Απόλυσις Εσπερινού Μ. Σαββάτου και εσπερινού του Σαββάτου – Ιωάννου Φουντούλη.

Διατί το Μέγα Σάββατον εις την απόλυσιν της λειτουργίας του Μεγάλου Βασιλείου λέγομεν «Ο αναστάς εκ νεκρών», εφ’ όσον η ανάστασις δεν έχει ακόμη γίνει;

Η απόλυσις του εσπερινού του Σαββάτου πρέπει να συνοδεύεται με το χαρακτηριστικόν «Ο αναστάς εκ νεκρών» ή όχι;

Οι δύο αυτές ερωτήσεις αναφέρονται κατ’ ουσίαν στο ίδιο θέμα. Η απόλυσις της λειτουργίας του Μεγάλου Σαββάτου είναι απόλυσις του εσπερινού του Πάσχα, της μεγάλης ετησίας δεσποτικής εορτής, της οποίας εικών είναι το εβδομαδιαίο Πάσχα, η Κυριακή. Και οι δύο περιπτώσεις πρέπει να αντιμετωπισθούν καθ’ όμοιο τρόπο.

Στην λειτουργική πράξι σήμερα και στις δύο περιπτώσεις υπάρχει ένας διχασμός. Η κατά παράδοσιν πασχάλιος – αναστάσιμος απόλυσις είναι το «Ο αναστάς εκ νεκρών», που προτάσσεται της συνήθους απολύσεως «Χριστός ο αληθινός Θεός ημών…» ως χαρακτηριστικό της εορτής. Η διαφωνία συνίσταται στο αν η αναστάσιμος απόλυσις πρέπει να λέγεται και στον εσπερινό ή μόνο στο μεσονυκτικό, όρθρο, ώρας και στην θεία λειτουργία της Κυριακής. Εκείνοι που δεν λέγουν το «Ο αναστάς εκ νεκρών» στον εσπερινό, επικαλούνται τον λόγο ότι ο Κύριος ανεστήθη κατά το μεσονύκτιο, επομένως κατά τον εσπερινό του Σαββάτου ευρίσκετο ακόμη στον τάφο. Οι δεύτεροι επικαλούνται το παράλληλο των δεσποτικών εορτών και γενικώς την περί ημέρας εκκλησιαστική αντίληψι. Λειτουργικώς η ημέρα αρχίζει, κατά τον αρχαίο ιουδαϊκό τρόπο του υπολογισμού των ωρών του νυχθημέρου, από τον εσπερινό και λήγει με την απόλυσι της ακολουθίας της Θ’ ώρας της επομένης. Ακριβώς δε τον ρυθμό αυτόν ακολουθεί και η υμνογραφία της Εκκλησίας. Αυτό εφαρμόζεται και στας απολύσεις των δεσποτικών εορτών, χωρίς καμμία εξαίρεσι.

Η διαφωνία δεν είναι πρόσφατη. Έχει τις ρίζες της στα έντυπα λειτουργικά Τυπικά, ίσως και ακόμη παλαιότερα. Τα χειρόγραφα δεν πολυπραγμονούν στο σημείο αυτό. Ορίζουν ως απόλυσι για το Πάσχα και τας Κυριακάς το «Ο αναστάς εκ νεκρών», χωρίς να ασχολούνται με την λεπτομέρεια της απολύσεως του εσπερινού του Σαββάτου. Τις περισσότερες φορές σημειώνουν «και απόλυσις», χωρίς καν να προσδιορίζουν ποια θα είναι αυτή. Το παλαιό έντυπο Τυπικό του Κωνσταντίνου, πρωτοψάλτου της Μεγάλης Εκκλησίας, σε υποσημείωσι στην Κυριακή των Αγίων Πάντων, που υπάρχει στην δευτέρα έκδοσι όχι όμως και στην πρώτη, κατακρίνει την χρήσι του «Ο αναστάς εκ νεκρών» στον εσπερινό του Σαββάτου. Γράφει χαρακτηριστικά: «Πολλοί εκ των ιερέων συνηθίζουν να λέγωσιν αφ’ εσπέρας το ¨Ο αναστάς εκ νεκρών¨, το οποίο είναι ασυγχώρητον, καθότι δεν ανεστήθη αφ’ εσπέρας, αλλά το μεσονύκτιον, και δι’ αυτό πρέπει να λέγεται το πρωί εις τον όρθρον και εις την λειτουργίαν» (βλ. 7η ανατύπωσις της β’ εκδόσεως, εν Κωνσταντινουπόλει 1874, σελ. 257). Και το επίθετο «ασυγχώρητον» και η αιτιολογία που προστίθεται και το «πολλοί εκ των ιερέων» δείχνουν, ότι και τότε υπήρχαν οι υποστηρικταί της πράξεως αυτής, οι οποίοι τελικά και υπερίσχυσαν. Έτσι η επιτροπή εκ των Μητροπολιτών του Οικουμενικού Θρόνου Αίνου, Σάμου, Καισαρείας, Μυτιλήνης και του πρωτοψάλτου Γ. Βιολάκη, που συνεστήθη για την αναθεώρησι του Τυπικού, ετάχθη υπέρ της άλλης απόψεως και καθώρισε όπως λέγεται το «Ο αναστάς εκ νεκρών» και κατά τον εσπερινό του Σαββάτου, «τη στάθμη της αναλογίας και ακριβείας ακολουθήσασα, ήτις τηρείται και εν πάσαις ταις δεσποτικαίς εορταίς» (βλ. σχετική παράγραφο της εκθέσεως της επιτροπής αυτής εις το «Τυπικόν της του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας» Γ. Βιολάκη, έκδοσις Μ. Σαλιβέρου, εν Αθήναις 1921 σελ. γ’). Τούτο δε ενέκρινε συνοδικώς και ο Πατριάρχης Διονύσιος ο Ε’ (1888). Αυτό δε ακριβώς ακολουθεί και το Τυπικόν αυτό στην «Περί της απολύσεως εν γένει» παράγραφό του για τας Κυριακάς (Κεφ. 16, σελ. 13-14) και στον εσπερινό του Μεγάλου Σαββάτου (σελ. 365). Από τα νεώτερα λειτουργικά βιβλία, άλλα μεν δεν λαμβάνουν θέσι για το θέμα αυτό, άλλα δε τάσσονται ή με την μεν ή με την δε άποψι.

