Ο Γέρων Γερμανός ο Βούλγαρος (+1875).

Στην έρημο Χαΐρι του Κουκουζέλη, στο Άγιον Όρος, κοντά στην Λαύρα, έζησε ο Γέρων Γερμανός ο Βούλγαρος. Το κοσμικό του όνομα ήταν Γεώργιος, αλλά ποιά ήταν η ζωή του στον κόσμο δεν γνωρίζουμε. Είναι γνωστόν μόνον ότι κατ’ αρχάς προσήλθε στην Μονή Κοστένιτσα, όπου εκάρη μοναχός και έζησε δέκα έτη. Όταν έληξε η ελληνική επανάστασις, ξεκίνησε για το Άγιον Όρος και παρουσιάσθηκε στον Πνευματικό του, ο οποίος είχε αφιχθή από την Κοστένιτσα στον ιερό τόπο πριν από αυτόν, και έμενε στην Μονή Ξηροποτάμου. Αφού πέρασαν τέσσερις μήνες, είδε τον εκεί τρόπο ζωής, ο οποίος δεν τον ανέπαυε πλέον. Ο Πνευματικός τον συμβούλευε να παραμείνει, αλλά ο π. Γερμανός απαντούσε:

-Εγώ αναζητώ ασκητική ζωή• ήλθα, ή για να υποταχθώ σε Κοινόβιο ή να καταφύγω στην έρημο• εδώ όμως είναι Ιδιόρρυθμο. Είναι προτιμότερο να επιστρέψω στην Κοστένιτσα, παρά να συνεχίσω έτσι!

Άφησε τον Πνευματικό και ανεχώρησε για την έρημο. Έφθασε στην Σκήτη των Καυσοκαλυβίων και, αναζητώντας Γέροντα, κατέληξε στον π. Δανιήλ τον κουτσό, που ζούσε στο Κελλί των Αρχαγγέλων. Εκείνος τον ρώτησε:

-Γιατί ήλθες σε μένα;

-Να σου δώσω λίγη ελεημοσύνη, απήντησε ο π. Γερμανός, και του έδωσε εκατό νομίσματα.

Αυτό συνέβη την τρίτη ημέρα του Πάσχα. Ο Γέρων Δανιήλ, ο οποίος δεν είχε τι να φάει, τον ευχαριστούσε, και ο π. Γερμανός τον ρώτησε ο,τι λαχταρούσε να μάθει. Εν συνεχεία πήγε στον Πνευματικό της Σκήτης και του είπε:

-Πάτερ, ευλόγησον να γίνω υποτακτικός του Γέροντος Δανιήλ.

Ο Πνευματικός, εξετάζοντας την διάθεσή του, απήντησε:

-Μα τι έπαθες; Αυτός δεν έχει ούτε το καθημερινό ψωμί και είναι και άρρωστος!

-Δεν έχει σημασία που δεν έχει τροφή• είναι θεοφόρος πατήρ και εγώ αναζητώ Γέροντα, όχι για την συντήρηση του σώματος, αλλά για την καθοδήγηση της ψυχής!

-Αφού είναι έτσι, πήγαινε, του είπε ο Πνευματικός. Ο Θεός να σε ευλογή!

Ο π. Γερμανός κατευθύνθηκε προς τον Γέροντα Δανιήλ. Του έβαλε μετάνοια και, αφού πήρε την συγκατάθεσή του, έζησε μαζί του δεκατέσσερα χρόνια και έλαβε από αυτόν το Σχήμα. Μετά από δύο χρόνια ο Γέρων Δανιήλ τυφλώθηκε. Κάποτε είχε στείλει τον π. Γερμανό με σάκκο γεμάτο λεμόνια στην Λαύρα, για να τα ανταλλάξει με παξιμάδια, τα οποία εκείνος έφερε, και πέρασαν με αυτά έξι εβδομάδες. Είχαν αγοράσει και μία οκά ρύζι, που τους ήταν αρκετό για μεγάλο χρονικό διάστημα. Λάδι χρησιμοποιούσαν μόνο για τα καντήλια της εκκλησίας.

Εκτός από την τύφλωση, ο Γέροντας είχε και τα πόδια του πολύ άρρωστα, ώστε μόλις και μετά βίας μπορούσε να περπατά μόνον το καλοκαίρι και μάλιστα με μπαστούνια. Ο π. Γερμανός τον υπηρετούσε σε όλα με αυταπάρνηση.

Ο Γέρων Δανιήλ ήταν μεν αγράμματος, αλλά πνευματικός άνθρωπος. Ζούσε αυστηρή μοναχική ζωή, χωρίς να παρεκκλίνει δεξιά ή αριστερά• απέκτησε δε τέτοια προσευχή, ώστε ενεργούσε σ’ αυτόν και κατά την ώρα του ύπνου. Σε όλη του την ζωή στο Άγιον Όρος Τετάρτη και Παρασκευή δεν έτρωγε τίποτε, ακόμη και αν ήταν εορτή• και αυτό το έκανε, όπως έλεγε ο υποτακτικός του, επειδή ήταν απλοϊκός.

