Ο Αγιος Γαβριήλ ο δια Χριστόν σαλός και ομολογητής, ο εκ Γεωργίας: Αναμνήσεις της Νάνας Μερκβιλάτζε – ΜΑΛΧΑΖΙ ΤΖΙΝΟΡΙΑ.

«Ο π. Γαβριήλ, σε περίπτωση ανάγκης, με έστελνε στον π. Νικόλαο. Μέσα μου με έτρωγε η απορία πώς ήταν δυνατό ένας τόσο όμορφος και νέος άντρας να είναι μοναχός. Δεν επιθυμούσε τις γυναίκες; Αυτή η σκέψη με απασχολούσε αρκετό καιρό. Όταν πήγα στον π. Γαβριήλ, μου ζήτησε να διαβάσω από το Ευαγγέλιο το εξής χωρίο: «Εισί γαρ ευνούχοι οίτινες εκ κοιλίας μητρός εγεννήθησαν ούτω. Και εισίν ευνούχοι οίτινες ευνουχίσθησαν υπό των ανθρώπων, και εισίν ευνούχοι οίτινες ευνούχισαν εαυτούς δια την βασιλείαν των ουρανών¨.1
Ντράπηκα και κοκκίνισα. Ο Γέροντας ύστερα άρχισε να μου εξηγεί:
-Υπάρχουν τριών ειδών άντρες: Αυτοί που τους ευνούχισαν, ας πούμε, οι Τούρκοι, αυτοί που από τη μητέρα τους γεννήθηκαν έτσι, όπως εγώ, και τέλος αυτοί που από μόνοι τους ευνούχισαν τον εαυτόν τους, από αγάπη προς τον Θεό, όπως ο π. Νικόλαος».

«Μια άλλη φορά που πήγα στον Γέροντα, συνάντησα στην αυλή κάποιους γνωστούς μου, οι οποίοι μου είπαν ότι ο Γέροντας δεν δεχόταν κανέναν. Κάθισα λοιπόν μπροστά στο κελί του. Είδα τον σκύλο του μοναστηριού, τον Λέσλι, να κατεβαίνει τις σκάλες. Σκέφτηκα: ¨Αν το σκυλί τώρα γυρίσει και έρθει σε μένα, θα με δεχτεί ο π. Γαβριήλ¨. Όμως αμέσως συνήλθα και ντράπηκα για τη σκέψη μου. Δεν πρόλαβα να πω ¨Συγχώρεσε με, Θεέ μου¨, και το σκυλί ήρθε και έβαλε το κεφάλι του στα γόνατά μου».

«Άλλη φορά ο π. Γαβριήλ με έστειλε να αγοράσω κρασί από το μπακάλικο. Ο μπακάλης μου έδωσε λίγο κρασί να δοκιμάσω. Ήταν ξινό. Το πήρα αλλά στενοχωριόμουν που δεν ήταν καλό. Ο π. Γαβριήλ αργότερα παρήγγειλε στη μ. Παρασκευή να στρώσει το τραπέζι και να γεμίσει τα ποτήρια με κρασί. Μετά ο Γέροντας πήρε το ποτήρι και είπε την αγαπημένη του ευχή:
-Δόξα τω Χριστώ και ελέησον ημάς.
Με δυσαρέσκεια πλησίασα το ποτήρι στα χείλια μου, αλλά προς έκπληξή μου το κρασί ήταν, παραδόξως, πολύ καλό. Τότε θυμήθηκα τη φίλη μου Ταμάρη, η οποία μου είχε επισημάνει κάποια φορά: «Νάνα, έχεις προσέξει ότι ένα άνοστο φαγητό στο κελί του Γέροντα αλλάζει γεύση;».

«Μια μέρα που πήγα στο Σαμτάβρο, είδα τον Γέροντα στην αυλή ξαπλωμένο μέσα στο φέρετρο, ενώ η κοιλιά του ήταν διασωληνωμένη και έβγαζε υγρά. Κάθισα κοντά του.
-Βάλε μου λίγο κρασί, με παρακάλεσε. Εγώ αρνήθηκα και του είπα:
-Δεν κάνει π. Γαβριήλ, θα σας πειράξει.
Με κοίταξε πολύ θυμωμένος κα μετά μου είπε με θλίψη στη φωνή του:
-Παιδί μου, όλες τις αμαρτίες σας τις πήρα πάνω μου και δεν αντέχω».

«Στενοχωριόμουν πολύ για την ασθένεια του π. Γαβριήλ. Ήθελα πολύ να μπορούσα με κάποιον τρόπο να τον βοηθήσω. Μια μέρα λοιπόν μου πρότεινε να μείνω στο κελί του, επειδή, όπως μου είπε, δεν είχε κανέναν να του κάνει ένεση. Εγώ δέχτηκα με ευχαρίστηση. Την άλλη μέρα είπα περιχαρής στον π. Νικόλαο ότι πέρασα όλη τη νύχτα στο κελί του Γέροντα για να του κάνω ένεση. Ο π. Νικόλαος απόρησε:
-Τί λες; Στο μοναστήρι όλοι σχεδόν ξέρουν να κάνουν ένεση».

