Θοδωράκης Γρίβας – Κώστα Δ. Παπαδημητρίου.

Μ αύρα κι άραχνα στάθηκαν τα παιδικά του χρόνια. Γύρω του παντού φτώχεια και μιζέρια. Και πάνω απ’ όλα πικρή σκλαβιά. Όλα αυτά τον έκαμαν γρήγορα να μεστώσει. Και τότε ένα μονάχα πράμα θάμπωνε το μυαλό του. Η λεβεντιά και η αξιοσύνη της κλεφτουριάς. Καμάρωνε τους κλέφτες, όταν τους έβλεπε με τα χυτά στους ώμους μαλλιά τους, με το φέσι μ’ ασικλίκι φορεμένο, με τα χρυσοΰφαντα γελέκια τους, με τη μπρούντζινη μπαλάσκα τους, με το σελάχι φορτωμένο πιστόλες και το χιλιοπλούμιοτο τουφέκι στον ώμο κι έπλαθε με τη φαντασία του νίκες και κατορθώματα.
Και δεν κρατήθηκε. Το 1811, μόλις δεκατεσσάρων χρόνων, βγήκε στο κλαρί κλέφτης. Και γεύτηκε τη γλύκα της λευτεριάς μα και την πίκρα και τη σκληράδα της κλέφτικης ζωής γιατί εκείνη έμοιαζε με όνειρο, μα ήταν τις περισσότερες φορές κόλαση σωστή. Κι έγινε ο σκληροτράχηλος κι ο παράτολμος αγωνιστής.
Κάποτε τον συνέλαβαν οι στρατιώτες του Αλή πασά και τον πήγαν στα Γιάννενα. Ο Αλής πρόσταξε τον απαγχονισμό του. Πήγε να παραβρεθεί κι ο ίδιος για να χαρεί το θέαμα. Ο Γρίβας, όταν πλησίασε ο δήμιος με το σχοινί σκέπασε το πρόσωπο του με το μανίκι του χεριού του.
-«Γιατί σκέπασες το κεφάλι σου, ορέ;» τον ρωτά ο Αλής. «Φοβήθηκες το θάνατο; Δεν ήξερες, αφού ακολούθησες τη δουλειά του πατέρα σου, ότι αυτή θα ήταν η τύχη σου;»
-«Δε φοβήθηκα το θάνατο, πασά», απαντά ο Γρίβας. «Το φόβο τον άφησα στην κοιλιά της μάνας μου• ούτε θα μείνω χωρίς εκδίκηση- και πατέρα έχω και τέσσερα αδέρφια- μα ντρέπομαι τον κόσμο που θα με ιδή να πεθάνω έτσι και με τα χέρια τέτοιων παλιανθρώπων (κι έδειξε τους γύφτους που τον περικύκλωσαν). Εζήτησα το θάνατο όπου έπρεπε, αλλά αυτός με αρνήθηκε».
Γλίτωσε τότε, δραπέτευσε και ξαναπήρε τα βουνά. Κι έγινε έπος και θρύλος η ζωή του σ’ όλα τα χρόνια του μεγάλου Αγώνα του 21. Δεν αποχωρίστηκε απ’ τη χούφτα του χεριού του το γιαταγάνι, ούτε απ’ τον ώμο του το καριοφίλι. Γράφει για την παληκάρια του ο Lucien:
«Η λευκή αυτού φουστανέλλα, εκυμάτιζεν ως φόρεμα υπερήφανου Ανδαλουσίας. Αι λευκαί του χείρες εκαλύπτοντο εκ δακτυλιδιών των υπό την μαχαίραν του πεσόντων επισήμων Οθωμανών. Οι Τούρκοι δεν αναγνωρίζουσι σκληρότερον και γενναιότερον εχθρόν παρά τον Θεόδωρον Γρίβαν, η δε Ελλάς δεν έχει αρχηγόν επικινδυνέστερον και κομματάρχην μάλλον ασυμβίβαστον. Μάχη ή φόβος, ειρήνη ή πόλεμος, δέκα καθ’ ενός, ή μάλλον ένας κατά δέκα, ολίγον σκοτίζουν τον Γρίβα. Ουδέποτε συνομολόγησεν ανακωχήν μετά του σουλτάνου και όταν βλέπει Τουρκον τον φονεύει άνευ πίστεως, άνευ φόβου και άνευ ευσπλαχνίας.