Κάποτε άκουσε στον ναό, σε ανάγνωσμα, ότι εκοιμήθη ένας μοναχός, και σε κάποιον άγιον άνθρωπο αποκαλύφθηκε ότι το σώμά του το συνόδευαν τρεις Άγγελοι, και αυτός τους ρώτησε:

-Ποιοί είσθε και γιατί ακολουθείτε αυτόν τον μοναχό; Γνωρίζω ότι ο ένας είναι ο φύλαξ Άγγελός του, αλλά οι άλλοι δύο;

Οι Άγγελοι απήντησαν ότι εκείνος ο μοναχός σε όλη του την ζωή νήστευε την Τετάρτη και την Παρασκευή• γι’ αυτό εστάλησαν από τον Θεό, με την ευκαιρία της ταφής, για να αποδώσουν τιμή στο σώμά του και να παρουσιάσουν εν δόξη την ψυχή του στον Κύριο.

Όταν το άκουσε αυτό ο Γέρων Δανιήλ, απεφάσισε από εκείνη τη στιγμή να κάνει το ίδιο. Ο,τι άκουγε μία φορά, αμέσως το εφήρμοζε, και μάλιστα με τέτοια ακρίβεια, ώστε ποτέ δεν το παρέβαινε.

Στο Άγιον Όρος έζησε περισσότερο από πενήντα έτη και εκοιμήθη σε ηλικία ογδόντα ετών. Μετά την κοίμησή του ο π. Γερμανός έζησε ακόμη είκοσι έτη στα Καυσοκαλύβια και κατόπιν μετεκόμισε στο Χαΐρι, όπου έζησε μέχρι τον θάνατό του.

***

Εξαιρετικός είναι και ο βίος των πνευματικών προγόνων του π. Δανιήλ, ο οποίος είχε Γέροντα τον π. Δαβίδ και αυτός τον π. Χριστόφορο.

Ο Γέρων Δαβίδ ήταν τυφλός και κατά τις αγρυπνίες και λειτουργίες στο Κυριακό της Σκήτης τον ωδηγούσε ο υποτακτικός του• αλλά μέσα από την σωματική του τύφλωση, έβλεπε το μέλλον. Τρεις ημέρες ενωρίτερα, την Μεγάλη Πέμπτη, προείδε τον θάνατό του• εκοινώνησε των Αγίων Μυστηρίων και είπε:

-Με την Ανάσταση του Χριστού εγώ θα αναχωρήσω κοντά Του• πρώτα όμως θα φάω κόκκινο αυγό και μετά θα φύγω!

Έτσι και έγινε. Την ημέρα του Πάσχα, μετά την θεία Λειτουργία επέστρεψε στο Κελλί του, εζήτησε αυγό, είπε «Συγχωρέστε με, αδελφοί», και παρέδωσε το πνεύμά του στον αναστάντα Κύριο. Η νεκρώσιμος ακολουθία έγινε κατά τον εσπερινό του Πάσχα.

***

Γέροντας του Γέροντος Δαβίδ, ήταν ο πνευματικός Χριστόφορος, ο οποίος με απλότητα υπηρετούσε τον Κύριο. Ήταν τόσον απλούς, ώστε κάποτε, μαθητής ακόμη, επειδή άκουσε πως οι Τεσσαράκοντα Μάρτυρες πάγωσαν στην λίμνη, ήθελε και ο ίδιος να παγώσει• σκεπτόταν λοιπόν τον χειμώνα να μπη μέσα σε δεξαμενή με νερό. Ως τέλειος όμως υποτακτικός ανέφερε τον λογισμό στον Γέροντά του, ο οποίος τον επέπληξε πολύ. Αυτός έζησε στο Άγιον Όρος περισσότερα από εξήντα χρόνια με πλήρη σιωπή.

***

Από τις σημειώσεις του π. Παντελεήμονος.

Όταν ήλθαμε στον Γέροντα Γερμανό, τον βρήκαμε σωματικώς άρρωστο, αλλά σε πλούσια χαρισματική κατάσταση• επειδή όμως ήδη ήταν αργά, δεν μείναμε πολύ.

-Κάποτε κρύωσα πολύ, είπε ο Γέροντας, και από τον πόνο των δοντιών δεν εύρισκα ησυχία. Επειδή όμως είχα κηδεμόνα την Βασίλισσα των ουρανών, η οποία υποσχέθηκε στον Όσιο Πέτρο τον Αθωνίτη πως θα είναι φύλαξ και τροφεύς των μοναχών, και θα τους προσφέρει ο,τιδήποτε τους λείψει, ανεχώρησα για τον τόπο που ζούσε ο Όσιος Πέτρος. Εκεί, μπροστά στην εικόνα της Θεοτόκου, σχημάτισα στο πρόσωπό μου το σημείο του Σταυρού με λάδι από το κανδήλι της. Δεν είναι δυνατόν, συνέχισε ο Γέροντας, να ζη κανείς στην έρημο και να μην δοκιμάσει κάποιον πειρασμό. Αλλά, ας έχουμε υπομονή, ο Κύριος θα φροντίσει για την σωτηρία μας.

