Στον έλατο – Για τον ήλιο που βασιλεύει -ΟΦάνης ολομόναχος -Μεγάλη ανησυχία στις καλύβες – Ζαχαρία Λ. Παπαντωνίου.

Στον έλατο.
Αφού έφαγαν είπε ο Φάνης:
«Πάμε σε κείνο τον έλατο εκεί απάνω;»
Σ’ ένα μέρος στεκόταν ένας έλατος, καταμόναχος.
«Πάμε» είπαν τα παιδιά.
-«Και πότε θα γυρίσωμε στις καλύβες;» ρώτησε ο Μαθιός.
-«Θα έρθωμε πίσω αργά το απόγευμα» λέει ο Κωστάκης. «Θα πάρωμε το αλεύρι και θα γυρίσωμε το βράδυ».
«Να πάρωμε και το σακούλι μας, είπε ο Καλογιάννης, μπορεί να πεινάσωμε».
Πήραν το σακούλι τους, το παγούρι και το ραβδί τους, και κίνησαν. Ήταν ανήφορος δύσκολος˙ με τη δύναμη όμως που πήραν ύστερα από το λουτρό, είχαν διάθεση για μεγάλα ταξίδια.
Σε πολλά μέρη σταμάτησαν. Κυνήγησαν έντομα και γουστερίτσες, πέταξαν πέτρες τον κατήφορο, και γνώρισαν φυτά που δεν τα είχαν δει ποτέ. Σ’ ένα μέρος στάθηκαν και καμάρωσαν πέντ’ έξι ωραία δέντρα, που ήταν θεόρατα, με δυνατό κορμό.
«Είναι καστανιές!» φώναξε ο Πάνος που τις γνώρισε.
Πήγαν τότε κοντά κι έψαχναν από κάτω με τα μάτια τα πράσινα κλαριά τους. μα οι καστανιές δεν ήταν κεντρωμένες κι είχαν άγριο καρπό που δεν τρώγεται.
Όταν κίνησαν να φύγουν ο νους των πήγε στο καλάθι του καστανά, που περνούσε από το σχολείο και φώναζε…
Τέλος έφτασαν στον έλατο.

Ποιός τους είχε πει πως ο έλατος μοιάζει με τον πολυέλαιο της εκκλησίας; Κοιτάζουν και βλέπουν αλήθεια στα καμαρωτά κλαδιά του κάτι σαν άσπρες λαμπάδες˙ είναι ο καρπός του˙ από κει μαζεύουν την ελατόπισσα.
Όλα τα δέντρα της γης έχουν ανώμαλο σχήμα. Μα το κυπαρίσσι στους κάμπους κι ο έλατος στο βουνό στέκουν ολόισα. Γίνονται κατάρτια στα καράβια.
Εδώ στα βουνά ο έλατος περιφρονεί το χειμώνα. Κρατεί χιόνι πολύ. Λυγίζει, που νομίζεις πως θα σπάση, μα μένει πάντα ίσιος και θυμώνει τον άνεμο που τον μάχεται.
Δεν καταδέχεται να φυτρώση στα χαμηλά. Πρέπει ν’ ανεβούμε ψηλά για να τον απαντήσωμε.
Τα παιδιά κοιτάζοντας απάνω στο βουνό είδαν ολόκληρο δάσος από έλατα ίσια.
Δεν ξέρομε γιατί τούτος ο γεροέλατος ήρθε και ζη εδώ μοναχός του.

Από δω απάνω είδαν το Χλωρό χαμηλότερα και γνώρισαν το μέρος που είχαν τις καλύβες.
Είδαν πλαγιές και φαράγγια, είδαν την κορφή του βουνού, μυτερή και κατάγυμνη, και τις άλλες δυο μικρότερες κορφές του, τα Τρίκορφα.
Είδαν το μοναστήρι που άσπριζε μακριά, και κάτι μαύρο που περπατούσε στην πλαγιά, τα γίδια του Λάμπρου. Θάχουν το βράδυ να λένε….