«Πολλάκις κατάμονος εφόρμησε κατά των δελήδων της εμπροσθοφυλα¬κής. Η ταχύτης των κτυπημάτων, η παράδοξος επιτηδειότης του περί την χρήσιν των ίππων και των όπλων, πανικόν διέσπειρον εις τους μουσουλμάνους τρόμον, εξαναγκαζομένους εις φυγήν. Ο Γρίβας κατεδίωκεν αυτούς και οι αδελφοί,του, οι φίλοι του, τα παλληκάρια του ηναγκάζοντο δια να τον αποσύρουν της κινδυνώδους του τόλμης, να του κλείνουν την δίοδον και παρά την θέλησίν του και οδηγούν αυτόν εις το στρατόπεδον».
Έζησε ο Γρίβας και είδε την Ελλάδα ελεύθερη. Του δόθηκαν τιμές και αξιώματα. Μα αυτός δεν κρέμασε ποτέ το ντουφέκι, ούτε το γιαταγάνι έβαλε στο θηκάρι. Όπου πόλεμος και επανάσταση ο Γρίβας μπροστά. Χαιρόταν με το ξημέρωμα της μέρας ν’ αντικρύζει το χάρο και με το νύχτωμα να συναντιέται με το θάνατο.
Ποτέ όμως δεν ξεχνούσε κείνη τη φοβερή νύχτα του 1854. Ήταν 25 προς 26 του Φλεβάρη. Είχε πάει να βοηθήσει τους Ηπειρώτες που σήκωσαν επανάσταση να ελευθερωθούν. Και είχε στρατοπεδεύσει στο χωριό Κουτσολιό, όξω από τα Γιάννενα. Τη σκοτεινή εκείνη χειμωνιάτικη νύχτα τον κυκλώνει ο φοβερός Αβδή πασάς με δυο χιλιάδες Αρβανίτες αιφνιδιαστικά. Ακολουθεί πεισματερή μάχη. Μόνο τα γιαταγάνια δούλευαν.
Με απανωτές εφόδους οι Αρβανίτες φτάνουν και κυκλώνουν το σπίτι που μέσα βρισκόταν ο Γρίβας. Σπάνε τις πόρτες και τα παράθυρα, τοποθετούν εκεί σωρούς από χόρτα και βάζουν φωτιά. Οι στιγμές για το Γρίβα και τους συντρό¬φους τραγικές. Ο θάνατος λίγες μόνο δρασκελιές παραμονεύει. Μα ο γέρο στρατηγός Γρίβας δε λυγίζει. Πηδά έξω με μια ομάδα Ακαρνάνες με ξεγυμνωμέ¬να τα σπαθιά και στρώνουν τους Αρβανίτες στο κυνηγητό. Στα Γιάννενα σταμά¬τησαν. Ύστερα ξαναγύρισε στην Ακαρνανία και περίμενε που θα ξεσπάσει και¬νούργια επανάσταση να τρέξει.
Δεν ανεχόταν τη βασιλεία του Όθωνα1 και την έξωση του τη θεωρούσε εθνική ανάγκη. Γι’ αυτό καθόλου δεν αμέλησε να βοηθήσει τη Ναυπλιακή επανάσταση. Ήταν όμως ανέτοιμος και τον παρακολουθούσε η κυβέρνηση. Γι’ αυτό και απότυχε στις δυο απόπειρες που έκαμε. Αυτό όμως δεν τον απέλπισε. Όταν έμαθε την αποτυχία της επανάστασης στο Ναύπλιο είπε: «Αναβολή μόνο του έργου επήλθε και ουχί αποτυχία. Μόνος θ’ αναλάβω εφεξής την υπόθεσιν και μόνος θ’ αποδιώξω τον Όθωνα». Και αφοσιώθηκε από τότε σ’ αυτόν τον σκοπό.
