Ο Μακαριστός Μοναχός Βησσαρίων ο Διονυσιάτης και διηγήσεις του για θαύματα που έζησε!.

%ce%99%ce%b5%cf%81%ce%ac-%ce%9c%ce%bf%ce%bd%ce%ae-%ce%94%ce%b9%ce%bf%ce%bd%cf%85%cf%83%ce%af%ce%bf%cf%85-1

Αυτός, καταγόταν από την Χαλκίδα της Ευβοίας. Κοιμήθηκε στις 24 Αυγούστου του 1952, σε ηλικία 76 ετών. Προ της κοιμήσεώς του, ήταν διορισμένος από την Μονή (Διονυσίου του Αγίου Όρους), ως οικονόμος στο μετόχι της, στην Συκιά Χαλκιδικής, το λεγόμενο Καλαμίτσι. Προαισθάνθηκε τον θάνατό του και αποχαιρέτισε τους γνωστούς και φίλους, λέγοντάς τους ότι πηγαίνει στο Μοναστήρι για να πεθάνει. Αποβιβασθείς στην αποβάθρα της Μονής και κλίνας γόνυ ψυχής και καρδίας, εσταυροκοπείτο και ευχαριστούσε τον Τίμιο Πρόδρομο που τον αξίωσε να έλθει στην Μονή, για να αποδώσει το κοινό χρέος. Αφού απεχαιρέτησε όλους τους αδελφούς, μετά από 2 ημέρες εκοιμήθη.

Λαϊκός ακόμη υπάρχων, είδε σε όραμα την Αγία Παρασκευή, η οποία τον παρηγορούσε για κάποιο λυπηρό γεγονός της οικογενείας του και του είπε να μην λυπάται, διότι σε λίγο καιρό, αυτός θα γινόταν μοναχός, και άλλα πολλά.

Για ένα διάστημα, επί Τουρκοκρατίας, ήταν μάγειρας στο μετόχι της Μονής στην Κασσάνδρα. Κάποτε, διανυχτέρευσε στο μετόχι τουρκικό απόσπασμα, και εδείπνησαν, φιλευθέντες υπό του Βησσαρίωνος. Μεταξύ των δειπνούντων στρατιωτών, ένας Τουρκαλβανός, δεν ευχαριστήθηκε από τα φαγητά, και ήθελε ως συμπλήρωμα να τους κάνει ο γερο-Βησσαρίων, αυγά σφουγγάτο. Ο γερο-Βησσαρίων, δεν του έδωσε σημασία και του αρνήθηκε, λέγοντάς του ότι δεν έχει αυγά. Από λόγο σε λόγο θύμωσε ο στρατιώτης και έβγαλε το πιστόλι του για να τον σκοτώσει, αλλά ο γερο-Βησσαρίων, γενναιόψυχος, ως ατρόμητος λέων, ανοίγει τα ρούχά του στο στήθος και του λέει: «Χτύπα, εδώ είμαι, δεν σε φοβάμαι! Θα με σκοτώσεις; Σκότωσέ με, θα με κάνεις άγιο χωρίς να το θέλεις». Βλέποντες οι υπόλοιποι στρατιώτες την σκηνή, έπεσαν πάνω στον στρατιώτη και τον εμπόδισαν, λέγοντές του: «Αμάν βρε, βακούφ είναι εδώ».

Διηγείτο ο Γέρων Βησσαρίων, για την εύρεση της εκκλησίας, εις το Μετόχι της Μονής στα Μαριανά Χαλκιδικής: «Ήμουν, οικονόμος στα 1916, και όσο μπορούσα φρόντιζα για τις δουλειές του μετοχίου. Είχα όμως μεγάλη λύπη στην ψυχή μου, που δεν μπορούσα να πάω τις καλές ημέρες, εννοώ τις μεγάλες δεσποτικές και θεομητορικές εορτές στον Πολύγυρο, να ακούσω την Θεία Λειτουργία. Φοβόμουν να φύγω τέτοιες μέρες, γιατί τότε γίνονται οι κλοπές.

Αφού πέρασαν τα Θεοφάνεια και μπήκε ο Φεβρουάριος, μία βραδυά, καθώς άλεθα στον μύλο τα Πολυγυρινά αλέσματα, κατά την μία της νύχτας, ανέβηκα πάνω στο κελλαρίκι. Πηγαίνω στο μαγειρείο, όπου τα ξύλα ήταν ντούνα στην γωνιά. Ξαφνικά, βλέπω έναν ασπρομάλλη γέροντα. Απόρησα μόλις τον είδα και έλεγα με τον νου μου: «Μα, πότε ήλθε αυτός ο γέροντας και πως δεν τον είδα εγώ;» Όμως, τον χαιρέτησα με καλή καρδιά.