-Εσύ, πάτερ, συνήθισες στα βάσανα, είπαμε. Αλλά εμείς είμαστε μικρόψυχοι και γενικώς δεν μπορούμε να υπομείνωμε. Πόσος αγώνας μας περιμένει, ώσπου να φθάσουμε σε τέτοια κατάσταση!

-Δεν είναι τίποτε αυτό• σιγά σιγά μπορεί να συνηθίσει κανείς, είπε. Μόνο δεν πρέπει να αρχίζει αμέσως από τα μεγάλα έργα αλλά από τα μικρά. Όποιος ξεκινά από τα μεγάλα, γρήγορα καταλήγει στα μικρά. Ο Μέγας Αντώνιος σε όλη του την ζωή δεν έφαγε λάδι ούτε ήπιε κρασί, αλλά αυτό δεν το επέβαλε σε κανέναν, ως κανόνα. Στους πειρασμούς πρέπει πάντα να ενθυμούμεθα την προσευχή του τελώνου, επειδή για μας είναι απαραίτητη η ταπείνωσις. Με τις άλλες αρετές μπορεί να πέσουμε• η ταπείνωσις όμως δεν πέφτει.

Σ’ αυτό το Καλύβι ζούσε Μολδαβός ασκητής, ονομαζόμενος Γεράσιμος, ο οποίος εκοιμήθη κατά το έτος 1820. Κάποτε στον ύπνο του παρουσιάσθηκαν τρεις γέροντες και είπαν:

-Εμείς οι τρεις ζούμε εδώ κοντά. Μην μας ενοχλής και να πης και στους άλλους να μην μας πειράζουν.

Για το όραμα μίλησε στον πνευματικό του, τον γνωστό Γέροντα Νεόφυτο Καραμανλή, ο οποίος συνεχώς πήγαινε στους ερημίτας για την εξομολόγηση και την θεία Κοινωνία. Μετά από αυτό, ο π. Νεόφυτος επιθυμούσε να ανακαλύψει τα λείψανα των τριών γερόντων που εμφανίσθηκαν στο πνευματικό του παιδί. Ερεύνησε λοιπόν πολλές φορές όλες τις σπηλιές της περιοχής και τις εγκαταλελειμμένες και ερειπωμένες Καλύβες. Σταματούσε παντού, σκάλιζε, παραμέριζε τις πέτρες, αλλά τίποτα δεν εύρισκε.

Μετά από αρκετον καιρό οι τρεις άγνωστοι εμφανίσθηκαν στον ίδιο Γέροντα, τον Γεράσιμο, με τον ακόλουθο τρόπο: Καθώς διέσχιζε την έρημο, σε κάποιο σημείο του δρόμου προς τον Όσιο Νείλο πάντα αισθανόταν ευωδία. Όταν όμως οι ευαρεστήσαντες στον Θεό γέροντες θέλησαν να του παρουσιασθούν, αισθάνθηκε τόσο έντονη την ευωδία, ώστε και χωρίς να θέλει σταμάτησε• ήταν σαν ολόκληρο νέφος που τον περιέβαλλε από όλες τις πλευρές. Ξύπνησε τότε μέσα του η επιθυμία να μάθει από που εξέρχεται αυτό το ωραίο άρωμα και άρχισε να ψάχνει. Περιφερόταν εκεί πολλή ώρα, έως ότου στάθηκε κοντά σε κάποιο πεζούλι από ξερολιθιά, όπου η ευωδία του φάνηκε πιο έντονη. Αφού προσευχήθηκε, έβγαλε μία πέτρα, μετά δεύτερη, τρίτη, και τότε εμφανίσθηκε πίσω από το πεζούλι ένα άνοιγμα απ’ όπου εξήρχετο ευωδία. Άρχισε να καθαρίζει αυτό το μέρος, οπότε παρουσιάσθηκε μπροστά του μία σπηλιά. Όταν το άνοιγμα έγινε τόσο μεγάλο, ώστε να μπορή να εισέλθει, άκουσε μία φωνή:

-Μην μας ενοχλής! Εμείς οι τρεις εδώ αγωνισθήκαμε και ενταφιασθήκαμε και επιθυμούμε να μην μας πειράξει κανείς!

Ο π. Γεράσιμος έκλεισε αμέσως την είσοδο της σπηλιάς και έφυγε. Αργότερα μόνον ο μαθητής του Ιλαρίων εγνώριζε γι’ αυτόν τον τόπο.

***

Ο π. Γερμανός συνέχισε.