Θεωρητικά υπεστήριξε την άποψι του Τυπικού του Κωνσταντίνου ο μακαριστός οικονόμος και αρχιερατικός επίτροπος Σκιάθου Γεώργιος Ρήγας στο βιβλίο του «Ζητήματα Τυπικού», Αθήναι 1954μ σελ. 16-17. Κυρίως επικαλείται τα Τυπικά του Αγίου Όρους και ιστορικούς και συναισθηματικούς λόγους, υποστηρίζοντας ότι δεν πρέπει στην περίπτωσί μας να εφαρμοσθή η αναλογία των δεσποτικών εορτών, αλλά η ιστορική ακρίβεια, ότι δηλαδή ο Κύριος ανεστήθη το μεσονύκτιο. Θα εζημιώνετο δε πολύ και θα έχανε το νόημά της, κατά τα γραφόμενά του, η ακολουθία της αναστάσεως αν προ αυτής ελέγετο το «Ο αναστάς εκ των νεκρών» κατά τον εσπερινό του Πάσχα. Έτσι δέχεται ότι το «Ο αναστάς εκ νεκρών» πρέπει να λέγεται μόνο από την απόλυσι του μεσονυκτικού των Κυριακών και εξής. Την αρχή όμως αυτή δεν εφαρμόζει και κατά την ακολουθία της παννυχίδος του Πάσχα, κατά την απόλυσι του μεσονυκτικού της οποίας θεωρεί και πάλι ανάρμοστο το «Ο αναστάς εκ νεκρών». Άλλ’ ασχέτως προς το ασθενές αυτό σημείο, η όλη αναστάσιμος υφή της ακολουθίας των εσπερινών του Μεγάλου Σαββάτου και των Σαββάτων της Παρακλητικής επιβάλλει, τρόπον τινά, ως ορθοτέρα την απόλυσι με το αναστάσιμο χαρακτηριστικό. Όταν δηλαδή ψάλλωμε στα στιχηρά του εσπερινού του Πάσχα « ο δείξας εν κόσμω την ανάστασιν», «τω αναστάντι εκ νεκρών», «δοξάζοντες αυτού την εκ νεκρών ανάστασιν», «και τη αναστάσει σου», στο δοξαστικό «και εις ο ην πάλιν επανελθών δια της αναστάσεως», αντί του αλληλουαρίου το «Ανάστα ο Θεός», ως κοινωνικό το «Εξηγέρθη ως ο υπνών ο Κύριος και ανέστη σώζων ημάς» και όταν διαβάζεται το ευαγγέλιο «Οψέ Σαββάτων…» που αφηγείται την ανάστασι, τί θα ήταν εκείνο που θα εμπόδιζε το «Ο αναστάς εκ νεκρών» κατά την απόλυσι; Ή πώς από τις ακολουθίες του εσπερινού των Σαββάτων θα ήταν απόβλητο το αναστάσιμο χαρακτηριστικό της απολύσεως, όταν ψάλλεται στα στιχηρά το «και αναστάς εκ νεκρών», «ίνα τω κόσμω δωρήση την ανάστασιν», «και αναστάντα εν δόξη», στα απόστιχα «ο αναστάς εκ νεκρών», «ανέστη ο Κύριος» και «ανέστης τριήμερος Σωτήρ… δόξα τη αναστάσει σου Χριστέ» στο απολυτίκιο του α’ ήχου, «και ανέστη εκ νεκρών», «προσκυνούμεν αυτού την τριήμερον έγερσιν», «Χριστού την ανάστασιν», «ανέστη ως παντοδύναμος», «εν δε τη εγέρσει σου», «και αναστάς εκ νεκρών» στα στιχηρά και άλλα παρόμοια στα απόστιχα του β’ ήχου και στους εσπερινούς των άλλων ήχων;

