Προηγείται η πρακτική αρετή και ακολουθεί η ησυχία και η Θεωρία του Θεού – Οσίου Ισαάκ του Σύρου.

Όσιος Ισαάκ ο Σύρος (2)

1 Ο μακάριος Βασίλειος και οι μακάριοι Γρηγόριος (ο Νεοκαισαρείας και ο Θεολόγος), για τους οποίους ανέφερες στην επιστολή σου ότι αγαπούσαν πολύ την έρημο και ήταν στύλοι και φως της Εκκλησίας και επαινούσαν πολύ την ησυχία, δεν ήρθαν στην ησυχία χωρίς να εκπληρώσουν τις εντολές του Θεού, αλλά τί έκαμαν; Πρώτα κατοίκησαν στον κόσμο εν ειρήνη και φύλαξαν τις εντολές εκείνες που έπρεπε να φυλάξουν ζώντας με τους ανθρώπους και, έτσι, έφτασαν στην καθαρότητα της ψυχής και αξιώθηκαν να ζήσουν στη θεωρία του Αγίου Πνεύματος. Εγώ πιστεύω, γιατί αυτό είναι η αλήθεια, ότι όταν κατοικούσαν στις πόλεις, υποδέχονταν τους ξένους, επισκέπτονταν τους ασθενείς, ντύνανε τους γυμνούς, νίβανε τα πόδια των κουρασμένων με αγάπη, και αν κάποιος τους αγγάρευε να του μεταφέρουν τα πράγματα του ένα μίλι, αυτοί πήγαιναν για χάρη του δύο μίλια. Και όταν φύλαξαν αυτές τις εντολές, που είναι για τη ζωή στον κόσμο, και άρχισαν να γεύονται στο νου τους την πρώτη μορφή ακινησίας ως προς το κακό, και τις εσωτερικές θείες και μυστικές θεωρίες, από κει και πέρα έσπευσαν και βγήκαν στην ησυχία της ερήμου και εκεί έκαναν υπομονή ζώντας ζωή εσωτερική, και έγιναν άνθρωποι θεωρητικοί, και έζησαν μέσα στη θεωρία των ενεργειών του Αγίου Πνεύματος, μέχρι που τουςκαλεσε η χάρη του Θεού και έγιναν ποιμένες της Εκκλησίας του Χριστού. (370).
2 Ας αναγκάζουμε λοιπόν τον εαυτό μας να είμαστε από μέσα από την ψυχή μας ελεήμονες σε κάθε ευκαιρία προς όλους τους ανθρώπους, γιατί έτσι μας επιβάλλει η διδασκαλία του Κυρίου.
Ποιος σοφός Μοναχός, που έχει τροφές και ρούχα, άμα δει τον πλησίον του γυμνό και πεινασμένο, δε θα του δώσει απ’ αυτό που έχει, αλλά θα τσιγγουνευθεί; Ή ποιος είναι εκείνος που θα δει έναν άνθρωπο να κατατρύχεται από αρρώστια, και να ταλαιπωρείται από σωματικούς κόπους, και να χρειάζεται να τον ανακουφίσουν και, παρ’ όλα αυτά, επειδή τάχα ποθεί την ησυχία, θα προτιμήσει την απομόνωση από την αγάπη προς ον αδελφό του; Ωστόσο, όταν δεν έχουμε τα μέσα για να ασκήσουμε την πρακτική Ελεημοσύνη, ας είναι η αγάπη και η ελεημοσύνη μέσα στην καρδιά μας και στην προσευχή μας.
Εάν ένας μοναχός συγκατοικεί με άλλους, και το κελί του είναι κοντά τους, και αναπαύεται με τους κόπους τους, είτε είναι υγιής είτε είναι άρρωστος, και αυτός οφείλει να κάνει το ίδιο προς αυτούς. Με άλλα λόγια: Δεν είναι σωστό αυτός να απαιτεί από τους άλλους να τον ανακουφίσουν, και ο ίδιος να κάνει πίσω και να κρύβεται όταν δει τον ομοιοπαθή και ομόσχημο αδελφό του, μάλλον δε τον ίδιο το Χριστό, να στενοχωρείται και να είναι παραπεταμένος και να κοπιάζει πάνω από τις δυνάμεις του. Ένας τέτοιος μοναχός είναι σκληρός, και η ησυχία του είναι ψεύτικη και μόνο στη φαντασία του.
Και καθώς ο άνθρωπος συνίσταται από δύο μέρη, από την ψυχή και το σώμα, έτσι και όλα τα έργα του έχουν διπλή τη φροντίδα, σύμφωνα με τη σύστασή του. Και επειδή η πράξη της αγάπης προηγείται από τη θεωρία του Θεού σε κάθε περίσταση, είναι αδύνατο να υψωθεί ο άνθρωπος στη θεωρία, εάν δεν τελειώσει πρώτα την έμπρακτη αγάπη. Και τώρα, κανείς άνθρωπος δεν τολμά να πει ότι κατορθώνει στην ψυχή του την αγάπη του πλησίον, εάν δεν την εκπληρώσει με τις σωματικές δυνάμεις που διαθέτει, στο χρόνο και στον τόπο που προσφέρονται κάθε φορά. (372-4).

Από το βιβλίο: Ανθολόγιο από την ασκητική εμπειρία του Αγίου Ισαάκ του Σύρου. Ερμηνευτική απόδοση – επιμέλεια, Κωνσταντίνου Χρ. Καρακόλη, Δρος Θεολογίας, Φιλολόγου.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.