Ο Ναός και η Συναγωγή – Γεωργίου Φίλια, Καθηγ. Θεολογικής σχολής του Πανεπιστ. Αθηνών.

Οι καινοδιαθηκικές αναφορές στα δύο κέντρα της εβραϊκής λατρείας (το Ναό και τη Συναγωγή) είναι αρκετές και αξιοσημείωτες.
Ο Ναός των Ιεροσολύμων προβάλλεται ως ο τόπος, όπου ο Κύριος βρισκόταν καθημερινά και προς τον οποίο έτρεφε μεγάλο σεβασμό, αποκαλώντας τον «οίκο προσευχής». Ο σεβασμός αυτός, μάλιστα, ήταν τόσο αισθητός στον κύκλο των Μαθητών, ώστε εκείνοι θεώρησαν ότι με τη συγκεκριμένη στάση του Κυρίου απέναντι στο Ναό επιβεβαιώνεται το ψαλμικό (68, 10) «ο ζήλος του οίκου σου κατέφαγέ με». Ο Ναός των Ιεροσολύμων, άλλωστε, ήταν ένας από τους τόπους διδασκαλίας του Κυρίου και ένας τόπος που συνδέεται με σημαντικά γεγονότα στην Κ.Δ.
Περί της προσευχής στο Ναό δεν έχουμε τελετουργικές πληροφορίες από τα καινοδιαθηκικά κείμενα. Το παράδειγμα της προσευχής του Κυρίου ακολούθησε η πρώτη Εκκλησία, τα μέλη της οποίας ήσαν καθ’ ημέραν προσκαρτερούντες ομοθυμαδόν εν τω ιερώ. Η ίδια πληροφορία της συνεχούς παρουσίας των Χριστιανών στο Ναό καταχωρίζεται στο τέλος του κατά Λουκάν (24, 53) και επιβεβαιώνεται στις Πράξεις των Αποστόλων, όπου έως και το πέμπτο κεφάλαιο ο Ναός μαρτυρείται ως ένα από τα κέντρα ζωής της πρώτης Εκκλησίας. Αλλά ούτε τα σχετικά με το Στέφανο (κεφ. 6 και 7) μπορούν να κατανοηθούν ανεξάρτητα από το θέμα του Ναού και της τοποθετήσεως των Χριστιανών έναντι αυτού.
Αυτή η «καθολική συγκέντρωση» (ομοθυμαδόν) των μελών της πρώτης Εκκλησίας καθημερινά στο Ναό είχε, βεβαίως, ως μοναδικό της σκοπό την προσευχή η οποία περιελάμβανε «οίνο» (δηλαδή δοξολογία) και «ευλογία» του Θεού (δηλαδή ευχαριστία για τις ευεργεσίες του). Είναι προφανές ότι τα μέλη της πρώτης Εκκλησίας συνάζονταν σε ιδιαίτερο τόπο του Ναού, τη «στοά του Σολομώντος», έχοντας μια σχετική αυτονομία εντός του τεράστιου οικοδομήματος ώστε να κηρύσσουν και να αποφεύγουν τις άμεσες προστριβές με τους Ιουδαίους (στο θρησκευτικό εβραϊκό περιβάλλον του 1ου αι. η χριστιανική Εκκλησία θεωρείτο ως αίρεση και απεκαλείτο «οδός»).
Για την πρώτη χριστιανική Εκκλησία είχε σημασία και το γεγονός ότι η λατρεία στο Ναό αντιπροσώπευε ολόκληρο το εβραϊκό έθνος. Όσα τελούνταν στο Ναό, τελούνταν εξ’ ονόματος όλου του λαού. Αυτή η λαμπρή και επιβλητική λατρεία με τις πλούσιες και λεπτομερείς διατάξεις της, τις προσφορές του θυμιάματος, τις θυσίες των άμωμων αμνών, του άρτου και άλλων προϊόντων, τις προσευχές και τις ψαλμωδίες, τη φωνητική και ενόργανη μουσική, καθώς και τις λατανίες του λαού κατά τις μεγάλες εορτές, όλα αυτά αντιπροσώπευαν για την πρώτη Χριστιανική Εκκλησία των Ιεροσολύμων το συνεκτικό δεσμό με τους ομοεθνείς.