-Ο Όσιος Ακάκιος ο Καυσοκαλυβίτης είχε μεγάλη αγάπη προς τον Όσιο Μάξιμο και σε κάθε λογισμό κατέφευγε στην προσευχή προς αυτόν. λόγω της πίστεως και της αγάπης του, πολλές φορές του παρουσιάσθηκε ο ίδιος ο Όσιος. Μία φορά μάλιστα είδε τον Όσιο Μάξιμο και πολλούς άλλους να φορούν λευκά ράσα και το καθιερωμένο σ’ αυτούς Σχήμα. Ο Όσιος Ακάκιος τον ρώτησε:

-Ποιοί είναι αυτοί που σε ακολουθούν;

-Είναι οικισταί αυτής της ερήμου, απήντησε ο Όσιος Μάξιμος. Όταν ζούσαν, τους εδίδασκα, και ακολουθούσαν την διδασκαλία μου.

Έτσι λοιπόν ήταν κάποτε, είπε ο π. Γερμανός, αλλά το ίδιο είναι και σήμερα. Και τώρα υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι, τους οποίους όμως κανείς δεν ξέρει. Αυτοί, αν και ζουν όπως και οι υπόλοιποι, μέσα τους κρύβουν υψηλή πνευματική ζωή, την οποία κανείς δεν γνωρίζει, όπως δεν εγνώριζαν και τον Όσιο Μάξιμο, όσο ήταν πολίτης της επιγείου ζωής• όλοι νόμιζαν ότι είναι πλανεμένος, και δεν πέρασαν ένα η δύο χρόνια αλλά πενήντα ολόκληρα, ως την στιγμή που τον ανεκάλυψε ο Όσιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης.

Πόσες κατεστραμμένες Καλύβες μπορούν να ευρεθούν εδώ! ανεφώνησε ο π. Γερμανός με χαρά. Πόσα σπήλαια, στα οποία είναι ολοφάνερο ότι ασκήθηκαν και σώθηκαν όσιοι πατέρες! Να, πριν δύο ημέρες ένας αδελφός, λίγο χαμηλότερα από την Καλύβα μου προς την θάλασσα, ανεκάλυψε μικρό ασκητικό Καλύβι εντελώς ερειπωμένο, αλλά σε τέτοιο μέρος, ώστε δεν ξέρω πως ήταν και ποιός μπορούσε να ζη εκεί• και όμως ζούσε. Και σκέπτομαι πόσα χρόνια υπάρχει το Καλύβι μου και πόσοι άνθρωποι πέρασαν από αυτό. Κανείς όμως δεν βρήκε εκείνο το Καλύβι εκεί κάτω. Βλέπετε πως εδώ οι ερημιές είναι κατάσπαρτες με άγια λείψανα, που έμειναν αφανέρωτα.

Ο Πνευματικός π. Νεόφυτος έψαξε πολύ, αλλά δεν βρήκε τίποτε, επειδή οι άγιοι που αναπαύονται εδώ δεν θέλουν να τους ανακαλύψουν.

***

Μνημονεύοντας τους προηγουμένους ασκητάς, ο Γέρων Γερμανός διηγείτο από όσα ο ίδιος είχε ζήσει• μας αφηγήθηκε όμως και μερικά που είχε ακούσει από τον Γέροντά του, τον π. Δανιήλ:

-Στην Σκήτη των Καυσοκαλυβίων ζούσαν στο παρελθόν πολλοί σεβαστοί γέροντες, ισαξιοι των παλαιών μεγάλων πατέρων. Εμείς, ολόκληρη η αδελφότητα της Σκήτης, περνούσαμε μπροστά τους με ευλάβεια. Εκείνοι στέκονταν όρθιοι στην αγρυπνία, σαν ακίνητοι στύλοι, από το βράδυ ως το πρωϊ• ούτε μία φορά δεν κοίταζαν δεξιά ή αριστερά. Όλοι ήσαν σιωπηλοί• αργό λόγο από αυτούς δεν άκουγες• ακόμη και για τα απαραίτητα, μιλούσαν ελάχιστα και όταν έπρεπε. Έτσι διεφύλατταν την πνευματική ζωή.

***

Για την ιδιαίτερη ευλάβειά του έλαμπε ως φωστήρ μεταξύ των Γερόντων ο Γέρων Αυξέντιος. Ζούσε στο Κελλί του Αγίου Γεωργίου και είχε μόνον ένα πήλινο τσουκάλι, στο οποίο μαγείρευε χόρτα που μάζευε στους βράχους, και μόνον αυτά έτρωγε. Καμιά φορά έτρωγε και ψωμί, αλλά τίποτε περισσότερο. Έζησε στην Σκήτη περίπου εξήντα χρόνια και μετά τον θάνατό του τον διαδέχθηκε ο υποτακτικός του Νεόφυτος Καραμανλής ο Πνευματικός, ο οποίος εκοιμήθη το έτος 1860, υπερβαίνοντας τον ένα αιώνα ζωής.