«Με την ευλογία του π. Γαβριήλ ο γιος μου, ο Κάχας, έφυγε για την Ολλανδία. Μια φορά με ρώτησε ο Γέροντας γιατί έστειλα τον γιο μου στο εξωτερικό. Εγώ εκείνη τη στιγμή – έτσι μου ήρθε – του απάντησα ότι ήθελε να αποκτήσει αυτοκίνητο. Ο π. Γαβριήλ στράφηκε στις μοναχές που βρίσκονταν εκείνη τη στιγμή στο κελί του και τους είπε:
-Αυτή είναι μητέρα, που για τα σίδερα έστειλε το γιο της έξω. Ύστερα με τρομερή φωνή άρχισε να φωνάζει: «Νερό, νερό!».
Από το φόβο μου σταμάτησε η καρδιά μου. Σε λίγο ηρέμησε και μου είπε:
-Μη φοβάσαι. Ούτε μια τρίχα δεν θα πειραχθεί από το κεφάλι του Κάχα.
Εκείνη την περίοδο η Ολλανδία και η Γερμανία είχαν πληγεί από μεγάλες πλημμύρες».

«Όταν ο γιος μου επέστρεφε μαζί με τον φίλο του από την Ολλανδία, η βίζα του είχε λήξει. Γι’ αυτόν τον λόγο τους συλλάβανε στα σύνορα της Γερμανίας. Ό,τι πράγματα είχαν μαζί τους τους τα πήραν. Ο γιος μου – ούτε θυμάται πως – κρατούσε στο χέρι του το Ευαγγέλιο που του είχα στείλει ταχυδρομικώς. Ο φίλος του μάλιστα είχε γράψει σ’ ένα γράμμα στη μητέρα του: ¨Θα ήθελα να ξέρω τι βιβλίο είναι αυτό που έστειλε η κ. Νάνα στον Κάχα, το οποίο εκείνος ούτε που το άνοιξε¨. Τελικά διάβασε Ευαγγέλιο στο κελί της φυλακής. Όταν τους απέλασαν, και ο γιος μου επέστρεψε στη Γεωργία, πήγα στον π. Γαβριήλ και παραπονέθηκα για τα πράγματα που τους πήραν στα σύνορα. Ο π. Γαβριήλ με συμβούλευσε να προσευχηθώ στον άγιο Ιωάννη τον Πολεμιστή. Πράγματι έγινε κάτι το θαυμαστό. Όταν μας επέστρεψαν τις βαλίτσες, μόνο τα δικά μας πράγματα είχαν μείνει ανέγγιχτα. Ο π. Γαβριήλ με προειδοποίησε αυστηρά να μην ξαναστείλω ποτέ τον γιο μου στο εξωτερικό:
-Δεν ξέρεις τι αμαρτίες μπορούν να κάνουν εκεί, με προειδοποίησε».

«Στη Γεωργία υπήρχε μεγάλη δυσκολία και πείνα μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης. Αναγκαστικά πηγαίναμε στην Τουρκία και από το πρωί ως το βράδυ πουλούσαμε στους δρόμους της ό,τι μπορούσαμε από τα πράγματα που είχαμε στα σπίτια μας. Με τα λιγοστά χρήματα που βγάζαμε αγοράζαμε τρόφιμα για να ζούμε.
Μια φορά προτού φύγω για την Τουρκία πήγα στον π. Γαβριήλ και πήρα την ευλογία του. Η φίλη που ερχόταν μαζί μου είχε πάρει κάτι στρατιωτικά κιάλια (τα οποία ήταν απαγορευμένα) για να τα πουλήσει. Στην αγορά την πλησίασε ένας άντρας και άρχισε να παζαρεύει. Αφού η κοπέλα δεν του τα έδινε όσο εκείνος ήθελε, ο Τούρκος, απειλώντας ότι θα φωνάξει τους αστυνόμους, της άρπαξε τα κιάλια και έφυγε.
Το απόγευμα ξεκινήσαμε για το σπίτι που μας φιλοξενούσε ένας Γεωργιανός Τούρκος. Στο δρόμο περάσαμε από μια στρατιωτική μονάδα. Η φίλη μου αναγνώρισε εκεί τον άνθρωπο που της άρπαξε τα κιάλια. Η άλλη κοπέλα που ήταν μαζί μας του μίλησε θυμωμένα στα γεωργιανά, τα οποία εκείνος δεν καταλάβαινε, αλλά από το βλέμμα της αντιλήφθηκε ότι είπε κάτι άσχημο. Δεν πέρασε ούτε λεπτό, και από την αυλή έτρεξαν οπλισμένοι στρατιώτες, μας συνέλαβαν, μας απείλησαν στα τουρκικά, μας έβαλαν στο αυτοκίνητο και μας πήγαν στο αστυνομικό τμήμα. Περιμέναμε αρκετή ώρα μέχρι να μας δεχτεί ο διοικητής. Προς μεγάλη μας έκπληξη ο διοικητής μας μίλησε στα γεωργιανά (είχε γεννηθεί και μεγαλώσει στην Γεωργία). Όταν μας άκουσε, τηλεφώνησε κάπου και από την ένταση της φωνής του και τον τρόπο του καταλάβαμε ότι επέπληττε κάποιον. Στο τέλος, μας άφησαν ελεύθερες και μας είπε ότι την άλλη μέρα θα μας επέστρεφε και τα κιάλια, όπως και έγινε. Ευχαριστούσα τον Θεό και τον π. Γαβριήλ που γλιτώσαμε, γιατί η ευχή του μας προστάτευσε».