Μαθαίνει πως στην Αθήνα κινούνταν για επανάσταση κατά του Όθωνα ο Βούλγαρης με το Ρούφο και άλλους. Στέλνει το γυναικαδερφό του Δημοσθένη Στάϊκο να συνεννοηθεί μαζί τους για ν’ ανάψει ταυτόχρονα σε πολλά μέρη το κίνημα ώστε να υποταχτεί ο Όθωνας και να μη χυθεί πολύ αίμα. Εκείνοι όμως το ρίχνουν από αναβολή σε αναβολή. Ήταν Φθινόπωρο και λογάριαζαντο κίνημα για την άνοιξη.
Ο Γρίβας δεν μπορεί να τους περιμένει τόσο. Και ορίζει ως ημερομηνία να ξεσπάσει το κίνημα την 5η Οκτωβρίου 1862 και ως τόπο το κάστρο της Βόνιτσας.
Ένας γερουσιαστής απ’ τη Δωρίδα, ο Παπαπολίτης, προδίνει το κίνημα στον Όθωνα. Βλέπει τον κίνδυνο αυτός και αποφασίζει μόνος του να τρέξει να παρακαλέσει το γέρο Στρατηγό να σταματήσει. Θα τον ακολουθούσε και η βασίλισσα. Απ’ την παραμονή του ταξιδιού τους η Αμαλία αγόρασε κοσμήματα αξίας 25.000 δραχμών για να χαρίσει στην Περσεφόνη, τη γυναίκα του Γρίβα, μήπως επηρεάσει και αυτή τον άντρα της. Τότε τραγουδήθηκε για πρώτη φορά απ’ τα παληκάρια του Γρίβα και το λαό της Ρούμελης το δημοτικό τραγούδι που φθάνει ως τις μέρες μας:
«Γρίβα μ’ σε θέλει ο βασιλιάς
όλος ο κόσμος και ο ντουνιάς»
Ο Γρίβας μαθαίνει πως το βασιλικό ζεύγος θα φτάσει στο Παλιοχαλά το βράδυ της 4ης προς 5ης Οκτωβρίου. Μαζεύτηκαν εκεί η χωροφυλακή με τον ταγματάρχη Τζανή, οι βουλευτές Αιτωλοακαρνανίας και ένα σωρό φορτηγά ζώα για να μεταφέρουν τους βασιλείς και τις αποσκευές τους. Θεώρησε άνανδρο ο Γρίβας ν’ αρχίσει την επανάσταση στις 5 Οκτωβρίου με τη σύλληψη του Όθωνα. Και αποφασίζει να την αρχίσει μια μέρα πριν, για να τον βρει επαναστατημένο ο Όθωνας και να φύγει. Σε μερικούς που φοβόταν την αποτυχία είπε:
«Και μόνος μου, αν μείνω, θ’ αναστατώσω την Ελλάδα και θα διώξω τον Όθωνα».
Και πράγματι η επανάσταση κηρύχτηκε στις 4 Οκτωβρίου. Σε λίγες ώρες η Βόνιτσα ήταν στα χέρια του μαζί με τη χωροφυλακή και τον ταγματάρχη Τζανή. Το ίδιο έπαθε και ο επιθεωρητής του στρατού Καρατζάς που θέλησε ν’ αμυνθεί με αρκετό στρατό. Και ο Γρίβας αφού εξουσίασε όλο το Βάλτο και το Ξηρόμερο τράβηξε με το στρατό του για το Αγρίνιο.
Οι βασιλείς βρίσκονταν στα βόρεια παράλια του Μωριά όταν ξέσπασε το κίνημα του Γρίβα. Έμαθαν τα καθέκαστα και άλλαξαν πορεία. Αντί για το Βάλτο τραβούν για τον Πειραιά, ενώ τα νέα για την επανάσταση μεταδίδονται σ’ όλη την Ελλάδα και η μια πόλη κοντά στην άλλη σηκώνει σημαία συμπαράστασης στο Γρίβα. Στις 7 του μήνα επαναστατεί το Αγρίνιο και το Μεσολόγγι, στις 9 η Πάτρα και στις 10 η Αθήνα. Τόση είναι η εμπιστοσύνη του λαού στο Γρίβα αλλά και η εχθρότητα προς τον Όθωνα.
