«Ότι δεν πρέπει να θαρρούμεν πως είναι δυνατόν να σωθούμεν με την πίστιν μόνον, χωρίς να κάμωμεν καλά έργα» λόγος 48-ος – Αγίου Συμεών του νέου θεολόγου.

%ce%8c%cf%83%ce%b9%ce%bf%cf%82-%ce%a3%cf%85%ce%bc%ce%b5%cf%8e%ce%bd-%ce%bf-%ce%9d%ce%ad%ce%bf%cf%82-%ce%98%ce%b5%ce%bf%ce%bb%cf%8c%ce%b3%ce%bf%cf%82-1

Ανίσως ποθούμεν, αγαπητοί μου αδελφοί, να επιτύχωμεν την βασιλείαν του Θεού, πρέπει να έχωμεν πολλήν προσοχήν, και επιμέλειαν, πολλήν προθυμίαν, και αγώνα, και να μη νομίζωμεν πως είναι αρκετόν εις ημάς δια να σωθούμεν, το να πιστεύωμεν μόνον εις τον αληθινόν Θεόν, και να είμεσθε ορθόδοξοι χριστιανοί, προβάλλοντες εις απολογίαν εκείνον τον λόγον οπού είπεν ο Κύριος μας. «Ότι ο πιστεύσας, και βαπτισθείς σωθήσεται, ο δε απιστήσας κατακριθήσεται». Αλλά δια τούτο μάλιστα πρέπει να αγωνιζώμεθα, και να προσέχωμεν, δια να μη περιπατούμεν αναξίως της κλήσεως, ης εκλήθημεν, καθώς λέγει ο Απόστολος Παύλος: δηλ. να μη κάνωμεν έργα ανάξια δια τον Χριστόν, με του οποίου το όνομα ωνομάσθημεν, και λεγόμεθα χριστιανοί, ιξεύροντες ότι θέλει κατακριθούμεν περισσότερον, ανίσως, ύστερα από την ονομασίαν ταύτην, ζώμεν με οκνηρίαν, και αμέλειαν. Δια τούτο μη λογιάσης αδελφέ, πως έχεις να σωθής με την πίστιν μόνον. «Πίστις γαρ χωρίς έργων ουδέν ωφελεί».

Και άκουσε τον Κύριον οπού λέγει. «Ου πας ο λέγων μοι Κύριε Κύριε εισελεύσεται εις την βασιλείαν των ουρανών, αλλ’ ο ποιών το θέλημα του Πατρός μου του εν ουρανοίς». Ομοίως άκουσε και τον θείον Παύλον οπού λέγει. «Θεόν ομολογούσιν ειδέναι, τοις δε έργοις αρνούνται, βδελυκτοί όντες, και απειθείς, και προς παν έργον αγαθόν αδόκιμοι».

Βλέπεις, αγαπητέ, πως δεν είναι δυνατόν να σωθή τινάς, με μόνην την πίστιν χωρίς τα έργα; επειδή εάν εσώζωντο με την πίστιν μόνον, όλοι οι άνθρωποι ήθελε σωθούν, και δεν ήθελε απολεσθή κανένας από ημάς. Διότι δεν είναί τινάς οπού δεν πιστεύει, πως είναι Θεός. Επειδή και οι πονηροί διάβολοι πιστεύουν πως είναι Θεός. Και άκουσε αυτούς οπού λέγουν. «Οίδαμέν σε τις ει, ο Άγιος του Θεού». Και πάλιν αλλού έλεγαν δια τους Αποστόλους. «Ούτοι οι άνθρωποι, δούλοι του Θεού του υψίστου εισίν, οίτινες καταγγέλλουσιν υμίν οδόν σωτηρίας». Βλέπεις, ότι και οι δαίμονες πιστεύουν πως είναι Θεός; αλλ’ ούτοι οπού πιστεύουν πως είναι Θεός, κατεδικάσθησαν εις την γέενναν του πυρός δια τα πονηρά έργα τους.