***

Ο Γέρων Γερμανός διηγήθηκε και για έναν άλλον ασκητή τα εξής:

-Ο Γαβριήλ, υποτακτικός του Γέροντος Κυπριανού, ήταν ικανός άνθρωπος. Μπορούσε να διεκπεραιώσει κάθε εργασία, και η αδελφότης της Σκήτης για ο,τιδήποτε απευθυνόταν σ’ αυτόν. Σε περίπτωση που κάτι είχε χαλάσει ή είχε σπάσει, ακόμη και ωρολόγι, αυτός από αγάπη προς τον πλησίον πάντοτε πρόθυμα εξυπηρετούσε. Επειδή εξησφάλιζε τα προς το ζην από την εργασία, η αδελφότης τον παρακαλούσε να δεχθή ως αμοιβή για τον κόπο του ο,τι του αναλογούσε. Ο π. Γαβριήλ, για να διατηρήσει καθαρή την συνείδησή του, υπελόγιζε τον χρόνο εντός του οποίου έκανε την εξυπηρέτηση -επειδή ήθελε να γνωρίζει πόσο θα κέρδιζε στο ίδιο διάστημα με το εργόχειρό του, την κατασκευή κουταλιών και κομβοσχοινιών –και αμειβόταν αναλόγως και από την αδελφότητα• ούτε δεκάρα δεν έπαιρνε περισσότερο. Όσοι παρευρίσκοντο την ώρα του θανάτου του, όλοι είδαν ότι ο π. Γαβριήλ χαμογελούσε και το πρόσωπό του είχε γίνει φωτεινό• αλλά δεν σκέφθηκαν να τον ρωτήσουν τι έβλεπε εκείνη την στιγμή. Κάποιοι έτρεξαν στον π. Νικηφόρο, που το έτος 1815 βρήκε τα λείψανα
του Οσίου Νείλου, και του διηγήθηκαν τι συνέβη. Εκείνος τους είπε:

-Τρέξτε γρήγορα να ρωτήσετε τι βλέπει.

Αλλά η ψυχή του είχε ήδη πετάξει προς τον Κύριον. Εκεί βρισκόταν και ο Γέρων Δανιήλ, ο οποίος διηγήθηκε όλα αυτά. Μετά τον Γέροντα Γαβριήλ, στο Κελλί του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου έμεινε ο μαθητής του π. Γεράσιμος, ο οποίος εκοιμήθη περίπου το έτος 1865, σε ηλικία μεγαλύτερη των εκατό ετών.

***

Τον χειμώνα του 1869-70 ο Γέρων Γερμανός ήταν αποκλεισμένος από το χιόνι και πέρασε δέκα ημέρες χωρίς ψωμί. Το ίδιο έτος ένας λαϊκός, που επιθυμούσε να γίνει μοναχός, αρρώστησε καθ’ οδόν και, όταν έφθασε στην έρημο του π. Γερμανού, έπεσε οριστικά στο κρεββάτι. Δεκαοχτώ μήνες τον υπηρέτησε με αυτοθυσία ο π. Γερμανός, απαρνούμενος τον εαυτό του, και κατά την επιθυμία του ασθενούς τον έκειρε και μοναχό, δίδοντάς του το όνομα Χριστόφορος. Ο νεοκαρείς εθεραπεύθη, αλλά άρχισε να δυστροπή, επειδή δεν μπορούσε να υποφέρει από την σκληρή ζωή. Αυτός ήθελε ψάρι, λάδι και άλλα• και εφ’ όσον δεν υπήρχαν αυτά, εγκατέλειψε τον Γέροντα. Μετά την αναχώρησή του ο Θεός έστειλε άλλον μαθητή, με το όνομα επίσης Χριστόφορος.

***

Επίσκεψις του π. Παντελεήμονος στον π. Γερμανό, τον Απρίλιο του έτους 1871.

-Πρέπει κανείς να έχει υπομονή και να συμπεριφέρεται ήρεμα σε εκείνους που συκοφαντούν τους ερημίτας, είπε ο π. Γερμανός. Η Μητέρα του Θεού επιθυμεί να υπάρχουν όλα άφθονα στο Περιβόλι Της• κανείς να μην στερήται το παραμικρό. Και σεις ήλθατε επάνω σ’ αυτά τα βράχια και τις σπηλιές, έχοντας ως κίνητρο την εντολή του Χριστού «αγαπήσεις τον πλησίον». Αλλά ποιός θα ανακαλύψει τους μοναχούς που ζουν σ’ αυτά τα σπήλαια, αν σεις δεν το κάνετε; Ο καθένας που κάνει τέτοιο καλό έργο, πρώτος θα λάβει την αμοιβή όπως αισθάνεται και την ευωδία πριν από τους άλλους αυτός που θυμιάζει. Και αν κάποιος σας επιπλήττει για την αγαθοεργεία προς τους ερημίτας, υπομείνετε. Ο Κύριος θα βραβεύσει την υπομονή σας και θα διορθώσει το κακό.

