Κόλιας Πλαπούτας – Κώστα Δ. Παπαδημητρίου.

Ψηλός και ατσαλόκορμος, όμορφος και άγριος, λεύτερος σαν αγρίμι, αναθρεμμένος στους λόγγους και στα διάσελα, καρδιά λιονταριού, μάστορας τρομερός στο ντουφέκι και στο γιαταγάνι ήταν ο Κόλιας Πλαπούτάς, ο πατέρας του Δημήτρη. Όλη του τη ζωή την πέρασε στα βουνά και στα διάσελα, στις σπηλιές και στα χιόνια, συντροφιά με τα θεριά και με τα παλικάρια του, πολεμώντας τους Αγαρηνούς.
Κι όταν στον κατατρεγμό της κλεφτουριάς το 1806 με τα σουλτανικά φιρμάνια και τον αφορεσμό του πατριάρχη, κι αυτοί ακόμα οι Κολοκοτρωναίοι παράτησαν το Μοριά και πήγαν στα Εφτάνησα για να περάσει ο κίνδυνος, ο Κόλιας αρνήθηκε να τους ακολουθήσει. Τους συντρόφεψε μόνο ως την Πάτρα. Καθώς τους αποχαιρετούσε, γέμισαν τα μάτια του δάκρυα. Τα χρόνια τον είχαν πάρει. Ποιος ξέρει αν θα τους ξανάβλεπε.
-Έμπα στο πλεούμενο, να ‘ρθεις μαζί μας, του λέει ο Κολοκοτρώνης, δείχνοντάς του ένα μικρό πλοιάριο.
-Του Κόλια ο κ… δε βρέχεται, τ’ απάντησε νευρικά εκείνος. Και γύρισε στα χωριά της Γορτυνίας, να συνεχίσει τον κλεφτοπόλεμο.
Λύγισε η καρδιά του και βυθίστηκε σε βαθύ πένθος απ’ το θάνατο του γιού του στη μάχη του Λάλα. Σαν είδε το γιό του νεκρό, έσκουξε σαν πληγωμένο λιοντάρι. Και δε δέχτηκε κανέναν να περιποιηθεί το λείψανό του. Μόνος του τον έπλυνε, του φόρεσε καινούργια ρούχα και καινούργια αρματωσιά. Κι έκλαψε ώρες πολλές πάνω από τον τάφο του.
-«Μούκαψες την καρδιά, Γιωργάκη!» έλεγε και ξανάλεγε.
Άγγιξε τα ενενήντα του χρόνια ο ατρόμητος κλέφτης. Δεν μπορούσε πια να καλοσταθεί στα πόδια του. Δεν ήθελε όμως να μένει αργός στην έξαρση που βρισκόταν η Επανάσταση. Νοσταλγούσε του πολέμου τη βουή, λαχταρούσε του ντουφεκιού τον κρότο, τη μυρουδιά του μπαρουτιού. Τον φλόγιζε το πολεμικό μένος. Η καρδιά του φτερούγιζε γύρω από τις μάχες. Και ήταν τότε που ο κλοιός γύρω απ’ την Τριπολιτσά στένευε. Ο Κολοκοτρώνης με τους άλλους οπλαρχηγούς την έσφιγγε καθημερινά περισσότερο. Ο γερο Κόλιας δεν άντεχε να βρίσκε¬ται μακριά από κείνο το πανηγύρι. Και ζητά να τον πάνε ν’ ανταμώσει τον Κολοκοτρώνη, τον παλιό του σύντροφο και συμπέθερο.
Δεν του χαλάσανε το χατήρι. Τον βάλανε σ’ ένα μουλάρι και κρατώντας τον, γιατί δεν μπορούσε να σταθεί μόνος του, τον πήγαν έξω απ’ την Τριπολιτσά που βρισκόταν ο Κολοκοτρώνης.
-Θοδωράκη, ήρθα επίτηδες να ιδώ τι κάνετε εδώ.
-Πόλεμο, γέρο Κόλια, τ’ αποκρίνεται ο Κολοκοτρώνης.
-Αμ δεν ακούω ντουφέκια.
-Τους έχουμε κλεισμένους, ξαναλέει ο Κολοκοτρώνης.
-Ε, πάμε να ιδώ κι εγώ, πού και πού έχετε πιασμένα.