Λοιπόν καλή είναι η πίστις, εάν απέκτησες και έργα. Διατί σώμα χωρίς ψυχήν, είναι ακίνητον, και ανενέργητον. Τοιουτωτρόπως και η πίστις, χωρίς έργα, είναι νεκρά. Και άκουσε τον Άγιον Ιάκωβον τον αδελφόθεον οπού λέγει. «Τι το όφελος αδελφοί, εάν πίστιν λέγη τις έχειν, έργα δε μη έχη; μη δύναται η πίστις σώσαι αυτόν; εάν αδελφός, ή αδελφή υπάρχωσι γυμνοί, και λειπόμενοι ώσι της εφημέρου τροφής, ειπή δε τις αυτοίς, εξ υμών, υπάγετε εν ειρήνη θερμαίνεσθε, και χορτάζεσθε, μη δώτε δε αυτοίς τα επιτήδεια του σώματος, τι το όφελος; ούτω και η πίστις, εάν μη έχη έργα. Δείξόν μοι την πίστιν σου εκ των έργων σου, καγώ δείξω σοι την πίστιν μου εκ των έργων μου».

Ταύτα ακούωντας, αδελφέ, άφησε την πολλήν σου αμέλειαν, και σπούδασε να έχης και έργα μαζή με την πίστιν. Διατί εκείνος οπού έχει πίστιν μαζή με έργα, είναι καλλίτερος από εκείνον οπού κάνει σημεία, και θαύματα. Επειδή ποίον είναι το κέρδος; Τί το όφελος εις εκείνον οπού κάνει σημεία, ανίσως και αποδιωχθή από την βασιλείαν των ουρανών, και κληρονομήση την γέενναν του ασβέστου πυρός; μήπως και δύναται να σωθή εκείνος οπού κάνει θαύματα, και ιατρείας, εάν δεν έχη τα έργα οπού τον κάνουν δίκαιον; μη γένοιτο. Και άκουσε τον Κύριον οπού λέγει. «Πολλοί ερούσί μοι εν εκείνη τη ημέρα, Κύριε, Κύριε, τω σω ονόματι προεφητεύσαμεν, και τω σω ονόματι δαιμόνια εξεβάλομεν. Και τότε ομολογήσω αυτοίς, ουδέποτε έγνων υμάς. Αποχωρείτε απ’ εμού οι εργαζόμενοι την ανομίαν».

Βλέπεις, ότι και εκείνοι οπού κάνουν τα σημεία, και έχουν τας προφητείας, δεν είναι δυνατόν να ωφελήσουν τον εαυτόν τους χωρίς έργα; διότι εκείνος οπού πιστεύει, δεν συνάγει άσπρα (σ.σ. χρήματα)• επειδή πιστεύει, ότι ο Θεός δεν αφίνει απρονοήτους εκείνους οπού πιστεύουν εις αυτόν, αλλ’ έχει την έγνοιάν τους, καθώς λέγει. «Οίδε γαρ ο Πατήρ ημών ο ουράνιος, ότι χρήζετε τούτων απάντων. Ζητείτε δε πρώτον την βασιλείαν αυτού, και την δικαιοσύνην, και ταύτα πάντα προστεθήσεται υμίν». Οποίος πιστεύει, σκορπίζει τα άσπρα του εις τους πτωχούς, διατί πιστεύει ότι θέλει λάβη εκατονταπλασίονα, και θέλει κληρονομήσει ζωήν αιώνιον.

Και άκουσε τι λέγει δια εκείνους οπού πιστεύουν εν αληθεία. «Πάντες οι πιστεύοντες ήσαν επί το αυτό, και είχον άπαντα κοινά, και τα κτήματα αυτών, και τας υπάρξεις επίπρασκον, και διεμέριζον αυτά πάσι, καθ’ ο,τι αν τις χρείαν είχεν. Όσοι γαρ κτήτορες χωρίων, ή οικιών υπήρχον, πωλούντες έφερον τας τιμάς των πιπρασκομένων, και ετίθουν προς τους πόδας των Αποστόλων. Διεδίδετο δε εκάστω, καθ’ ο,τι αν τις χρείαν είχεν».

Εκείνος οπού πιστεύει, δεν υπερηφανεύεται, αλλά μιμούμενος αυτόν τον Κύριον, κυνηγά – ζητεί επιπόνως την ταπείνωσιν, καθώς και ο Κύριος.