Ακόμη δεν το έκοψε ο Φάνης εκείνο το ραβδί; Είναι πολλή ώρα τώρα που κάνει να κόψη μια βέργα, κι ακόμη δε γύρισε.
«Για έβγα, Πάνο, και φώναξέ τον».
-«Φάαανη! Φάαααανη!».
-«Πάρα κάτω τράβα, λέει ο Μαθιός, εκεί που φαίνονται τα δέντρα. Σε κάποιον ίσκιο θα κάθεται».
Σηκώθηκαν δυο και πήγαν παρακάτω.
Έψαξαν στα δέντρα και στους θάμνους, φώναξαν κι οι δυο μαζί, μα μην ακούοντας φωνή, νόμιζαν πως τους παίζει παιγνίδι.
«Έλα, Φάνη, έλεγαν, κάπου είσαι κρυμμένος».
Στη φωνή τους απαντούσε κανένα πουλάκι που άφηνε μικρή λαλιά κι έφευγε. Έπειτα ξαναγινόταν σιωπή.
«Μήπως αποκοιμήθηκε πουθενά;» λέει ο Κωστάκης. Κατέβηκαν τότε πολύ κάτω. Είδαν κάτι μεγάλα κοτρόνια και δυο δεντράκια που έβγαιναν από τις σκισμάδες τους. έψαξαν και κει πίσω˙ τίποτα. «Δεν μπορεί νάναι εδώ κοντά» συλλογίστηκαν. «Ίσως να γύρισε στο μύλο».
Μα πάλι γιατί να τους αφήση; Δεν ξέρουν τι να πουν.
Γυρίζουν πίσω στον έλατο για να ειδοποιήσουν πως δεν τον είχαν βρη. Και καθώς ανεβαίνουν, έχουν στην ψυχή τους πολλή ανησυχία.
Για τον ήλιο που βασιλεύει.
Ο Φάνης είχε σταθή λίγο παρακάτω από τον έλατο. Ήθελε να κόψη μια βέργα.
Από κει που στάθηκε, κοίταξε μακριά όπως πάντα. Είδε τις κρεμαστές κατηφοριές, τρις φυτεμένες από πεύκα και ίσια έλατα, και τότε τον έπιασε μια επιθυμία να πάη κάπου αλλού˙ να δη νέους τόπους μακρινούς από ψηλά.
Μέρες τώρα συλλογίζεται ν’ ανεβή σ’ ένα πολύ ψηλόν τόπο και ν’ αγναντέψη τον ήλιο που θα βυθίζεται στη θάλασσα.
«Τί να φαίνεται από κείνο τον όρθιο βράχο εκεί πέρα; Ίσως κάποιο πέλαγος, λέει με το νου του… ίσως πολιτείες, χωριά με τα καμπαναριά τους… Τί παράξενος βράχος! Πώς στέκει! Ανέβηκε κανένας άλλος εκεί;»
Θ’ ανεβή ο Φάνης.
Την ώρα που τον εζητούσαν οι άλλοι, αυτός ήταν μακριά. Πήγαινε, όλο πήγαινε.
Αν τον έβλεπε κανένας, θα ρωτούσε: «Πού πάει αυτό το παιδί μοναχό του;»
Ο Φάνης δεν κοίταζε στο δρόμο τίποτα. Ούτε τα δέντρα πρόσεχε, ούτε τις γουστερίτσες που τρύπωναν στα χαμόκλαδα, καταπράσινες σα φρεσκοβαμμένες.
Ένας κότσυφας κατάμαυρος ήρθε με την κίτρινη μύτη του και στάθηκε μπρος του σ’ ένα κλαδί. Άλλη φορά τι χαρές θα έκανε γι’ αυτόν ο Φάνης! Πώς θα ήθελε να τον είχε στο κλουβί! Τώρα μόλις τον κοίταζε.
«Θ’ ανεβώ, συλλογιζόταν, στην κορφή. Θα δω τον ήλιο που θα βασιλεύη. Θα είναι πολύ μεγάλος… Θάναι σύννεφα γύρω χρυσά και κόκκινα. Θα φαίνωνται και τα μακριά βουνά˙ θα φαίνεται και η θάλασσα… και κανένα καράβι».