Η μόνη, ίσως, τελετουργική πληροφορία περί της προσευχής στο Ναό, η οποία παρέμεινε ως ευκαιρία προσευχής και για την πρώτη Εκκλησία, μαρτυρείται στο Πραξ. 3, 1: ο Πέτρος και ο Ιωάννης ανέβαινον εις το ιερόν επί την ώραν της προσευχής την ενάτην. Πρόκειται περί της πρώτης μαρτυρίας ειδικής προσευχής κατά την ενάτη ώρα, η συγκεκριμένη δε μαρτυρία των Πράξεων υποδηλώνει ότι οι πρώτοι Χριστιανοί των Ιεροσολύμων είχαν υιοθετήσει τις προσευχές στο Ναό κατά τακτά διαστήματα της ημέρας. Αλλά κι ο Απόστολος Παύλος δέχθηκε όραμα από το Θεό κατά τη διάρκεια της προσευχής του στο Ναό. Εκτός, όμως, από τις καινοδιαθηκικές αναφορές στη λατρεία του Ναού και τη συμμετοχή σ’ αυτήν των μαθητών και των πρώτων μελών της ιεροσολυμιτικής Εκκλησίας, ο Ναός προβάλλεται ως τόπος με συμβολικό περιεχόμενο: γίνεται διάκριση μεταξύ «χειροποίητου» και «αχειροποίητου» Ναού, η οποία (διάκριση) εισάγει στη θεώρηση του σώματος του Αναστημένου Κυρίου ως «ναού», ενώ κατ’ επέκταση ως «ναός» θεωρείται και το σώμα των πιστών. Ο συμβολισμός αυτός αποκαλύπτει το γεγονός της αποδεσμεύσεως των πρώτων Χριστιανών από τα στενά εβραϊκά πλαίσια θεωρήσεως του Ναού ως του κατ’ εξοχήν τόπου λατρείας.
Η εν λόγω αποδέσμευση περιγράφεται στο Πρ. 2, 46: τα πρώτα μέλη της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων, καθ’ ημέραν τε προσκαρτερούντες ομοθυμαδόν εν τω ιερώ, κλώντες τε κατ’ οίκον άρτον μετελάμβανον τροφής εν αγαλλιάσει και αφελότητι καρδίας. Η καθημερινή λατρεία στο Ναό περιελάμβανε προσευχές και θυσίες. Εφ’ όσον οι πρώτοι Χριστιανοί τελούσαν τη δική τους θυσία (τη Θεία Ευχαριστία) «κατ’ οίκον», συμπεραίνουμε ότι δεν συμμετείχαν στις θυσιαστικές τελετουργίες του Ναού (προσφορές θυμιάματος και πρωτογεννημάτων της γης/ θυσίες ζώων).
Η υπέρτατη θυσία του Κυρίου στο Σταυρό υπήρξε για τους πρώτους Χριστιανούς το γεγονός που καθιστούσε ανωφελείς τις θυσίες της εβραϊκής λατρείας. Η πρώτη Εκκλησία διαχωρίζεται από τη θυσιαστική τελετουργία της εβραϊκής λατρείας και αποκτά το δικαίωμα να αντιπαρατεθεί στις θυσίες του Ναού: έχομεν θυσιαστήριον εξ ου φαγείν ουκ έχουσιν εξουσίαν οι τη σκηνή λατρεύοντες.
Κατά την περίοδο της δημόσιας δράσης και του κηρύγματος του, ο Κύριος δεν απαξίωσε την προσφορά θυσίας στο Ναό: δεν απαγορεύει την προσφορά του «δώρου επί του θυσιαστηρίου, αλλά συνιστά τη συμφιλίωση τη συμφιλίωση «με τον αδερφό» πριν από την προσφορά της θυσίας. Παράλληλα όμως, διδάσκει ότι θέλει έλεον και ου θυσίαν, δηλαδή ότι η προσφορά της καρδιάς είναι ανώτερη από την προσφορά θυσίας στο Ναό. Αλλά και μετά από τη θεραπεία του λεπρού, ο Κύριος τον προτρέπει να «προσφέρει για τον καθαρισμό του ό,τι πρόσταξε ο Μωυσής», δηλαδή την προβλεπόμενη θυσιαστική προσφορά.