Εκείνος οπού πιστεύει, δεν γελά, αλλά πενθεί, και κλαίει δια τας αμαρτίας του: διότι πιστεύει, ότι εκείνοι οπού γελούν εις ταύτην την ζωήν, θέλει πενθήσουν, και κλαύσουν εις την άλλην.

Εκείνοι οπού πιστεύουν, δεν είναι θυμώδεις, ουδέ ταραχοποιοί, αλλά μιμούμενοι τον Κύριον, έχουν πραότητα καθώς ο Κύριος λέγει. «Μάθετε απ’ εμού ότι πράος ειμί, και ταπεινός τη καρδία, και ευρήσετε ανάπαυσιν ταις ψυχαίς υμών». Δια τούτο και μακαρίζει τους τοιούτους λέγων, «Μακάριοι οι πραείς, ότι αυτοί κληρονομήσουσι την γην».

Όποιος πιστεύει, μισεί την αδικίαν και αγαπά την δικαιοσύνην, επειδή ο Θεός την δικαιοσύνην ηγάπησε, την δε αδικίαν εμίσησε. Ότι είναι γεγραμμένον. «Ο αγαπών την αδικίαν, μισεί την εαυτού ψυχήν».

Όσοι πιστεύουν δεν μάχονται με άλλους, αλλά μάλιστα ειρηνοποιούν εκείνους οπού μάχονται, μιμούμενοι τον Κύριον’ διότι και εκείνος τούτο έκαμεν. «Εχθρούς ημάς όντας ειρηνοποίησε προς τον ομοούσιον Πατέρα».

Ο πιστεύων υπομένει κάθε πειρασμόν, και δεν βλασφημεί. Διότι πιστεύει ότι θέλει λάβη δια την υπομονήν του άφθαρτον στέφανον. Διότι λέγει ο Απόστολος Ιάκωβος ο αδελφός του Κυρίου. «Μακάριος ανθρωπος, ος υπομένει πειρασμόν, ότι δόκιμος γενόμενος, λήψεται τον στέφανον της ζωής, ον επηγγείλατο ο Κύριος τοις αγαπώσιν αυτόν».

Όποιος πιστεύει, δεν οργίζεται, αλλά μακροθυμεί, και φυλάττει την εντολήν του Κυρίου, οπού λέγει: να μην οργίζεται καθόλου.

Εκείνος οπού πιστεύει, φυλάττει σωφροσύνην, και δεν μολύνει τον εαυτόν του με πορνείας, και μοιχείας, και επιλοίπους ακαθαρσίας, αλλά φυλάττει καθαρότητα, και σωφροσύνην διατί πιστεύει, ότι εκείνοι οπού μολύνουν τα σώματά τους, δεν θέλει σωθούν. «Πόρνους γαρ και μοιχούς κρινεί ο Θεός».

Ο πιστεύων, δεν σκανδαλίζει αδελφόν, αλλά υπηρετεί όλους, και δεν γογγύζει, αλλά μένει με την υπομονήν του Θεού, διότι πιστεύει, πως θέλει λάβη μεγαλήτερον μισθόν, καθώς λέγει και ο Κύριος. «Ος τις θέλει γενέσθαι μέγας εν υμίν, έστω υμών διάκονος. Και ος εάν θέλη υμών γενέσθαι πρώτος, έστω πάντων δούλος».

Εκείνος οπού πιστεύει, δεν επιορκεί, ουδέ κάνει όρκον παντελώς με το στόμα του, διότι πείθεται εις τον Κύριον οπού είπεν. «Εγώ δε λέγω υμίν, μη ομόσαι όλως».

Όποιος πιστεύει, δεν είναι οκνηρός και αμελής εις τας προσευχάς, και ακολουθίας, αλλά προσέχει πάντοτε, και προσεύχεται αδιακόπως. Ο πιστεύων, δεν κατακρίνει τινά. Διότι πιστεύει, ότι πάντες εσμέν εν επιτιμίοις• και ότι όλους μέλλει να τους κρίνη ο Θεός’ και ω κρίματι κρίνει τις, τούτω κριθήσεται.