***

-Στην αγορά πωλούν διάφορα πράγματα• ο ένας το ένα, ο άλλος το άλλο, ο καθένας το δικό του. Αλλά όλοι επιστρέφουν με κέρδος. Το ίδιο γίνεται και εδώ. Σ’ αυτήν την άϋλη αγορά όλοι εμπορεύονται για την σωτηρία της ψυχής -ο καθένας με ο,τι έχει- και όλοι ωφελούνται. Όταν ο πονηρός πειράζει τους ανθρώπους με τα ποικίλα τεχνάσματά του, με σκοπό να εμποδίσει κάθε καλό, για να εξουδετερωθή η δαιμονική ενέργεια χρειάζονται δύο αρετές: η υπομονή και η πραότης. Οι ευεργέται που μας στέλνουν τις δωρεές τους, δεν θα μείνουν χωρίς αμοιβή, όπως εκείνος ο γέροντας που πήγε για νερό, και τα βήματά του τα μετρούσε Άγγελος.

-Και γιατί μετράς; ρώτησε ο γέροντας τον Άγγελο.

-Για να πάρεις μισθό για κάθε βήμα, είπε εκείνος.

***

Ρωτήσαμε επίσης τον Γέροντα περί προσευχής και μας απήντησε:

-Πρέπει να έχεις επιμονή και υπομονή. Όταν η καρδιά καθαρθή από τα πάθη, γίνεται θρόνος του Θεού• όταν όμως αποδεχθή τις προσβολές του εχθρού, τότε η θεία χάρις εγκαταλείπει τον άνθρωπο, όπως οι μέλισσες φεύγουν μακριά από τον καπνό και την δυσωδία. Αν κάποιος δεν έχει δάκρυα, τουλάχιστον ας πενθή κατά Θεόν και ας έχει καρδιακό πόνο, επειδή αυτόν τον άνθρωπο η ταπείνωσις τον κάνει όμοιο με τον τελώνεη, ο οποίος δικαιώθηκε ενώπιον του Κυρίου• και έτσι ελκύεται το έλεος του Θεού.

Τον καιρό της ελληνικής επαναστάσεως, έκλεισαν στην φυλακή της Θεσσαλονίκης, Αγιορείτας πατέρας. Τότε ο εκεί πασάς, επειδή δεν ήταν ικανοποιημένος με το χρηματικό ποσό και με τα πράγματα που είχε πάρει ενωρίτερα από τα αγιορείτικα Μοναστήρια, ζήτησε από τους φυλακισμένος προεστώτας και επιτρόπους τεράστιο χρηματικό ποσό., αλλά οι φυλακισμένοι απαντούσαν ότι δεν είχαν τίποτε. Ο πασάς όμως επέμενε στην απαίτησή του, οπότε του είπαν ότι στο Άγιον Όρος έχουν απομείνει μόνον οι μολυβένιες στέγες, και αυτές μόνον σε ωρισμένα Μοναστήρια και όχι σε όλα. Ο πασάς διέταξε τους φυλακισμένους να γράψουν τα εξής:

«Οι μοναχοί που έμεινανστό Άγιον Όρος να αφαιρέσουν το μολύβι και να το στείλουν στην Θεσσαλονίκη για την κατασκευή βλημάτων». Οι πατέρες εξεπλήρωσαν την διαταγή, αλλά, όταν παρέδωσαν το γράμμα, όλη την νύκτα συζητούσαν μεταξύ τους και θλιβόμενοι προσηύχοντο στην Θεοτόκο. Την ίδια νύκτα ήρθαν ξαφνικά στην φυλακή δύο καβάσηδες και ζήτησαν επίμονα να πάει αμέσως στον πασά ο επίσης φυλακισμένος έμπορος Σπανδωνής. Αυτός σκέφθηκε -όπως ήταν φυσικό για τους καιρούς εκείνους- ότι τον καλούν για εκτέλεση, και φεύγοντας παρεκάλεσε τους γέροντας να προσεύχονται. Πήγε στον πασά και εκείνος του είπε να μεταφέρει στους Αγιορείτας γέροντας νέο μήνυμα, ότι δεν θα πάρει το μολύβι από τις εκκλησίες. Γι’ αυτό, να γράψουν άλλο γράμμα προς το Άγιον Όρος, που να λέει: «Κανείς να μην τολμήσει να πειράξει το μολύβι στις σκεπές!»Κατόπιν ο πασάς απεκάλυψε ότι στον ύπνο του φανερώθηκε η Θεοτόκος και τον απείλησε να μην πραγματοποιήσει την αφαίρεση του μολυβιού από τις εκκλησίες, για κανέναν απολύτως λόγο. Όταν οι πατέρες άκουσαν
από τον Σπανδωνή την ευχάριστη είδηση, χάρηκαν πάρα πολύ και ευχαρίστησαν την Βασίλισσα των ουρανών για την άμεση και αποτελεσματική βοήθειά της. Να, πως προστατεύει η Μητέρα του Θεού!