Απ’ το Αγρίνιο ο Γρίβας κατευθύνεται προς το Μεσολόγγι με 7500 άνδρες. Περνώντας απ’ το χωριό Κεφαλόβρυσο του Αιτωλικού μάζεψε τους χωρικούς να τους μιλήσει. Μόλις μαζεύτηκαν ανεβαίνει σε μια πέτρα και λέει με δυνατή φωνή χτυπώντας τα στήθια του:
-«Ποιος είμαι ‘γω, ορέ;»
Κανένας δεν αποκρίθηκε γιατί δεν ήξεραν τι νόημα είχε το ρώτημα του. Αλλά ο Γρίβας ξαναρωτά:
-«Ποιος είμαι ‘γω, ορέ;»
Μα και πάλι δεν παίρνει απάντηση από κανένα.
-«Εγώ είμαι, ορέ ο Θοδωράκης Γρίβας. Δεν είμαι γω;»
-«Εσύ είσαι, καπετάνιε. Εσύ είσαι! Τ’ αποκρίνονται οι χωριανοί.
Τότε ο Γρίβας τους μίλησε. Τους είπε πολλά για τον εαυτό του και για το κίνημα.
Μπαίνοντας στο Αιτωλικό βρίσκει μιαν αψίδα που είχαν ετοιμάσει οι Αιτωλικιώτες για να περάσει από κάτω ο Όθωνας και η Αμαλία, στην τελευταία τους περιοδεία.
Περνάει απ’ την αψίδα και λέει στη γυναίκα του, την κυρά-Περσεφόνη, που τον ακολουθούσε:
-«Πέρνα και συ στρατηγίνα και πρωθυπουργίνα, ώσπου να σε πούνε και βασίλισσα στην Αθήνα!»
Εκεί στο Μεσολόγγι και ενώ ετοιμαζόταν να αποπλεύσει για την Αθήνα με το επιτελείο του και με τον «Ατμοδρώμονα» πέφτει βαρειά άρρωστος από πνευμονία.
Στο μεταξύ η έξωση του Όθωνα έγινε και η καινούργια κυβέρνηση πανικοβάλλεται απ’ τις φήμες και τις διαδόσεις πως ο Γρίβας μόλις γίνει καλά θα πάει στην Αθήνα να ανακηρυχθεί δικτάτορας. Στη δραματική της αμηχανία για να καλοπιάσει το Γρίβα, τον ανακηρύσσει «στρατάρχην», αξίωμα και βαθμός ανύπαρκτος ως τότε στην Ελλάδα. Ακόμη δυο απ’ τα επιφανέστερα μέλη της ο Μπενιζέλος Ρούφος και ο Επαμεινώντας Δεληγιώργης, φέρνοντας μαζί τους και το ποσό των 40.000 δραχμών, έρχονται στο Μεσολόγγι να του επιδώσουν τιμητικά τον προβιβασμό του και τα χρήματα και να τον πείσουν να μην εκστρατεύσει κατά των Αθηνών.
«… Κύριε στρατάρχα», έγραφε ανάμεσα στα άλλα το έγγραφο, «εμίσησες ανέκαθεν το φθοροποιόν σύστημα, όπερ επί βλάβη της πολύπαθους ημών πατρίδος, διείπε την τύχην αυτής, έλαβες πολλάκις τα όπλα, όπως βιάσης αυτό να τραπή προς τηνοδόντης τιμής, και επί του πατριωτισμού και της γενναιότητός σου στηριχθείσα παρεσκευάσθη η επανάστασις του Οκτωβρίου, της οποίας την ένδοξον σημαίαν πρώτος ύψωσες. Η αληθής φιλοπατρία είναι ανεκτίμητος, μόνη η ιστορία έχει την δύναμιν να αποδώση εις αυτήν το αρμόζον παράσημον, η δε συνείδησις του έθνους το κύρος αυτής…».