-Καλώς το γεροντάκι! Από που είσαι του λόγου σου;

-Από εδώ κοντά, είμαι και εγώ.

-Δεν βρήκες κανέναν καλόγερο εδώ;

-Όχι, καλόγερο εδώ άλλον δεν βρήκα.

-Πως περνάς, γερο-Βησσαρίων, πως πάνε οι δουλειές σου;

-Δόξα τω Θεώ, καλά πάνε. Μόνο ένα πράγμα με λυπεί, διότι δεν έχω εκκλησία και αναγκάζομαι να πηγαίνω αραιά στον Πολύγυρο για να ακούω την Θεία Λειτουργία.

-Έχει εδώ εκκλησία, Βησσαρίων, μην λες ότι δεν υπάρχει.

-Μα, τι λες γεροντάκι μου, δεν ξέρω εγώ, ξέρεις εσύ καλλίτερα; Γέροντα, εγώ έχω έναν χρόνο εδώ και δεν ξέρω να έχει εκκλησία και συ μου λες ότι έχει;

-Άκουσε, Βησσαρίων. Δύο βήματα από τον φούρνο εμπρός, αρχίζει η εκκλησία και σκάψε να την βρης. Εσύ, Βησσαρίων, δεν πιστεύεις αυτά που σου λέω, εγώ είμαι μέσα στην ιδέα σου. Αλλά να πιστέψεις διότι είναι θέλημα Θεού να ξεσκεπασθή η εκκλησία και να την κτίσεις πάλι εκ νέου. Μην απίστεις καθόλου σε ο,τι σου λέω. Για να με πιστέψεις ακόμη περισσότερο, άκουσε: όταν βρης την κολώνα της Αγίας Τραπέζης, να σταματήσεις το σκάψιμο, να κάνεις τρεις φορές τον σταυρό σου με μετάνοιες και θα δης το χώμα που σκεπάζει την πλάκα της Αγίας Τραπέζης, μόνο του να φεύγει χωρίς εσύ να το αγγίξεις καθόλου.

-Απόψε εδώ να μείνεις, να κοιμηθής, εδώ να σε φιλέψω.

-Τέτοια ώρα, που να πάω, εδώ θα μείνω.

Όταν λέγαμε αυτά, άκουσα τις πέτρες του μύλου που χτυπούσαν και κατέβηκα να διορθώσω τον μύλο και είπα στον γέροντα να με περιμένει, έως να γυρίσω να φιλευθούμε. Αφού διόρθωσα τον μύλο, γυρίζω πάνω στο κελλαρίκι να συνεχίσω την ομιλία. Μα που να τον βρω. Άφαντος ο γέροντας. Φωνάζω εδώ-εκεί, ρωτώ τον εργάτη τον Δημοσθένη, τους Πολυγυρινούς, μήπως τον είδαν, αλλά κανείς δεν τον είδε. Τέλος, πέρασε εκείνη η νύχτα. Την άλλη μέρα, τα είπα όλα αυτά στον Δημοσθένη, μα ούτε και αυτός τα πίστευε. Εγώ ήμουν σε λογισμούς. Να κάνω αρχή η να μην κάνω;

Αφού πέρασε μία εβδομάδα, μία νύχτα καθώς κοιμώμουν, ήλθε ένα βάρος και κάθισε πάνω στο στήθος, μα έως 500 οκάδες. Είχα τότε μία στενοχώρια και έναν φόβο, μα τι να σου ειπώ, πολύ μεγάλο. Καθώς λοιπόν στενοχωριόμουν και κάτι σαν να έλεγα, άκουσα μία φωνή: «Γιατί δεν έκανες ο,τι σου είπε ο γέροντας;» Εγώ, σαν άκουσα, για να γλιτώσω από την στενοχώρια, είπα: «Αύριο, θα το κάνω οπωσδήποτε». Έπειτα, πάλι άκουσα την φωνή να λέει: «Ήλθε ο διορισμένος καιρός, και μη το αναβάλλεις». Και έτσι ελευθερώθηκα από το βάρος.