Σε άλλες καινοδιαθηκικές μαρτυρίες αποκαλύπτεται μια κριτική από τον Κύριο στις θυσίες του Ναού. Στα πλαίσια της κριτικής αυτής υποδηλώνει τη σχετικότητα των θυσιών με την υπενθύμιση του γεγονότος «της βρώσεως των άρτων της προθέσεως» από το Δαβίδ. Η μαρτυρία αυτή θα πρέπει να υπήρξε καθοριστική για τη στάση των πρώτων Χριστιανών απέναντι στις θυσίες του Ναού των Ιεροσολύμων. Στην Α’ Πέτρου 2, 3-5 διατυπώνεται μια ακόμα κριτική των θυσιών, όταν γράφεται ότι οι «ζωντανοί λίθοι» της θυσίας είναι πλέον τα μέλη της Εκκλησίας. Παράλληλα, ο απ. Παύλος τονίζει ότι τα μέλη της Εκκλησίας αποτελούν τους «λίθους», οι οποίοι στηρίζονται στον «ακρογωνιαίο λίθο», το Χριστό, και «συνοικοδομούν» τον «άγιο ναό του Θεού».
Οι παραπάνω μαρτυρίες αποκαλύπτουν το θεολογικό πλαίσιο εντός του οποίου κυοφορήθηκε η απόρριψη από τους πρώτους Χριστιανούς των θυσιών στο Ναό των Ιεροσολύμων. Στην απόρριψη αυτή θα πρέπει να συνέβαλλε και η παύλεια θεολογία περί της «θυσίας των σωμάτων των πιστών» (δηλαδή περί του μαρτυρίου), ως θυσίας που δέχεται ο Θεός και που αποτελεί τη «λογική λατρεία». Άλλωστε ο απ. Παύλος θεωρεί το κήρυγμα προς τα έθνη ως «ιερουργία» και την προσέλευση των εθνών στην Εκκλησία ως «προσφοράν ευπρόσδεκτον, ηγιασμένην εν πνεύματι αγίω», επισημάνσεις οι οποίες φαίνεται ότι υποκαθιστούν τις «ευάρεστες προσφορές» της εβραϊκής λατρείας στο Ναό.
Στην αναφορά στο Χριστό ως Αρχιερέα που προσφέρει θυσία, ο απ. Παύλος προσθέτει την τελετουργική συμμετοχή τωγ μελών της Εκκλησίας, τα οποία «προσέρχονται μετά παρρησίας τω θρόνω της χάριτος» του Αρχιερέα. Οι «προσερχόμενοι» είναι εκείνοι που προσφέρουν τις θυσίες, όπως μαρτυρεί η προς Εβραίους σχετικά με τους ευρισκόμενους υπό το μωσαϊκό νόμο (10, 1). Η προσφορά της θυσίας από εκείνους που ευρίσκονται πλέον στην Εκκλησία οριοθεταίται από την «προσέλευση» στη θυσία υπό διαφορετικές προϋποθέσεις, μιας θυσίας άλλωστε η οποία διαφέρει ριζικά από την παλαιά.
Η λατρεία στο Ναό ήταν περιορισμένη στην πόλη των Ιεροσολύμων και τερματίζεται οριστικά το 70 μΧ, όταν ο Ναός καταστράφηκε από τους Ρωμαίους και ουδέποτε ξανακτίστηκε. Η ίδρυση όμως των συναγωγών, επέφερε την εξάπλωση της λατρείας του Ναού, ώστε ουδεμία εβραϊκή κοινότητα να παραμείνει χωρίς λατρευτικές ευκαιρίες. Έτσι, η Συναγωγή έγινε «το έτερον ιερόν» του Ισραήλ, ο τρόπος προσευχής, μελέτης και αναγνώσεως των Γραφών. Σε μία Συναγωγή (των Λιβερτίνων) εσύχναζε ο Πρωτομάρτυρας Στέφανος, ενώ η προσευχή στη Συναγωγή προβάλλεται από τον Αδελφόθεο Ιάκωβο κατά τη διάρκεια της Αποστολικής Συνόδου στα Ιεροσόλυμα.
