Άστρα, γρύλοι και κουδούνια: Τα παιδιά σχηματίζουν κοινότητα: Πόλεμος μ’ ένα μαντρόσκυλο: Ένα βλαχόπουλο που δε λέει πολλά λόγια – Ζαχαρία Λ. Παπαντωνίου.

Άστρα, γρύλοι και κουδούνια
Οι φίλοι μας κοιμούνται βαθιά στις καλύβες. Που και που ακούγονται παραμιλητά.
Μερικοί φωνάζουν: «Αύριο θα ξεκινήσωμε για το βουνό!», και ξανακοιμούνται.
Ένας λέει: «Δεν είναι ώρα σου λέω για το σχολείο. Δε χτύπησε ακόμη η καμπάνα!».
Ένας άλλος. «Μητέρα δεν τη θέλω τόσο μικρή φέτα!»
Ένας τρίτος: «Κοίταξε μην έρθη η μάνα μου, έχω πάρει από το ντουλάπι όλο το βάζο με το γλυκό».
Ήταν ο Φουντούλης. Όταν ξύπνησε κι είδε πως δεν έχει τίποτα, του κακοφάνηκε. Δεν ήθελε να ξανακοιμηθή, μήπως πάθη πάλι το ίδιο. Μα η κούραση τον αποκοίμισε.

Ο Φάνης άνοιξε τα μάτια του. Από κάποιες τρύπες της καλύβας βλέπει ουρανό, και καταλαβαίνει πως είναι ακόμη νύχτα.
Μα δυσκολεύεται να κοιμηθή άλλο. Ντύνεται και γλιστρά έξω από την καλύβα˙ θέλει να δη τη νύχτα στο δάσος. Κάθισε εκεί απέξω καταγής.

Πρώτη φορά είδε τόσο βαθύ ουρανό. Πόσα άστρα! Ήταν σαν αμέτρητο χρυσό μελίσσι, που χύθηκε ψηλά κι έβοσκε.
Άστρα πολλά εδώ, άστρα λίγα παρακάτω. Κάπου δυο μαζί. Κάπου ένα μοναχό, σαν ξεχασμένο. Πέντ’ έξι άστρα μαζί, σαν κλαράκι. Νάναι η πούλια;
Στη μέση τ’ ουρανού από πάνω από το Φάνη, ένα λευκό ποταμάκι χυνόταν ήσυχα από το βοριά στο νότο˙ κυλούσε μυριάδες μικρά άστρα, λευκά σαν ανθούς.

Μέσα στο δάσος αμέτρητοι γρύλοι τραγουδούσαν κι έλεγαν όλοι το ίδιο τραγούδι.
Από πέτρες, από τρύπες της γης έβλεπαν την αστροφεγγιά οι μικροί τραγουδιστάδες και την κελαηδούσαν.
Κι ύστερα ακούστηκαν μακριά τα κουδούνια των κοπαδιών. Είναι οι βλάχοι. Δικό τους θα είναι το μεγάλο κοπάδι, που βόσκει.
Άκου πόσα κουδούνια!… Μικρά, μεγάλα, ψηλά, βαθιά, γλυκά, βραχνά. Κουδουνίσματα πολλά όπως τ’ άστρα, όπως οι γρύλοι.
Κι έξαφνα ένα πράσινο άστρο, σα να ήταν πολύ χαρούμενο, άναψε, χύθηκε ανάμεσα στ’ άλλα και χάθηκε…
Τι ωραία νύχτα.
Ο Φάνης ένιωσε ψύχρα και μπήκε μέσα να πλαγιάση. Μα και σκεπασμένος έβλεπε την αστροφεγγιά.
Του φαίνονταν όλα εκείνα τ’ άστρα δικά του. Κανένας από τους άλλους δεν τα είχε δει.
Αποκοιμήθηκε ακούγοντας τα κουδούνια.
Τα παιδιά σχηματίζουν κοινότητα.
Ο ήλιος ανέβηκε ψηλά. Τα τζιτζίκια λαλούν δυνατά. Μα κανένας δεν έχει όρεξη ν’ αφήση το στρώμα. Γυρίζουν από το ένα πλευρό στο άλλο.
«Σηκωθήτε» λέει ο Αντρέας, γυρίζοντας από καλύβα σε καλύβα˙ «έχομε δουλειά».
-«Τί δουλειά;» φώναξε ο Δημητράκης, τρίβοντας το ένα του μάτι.
-«Να φάμε εδώ που ήρθαμε».
-«Κι είναι αυτό δουλειά;»
-«Τώρα που θα σηκωθής, θα το δούμε».