«Κάποτε μια φίλη μου μού δώρισε έναν μεγάλο ξύλινο σταυρό. Μου άρεσε πολύ, και τον φορούσα. Οι γύρω μου όμως με παρατηρούσαν πως δεν έπρεπε να φοράω τέτοιο μεγάλο σταυρό. Το ίδιο κι ένας ιερέας, ο οποίος μου είπε χαρακτηριστικά: ¨Επίσκοπος είσαι και φοράς τέτοιο σταυρό;¨. Σκέφτηκα να ρωτήσω και τον π. Γαβριήλ. Προτού μπω στο κελί του, έβγαλα το σταυρό από το λαιμό μου και τον κράτησα στο χέρι. Ύστερα, δειλά – δειλά, τον ρώτησα για το σταυρό.
-Για δείξ’ τον μου, παιδί μου.
Πήρε το σταυρό, τον κοίταξε καλά και μου απάντησε:
-Γιατί όχι; Πολύ ωραίος σταυρός.
Έφυγα χαρούμενη. Στην αυλή του Σαμτάβρο συνάντησα τα πνευματικά μου αδέλφια, και αμέσως, πριν μου πουν εκείνα οτιδήποτε, είπα ότι ο π. Γαβριήλ μου έδωσε την ευλογία του να φοράω τον εν λόγω σταυρό.
-Αφού σου το είπε ο π. Γαβριήλ,… μου απάντησαν και συμβιβάστηκαν πια με την ιδέα.
Όπως μου μήνυσε ο Γέροντας, πήγα από το Σαμτάβρο στο Σβετιτσχοβέλι, για να ευλογήσει ο π. Νικόλαος το σταυρό. Ύστερα τον φόρεσα και έφυγα για να επιστρέψω στην Τιφλίδα. Στο δρόμο με έπιασε η βροχή και προς μεγάλη μου έκπληξη διαπίστωσα ότι ο σταυρός έβγαζε χρώμα και μου λέρωνε τη μπλούζα. Αναγκάστηκα να τον βγάλω. Αλλά έπειτα, κάθε φορά που τον φορούσα άρχιζε να βρέχει! Έτσι κατάλαβα ότι δεν έπρεπε να φοράω αυτόν το σταυρό και τον τοποθέτησα στο εικονοστάσι μου. Θαύμασα τη σοφία και τη διάκριση του αγίου Γέροντα».

«Μια περίοδο επιθυμούσα πολύ να πάω κάτι στον π. Γαβριήλ αλλά εκτός από σάλτσα ντομάτας, που προπαρασκεύαζα για το χειμώνα, δεν είχαν τίποτα άλλο να του προσφέρω. Σε μια από τις επισκέψεις μου, ο Γέροντας είπε στη μητέρα Παρασκευή να βάλει σούπα για μένα. Όμως μου ζήτησε συγγνώμη, επειδή η σούπα θα ήταν χωρίς ντομάτα, καθώς του είχε τελειώσει!
-Θα σας φέρω εγώ, φώναξα τότε εγώ από χαρά».
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΗ.
1. Ματθ. 19, 12.
2.
Από το βιβλίο: «ΜΑΛΧΑΖΙ ΤΖΙΝΟΡΙΑ, «Ο Αγιος Γαβριήλ ο δια Χριστόν σαλός και ομολογητής (1929 – 1995).
Μετάφραση ΝΑΝΑ ΜΕΡΚΒΙΛΑΤΖΕ
Γλωσσική επιμέλεια ΦΑΝΗ ΡΟΠΟΚΗ
ΑΘΗΝΑ 2013.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.