Εκείνος οπού πιστεύει, δεν περιπατεί την πλατείαν και ευρύχωρον στράταν, η οποία φέρει εις απώλειαν εκείνους οπού την περιπατούν, αλλά περιπατεί την στενήν και τεθλιμμένην, διότι πιστεύει πως θέλει λυπηθή ολίγον και θέλει χαρή αιωνίως μαζή με τον Κύριον μετά πάντων των Αγίων.

Ο πιστεύων δεν αγαπά τον κόσμον, ουδέ τα πράγματα του κόσμου, ουδέ γονείς, ουδέ αδελφούς, ή γυναίκα, ή τέκνα, ουδέ άλλο τίποτε, αλλ’ αγαπά μόνον τον Κύριον και ασυκώνει τον Σταυρόν αυτού και τον ακολουθεί, διατί πιστεύει, ότι χίλιαις ημέραις, είναι ωσάν μία ημέρα εμπρός εις τον Κύριον και χίλιαις ημέραις θέλει μετρηθούν κοντά εις τον Θεόν, ωσάν μία σταλαγματία εις την θάλασσαν. Ο δε μέλλων αιών είναι απέραντος, δεν έχει τέλος ουδέ αριθμόν.

Εκείνος οπού πιστεύει δεν μένει αμετανόητος εις τας αμαρτίας του, αλλ’ εάν και αμαρτήση ως άνθρωπος, μετανοεί, και πενθεί, και κλαίει δια τας αμαρτίας του, και δεν αμαρτάνει πλέον.

Ο πιστεύων, δεν ξεφαντώνει και τρυφά με μεθύσια και ασελγή συμπόσια και πορνικά τραγούδια, αλλ’ ενθυμείται πάντοτε τον θάνατον, και την φοβεράν ημέραν της κρίσεως. Και ταύτα ενθυμούμενος προσεύχεται πάντοτε, νηστεύει, εγκρατεύεται, και ετοιμάζει τα έργα του δια τον θάνατον, πως να αποκριθή να απολογηθή εις τον βασιλέα της δόξης.

Ο πιστεύων, αγαπά τον Κύριον, και μισεί τα πονηρά. Όσοι πιστεύουν δεν φυλάττουν έχθραν, μίσος κατά του αδελφού τους, ουδέ αποδίδουν κακόν αντί κακού. Αλλ’ αγαπούν τους μισούντας αυτούς, κάνουν καλόν εις εκείνους οπού τους κακοποιούν. Ευλογούν εκείνους οπού τους καταρώνται. Υποφέρουν εκείνους οπού τους κατατρέχουν. Όταν βλασφημούνται – υβρίζωνται, παρακαλούν, χαίρονται. Δεν λογίζονται κανένα κακόν διότι έχουν την αγάπην ανόθευτον, καθαράν, αληθινήν, ότι λογής την απόκτησε και ο Απόστολος, καθώς λέγει. «Αλήθειαν λέγω εν Χριστώ, ου ψεύδομαι, συμμαρτυρούσης μοι της συνειδήσεώς μου εν Πνεύματι Αγίω, ότι λύπη μοι εστί μεγάλη, και αδιάλειπτος οδύνη εν τη καρδία μου. Ηυχόμην γαρ, αυτός ανάθεμα είναι από του Χριστού, υπέρ των αδελφών μου, των συγγενών μου κατά σάρκα.

Ότι λογής αγάπην είχε και ο Προφήτης Μωϋσής, ότι ούτος είπεν εις τον λαόν: «υμείς ημαρτήκατε αμαρτίαν μεγάλην. Και νυν αναβήσομαι προς τον Θεόν ούτως, ίνα εξιλάσωμαι προς τον Θεόν περί της αμαρτίας υμών. Επέστρεψε δε Μωϋσής προς Κύριον, και είπε. Δέομαι Κύριε, ήμαρτεν ο λαός ούτος αμαρτίαν μεγάλην, και εποίησαν εαυτοίς Θεούς χρυσούς. Και νυν, ει μεν αφής αυτοίς την αμαρτίαν αυτών, ει δε μη, εξάλειψον καμέ εκ της βίβλου ης έγραψας». Τοιαύτην διάθεσιν είχε και ο Δαβίδ, δια τούτο και έλεγε. «Μετά των μισούντων την ειρήνην ήμην ειρηνικός».

