφέρνει. Πάνω στην απελπισία της άφησε μια μέρα τους δυο γιούς της, τον Λεωνίδα και τον Αλέξανδρο, έξω από ένα μαγαζί να ζητιανεύουν. Δεν τους ξαναβρήκε και κανείς ποτέ δεν έμαθε τι απέγιναν. Ποτέ δεν συγχώρησε η Ειρήνη τον εαυτό της για την πράξη αυτή και βασανιζόταν σ’ όλη την υπόλοιπη ζωή της.

Ο άλλος γιος της, ο Δημήτρης, ο συνονόματος του πατέρα του, με προτροπή της μητέρας του πήγε στο ορφανοτροφείο λέγοντας πως είναι ορφανός και παρακαλούσε να τον κρατήσουν μήπως και καταφέρει έτσι να επιβιώσει. Δεν τον πίστεψαν στην αρχή, τον χτυπούσαν αλύπητα μέχρι να πει το επίθετό του, μα εκείνος δεν άντεξε, ώσπου πήρε καινούργιο επίθετο, Αντόνωφ. Η ζωή όμως εκεί μέσα ήταν κάτι σαν φυλακή. Κάποια μέρα, μη αντέχοντας άλλο, το έσκασε από τους «ευεργέτες» του και άρχισε να περιπλανιέται στους δρόμους. Καταπεινασμένο τον συνάντησε ένα άγνωστο ζευγάρι και του πρότεινε να δειπνήσουν μαζί. Του φάνηκε παράξενη η πρόταση, αλλά το στομάχι του δεν του άφηνε περιθώρια να αρνηθεί μια τέτοια «ευκαιρία». Τους ακολούθησε στο σπίτι τους, όπου αντί για δείπνο του ζήτησαν να ξεντυθεί. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι γίνεται, διαισθανόταν όμως έντονα πως πρόκειται για κάτι κακό. Κάποια στιγμή, τους άκουσε να λένε μεταξύ τους: «Αδύνατος είναι, όλο κόκκαλα, ελάχιστο κρέας…». Τότε κατάλαβε, πως το γεύμα ήταν ο ίδιος και το έβαλε στα πόδια.9 Κατάφερε να τους ξεφύγει, αλλά στο ορφανοτροφείο δεν ξαναγύρισε. Τα ίχνη του χάθηκαν οριστικά στα χρόνια του πολέμου.

Αλλά και τα υπόλοιπα παιδιά, που έμειναν κοντά στη μητέρα τους, επιβίωσαν με δυσκολία. Πείνα, ψείρες, μα το χειρότερο ο διαρκής φόβος που σύγχυζε το μυαλό και τους ακολουθούσε παντού.

Η ομολογία, τα βασανιστήρια και το τέλος του νεομάρτυρα Δημητρίου.

Ο Δημήτρης Κλεβτσώφ εξορίστηκε στα Σολοφκί.10 Ήταν τότε γύρω στα 45. Απ’ την πρώτη στιγμή έζησε στο απόλυτο μεγαλείο της την ανθρώπινη κακία, τους εξευτελισμούς και τις ταπεινώσεις. Με πραότητα και ταπείνωση υπέμεινε συνεχώς, χωρίς να χάνει την ψυχική και πνευματική του δύναμη. Συνηθισμένος από παιδί στην σκληρή δουλειά, τα κατάφερνε κι εκεί χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία. Αρνιόταν όμως να εργάζεται τις Κυριακές και τις μεγάλες γιορτές, βγάζοντας όμως την αντίστοιχη δουλειά τις άλλες μέρες. Έτσι στην αρχή δεν ενοχλήθηκε ιδιαίτερα κανείς από την συμπεριφορά του αυτή. Όμως ο πονηρός, που κάνει τον άνθρωπο να μισεί όσα γίνονται προς δόξαν Θεού και χάρη των εντολών του Ευαγγελίου Του, δεν άργησε να σπείρει ζιζάνια. Απαίτησαν από τον Δημήτρη, να εργάζεται και τις Κυριακές. Αρνήθηκε κατηγορηματικά και τότε άρχισε ένας Γολγοθάς πόνου και ταπεινώσεων.