Ενώ τα συλλογιζόταν αυτά, έχασε το δρόμο. Έπαθε ότι και την άλλη φορά, που πήγαινε στους βλάχους.
Το μονοπάτι που πήρε είχε σβήσει˙ δε φαινόταν πια. Κοπάδι από γίδια θα το είχε κάμει.
Δοκίμασε να το βρη δεξιά και αριστερά, μα μονάχα τόπο έβλεπε, όχι δρόμο.
Να πάη εμπρός; Θα παραστρατούσε περισσότερο. Κοίταξε με προσοχή να βρη δρόμο από κάπου αλλού. Κι αφού δεν έβρισκε, τράβηξε με απόφαση κατά τον κατήφορο για να φτάση όπου θα τελείωνε αυτός.
«Ο κατήφορος, συλλογίστηκε, πάντα θα με φέρη στη ρίζα του βράχου».
Αλήθεια, κατέβηκε σε μια λαγκαδιά. Από κει πια βρέθηκε στην απέναντι πλαγιά, που κρατούσε απάνω της τον ορθό βράχο. «Τώρα, συλλογίστηκε, δεν έχει άλλα εμπόδια˙ θ’ ανεβώ από δω».
Αλλιώς όμως τα λογάριαζε από μακριά κι αλλιώς ήταν.
Βρισκόταν βέβαια στη ρίζα του βράχου και μπορούσε ν’ ανεβή και ως τη μέση. Μα από κει κι απάνω; Πέτρες μεγάλες, ορθές, σαν έτοιμες να πέσουν, έζωναν το βράχο. Έπρεπε ο Φάνης ν’ ανεβή πολλές απ’ αυτές. Μα κι αν μπορούσε να σκαρφαλώση τέτοια θεόρατα κοτρόνια, πότε θα έφτανε εκεί ψηλά; Και πότε θα κατέβαινε;
Πρώτη φορά άρχισε να λογαριάζη πόσο μακριά ήρθε και πόση ώρα πέρασε.

Απάνω στα έλατα έπεφτε κόκκινο φως από τον ήλιο, απόδειξη πως ήταν αργά και πρέπει να γυρίση πίσω. Να πάη πάλι στον έλατο; Χρειάζεται να ξαναπεράση όλο το δρόμο που είχε κάμει˙ ν’ ανεβή όσον κατήφορο κατέβηκε, και να κατεβή όσον ανήφορο ανέβηκε.
Τα παιδιά όμως θα έχουν φύγει τώρα και θα τον ζητούν παντού. Μήπως έρχονται προς τα εδώ;
Έβγαλε μια φωνή ο Φάνης.
Δεν άκουσε τίποτα. «Θα γύρισαν, φαίνεται, στο μύλο» είπε μέσα του και ξαναφώναξε:
«Κωστάκη, Μαθιέεεεε….., παιδιάαααααα».
Έβαλε το αυτί του, και αφουγκράστηκε σ’ όλη την ερημιά.
Μέσα στη σιωπή άκουσε μια βοή μακρινή, ένα φύσημα, σαν από αέρα, σαν από νερό. Αυτή η βοή ερχόταν από το άλλο μέρος του βράχου κι από χαμηλά.
Ο Φάνης πήγε από κει και κοίταξε. Είδε αριστερά του μια απότομη και βαθιά κλεισούρα. Και κάτω στο βάθος είδε να σχηματίζεται μια ρεματιά.
Είδε ακόμη να πετιέται από τη σκισμάδα ενός γκρεμού και να χύνεται στη ρεματιά άφθονο νερό, χοντρό σαν τη ρίζα ενός δέντρου. Έπεφτε από μια οργιά ψηλά όλο μαζί με ορμή, κι έκανε πολλή βοή.
Πράσινα δέντρα πολλά και φουντωμένα έκρυβαν τη ρεματιά. Και πίσω από τα δέντρα ξεχώριζε ο Φάνης άσπρα σπίτια.
Α, τι χαρά! Να λοιπόν, θα ιδή ανθρώπους.