Τον πήγαν καβάλα, όπως ήταν, σε μερικά πόστα που κρατούσαν οι Έλληνες. Ύστερα τον ρωτάει ο Κολοκοτρώνης.
-Τώρα, γεροσυμπέθερε, τί λες να κάνουμε;
-Να ζυγώσετε ακόμα πιο πολύ και να τους βαρείτε κιόλας για νάχετε και δουλειά και να μη σκορπάτε, και σας πλακώσουν καμιά μέρα οι Τούρκοι άξαφνα, και πάθετε κανένα χουνέρι.
Μαζεύτηκαν στο μεταξύ και οι άλλοι αρχηγοί γύρω του.
-Δεν ντρέπεστε, ορέ σεις, τους λέει αυστηρά ο γέρο Κόλιας, ν’ αφήνετε να σκουριάσει η μπαρούτη στα ντουφέκια σας;… Ελάτε κοντά.
Όλοι τον ακολούθησαν χωρίς αντίρρηση. Τους άλλαξε μερικά πόστα σε πιο κοντινές στα τείχη θέσεις. Το γιό του, τον Δημήτρη, τον έβαλε στον Αη-Θανάση, απ’ τη μεριά που ήταν οι Αρβανίτες, για νάρχεται ευκολώτερα σε κουβέντες μαζί τους. Είχε το σκοπό του.
Τακτοποίησε και μερικούς άλλους σε νέες θέσεις και ξαναγύρισε ύστερα στο χωριό του. Μα ο νους του δεν έφευγε απ’ την πολιορκία.
Ξεπέρασε τα ενενήντα του και ήρθαν πάλι καινούργιες συμφορές. Οι Τούρκοι καίγαν πόλεις και χωριά και ρήμαξαν όλο το Μωριά. Κόντευαν να φτάσουν και στο Παλούμπα που ήταν κατάκειτος ο γέρο Κόλιας. Η φαμελιά του μαζί με όλες τις άλλες, έπρεπε να φύγουν για να γλιτώσουν. Ο γέρο Κόλιας αρνήθηκε να τον πάρουν μαζί τους. Μανταλώστε καλά το σπίτι, τους είπε, αφήστε μου κάτι για φαί, γεμίστε το ντουφέκι και αφήστε μια πόρτα ανοιχτή κατακεί που βλέπω. Και άντεστε στο καλό.
Ικανοποίησαν την επιθυμία του. «Έπειτα εσυγχωρέθημεν με τον σεβάσμιον γέροντα μας -θα διηγηθεί ο γιος του αργότερα- τον ησπάσθημεν όλοι, οι δε μικρότεροι του εφίλησαν το χέρι με τα δάκρυα στα μάτια και κατόπιν κλαίγοντες όλοι και θλιβόμενοι απεχωρίσθημεν…».
Δε σκοτίστηκε καθόλου ο νους του από το φόβο του θανάτου. Τον είχε ατενίσει πολλές φορές και είχε συμφιλιωθεί μαζί του. Ξαναγύρισαν τα παιδιά του και τον μετέφεραν στο μοναστήρι του Προδρόμου στη Στεμνίτσα. Και κει έγειρε σαν ώριμος καρπός που πέφτει και ξεψύχησε το 1827, 92 ετών.
Ζήτησε και τον έθαψαν στο Παλούμπα. Ν’ αγναντεύει από κει τις βουνοκορφές και τους κάμπους που περπάταγε νυχτόημερα με τα ντουφέκια στα χέρια, πολεμώντας τους Τουρκαρβανίτες. Πρόλαβε όμως τη νίκη που έφερε τη λευτεριά να τη χαρούν τα παιδιά του, τα εγγόνια του, τα δισεγγόνια του κι όλοι οι Έλληνες. Και χάρηκε η ψυχή του. Μεσ’ στο βαθύ τον ύπνο του, άκουσε των κανονιών τον κρότο, του Ναυαρίνου τη βουή. Κι αγαλλίασε τ’ αντρειωμένου η ψυχή, του φοβερού του κλέφτη.

Από το βιβλίο του Κώστα Δ. Παπαδημητρίου: «Τελευταίες ώρες -Τελευταία Λόγια των Αγωνιστών του ’21.»
Αθήνα, 1993.

Κατηγορίες: Ιστορικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.