Τα υπέμεινε όλα, χωρίς το παραμικρό παράπονο και κυρίως χωρίς να αισθάνεται ότι κάνει κάτι σημαντικό ή αξιέπαινο. Έλεγε με απλότητα και αφοπλιστική φυσικότητα: «Είμαι ορθόδοξος Χριστιανός και όσο ζω, ούτε ξέρω, αλλά ούτε και μπορώ να είμαι κάτι διαφορετικό». Οι «αναμορφωτές» του, ήταν επαγγελματίες του είδους και αφού απαίτησαν λεκτικά και δεν κατόρθωσαν τίποτε, πέρασαν χωρίς πολλές αναστολές στο επόμενο στάδιο. Τον έκλεισαν σε ένα κελί από τσιμέντο κλειστό από παντού, όπου η θερμοκρασία ήταν μονίμως κάτω από το μηδέν. Μετά από λίγο καιρό το σώμα του γέμισε πληγές. Τότε επανήλθαν με την ίδια απαίτηση: Να αρνηθεί τον Χριστό και να δουλεύει τις Κυριακές. Η απάντηση ήρθε και πάλι ξεκάθαρη: «Αν θέλετε να με βασανίσετε, είμαι έτοιμος, την πίστη μου όμως δεν πρόκειται να την αρνηθώ». Η σταθερότητα και η αδιαλλαξία του κατάφερε να εξαντλήσει την κακία των δημίων, οι οποίοι συνειδητοποίησαν πως είναι μάταιο να ασχολούνται μαζί του και τον παράτησαν. Έτσι κι αλλιώς, θεωρούσαν ότι στην κατάσταση που βρισκόταν,
όχι να δουλέψει, μα ούτε να ζήσει θα κατάφερνε πέρα από κάποιες μέρες.

Ο Θεός ωστόσο, του χάρισε ένα μήνα ακόμη ζωής και πέθανε ειρηνικά, λίγο πριν ξεσπάσει ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος.

Όταν μετά τον πόλεμο η Ειρήνη συνάντησε κάποιον συγχωριανό τους που ήταν δίπλα του τις τελευταίες του ώρες, της περιέγραψε πως έφυγε ειρηνικά, μέσα στην μακαριότητα της Ουράνιας Χαράς που πότιζε μυστικά την πικρή επίγεια ζωή του.

Επίλογος.

Αυτά είναι τα όσα γνωρίζουμε ως τώρα για τους Αγίους και τους ομολογητές, που άφησαν ανεξίτηλα τα ίχνη τους στην πόλη του Μπερντιάνσκ. Ούτε η γεωγραφία, ούτε η οικονομία, ούτε και ο πολιτισμός προσδιορίζουν απόλυτα τη βαθιά πνευματική ζωή μιας πόλης ή ενός λαού. Μόνο η παρουσία των αγίων, των ομολογητών των ανθρώπων που με όλο τους το είναι αγάπησαν την Αιωνιότητα, η πραγματική αξία των οποίων στα μάτια του Δημιουργού επέτρεψε στον Αβραάμ να μεσολαβήσει στον Θεό για τη σωτηρία των πόλεων, μας εισάγει σε μια νέα αντίληψη και θεώρηση των εγκοσμίων και μας καθιστά κοινωνούς του θείου ελέους και της δικαιοσύνης. Η φυσιογνωμία της πόλης αλλοιώνεται με την παρουσία τους, γευόμενη την άπειρη ωραιότητα της αιώνιας Επουράνιας πολιτείας. Μέσα σε ήχους, χρώματα και σχήματα, το αέναο παιχνίδι του φωτός με τη σκιά, βαπτίζεται σ’ ένα χώρο ιερό. Η πόλη παίρνει καινούργια μέτρα, συνδέοντας την ύπαρξή της με την ανεπανάληπτη εμπειρία της μυστηριακής ζωής. Βάζει καινούργιο πρόσωπο, η λάμψη του οποίου αντανακλά όχι μόνο το
πέρασμα της ιστορίας, αλλά κύρια και πρωταρχικά τους αγώνες και το αίμα των Αγίων που έγιναν θεμέλια και κολώνες, αυτής της ιστορίας.