Το πρωϊ, προτού να φέξει καλά, παίρνω τον κασμά και άρχισα να σκάβω μπροστά από τον φούρνο, μισοφοβισμένος και τρομαγμένος, από εκείνο το βάρος που δοκίμασα. Με ακούει η γυναίκα του εργάτου και με ρώτησε τι κάνω. Εγώ δεν της μίλησα καθόλου, μόνο της έκανα νεύμα με το χέρι να φύγει. Αφού έσκαψα έως ένα μέτρο βάθος, βρήκα τούβλα και προχωρώντας προς τα κάτω βρήκα τα ντουβάρια της εκκλησίας. Ήλθε και ο Δημοσθένης και σιγά-σιγά σκάπτοντας προχωρούσαμε. Όταν βρήκαμε την κολώνα, λέω εις τον Δημοσθένη: «Τώρα, θα δης ένα θαύμα. Τώρα θα κάνω τρεις μετάνοιες με σταυρούς και θα δης τριγύρω στην κολώνα το χώμα όλο να φεύγει μόνο του». Αυτός δεν πίστευε. Βάζω, λοιπόν, τρεις μετάνοιες με σταυρούς, και ω του θαύματος, όλο το χώμα ανασκάφθηκε και έφυγε. Ύστερα, και ο Δημοσθένης έσκαβε με θείο ζήλο και πίστη».

Διηγήθηκε, επίσης ο γερο-Βησσαρίων, για την εμφάνιση του Τιμίου Προδρόμου, εις το ίδιο μετόχι, μετά από δύο χρόνια:
«Μία μέρα, δύο χωριάτες ήλθαν στα παζάρια και ο ένας αγόρασε την φοράδα του άλλου. Εκείνος που την αγόρασε, πήγε στην εκκλησία και προσκύνησε. Άφησε δε μπροστά στην εικόνα του Τιμίου Προδρόμου και μερικά χρήματα και μου είπε να ανάψω ένα κερί. Εγώ άναψα το κερί, είδα τα χρήματα, ήσαν αρκετά, δεν τα πήρα τα χρήματα, τα άφησα μπροστά στην εικόνα. Κατά το βράδυ πήγα να ανάψω τα καντήλια και βλέπω να λείπουν τα χρήματα. Μα δεν ξέρεις πόση στενοχώρια μου ήλθε. Πήγα μπροστά στην εικόνα του Αγίου και λέω: «Άγιε Πρόδρομε, δεν είσαι εδώ; γιατί αφήνεις και σου παίρνουν τα χρήματα μπροστά από την εικόνα σου; Δεν σου ανάβω το καντήλι». Έτσι, άναψα μόνο το καντήλι της Παναγίας και έφυγα. Μέσα μου, όμως, η καρδιά μου χτυπούσε λιγάκι. Πήγα στον μύλο, ανέβηκα πάνω στο σπίτι, έφαγα λίγο ψωμί, αλλά συγχυσμένος. Κοιμήθηκα με την σύγχυση που είχα, όμως επέμενα στην γνώμη μου. Έτυχε να είναι πανσέληνος και από το παράθυρο του κελλιού μου έμπαινε μέσα το φως.

Καθώς λοιπόν κοιμώμουν μόνος μου, κατά τα μεσάνυχτα αισθάνομαι μία σκουντιά. Ξυπνώ και βλέπω έναν γίγαντα μπροστά μου, με τα μαλλιά ξέπλεκα. Από τον φόβο μου άρχισα να τρέμω και μόλις μπόρεσα να του πω:

-Πως ήλθες εδώ;

-Το πως ήλθα μην ρωτάς, αλλά πες μου, γιατί δεν ανάβεις το καντήλι;, μου είπε σοβαρά.

-Να με συγχωρέσεις Άγιε, έσφαλλα, του απήντησα με πολύ φόβο, με τρέμουσα φωνή, με δάκρυα στους οφθαλμούς και του έβαλα τρεις μετάνοιες κλαίοντας στα πόδια του.

-Παιδί μου, Βησσαρίων, λες ότι δεν είμαι εδώ; Και αν εγώ δεν είμαι εδώ, τότε, ποιός σε φυλάει εδώ τόσα χρόνια, σ’ αυτή την ερημιά, από τους ληστές και τα άλλα κακοποιά στοιχεία;, μου λέει με γλυκειά και ήμερη φωνή.

-Άγιέ μου, σε παρακαλώ να με συγχωρέσεις, δεν το ξανακάνω.