Κατά την εποχή του Κυρίου η Συναγωγή είχε καταστεί θρησκευτικό, κοινωνικό και εκπαιδευτικό κέντρο του ιουδαϊσμού, ο δε τύπος της λατρείας της είχε αρχίσει να δημιουργείται ήδη πριν από την εμφάνιση του Χριστιανισμού. Περί το 100μΧ, όμως, η Συναγωγή είχε διαμορφώσει ένα λειτουργικό τύπο, ο οποίος προέβλεπε τρεις αυτοτελείς ημερήσιες ακολουθίες: μία πρωινή (την Shabarith), μία απογευματινή (την Minhah) και μία βραδινή (την Maariv ή Arrith). Αυτή η τελική διαμόρφωση στηριζόταν στην παράδοση του Ψαλμωδού, καθώς και στο παράδειγμα του προφήτου Δανιήλ.
Σύμφωνα με τις διατάξεις της Παλαιάς Διαθήκης, οι θυσίες προσφέρονταν στο Ναό δύο φορές την ημέρα: το πρωί και το δειλινό. Κάποιοι μελετητές υποστήριξαν ότι η λατρεία της Συναγωγής απέβλεπε, κυρίως, στην αντιστοίχιση της λατρείας του Ναού. Ως εκ τούτου, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι από τη λατρεία της Συναγωγής, μόνο δύο ακολουθίες (η πρωινή και η βραδινή) επηρέασαν τη χριστιανική λατρεία.
Αξιοσημείωτες είναι και οι καινοδιαθηκικές μαρτυρίες περί της Συναγωγής.
Η κυρίαρχη πληροφορία στις μαρτυρίες αυτές είναι ότι ο Κύριος παρευρισκόταν συχνά στις Συναγωγές της Παλαιστίνης, με κύριο έργο τη διδασκαλία κατά τη διάρκεια της προσευχητικής συνάξεως, γεγονός το οποίο εξένισε τους Εβραίους στη Συναγωγή της ιδιαίτερης πατρίδας του. Την ίδια τακτική συνέχισε ο απ. Παύλος, τόσο μόνος του στις Συναγωγές της Δαμασκού, της Αθήνας, της Κορίνθου και της Εφέσου, όσο και μαζί με το Βαρνάβα στη Σαλαμίνα της Κύπρου και στο Ικόνιο.
Οι παραπάνω μαρτυρίες δεν παρέχουν λεπτομέρειες περί του τελετουργικού των ακολουθιών, κατά τις οποίες πραγματοποιείτο η διδαχή του Κυρίου και των μαθητών του προς τους Ιουδαίους. Μία, όμως, εκ των καινοδιαθηκικών μαρτυριών αναφέρεται λεπτομερέστερα σε όσα ετελούντο κατά την ακολουθία ενός Σαββάτου στη Συναγωγή της Ναζαρέτ: Κατ’ αρχάς προβλεπόταν ανάγνωση από το βιβλίο του Ησαΐα. Ο Κύριος σηκώθηκε για να διαβάσει το ανάγνωσμα, «ανέπτυξε» το βιβλίο (επρόκειτο, προφανώς, περί παπύρου τυλιγμένου γύρω από ξύλο) και επέλεξε ο ίδιος το προς ανάγνωση κείμενο (το Ησ. 61, 1-2). Μετά από την ανάγνωση, αφού τύλιξε το χειρόγραφο, το έδωσε στον υπηρέτη και κάθισε, για να αρχίσει το κήρυγμα επί του συγκεκριμένου χωρίου, το οποίο (κήρυγμα) κατέληξε στην επεισοδιακή εκδίωξή του από τη Συναγωγή. Η παραπάνω μαρτυρία παρέχει τις ακόλουθες πληροφορίες σχετικά με μια Ακολουθία της Εβραϊκής λατρείας, αυτήν του Σαββάτου στη Συναγωγή: α. Ύπαρξη Συναγωγής στη Ναζαρέτ. β. Ύπαρξη συγκεκριμένης Ακολουθίας κατά μία συγκεκριμένη ημέρα. γ. Δικαίωμα του κάθε παρισταμένου να αναγνώσει τη βιβλική περικοπή. δ. Πληροφορία περί του ακριβούς κειμένου, το οποίο αναγνώστηκε. ε. Ο τρόπος με τον οποίο διαφυλάσσονται τα βιβλικά κείμενα (τυλιγμένα γύρω από ξύλο/ το χειρόγραφο ξετυλιγόταν με τη βοήθεια υπηρέτη). στ. Η συνήθεια να γίνεται κήρυγμα αμέσως μετά από την ανάγνωση.