Ο Δημητράκης ζητούσε τη λεκάνη να νιφτή˙ δεν είχε καταλάβει ακόμη που βρίσκεται. Ακολούθησε τους άλλους που γελούσαν μ’ αυτόν, και βρήκαν κάμποσα βήματα μακριά τη βρύση. Το νερό τους έτσουξε στ’ αυτιά.
Ένα παιδί, ο Πάνος, έλεγε του Δημητράκη καθώς νιβόταν: «Άι, άι, τι κρύο νερό!», και του κρατούσε το κεφάλι κάτω από τη βρύση. Ο Δημητράκης φώναζε σαν κατσίκι. Ο Πάνος τον άφησε, κι έβαλε το δικό του κεφάλι στη βρύση. Άφηνε το κρύο νερό να πηγαίνη στο σβέρκο του, στο στήθος του.

Όταν πλύθηκαν, ήρθε να τους δη ο κυρ Στέφανος. Ο καλός άνθρωπος που τους έφερε ως εδώ, θα πήγαινε στη χώρα για τις δουλειές του. Φεύγοντας τους είπε αυτά τα λόγια:
«Εικοσιέξι άνθρωποι για να ζήσουν στο βουνό, πρέπει όλα να τα κάμουν με τα χέρια τους. να ψήνουν το ψωμί, να κουβαλούν το νερό, να βράζουν το φαΐ.
»Είστε εικοσιέξι συγκάτοικοι, που πρέπει να ζήσετε μαζί στο ίδιο μέρος˙ έχετε τις ίδιες δυσκολίες και τις ίδιες ωφέλειες. Κάνετε λοιπόν μια κοινότητα. Πώς αυτή θα ζήση χωρίς μαγαζί, χωρίς μύλο, χωρίς τίποτα;
»Κάποιος από σας πρέπει να γίνη φούρναρης, άλλος μπακάλης, άλλος μυλωνάς. Ό,τι χρειάζεται γι ανα συντηρηθείτε πρέπει να το βρήτε μόνοι σας, όπως οι βοσκοί, οι βλάχοι και οι λοτόμοι. Θα φάτε ή δε θα φάτε σήμερα;».
-«Θα φάμε» απάντησε ο Φουντούλης.
-«Ν ιδούμε όμως πως θα φάτε. Έ, όσο για σήμερα έχετε δα έναν κουτσομάγερα, τον Αντρέα. Αυτός έμαθε από τους λοτόμους το γιαχνί. Σήμερα θα είναι μάγειρας για όλους σας. Τώρα βοηθήστε κι οι άλλοι να γίνη το φαΐ».
Ο Γιωργάκης, ο Αλέκος κι ο Δημητράκης πήραν να ξεφλουδίσουν τις πατάτες, ο Δήμος κι ο Καλογιάννης να κόψουν τα φασόλια και τις ντομάτες. Άλλοι πήραν να καθαρίσουν τα κρεμμύδια κι άλλοι άναψαν τη φωτιά.

«Και κείνοι που περισσεύουν τί θα προσφέρουν στην κοινότητα;» ρώτησε ο Κωστάκης.
-«Την όρεξή μας» είπαν αυτοί γελώντας.
-«Απ’ αυτή έχομε κι εμείς» φώναξε ο Αντρέας. «Μα έννοια σας κι έχετε δουλειά».
Η δουλειά που τους έπεσε είναι αρκετή. Έπρεπε να γυρίσουν τις καλύβες, την κοινότητά τους, να κοιτάξουν τις θέσεις, τα δέντρα και να ορίσουν που θα είναι το μαγειρειό, η αποθήκη, τα ράφια.
Άλλοι έπρεπε να δουν αν έχουν ότι τους χρειάζεται για να μαγειρεύουν. Μήπως λείπει κουτάλα ή κατσαρόλα, καθώς αυτή τη στιγμή τους λείπει το τηγάνι, και πρέπει να το ζητήσουν από τους λοτόμους.
Άλλοι πάλι θα πήγαιναν να δουν τους βλάχους για να ξέρουν τι τρόφιμα μπορεί να πάρουν απ’ αυτούς στην ανάγκη. Και στο τέλος, να μάθουν αν έχη κανένα χωριό εκεί κοντά και πόσο μακριά είναι.
Πόλεμος μ’ ένα μαντρόσκυλο.
Ο Δήμος κι ο Φάνης σηκώθηκαν και πήγαν για τους βλάχους. Δεξιά τους είχαν πει πως είναι. Μπήκαν στα δέντρα κι άφησαν το μονοπάτι να τους βγάλη. Μα ύστερα από πέντε λεπτά της ώρας το μονοπάτι χάθηκε, όπως γίνεται συχνά στο δάσος. Έμοιαζε με τον άλλο τόπο.
Γύρισαν από δω κι από εκεί, δεν το ξαναβρήκαν. Προχώρησαν τότε χωρίς δρόμο προς ένα σημείο που φαινόταν ένας τόπος χωρίς δέντρα.
Εκεί τους φάνηκε πως έβλεπαν κάτι καλύβες.
«Έεε!» φώναξαν.
Τρέχοντας ερχόταν τον ανήφορο κάποιος. Μα δεν ήταν άνθρωπος, ήταν σκύλος. Ανέβαινε με θυμό, και να, τους βρέθηκε μπροστά.