-Πήγαινε να ανάψεις το καντήλι στην εικόνα μου, και να το κηρύττεις και εις τους άλλους ότι κάνουν θαύματα οι εικόνες, διότιι πολλοί εδώ άρχισαν να λένε ότι δεν θαυματουργούν οι εικόνες.

Αυτά μου είπε ο Άγιος και έγινε άφαντος. Εγώ, εκείνη την ώρα πήγα στην εκκλησία, και βλέπω όλα τα χρήματα στον ίδιο τόπο, όπως ήταν, μπροστά στην εικόνα του Αγίου. Ο Άγιος εμφανίσθηκε όπως τον βλέπουμε στην εικόνα με την προβειά. Αλλά τέτοιον ψηλό άνθρωπο δεν είδα άλλον στην ζωή μου. Μα τι να σου ειπώ! Άνδρας πελώριος, γίγαντας».

Διηγήθηκε, επίσης ο γερο-Βησσαρίων:

«Προτού να χτίσω την εκκλησία στο μετόχι, κατά την εορτή του Πάσχα, την νύχτα του Μεγάλου Σαββάτου προς την Κυριακή, ήμουν στο μετόχι και με πολλήμου λύπη έπεσα να κοιμηθώ μέσα στην ερημιά. Μακράν από την εκκλησία και του πανηγυρισμού τοιαύτης ημέρας. Την νύχτα, ακούω μία καμπάνα και χτυπούσε, μα πως να την παραστήσω; Μα τι γλυκειά φωνή που είχε! Μα τι μελωδία που έκανε! Μα τι ευωδία εχύνετο! Ξυπνώ πάνω όρθιος, τρίβω τα μάτια μου, απορώ: «μα όνειρον είναι η αλήθεια;» Η καμπάνα την δουλειά της! Γέμισε η καρδιά μου ευωδία. Ας αισθανθώ ακόμη μία φορά τέτοια ευωδία και ας πεθάνω. Δεν ήθελες ούτε να φας, ούτε να πιής, αλλά μόνο να κους την μελωδία της καμπάνας και να χορταίνεις από εκείνη την ευωδία όπου ανεδίδετο. Σκέπτομαι καλά, πως εδώ στην ερημιά, καμπάνα δεν υπάρχει. Αποφασίζω να βγω έξω. Ανοίγω την πόρτα του κελλιού μου, προχωρώ. Αλλά, όσο έβγαινα προς τα έξω, η φωνή της καμπάνας λιγόστευε. Ανοίγω την έξω θύρα, βγαίνω στην αυλή, αλλά τίποτε δεν άκουσα πλέον.

Γύρισα στο κελλί μου και δεν το φανέρωσα σε άλλον. Την άλλη μέρα, μου λέει ο Δημοσθένης: «Γερο-Βησσαρίων, άκουσες απόψε μια καμπάνα που χτυπούσε;» Εγώ έκανα τον αδιάφορο.

Διηγήθηκε, επίσης ο γερο-Βησσαρίων, ένα θαύμα του Αγίου Νήφωνος: «Κατά το έτος 1916, όταν διορίσθηκα οικονόμος στο μετόχι της Μονής μας, στο μύλο των Μαριανών Χαλκιδικής, έφθασα στην Δάφνη με ένα βαποράκι της συγκοινωνίας, νομίζω πως το έλεγαν «Ελένη». Μετά από εκεί, με άλλο πλοιάριο, αφού φθάσαμε στο ακρωτήριο της Συκιάς, στα Καρτάλια, όπου σταυρώνονται όλοι οι αέρηδες, κινδυνεύσαμε να πνιγούμε από την μεγάλη φουρτούνα. Έβλεπες το καημένο το βαποράκι και το χόρευε η θάλασσα, σαν ένα καρυδόφλουδο. Έβλεπες την πλώρη του μία στο βάθος και μία στο ύψος, στον αέρα, έτριζε ολόκληρο και έλεγες ότι τώρα θα σπάσει και θα κομματιασθή. Όλοι οι επιβάτες τα χρειάσθηκαν, όλοι έβλεπαν τον κίνδυνο, τον θάνατο που μας κύκλωνε. Άκουγες φωνές, παρακάλια στην Παναγία, ως και αυτοί οι καπεταναίοι φοβηθήκαν.