Βλέπεις, τι λογής αγάπην είχαν εκείνοι οπού επίστευαν με αλήθειαν; εκείνος οπού πιστεύει, δεν κάνει κανένα πράγμα με υπόκρισιν, αλλά κάνει όλα του τα έργα δια τον Κύριον. Διατί εις εκείνον έχει προσηλωμένα τα μάτια της ψυχής του, και από εκείνον μόνον πιστεύει, ότι έχει να λάβη μισθόν των έργων του.

Όποιος πιστεύει, αγαπά εκείνους οπού πιστεύουν ορθώς εις τον Κύριον. Εκείνους δε οπού δεν πιστεύουν ορθώς, αποστρέφεται και δεν τους υποφέρει, αλλά τους διώχνει, τους κυνηγά.

Ο πιστεύων, δεν παρακούει τα θεία λόγια, αλλ’ ως πιστός, κάνει με προθυμίαν όλα του τα έργα ωσάν εργάτης του Θεού.

Όποιος πιστεύει, δεν κολακεύει, δεν φυλάττει προσωποληψίαν – χατήρι, αλλά ομιλεί και κάνει όλα με αλήθειαν, και ορθότητα. Διατί πιστεύει εκείνο οπού είπεν ο Προφήτης. «Ουαί οι λέγοντες το «φως σκότος, και το σκότος φως, οι τιθέντες το γλυκύ πικρόν, και το πικρόν γλυκύ».

Εκείνοι οπού πιστεύουν, δεν υπερηφανεύονται, ουδέ υψηλοφρονούν εις τους επαίνους και κολακείας. Διότι λέγει ο Κύριος δια του Προφήτου. «Λαός μου, οι μακαρίζοντες υμάς πλανώσιν υμάς, και την τρίβον των ποδών υμών εκταράσσουσιν».

Εκείνος οπού πιστεύει, και αποστρέφεται τον κόσμον δια τον Κύριον, δεν συμπλέκεται πλέον με τούτον. Διότι λέγει ο Απόστολος Παύλος: «ουδείς στρατευόμενος εμπλέκεται ταις του βίου πραγματείαις, ίνα τω στρατολογήσαντι αρέση. Εάν δε και αθλή τις ου στεφανούται, εάν μη νομίμως αθλήση».

Όποιος πιστεύει, δεν καταδέχεται κανένα πονηρόν, αλλ’ αγωνίζεται μέχρι θανάτου δια τον Χριστόν, και την αλήθειαν, και δεν φοβείται’ επειδή εκείνοι οπού βλέπουν τα πονηρά και άνομα οπού γίνονται, και τα καταδέχονται, είναι όμοιοι με εκείνους οπού τα κάνουν, και θέλει απολεσθούν μαζή με εκείνους, καθώς και ο ιερεύς Ηλί απωλέσθη μαζή με τους παρανόμους υιούς του. Διο και ο Προφήτης τους ωνόμασε σκύλλους αφώνους.

Εκείνος οπού πιστεύει, δεν αγαπά εκείνους οπού δεν πιστεύουν ορθά, καθώς λέγει ο Δαβίδ. «Ουχί τους μισούντάς σε Κύριε εμίσησα, και επί τους εχθρούς σου εξετηκόμην• τέλειον μίσος εμίσουν αυτούς, εις εχθρούς εγένοντό μοι».

Όποιος πιστεύει, λαλεί την αλήθειαν, και δεν ευγαίνει από το στόμα του κανένα ψεύδος’ επειδή εκείνοι οπού λέγουν το ψεύδος, είναι άπιστοι, και υιοί του διαβόλου.

Όποιος πιστεύει, δεν πλεονεκτεί, αλλά μάλιστα ελεεί, και ευσπλαγχνίζεται, διατί πιστεύει, ότι οι ελεήμονες ελεηθήσονται. Και ότι ο Κύριος θέλει καταστρέψει τα σπήτια εκείνων οπού πλεονεκτούν, και εκείνοι θέλει παραδοθούν εις την γέενναν της κολάσεως, και εις τον ακοίμητον σκώληκα.