Η Συναγωγή, επομένως, ήταν όχι μόνο ο τόπος προσευχής αλλά και διδαχής. Αυτό που ενδιαφέρει την ιστορία της χριστιανικής λατρείας είναι η μαρτυρία της καθολικής επιστολής του Ιακώβου, ότι οι Χριστιανοί είχαν δημιουργήσει δικές τους Συναγωγές. Ο όρος μάλλον δηλώνει την σύναξη των Χριστιανών για προσευχή. Η εβραϊκή αντίδραση κατά της Εκκλησίας εκφραζόταν κυρίως μέσα από τις προσευχές στις Συναγωγές, όπως μαρτυρεί το 2ο αι. ο Ιουστίνος και, αργότερα, οι Ιερώνυμος και Επιφάνιος. Αυτή, ίσως, υπήρξε η αιτία αδυναμίας συνυπάρξεως Χριστιανών και Εβραίων στη λατρεία της Συναγωγής.
Φαίνεται, πάντως, ότι η συνήθεια μιας «χριστιανικής συναγωγής» δεν εδραιώθηκε, όπως διαπιστώνουμε από μαρτυρίες του κατά Ματθαίον Ευαγγελίου (γραμμένου σε μεταγενέστερη εποχή από την καθολική επιστολή του Ιακώβου). Ο Επιφάνιος, μάλιστα, κατηγορεί τους αιρετικούς Εβιωνίτες ότι συναγωγήν καλούσι την εαυτών εκκλησίαν και ουχί εκκλησίαν. Η μομφή του Επιφανίου αφορούσε, προφανώς, στην υποκατάσταση του όρου «Εκκλησία», διότι ο όρος «Συναγωγή» δεν ήταν απόβλητος, όταν χρησιμοποιείτο εκ παραλλήλου προς τον όρο «Εκκλησία».
Η ανάγνωση εκ των προφητών, πάντως, καθώς και το κήρυγμα περί του αναγνώσματος παρέμεινε στη χριστιανική Λατρεία ως στοιχείο της ευχαριστιακής συνάξεως των μελών της Εκκλησίας. Από τη λατρεία της Συναγωγής, επίσης, παρέμειναν στη Χριστιανική Λατρεία οι Ψαλμοί και οι ύμνοι. Όλα αυτά τα δάνεια της χριστιανικής Λατρείας από τη λατρεία της Συναγωγής έχουν ελκύσει και την προσοχή των Εβραίων λειτουργιολόγων, έδωσαν δε αφορμή σε έναν από τους σημαντικότερους μελετητές των σχέσεων εβραϊκής και χριστιανικής λατρείας (τον W.O.E.Oesterley) να διατυπώσει το ελεγχόμενο συμπέρασμα ότι οι δύο λατρείες «αποτελούν αναμφίβολα ένα και τον ίδιο τύπο». Ορθότερη θα μπορούσε να χαρακτηριστεί η άποψη του κυριότερου μελετητή της σχέσεως λατρείας της Συναγωγής και χριστιανικής Λατρείας, του C.W. Dugmoke, ότι «η λατρεία της Συναγωγής, απετέλεσε πρότυπο της χριστιανικής Λατρείας».

Από το βιβλίο Λειτουργική, τόμος Α’, εκδ. Γρηγόρη.
Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Πειραϊκή Εκκλησία» της Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς, Τεύχος 278, Φεβρουάριος 2016, σελ. 16-18

Η/Υ επιμέλεια Νεκταρίας Κυριακούλη.

Κατηγορίες: Άρθρα, Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.