Τότε, και εγώ φοβήθηκα και προσευχόμουν όρθιος, με τα χέρια σηκωμένα προς τον ουρανό, και φωνάζω με πολλή πίστη, μεγαλοφώνως: «Άγιε Νήφων, πρόφθασε και σώσέ μας. Άγιε Πατήρ ημών Νήφων, πρόφθασε και σώσέ μας. Άγιε Νήφων, γλίτωσέ μας. άγιε Νήφων, πνιγόμαστε, σώσέ μας!». Δεν πέρασαν 10 λεπτά και αμέσως έσπασε εκείνο το κακό, η τρικυμία και η ταραχή από τους αέρηδες και έγινε γαλήνη τελεία και όλοι εξεπλάγησαν. Με ερωτούσαν οι καπεταναίοι: «Ε, καλόγερε, ποίος Άγιος είναι αυτός που μας γλύτωσε;» Και εγώ, μετά πολλής χαράς τους έλεγα ότι αυτός είναι Άγιος δικός μας, του Μοναστηριού μας»

Διηγήθηκε, επίσης ο γερο-Βησσαρίων, κάποιες τιμωρίες βοσκών από τον Τίμιο Πρόδρομο: «Κάποτε, βρήκα τον μπελά μου με ένα γιδοβοσκό από τον Πολύγυρο, τον Θεοδόσιο Ζαργάνη. Αυτός ο κύριος, δεν με λογάριαζε καθόλου, αν ήμουν οικονόμος του μετοχίου η όχι. Κάθε λίγο, τα φίδια του ήταν μέσα στο μετόχι. Ζημιές στα γεννήματα, στα ελαιόδενδρα. Του έλεγα: «Βρε Θεοδόση, έλα στα μυαλά σου! Πολλές ζημιές μου κάνεις». Αυτός τίποτε, έκανε τον κωφό και άλλοτε γελούσε η με απειλούσε. Τι να κάνω; Έφθασα σχεδόν μέχρις απελπισίας και του λέω μία μέρα: «Αφού δεν με λογαριάζεις, να το βρης από τον Άγιο». Δεν πέρασε πολύς καιρός, και πέφτει μία ασθένεια, μία ψώρα στα γίδια του και άρχισαν να ψοφούν κάθε μέρα από ένα η δύο. Αυτός ακόμη δεν αισθανόταν τίποτα. Είχε σε ένα σεντούκι τρία χάρτινα χιλιάρικα και πως κατάφεραν οι ποντικοί, και του τρυπούν το σεντούκι, του πήραν τα τρία χιλιάρικα και τα πήγαν στην φωλιά τους. Τα δύο από αυτά τα κατέκοψαν σε μικρά κομματάκια και έγιναν άχρηστα, το άλλο το έκοψαν σε τρία κομμάτια, αλλά
πρόλαβε, το ψευτομπάλωσε και δεν το έχασε τελείως.

Ύστερα από αυτά, τον ακολούθησε ασθένεια στην γυναίκα και στα παιδιά του, ενώ από τα χωράφια του καμία σοδειά δεν μάζευε. Ήλθε ο άνθρωπος να χάσει τα μυαλά του από τις πολλές δυστυχίες που τον βρήκαν. Μια μέρα, έρχεται στον μύλο καταλυμένος και ταπεινωμένος, μόνον που δεν έκλαιε και μου λέει: «Αμάν καλόγερε, τι Άγιος είναι αυτός που έχεις εδώ;». «Ε, θυμάσαι που σου έλεγα να μην κάνεις ζημιές και εσύ με περιέπαιζες; Νομίζεις πως είναι δικό μου το κτήμα. Του Αγίου είναι». «Βρε, αδελφέ μου, να με συγχωρέσεις. Άλλη φορά, σου υπόσχομαι, δεν θα σε ενοχλήσω». «Ο Θεός να συγχωρέσει. Πήγαινε στην εκκλησία να ζητήσεις από τον Άγιο συγχώρεση, να βάλεις τρεις μετάνοιες και έλα εδώ να σε κεράσω ένα καφεδάκι». Και έτσι έγινε. Έπειτα, γίναμε φίλοι και ερχόταν και άλεθε στον μύλο μας με όλο το συγγενολόϊ και ούτε τόλμησε να με ξαναπειράξει.