Ξεκινά χωρίς να χάνη καιρό.
Πηγαίνει από μονοπάτια, τα χάνει, βρίσκει άλλα. Κατεβαίνει με πηδήματα. Κινδυνεύει κάποτε να γκρεμιστή, μα η χαρά τον κάνει ν’ αλαφροπατά σαν το κατσίκι.
Έφτασε στα πλατάνια και στο νερό. Ερημιά ήταν κι εδώ!
Από τη λαχτάρα του να δη ανθρώπους είχε πάρει για σπίτια τις άσπρες μεγάλες πέτρες, που έστεκαν στην άλλη άκρη της ρεματιάς.
Όχι, εδώ δεν ήταν ούτε ψυχή. Τί να κάμουν άνθρωποι στο άγριο τούτο μέρος;
Πώς αντιλαλεί το νερό στην κλεισούρα!
Τώρα; Εδώ θα περάση τη νύχτα; Ή θα πάη να ζητήση ανθρώπους; Μα είναι πολύ κουρασμένος. Στάθηκε για να χαρή ακόμα λίγο φως της ημέρας που έσβηνε. Σε λίγο θα είναι όλα σκοτεινά.
Ο Φάνης ολομόναχος.
Ως κι αυτές οι πέτρες που έβλεπε ως τώρα, του ήταν μια συντροφιά. Τώρα σκοτείνιασε κι έμεινε κατάμονος. Τον ήλιο που ήθελε να ιδή τον είχε πάρει το σκοτάδι.
Οι σύντροφοί του ήταν μακριά. Οι άλλοι άνθρωποι μακριά. Οι ομιλίες, τα τραγούδια, οι καμπάνες μακριά απ’ αυτόν. Κι αυτός μακριά πολύ απ’ όλους τους ανθρώπους.
Ας άκουε ένα πάτημα ανθρώπου, ένα σφύριγμα τσοπάνη, ένα λάλημα πουλιού, και θα του ήταν αρκετό!
Μα όλα τον άφησαν.
«Θεέ μου, έλεγε μέσα του ο Φάνης, φύλαξέ με».
Τα μαύρα φτερά που βλέπει από πάνω να πετούν, ξέρει πως είναι νυχτερίδες.
Και την κουκουβάγια, που κράζει αυτή τη στιγμή, την ξέρει ο Φάνης. Είναι το πουλί της νύχτας, που κοιτάζει με κίτρινα μάτια γάτας. Να φωνάζη γι’ αυτόν ή κουκουβάγια;
«Δεν έπρεπε ν’ αφήσης τα παιδιά» του λέει μέσα του μια φωνή.
-«Ναι, δεν έπρεπε να τ’ αφήσω» απαντά στον εαυτό του ο Φάνης.
Έπειτα συλλογίζεται:
«Και μήπως τ’ άφησα για να κάμω κακό; Πήγα να δω τα χρυσά σύννεφα».
Το νερό βουίζει στο σκοτάδι. Όχι, δεν μπορεί να υποφέρη αυτή τη φοβέρα. Σηκώνεται και με το ραβδί του ανεβαίνει στην άκρη της ρεματιάς.
Πέρασε τις μεγάλες πέτρες κι έφτασε σε δυο μικρά δέντρα. Από κάτω απ’ αυτά ήταν ένας θάμνος μαλακός, σα να προσκαλούσε άνθρωπο ν’ ακουμπήση.
Και τα δύο δέντρα έγερναν έτσι από πάνω σα να έλεγαν του Φάνη: «Έλα δω να σε φυλάξωμε». Εκεί μαζεύτηκε ο Φάνης.

Μόλις ακούμπησε, του ήρθε στο νου η Μαρούλα, η αδερφή του. Του φάνηκε πως τάχα έπαιζαν… Μια πεταλούδα δίπλωνα τάχα τα φτερά της απάνω σ’ ένα φύλλο κι έκανε πως αποκοιμάται. Και όταν πλησίαζαν να την πιάσουν έφευγε.
Επειδή είδε τη μητέρα του να γυρίζη δεξιά κι αριστερά μέσα στο σπίτι˙ όλο να σιάζη κι όλο να φροντίζη. Ήθελε να μιλήση και στις δυο. Νόμιζε πως του μιλούσαν: «Φάνη».
Μήπως αποκοιμήθηκε; Όχι. Στο λάρυγγά του είχε μαζευτή ένας κόμπος από τη λύπη. Αυτός ο κάμπος λύθηκε κι έγινα κλάματα.