Η όλη ακολουθία του Πάσχα, που αρχίζει από τον αναστάσιμο εσπερινό του Μεγάλου Σαββάτου, και των Κυριακών, που αρχίζει από τον επίσης αναστάσιμο εσπερινό των Σαββάτων, είναι χαρακτηριστική του τρόπου κατά τον οποίο αντελαμβάνετο τας περιόδους αυτάς η Εκκλησία˙ ως ένα ενιαίο σύνολο, κατά το οποίο εδοξολογείτο ο αναστάς Κύριος και είχε έντονο πασχάλιο χαρακτήρα. Κατά τα αναγνώσματα του εσπερινού του Μεγάλου Σαββάτου οι ιερείς ήλλασσαν την ενδυτή της αγίας τραπέζης και τα ιδικά των πένθιμα άμφια και φορούσαν λευκά και απηγορεύετο η γουνυκλισία από τότε ως την Πεντηκοστή, καθώς και από τον εσπερινό του Σαββάτου ως την απόλυσι της Θ’ ώρα της Κυριακής. Η ακολουθία της αναστάσεως είδαμε από προηγούμενες απαντήσεις (βλ. τις υπ’ αριθμ. 86 και 88) ότι δεν είχε την μορφή που έχει σήμερα, δεν ήταν δηλαδή «η ανάστασις» η σημερινή, άλλ’ απλώς μία πολύ λίγο ιδιόρρυθμη έναρξις της ακολουθίας του όρθρου. Όταν αυτή σε μεταγενεστέρους χρόνους εξήρθη και έλαβε την μορφήν μιας πραγματικής σχεδόν αναπαραστάσεως του γεγονότος αυτού – του οποίου ούτε την ώρα ούτε τον τρόπο μας διέσωσαν τα ιερά Ευαγγέλια – άρχισαν λεπλολογούντες να αναζητούν αν έπρεπε ή όχι να λέγεται πριν από αυτήν το «Ο αναστάς εκ νεκρών» στην απόλυσι του εσπερινού, που αρχικά αποτελούσε ένα ενιαίο και αδιάσπαστο τμήμα της όλης πασχαλινής παννυχίδος.

Ευτυχώς που δεν είχε και συνέχεια η συζήτησις, γιατί θα μπορούσε να επεκταθή και στις άλλες δεσποτικές εορτές. Πώς επί παραδείγματι να λέγεται το «Ο εν σπηλαίω γεννηθείς…» ή «Ο εν Ιορδάνη υπό Ιωάννου βαπτισθείς…» κατά τον εσπερινό των Χριστουγέννων και των Θεοφανείων κλπ. ενώ ακόμη ο Κύριος δεν είχε αντιστοίχως ακόμη γεννηθή ή βαπτισθή; Ο εσπερινός του Πάσχα και των Κυριακών είναι τόσο αναστάσιμος, όσο είναι το μεσονυκτικό, ο όρθρος και οι άλλες ακολουθίες των ημερών αυτών, όπως και οι εσπερινοί των Χριστουγέννων, των Θεοφανείων και των άλλων δεσποτικών εορτών είναι εξ ίσου εορταστικοί, όπως και οι λοιπές ακολουθίες των εορτών αυτών. Δίκαια λοιπόν και οι εσπερινοί των πρέπει να κατακλείωνται και με το χαρακτηριστικό της αγομένης εορτής, είτε Πάσχα είναι αυτή είτε οιαδήποτε άλλη δεσποτική εορτή.

Από το βιβλίο του αειμνήστου Καθηγητού της Θεολογικής σχολής του Α.Π.Θ., Ιωάννου Μ. Φουντούλη: Απαντήσεις εις Λειτουργικάς απορίας. Τόμος Α’. ΣΤ’ έκδοσις.

Εκδόσεις της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήναι, 1991.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Άρθρα, Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.