Όπως με τον γιδιάρη, το ίδιο συνέβη και με ένα γείτονα μυλωνά, ο οποίος άφηνε τα γελάδια του και έβοσκαν μέσα στα χωράφια του μετοχίου μας. Ένας άγριος άνθρωπος, πω, πω, Παναγία μου! όταν του έλεγα τίποτε, έλεγε ότι θα έλθει καμία νύχτα να με ξεμπερδέψει. Του λέω και εγώ: «Καλά, εσύ από τον Άγιο θα το βρης, διότι με αγανάκτησες». Μετά από λίγο καιρό, εκεί όπου έπαιζε το παιδί του με άλλα, μέσα στον λάκκο, το έσπρωξαν εκείνα και έπεσε μέσα στο νερό και πνίγηκε. Τότε, ήλθε σαν βρεγμένος γάτος, κατασυντετριμμένος και μου ζήτησε συγχώρεση. Του λέω: «Ο Θεός να σε συγχωρέσει, μα πήγαινε και στον Άγιο να σε συγχωρέσει και αυτός, γιατί μας αγανάκτησες». Αυτό συνέβη το 1919.

Όταν δε ήμουν μυλωνάς στο μετόχι του Μεταγγίτση, είχαμε και εκεί κεχαγιά. Και αυτός ο κύριος, άφηνε και έβοσκαν τα αρνιά του μέσα στα γεννήματά μας Μάρτη μήνα. Μία, δύο φορές, τίποτε αυτός. Μία μέρα βγήκα από τον μύλο και του λέω:

-Βρε, δεν φοβάσαι τον Θεό και τον Άγιο που καταστρέφει το σιτάρι τουα;

-Ε, καλόγερε, τρώει σιτάρι ο Άγιος Πρόδρομος;

-Δεν τρώει, ε; Καλά-καλά.

Πέρασαν κάμποσες μέρες και μία μέρα, καθώς έβοσκε τα πρόβατα στις συκαμινιές, τα αρνιά του πηδούσαν το αυλάκι και πήγαιναν στο γέννημα. Ο βλάχος, τα έβλεπε και πήγε πέρα στην ρεματιά για να μην τα βλέπει και κατηγορείται. Όμως, μαζί με τα αρνιά, πήδησε και μία προβατίνα, ζήλεψαν αυτά και άρχισαν να πηδούν το αυλάκι, αλλά τα περισσότερα έπεφταν μέσα και το νερό τα κατέβαζε στην μεγάλη στέρνα του μύλου. Κάποτε, βγαίνει ο οικονόμος ο γερο-Ηλίας και βλέπει την στέρνα γεμάτη από τα πρόβατα. Φωνάζει τον βλάχο, έρχεταί λυπημένος και τι να δη! Είκοσι και περισσότερα πρόβατα ήταν πνιγμένα. Άρχισε να μοιρολογάει και να τραβά τα μαλλιά του. Του λέω εγώ:

-Ε, κεχαγιά, τρώει ο Τίμιος Πρόδρομος σιτάρι;

-Άσε μας, μωρέ καλόγερε, μην με πειράζεις, θα σκάσω από το κακό μου.

Και από τότε, που να ξαναπλησιάσει ο βλάχος στα γεννήματα».

Διηγήθηκε, επίσης ο γερο-Βησσαρίων, όταν πήγαν να φέρουν μία θαυματουργό εικονα, ενός παλαιού μετοχίου, που την φύλαγε μία λαϊκή οικογένεια: «Όταν φύγαμε από την Μονή, ήταν Παρασκευή, απόγευμα, 10 Φεβρουαρίου 1940, με το πλοίο. Όλη την μέρα λιανόβρεχε και έκανε πολύ κρύο. Φθάσαμε στην Νικήτη, στην μία την νύχτα. Το κρύο με διεπέρασε έως την καρδιά. Με πιάνει ένα ρίγος και αρχίζω να χτυπώ τα δόντια. Μαζί με αυτό, αρχίζει και μία διάρροια. Ζήτησα την εικόνα, την προσκύνησα και παρακάλεσα τον Άγιο να με κάνει καλά. Αμέσως έπαψε ο πόνος και η κίνηση. Έγινα εντελώς καλά. Όλοι απόρησαν»

***

Η/Υ ΠΗΓΗ:
Περί Αγίου Όρους.blogspot.gr: 26 Ιουνίου 2016

%ce%99%ce%b5%cf%81%ce%ac-%ce%bc%ce%bf%ce%bd%ce%ae-%ce%94%ce%b9%ce%bf%ce%bd%cf%85%cf%83%ce%af%ce%bf%cf%85-%ce%9b%ce%b5%cf%80%cf%84%ce%bf%ce%bc%ce%ad%cf%81%ce%b5%ce%b9%ce%b1-%cf%87%ce%b1%ce%bb%ce%ba

Κατηγορίες: Άρθρα, Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά, Υγεία – επιστήμη - περιβάλλον. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.