Αγροτικές Παροιμίες για διάφορα θέματα – Γρηγορίου και Μαρίας Μπούκα.

Άκουγα και ίδρωνα, είδα και ξεπάγιασα (η φήμη μεγαλοποιεί, η αλήθεια απογοητεύει).
Αλλοί που δεν έχει νύχια να ξυστεί και περιμένει απ’ άλλον.
Άλλος ανάβει τη φωτιά και άλλος την ανεμίζει.
Άλλος του φταίει κι αλλού ξεθυμαίνει.
Αλλού βροντούν οι κανονιές κι αλλού πέφτουν τα βόλια.
Αλλού πατάς κι αλλού κοιτάς.
Από καυτερή φωτιά, μαύρη στάχτη απομένει.
Απ’ όπου και να τον πιάσεις βρωμάει (ή μουτζουρώνεσαι ή λερώνεσαι).
Άρες μάρες κουκουνάρες και σωρό παλαβωμάρες.
Βγήκε η πομπή στις στράτες και γελάνε οι διαβάτες.
Βλέπει τον ίσκιο του το μεσημέρι (είναι ρεαλιστής).
Βλέπει τον ίσκιο του το πρωί και το απόγευμα (είναι υπερβολικός, εκτός πραγματικότητας).
Βροντάν όλα τα σίδερα, βροντάει κι η σακοράφα.
Για το καρφί, χάνει το πέταλο.
Γυρεύεις από το αυγό μαλλί και από το νύχι γάλα (ματαιοπονείς).
Δε με θέλεις μια οργιά, δε σε θέλω μια τριχιά.
Διαλέγοντας, διαλέγοντας, επήρε τ’ αποζούμια (ή πήρε τ’ απομεινάρι).
Δυο κοιτάζει και τρία βλέπει.
Εδώ γκρεμός κι εκεί γκρεμός και πού να πέσω να πνιγώ.
Εδώ οι πέτρες καίγονται, τα ξύλα τι να πούνε.
Είδε φούρνο και τον έκανε κάστρο.
Έλα να σου δείξω, πόσα απίδια πιάνει ο σάκος.
Επήγε για μαμμή κι έκατσε για λεχώνα.
Έπιασε η κούπα του νερό και δε μιλιέται.
Έτρεχε να μη βραχεί κι έπεσε στο ποτάμι.
Ζητά να κρυφτεί κι η χαρά δεν τον αφήνει.
Η θήκη σίδερο και ξύλο η λεπίδα.
Η προσταγή σου λάχανα κι ο ορισμός σου αγγούρια (δεν σε λογαριάζω καθόλου).
Κάθησε η τσιμπλού στη στράτα κι αναγελάει τη μαυρομάτα (έλλειψη αυτογνωσίας).
Και με τα εκατό στη φυλακή και με τα χίλια μέσα.
Καινούργιο κοσκινάκι μου και πού να σε κρεμάσω.
Κακά, ψυχρά κι ανάποδα, καθώς εδώ που φτάσαμε.
Να λείψουν τα πιπέρια σου, να δω την προκοπή σου.
Ο καβγάς ήταν για το πάπλωμα.
Ο ξυπόλητος είδε τον κουτσό και παρηγορήθηκε.
Όπως έστρωσες, θα κοιμηθείς.
Όταν θα τα βρεις αυτά που σου λέω, δε θα έχεις τριχιές να τα δέσεις.
Παλιά μου τέχνη κόσκινο και πού να σε κρεμάσω.
Πήγε για μαλλί και βγήκε κουρεμένος.
Πουλά αυγό χωρίς κρόκο.
Πουλάει φύκια για μεταξωτές κορδέλες.
Σαν εσένα βρε κασίδι, χίλιους έχουμε στο ξύδι.
Σε δίδαξα να κολυμπάς και θέλεις να με πνίξεις (ή τον έμαθα να κολυμπά και πάει να με πνίξει).
Σπανός ξουράφια αγόραζε.
Στο νερό γράφει και στην άμμο χτίζει.
Στου κουφού την πόρτα, όσο θέλεις βρόντα.
Συμπεθέρεψε η γούνα με την κάπα.
Τί κάνει ο κρύος στον παγωμένο (αδυναμία βοήθειας);
Τί σχέση έχει ο φάντης με το ρετσινόλαδο;
Το γουδί, το γουδοχέρι και τον κόπανο στο χέρι (πείσμα).
Το ένα του βρωμά και τ’ άλλο του μυρίζει (ή του ξενίζει).
Το ένα χέρι νίβει τ’ άλλο και τα δυο το πρόσωπο.
Του έβαλε τα δυο του πόδια σ’ ένα παπούτσι.
Χίλιες φορές στη βρύση το σταμνί, μα μία για να σπάσει.
Ως με τιμάν τα ρούχα μου, δεν με τιμάει ο κόσμος.

Από το βιβλίο: «Αγροτικές Παροιμίες», των: Γρηγορίου και Μαρίας Μπούκα.
ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΚΑΛΛΙΕΡΓΗΤΗΣ

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Γενικά, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.