Επίσης, και κατά την εποχή του Δημήτρη Καρατάση-Τσάμη (1854), η Θεοτόκος δεν χαρίσθηκε στους Τούρκους, οι οποίοι ευρίσκοντο ήδη κοντά στο Χιλανδάρι και απειλούσαν να καταστρέψουν όλα τα Μοναστήρια. Τότε οι μοναχοί ενήστευσαν τρεις ημέρες, προσευχήθηκαν, και ξαφνικά οι Τούρκοι έφυγαν. Ο Γέροντας διηγήθηκε ακόμη πως διεφύλαξε και τον ίδιο η Παναγία σε δύσκολες στιγμές:

-Κάποτε έπεσα από την κορυφή της σκάλας και χτύπησα άσχημα σε μία αιχμηρή πέτρα, η οποία τρύπησε το σώμά μου εισχωρώντας πολύ βαθιά, κοντά στην καρδιά• όμως αμέσως φώναξα: «Υπεραγία Θεοτόκε, βοήθει μοι!», και σώθηκα.

Άλλη φορά ήλθε ένας ληστής στην Καλύβα μου. Μπήκε μέσα με ορμή. Στην ερώτηση: «Γιατί ήλθες;» απήντησε: «Να σε σκοτώσω!» και έπεσε πάνω μου. Παλεύαμε μιάμιση ώρα. Τελικά με έρριξε κάτω και άρχισε να πιέζει δυνατά τον λαιμό μου. Κοίταξα τότε την εικόνα της Θεομήτορος και την επικαλέσθηκα. Ο ληστής, σαν να φοβήθηκε κάτι, σηκώθηκε απότομα και έφυγε τρέχοντας. Από τότε, την νύκτα πήγαινα στο δάσος. Μετά από δύο ημέρες ο ληστής επανήλθε, αφήνοντας τα ίχνη του στο Κελλί, αλλά αργότερα δεν εμφανίσθηκε πλέον.

***

Εντυπώσεις ενός μοναχού της ερήμου Σαρώφ, από επίσκεψή του στον Γέροντα Γερμανό.

Προχωρώντας από την σπηλιά του Οσίου Νείλου προς την Λαύρα και κατεβαίνοντας μέσα από διάσπαρτα κομμάτια λευκού και λαμπερού γκρι μαρμάρου, ομοίου με εκείνο των Ουραλίων, βρεθήκαμε στο μονοπάτι που ωδηγούσε προς τον Γέροντα Γερμανό. Σύντομα φθάσαμε στην κατεστραμμένη Καλύβα του. Κάποτε μάλιστα είχε καταρρεύσει και τραυμάτισε τόσο τον π. Γερμανό, ώστε, παρά την μεγάλη του αγάπη για την μοναχική υπομονή, παρεκάλεσε την Βασίλισσα των ουρανών να τον θεραπεύσει, υποσχόμενος ότι με την πρώτη ευκαιρία θα ανεγείρει προς τιμήν της μικρό ναό. Η Κυρία Θεοτόκος εισήκουσε την δέηση και κατά την επιθυμία του τον εθεράπευσε, αλλά αυτός δεν μπορούσε να εκπληρώσει το τάμα του, επειδή ζούσε σε τελεία πτωχεία.

Όταν πλησιάσαμε την ερειπωμένη Καλύβα του Γέροντος, είδα πίσως ένα καινούριο ημιτελές κελλί. Ο ίδιος ο π. Γερμανός εργαζόταν την ώρα εκείνη με τον υποτακτικό του στην απόσταξη δαφνελαίου. Μόλις μας είδε, άφησε την δουλειά του και έσπευσε να μας συναντήσει με βαθειά υπόκλιση. Ήταν μετρίου αναστήματος και με λίγο κυρτή πλάτη, αλλά το βάδισμα και η στάσις του ανέδιδαν την δροσιά και απλότητα παιδιού. Το ένδυμά του ήταν φτιαγμένο από ακανόνιστα κομμάτια υφάσματος, ραμμένα και μπαλωμένα. Το μικρό του πρόσωπο, στολισμένο με τα λευκά μαλλιά και την κοντή γενειάδα, αντανακλούσε υπερκόσμια χαρά και γαλήνη• ήταν γεμάτο αγάπη, απλότητα, ενδιαφέρον και συμπόνια για κάθε τι που υπήρχε γύρω του. Μου φάνηκε ότι ο Γέρων Γερμανός ομοιάζει πολύ με τον δικό μας μεγάλο Γέροντα Σεραφείμ του Σαρώφ. Η πρώτη του ερώτησις ήταν:

-Μήπως είσθε πεινασμένοι; Έχω θαυμάσια παξιμάδια και δροσερό νερό!

Αλλά, επειδή ήμαστε χορτάτοι, τον παρακαλέσαμε να μας προσφέρει κάτι για την ενίσχυση των πνευματικών μας δυνάμεων. Αναστενάζοντας ο Γέροντας είπε ότι, όσον αφορά σε τέτοιου είδους εφόδια, είναι εντελώς πτωχός και ότι και αυτός -όπως όλοι οι χριστιανοί στους εσχάτους καιρούς- κατά τις προρρήσεις των Πατέρων, σώζεται μόνο με την χάρη του Θεού, η οποία μας φωτίζει και μας ενισχύει, για να μπορούμε να υποφέρουμε τους πολλούς και μεγάλους πειρασμούς. Τον ρωτήσαμε ποιό από όλα όσα ανεκάλυψε στην οδό του μοναχικού βίου είναι το ωραιότερο.