Μάταιες όμως όλες οι προσπάθειες. Ο Γρίβας είχε καθηλωθεί απ’ τη βαριά αρρώστια του που δεν τους εκαταλάβαινε τι του έλεγαν. Δεν επρόκειτο να χαρεί το επίτευγμα του. Κατάλαβε πως τον γυρόφερνε ο χάρος, μα όπως πάντα, σε όλους τους κινδύνους, έμεινε ατάραχος.
Στις 24 του μήνα ζήτησε να παρατηθούν απ’ τις προσπάθειες τους οι γιατροί που τον γιάτρευαν. Τους θεώρησε ανωφελείς. Και το πρωί της ίδιας μέρας κάλεσε στο θάλαμο του τους σωματάρχες του, τους άλλους επίσημους και τους οικείους του. Με δυσκολία τους μίλησε. Αργά αργά και αδύναμες έβγαιναν οι λέξεις από το στόμα του. Τους σύστησε ομόνοια και αγάπη προς την πατρίδα. Ύστερα τους κάλεσε έναν έναν κοντά του και τους ασπάστηκε, ενώ εκείνοι με βουρκωμένα μάτια του φιλούσαν το χέρι.
Κι όταν τέλειωσε η θλιβερή και επίσημη εκείνη τελετή μέσα σε δάκρυα και αναφιλητά, σε αντίθεση με την αταραξία του γέροντα στρατάρχη, ζήτησε να βγουν όλοι απ’ το δωμάτιο του. Παρακάλεσε τότε να του φέρουν έναν παπά. Ένας ιερέας πήγε αμέσως κοντά του και τον κοινώνησε. Και σε λίγο έγερνε στα μαρμαρένια αλώνια κονταροχτυπημένος ο τελευταίος απ’ τους κλεφταρματολούς. Ταξίδευε για τ’ αλαργηνό κι αγύριστο ταξίδι του ο καστροπολεμίτης δράκο¬ντας, ο ανίκητος γίγαντας, το αστροπελέκι της κλεφτουριάς, ο γενναίος και ριψοκίνδυνος μέχρι παρατολμίας, ο αχόρταγος εραστής της δόξας.
Διαδόθηκε και πολλοί το πιστεύουν πως ο ανδρείος αυτός Ρουμελιώτης αγωνιστής έπεσε θύμα εγκληματικής ενέργειας. Λέγεται πως Άγγλοι πράκτορες τον επισκέφτηκαν τις μέρες εκείνες της αρρώστειας του και κατάφεραν να τον ποτίσουν με δηλητήριο «βραδείας ενεργείας».
Ο ιστορικός Κορδάτος γράφει σχετικά:
«Ο θάνατος του Θ. Γρίβα σχολιάστηκε πολύ. Άλλοι έλεγαν πως πέθανε από πνευμονία και άλλοι ότι τον είχαν δηλητηριάσει οι πράχτορες του Άγγλου πρεσβευτή της Εφτανήσου, γιατί είχαν πληροφορίες ότι ο Γρίβας θα κατέλυε το θεσμό της βασιλείας και θα γινόταν αυτός πρόεδρος της Δημοκρατίας. Την πληροφορία ότι ο Γρίβας δηλητηριάστηκε από τους Άγγλους μου την έδωκε το 1933 ο στρατηγός Παπουλιας. Μου έδωκε και ένα παλιό χειρόγραφο που έκανε λόγο για δηλητηρίαση». Αλλά η αντίδραση εναντίον του Γρίβα εκδηλώθηκε και μετά το θάνατο του. Οι φιλόδοξοι εχθροί του έπεισαν την κυβέρνηση να μην απονεμηθεί σύνταξη στη χήρα γυναίκα του, ούτε να του αναγερθεί ανδριάντας στην πρωτεύουσα, όπως πολλές φορές απαίτησαν οι συμπολεμιστές του.

Από το βιβλίο του Κώστα Δ. Παπαδημητρίου: «ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΩΡΕΣ -ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΛΟΓΙΑ των ΑΓΩΝΙΣΤΩΝ του 21.» Αθήνα, Φλεβάρης 1993.

Κατηγορίες: Άρθρα, Ιστορικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.