Όποιος πιστεύει, δεν μεταλαμβάνει αναξίως τα άχραντα μυστήρια, αλλά καθαρίζει τον εαυτόν του, από κάθε μολυσμόν, από την γαστριμαργίαν, από την μνησικακίαν, από έργα πονηρά, και λόγια άσχημα, από γέλοια άτακτα, από ρυπαρούς λογισμούς, από κάθε ακαθαρσίαν, και κακήν ενέργειαν, και τοιουτωτρόπως δέχεται τον Βασιλέα της δόξης, επειδή ο διάβολος επιπηδώντας εμβαίνει εις εκείνους οπού μεταλαμβάνουν αναξίως τα άχραντα μυστήρια, και έρχεται μέσα εις την καρδίαν τους, καθώς έκαμεν εις τον Ιούδαν όταν εμετάλαβε από το δείπνον του Κυρίου. Δια τούτο λέγει και ο θείος Παύλος. «δοκιμαζέτω δε άνθρωπος εαυτόν, και ούτως εκ του άρτου εσθιέτω, και εκ του ποτηρίου πινέτω. Ο γαρ εσθίων και πίνων αναξίως, κρίμα εαυτώ εσθίει και πίνει. Και δια τούτο πολλοί εν υμίν ασθενείς, και άρρωστοι, και κοιμώνται ικανοί».

Εκείνος οπού πιστεύει, δεν συκοφαντεί, δεν κατηγορεί τους αδελφούς του χριστιανούς, αλλά μάλιστα τους επαινεί, διότι εκείνοι οπού επαινούν άλλους, θέλει επαινεθούν από τους αγίους Αγγέλους εις την βασιλείαν των ουρανών. Ουαί δε και αλλοίμονον εις εκείνους οπού κατηγορούν, και εγκαλούν άλλους ως πονηρούς, διατί θέλει φερθούν από τους πονηρούς διαβόλους ωσάν κτήνη τετράποδα εις το σκότος το εξώτερον, και εκεί έσται ο κλαυθμός και ο βρυγμός των οδόντων.

Εκείνος οπού πιστεύει, περιπατεί ορθά την στράταν των εντολών του Θεού, και δεν κλίνει ούτε αριστερά, ούτε δεξιά, ουδέ διαστρέφει άλλους με την πονηρίαν του’ ότι εκείνος οπού διαστρέφει άλλους είναι χειρότερος από τον διάβολον. Δια τούτο λέγει και ο Θεός με το στόμα του Προφήτου Αββακούμ. «Ω, ο ποτίζων αυτού τω πλησίον ανατροπήν θολεράν, και ο μεθύσκων, όπως επιβλέπη επί τα σπήλαια αυτών πλησμονή ατιμίας εκ δόξης. Πίε και συ, και διασαλεύθητι, και σείσθητι». Διότι εκείνος οπού πιστεύει με αλήθειαν, δεν πιστεύει με τα στόμα, και την γλώσσάν του, αλλά με την καρδίαν του, και τούτου τα έργα δείχνονται φανερά. «Ου δύναται γαρ πόλις κρυβήναι επάνω όρους κειμένη». Επειδή εκείνος οπού πιστεύει εν αληθεία με την καρδίαν του εργάζεται τας εντολάς του Κυρίου. Εκείνος δε οπού πιστεύει με τα λόγια και όχι με την καρδίαν του, είναι εύκαιρος από καλά έργα. Δια τους οποίους λέγει ο Κύριος δια του Προφήτου. «Εγγίζει μοι ο λαός ούτος εν τω στόματι αυτών, και εν τη γλώσση αυτών εψεύσαντο αυτώ».