-Η υπακοή, μας απήντησε.

-Θα ήμουν έτοιμος να το δεχθώ, συνέχισα εγώ, αν αναφέρεσθε στον ερημιτικό βίο• αλλά όταν πρόκειται για το Κοινόβιο, δεν το πιστεύω εντελώς. Νομίζω ότι στα Μοναστήρια η μέριμνα για τα διοικητικά παρέσυρε τις διοικήσεις –και μ’ αυτές και ολόκληρο τον μοναχισμό- στον συμφέρον και στα υλικά αγαθά, τα οποία επιτυγχάνονται με διάφορα φαινομενικώς θεάρεστα μέσα. Πιστεύω ότι γι’ αυτό τον λόγο η εποχή μας είναι τόσο πτωχή σε γνήσιο μοναχισμό. Όπως εξελίχθηκαν τα πράγματα, συμβαίνει σε κάποιον από μας να ανατεθή διακόνημα αντίθετο προς την συνείδησή μας και την διδασκαλία της Εκκλησίας. Σ’ αυτήν την πε ριπτωση, η υπακοή θα μας σώσει;

-Αν είσαι πεπεισμένος, είπε εκείνος, πως ο,τι σου έχει ορισθή είναι αντίθετο προς τις εντολές του Θεού, τι σε εμποδίζει να εξομολογηθής τον λογισμό στον ηγούμενό σου, πριν το εκπληρώσεις;

-Ο σταυρός μου, απήντησα.

-Γι’ αυτό δεν βγήκες από τον κόσμο, για να σηκώσεις τον σταυρό σου και να ακολουθήσεις τον Χριστό;

-Αν και μετά την εξήγηση ο Γέροντας επιμένει να εκτελέσω εκείνο που μου ώρισε, τι να κάνω;

-Αν αυτό δεν συνιστά θανάσιμο αμάρτημα και είσαι αδύναμος, τότε, νομίζω, είναι καλύτερο να το κάνεις. Αν όμως είσαι δυνατός στην πίστη, είναι προτιμότερο να είσαι ένοχος ενώπιον του Γέροντος, παρά ενώπιον του Θεού. Είναι καλύτερο να είσαι έτοιμος να υποφέρεις την τιμωρία, ακόμη και την αποβολή από το Μοναστήρι, σηκώνοντας τον σταυρό σου. Πάντως, σ’ όποιον παραδίδεται στο διακόνημα με καρδιά απλή και γεμάτη πίστη, παρακαλώντας ακατάπαυστα τον Κύριο να αποκαλύψει στον Γέροντα το θείό Του θέλημα χάριν της σωτηρίας του, σ’ αυτόν ο Κύριος δεν θα επιτρέψει πειρασμό• και τον ηγούμενο και τον υποτακτικό, θα τους ελευθερώσει από τα δίκτυα του διαβόλου.

***

Ο π. Γερμανός ανεπαύθη από τον πολύν κόπο το έτος 1875. Κατά παραχώρησιν Θεού ο θάνατός του ήταν βίαιος• προήλθε από εγκληματικά χέρια. Βρισκόταν κάποτε στα Καυσοκαλύβια. Εκεί είδε κάποιους λαϊκούς εργάτας και τους ανέφερε ότι επιθυμεί να κτίσει εκκλησάκι, οπότε θα χρειασθή να επεκτείνει το Κελλί του. Μόλις αυτοί το άκουσαν, υπέθεσαν ότι έχει χρήματα και πήγαν να τα αρπάξουν, πριν καλέσει τους ειδικούς τεχνίτας. Ώρμησαν στην ερημιτική Καλύβα του Γέροντος και, επειδή μάλλον δεν βρήκαν τίποτε, τον εφόνευσαν. Θέλοντας δε να κρύψουν το έγκλημά τους, συγκέντρωσαν πολλά ξερά κλαδιά, τα τοποθέτησαν γύρω από την Καλύβα και, αφού άναψαν φωτιά σε μερικά σημεία, έφυγαν τρέχοντας. Η φωτιά όμως έσβησε, και η Καλύβα δεν έπαθε τίποτε. Αργότερα ένας ερημίτης ήλθε για κάποια δουλειά στον π. Γερμανό, βρίσκοντας την Καλύβα σκεπασμένη με κλαδιά και τον ίδιο σκοτωμένο. Με τον τρόπο αυτό έγινε γνωστός ο θάνατός του.

***

Η/Υ ΠΗΓΗ:
periagiouorous.blogspot.gr: 06 Ιανουαρίου 2016.

Κατηγορίες: Άρθρα, Ιστορικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.