Αρκεί εμείς οι σύγχρονοι μελετητές της ιστορίας να έχουμε τη θέληση και ικανότητα, ν’ αναζητήσουμε και να ψηλαφήσουμε το φως τους μέσα απ’ τον γαλανό και καθάριο ουρανό της πίστης μας. Αμήν.

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

8. Το 1928 άρχισε μια φοβερή περίοδος με θύματα τους αγρότες. Η σταλινική τρομοκρατία προχώρησε στην αναγκαστική κολεκτιβοποίηση της υπαίθρου και στην αποκουλακοποίηση. Οι πολίτες έχασαν τα πάντα, ακόμη και το παραμικρό περιουσιακό στοιχείο που είχαν. Η αγροτική παραγωγή πέρασε στο κράτος και οργανώθηκε στα κολχόζ. Εκατομμύρια αγρότες που αντιδρούσαν στην κολχοζοποίηση ξεριζώθηκαν από τις εστίες τους και εξορίστηκαν στα αφιλόξενα μέρη του βορρά. Με τη βίαιη κολεκτιβοποίηση ακολούθησε ο τρομοκρατικός λιμός που άφησε εκατομμύρια νεκρούς. Η όλη επιχείρηση θεωρήθηκε ως «εθνική καταστροφή».
9. Στην φοβερή περίοδο του λιμού παρουσιάστηκαν φαινόμενα κανιβαλισμού. Ήταν τέτοια η απελπισία που ακόμη και παιδιά έγιναν τροφή των γονιών τους!
10. Σολοφκί. Πρόκειται για μια συστάδα νησιών στη Λευκή Θάλασσα. Στο μεγαλύτερο νησί, τον 15ο αιώνα κτίστηκε το μοναστήρι της Μεταμορφώσεως και στα γύρω νησιά πολλές σκήτες. Το 1923 το μοναστήρι μετετράπη σε «στρατόπεδο αναμορφωτικής εργασίας». Στο τέλος της δεκαετίας του ’20 ο ευλογημένος αυτός τόπος μετετράπη σε κολαστήριο. Αμέτρητοι κρατούμενοι βασανίστηκαν με απάνθρωπους μεθόδους και εκτελέστηκαν. Απ’ το Σολοφκί ξεκίνησαν και όλα τα άλλα στρατόπεδα με αποτέλεσμα η αχανής Σοβιετική Ένωση να μετατραπεί σε «Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ», σύμφωνα με το χαρακτηρισμό του Σολζενίτσιν. Το 1995 εγκαταστάθηκαν οι πρώτοι μοναχοί και άρχισε πάλι η μοναστική ζωή σ’ αυτό το μαρτυρικό τόπο. Κάποιοι χώροι του μοναστηριού έχουν μετατραπεί σε μουσείο ήδη από τη χρουστσωφική περίοδο της αποσταλινοποίησης. (Περισσότερα μπορεί ο αναγνώστης να διαβάσει στο έργο του Α. Βολκώφ, Μια χούφτα στάχτη. Ακρίτας 2002.

Από το βιβλίο: στη δίνη ενός κόσμου που άλλαζε, «Οι Νεομάρτυρες του Μπερντιάνσκ», του Π. Νικολάου Ντονιένκο.
Μετάφραση, Μαρίνας Μουμλάντζε.
Εκδόσεις: Εν πλω. Πορφύρα. Αθήναι, 2012.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Άρθρα, Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.