Μόλις είδε ο Δήμος πως το μαλλιαρό τούτο μαντρόσκυλο, ένα αληθινό θηρίο, ερχόταν καταπάνω τους, άρπαξε μια χοντρή πέτρα, κι άλλη μια πήρε στο αριστερό του χέρι.
Ο μαντρόσκυλος κατάλαβε πως μ’ αυτόν είχε να πολεμήση.
Ο καημένος ο Φάνης φώναξε μονάχα «όξω, όξω», και σήκωσε τη βέργα. Μα ενώ έκανε πως φοβέριζε: είχε χλωμιάσει κι ήταν σα να παρακαλούσε το σκύλο, «μη με τρως!».
Ο Δήμος είδε πως κινδύνευαν κι έπρεπε να γλιτώσουν. Σφεντόνισε λοιπόν το λιθάρι με όλη του τη δύναμη.
Το λιθάρι βρήκε το σκύλο στη ραχοκοκαλιά. Ο σκύλος φώναξε, έτρεξε στην πέτρα που έπεσε, τη δάγκωσε με μανία, σα να ήθελε να τη ροκανίση, γύρισε πίσω και ξαναρίχτηκε.
Άμα είδε όμως το παιδί με μια πέτρα πάλι στο δεξί, έτοιμο να του καταφέρη και δεύτερη, έκοψε τη φόρα του.
Την αντίσταση όλοι τη φοβούνται. Ο μαντρόσκυλος είχε να κάμη με παιδί που υπερασπίζει τη ζωή του. Ο Φάνης είδε τη στιγμή εκείνη, τι αξίζει το θάρρος. Πώς το ήθελε, να είχε ρίξει αυτός την πέτρα!
Ένα βλαχόπουλο που δε λέει πολλά λόγια.
Ένα βλαχόπουλο έτρεχε προς τα εκεί, φωνάζοντας το σκύλο. Έφτασε, άρπαξε το σκύλο από το μαλλιαρό του λαιμό, και σηκώνοντας την αγκαλίτσα του, έκανε πως θα τον τσακίση στο ξύλο.
Ο σκύλος κάθισε κάτω και μαζεύτηκε. Το βλαχόπουλο ήταν ένα παιδάκι. Ο σκύλος δυο φορές σαν αυτό.
«Πού είναι η καλύβα του Γεροθανάση;» ρώτησαν τα παιδιά.
Το βλαχόπουλο έδειξε με το χέρι τις καλύβες. Τους ακολούθησε, κρατώντας το σκύλο και κατέβηκαν μαζί.
«Τί τον έχεις εσύ το Γεροθανάση;»
-«Παππούλη».
-«Εσύ σε ποιά απ’ όλες τις καλύβες κάθεσαι;».
Το βλαχόπουλο απάντησε και πάλι με το χέρι. Το σήκωσε κι έδειξε μια καλύβα.

Στην πόρτα στεκόνταν μια κοπέλα.
Φορούσε τα τσαρούχια της, τη ζώνη της, την κεντημένη της ποδιά. Είχε μαύρα μάτια, τα ίδια σαν του μικρού τσοπάνη.
«Αυτή ποιά είναι;» ρώτησαν τα παιδιά το βλαχόπουλο.
-«Η Αφρόδω».
-«Αδερφή σου είναι;»
-«Χα».
-«Έχεις κι άλλες αδερφές;».
-«Αχά».
-«Ο πατέρας σου είναι δω;»
Αντί να ειπή όχι, το βλαχόπουλο πάτησε τη γλώσσα του μέσα από τα δόντια κι έκαμε: «ντς!»
Δεν ήταν για πολλά λόγια.

Ωστόσο η καλή Αφρόδω καλωσώρισε τα παιδιά και τους είπε να περάσουν μέσα στην καλύβα.
Όταν την είδαν ξαφνιάστηκαν. Ήταν τόσο νοικοκυρεμένη! Σπίτι αληθινό.
«Να καλύβα, Φάνη, είπε ο Δήμος, όχι σαν τις δικές μας!»
Η Αφρόδω χαμογέλασε.
«Να είχαμε κι εμείς πρόβατα και γίδια, είπε ο Φάνης, θα ήταν κι η δική μας καλή».
-«Εσείς έχετε κάτω σπίτια, είπε η βλαχοπούλα, που είναι θεμελιωμένα˙ κι έπειτα ξέρετε και τα γράμματα, που δεν τα ξέρομε μεις. Λάμπρο, γιατί κάθεσαι στην πόρτα; Έλα μέσα να δης τα καλά παιδιά».
-«Ντς!» έκαμε πάλι ο Λάμπρος, κι έσκυψε το κεφάλι, σκάβοντας τη γη με το τσαρούχι του. Ύστερα πήρε την αγκλίτσα του κι έφυγε.

Από το βιβλίο: Ζαχαρία Λ. Παπαντωνίου «Τα ψηλά βουνά». Αναγνωστικό Γ’ Δημοτικού. Αθήναι 1918.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Λογοτεχνικά, Υγεία – επιστήμη - περιβάλλον. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.