Λοιπόν αδελφέ, όταν βλέπης τον εαυτόν σου πως είσαι εύπορος, πλούσιος από όλα τα πονηρά έργα, και άπορος, εύκαιρος από όλα τα αγαθά, ειπέ μου πως δύνασαι να ονομάσης τον εαυτόν σου πιστόν; ότι, καθώς νομίζω, είσαι χειρότερος και από τους απίστους’ διότι τα έθνη τα μη νόμον έχοντα, φύσει τα του νόμου ποιούσι. Λοιπόν εάν πιστεύης, φεύγε την αμαρτίαν, και φωνάζωντας θρήνησε, κλαύσε και καταδίκασε τον εαυτόν σου, και άφησε τα κακά έργα, με τα οποία έζησες έως της σήμερον. Και αγωνίσου με προθυμίαν, δια να ευρεθής με έργα καλά έμπροσθεν του Βασιλέως της δόξης εις εκείνην την φοβεράν ημέραν της κρίσεως, εις την οποίαν μέλλει να πληρώση κάθε έναν κατά τα έργα του. Διότι λέγει ο Απόστολος. «Ει τις εποικοδομεί επί τω θεμελίω τούτω, χρυσόν, άργυρον, λίθους τιμίους, ξύλα, χόρτον, καλάμην, εκάστου το έργον φανερόν γενήσεται. Η γαρ ημέρα δηλώσει, ότι εν πυρί αποκαλύπτεται, και εκάστου το έργον τω πυρί δοκιμασθήσεται. Ει τινος το έργον μενεί, ο ὃ επωκοδόμησε, μισθόν λήψεται. Ει τινός το έργον κατακαήσεται, ζημιωθήσεται. Αυτός δε σωθήσεται, ούτως δε, ως δια πυρός».

Συλλογίσου λοιπόν αδελφέ το φοβερόν, και φρικτόν μυστήριον, και τρόμαξε εις τούτα οπού ακούεις. Διότι εάν μέλλη να δοκιμάση όλους τους ανθρώπους το πυρ, συ λοιπόν τότε πού μέλλει να φανής; ή πώς θέλει τολμήσεις να πλησιάσης αυτό εσύ οπού οικοδόμησες εις τον εαυτόν σου βαρύ, και δυσκολοβάστακτον φορτίον από χόρτον, και καλάμην, και από κάθε άλλην ύλην πονηράν; αλλοίμονον εις εμέ. Τί θέλει κάμω τότε. Επειδή τα μεν πονηρά και φρυγανώδη μου φορτία θέλει κατακαυθούν από το άσβεστον εκείνο πυρ, εγώ δε θέλει μείνω παντοτεινά να καίωμαι αιωνίως μέσα εις εκείνο το αιώνιον πυρ δια τα κακά, και πονηρά έργα μου.

Όθεν αδελφέ μου αγαπητέ, εννοώντας ταύτα, πρόλαβε τον καιρόν, και άφησε τας πονηρίας όλας, οπού έκαμες εκ νεότητός σου, και εξύπνησε από τον ύπνον της αμελείας. Έλα εις τον εαυτόν σου. Διόρθωσε τα πολλά, και αναρίθμητα σφάλματά σου. Αποδίωξε τας πονηράς και εμπαθείς σου προσλήψεις• απόρριψε από τον εαυτόν σου τας σαρκικάς ηδυπαθείας, δια μέσου της εκπληρώσεως των εντολών του Θεού, και της προς Θεόν καθαράς και αληθινής σου πίστεως, δια να στεφανωθής αξίως παρ’ αυτού, και να αξιωθής της βασιλείας των ουρανών. Ης γένοιτο πάντας ημάς επιτυχείν, χάριτι, και φιλανθρωπία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Ω η δόξα και το κράτος νυν, και αεί, και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

(Η Νεοελληνική απόδοση του κειμένου είναι του Διονυσίου Ζαγοραίου. Διατηρήσαμε τις ιδιομορφίες γραφής της εκδόσεως του 1886, που επανέκδωσε ο εκδοτικός οίκος Β. Ρηγόπουλου το 1977. Διευκρινιστικά: το οπού του μεταφραστή εμείς σήμερα το γράφουμε όπου, ενώ το που και το πως με περισπωμένη, αντιστοιχούν στο δικό μας που και πως).

Παναγιώτης Σημάτης

***

Η/Υ ΠΗΓΗ
π. Αυγουστίνος Καντιώτης.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.