Ο Φάνης έκλαψε. Πόσο έκλαψε, η νύχτα το ξέρει. Μα όταν στέγνωσαν τα μάτια του, συλλογίστηκε έναν άλλο Φάνη˙ εκείνον που ήταν δασοφύλακας.
«Ντροπή να κλαις, εσύ που φύλαξες το δάσος! Εσύ που ήσουν σκοπός με τ’ άλλα παιδιά τη νύχτα». Έτσι του είπε μια φωνή μέσα του.
Και πάλι του ξαναείπε: «Είσαι λιγόψυχος, Φάνη. Την άλλη φορά, που σου ρίχτηκε το μαντρόσκυλο, δείλιασες.
»Όταν είδες τον Μπαρμπακώστα χτυπημένο, λιγοψύχησες. Μα δεν είναι έτσι ο Δήμος˙ δεν είναι έτι ο Αντρέας˙ πρέπει νάσαι παλικάρι».
Και σε λίγο η φωνή του είπε: «Περίμενε την ημέρα».

Ο Φάνης δεν έκλαιγε τώρα. Τα μάτια του στέγνωσαν. Σα να πήρε θάρρος.
Έπιασε το σακούλι του κι ένιωσε πως κάτι ήταν μέσα. Είχε και το παγούρι του˙ είχε ψωμί και νερό. Χάιδεψε έπειτα το θάμνο με τα δυο του χέρια˙ και τον εχάιδεψε, θαρρείς, κι ο θάμνος˙ ήταν ένας μαλακός και φουντωμένος σκίνος.
Σ’ αυτό το ευωδιασμένο κρεβάτι έγειρε ο Φάνης. Κι αφού δυο φορές του ήρθε ο ύπνος και δυο φορές τινάχτηκε τρομαγμένος, στο τέλος αποκοιμήθηκε.
Μεγάλη ανησυχία στις καλύβες.
Όταν έφτασαν οι άλλοι το βράδυ από το μύλο στις καλύβες κι είπαν πως έχασαν το Φάνη, λύπη μεγάλη έπεσε στα παιδιά.
Τα πιο αδύνατα δάκρυσαν. Ο Σπύρος κι ο Γιώργος ήθελαν να πάνε κρυφά να κλάψουν.
Τα πιο δυνατά συλλογίστηκαν τι θα κάμουν.
Ο Αντρέας έκρυψε την ταραχή του κι άρχισε να τα ρωτά με λεπτομέρεια όλα. Του είπε ο Κωστάκης το που, το πότε και το πώς.
«Πρώτα τον εζήτησε ο Πάνος κι ο Μαθιός εκεί τριγύρω» λέει ο Κωστάκης. «Έπειτα κατεβήκαμε όλοι από κει. Συλλογιστήκαμε αν πρέπη να πάμε πίσω στο μύλο ή να τραβήξωμε προς την κλεισούρα. Τραβήξαμε κατά την κλεισούρα, μα δεν είχε δρόμο.
«Ανεβήκαμε σε ψηλώματα, φωνάξαμε, φωνάξαμε, τίποτα. Προχωρήσαμε, μα είδαμε πως ο ήλιος κόντευε να βασιλέψη. Πότε να πάμε στο μύλο, πότε να γυρίσωμε;».
-«Θα ξεκινήσωμε από δω στο χάραμα» είπε ο Αντρέας. «Πάμε γρήγορα να πέσωμε».

-«Μα δε σου είπαμε και τ’ άλλο, Αντρέα» είπε ο Μαθιός.
-«Είναι τίποτ’ άλλο;»
-«Ναι, είναι κάτι άλλο που δεν το ξέρεις».
Και με χαμηλή και φοβισμένη φωνή πρόσθεσε: «Ο Φάνης πήγε στον Αραπόβραχο».
-«Ποιόν Αραπόβραχο;» ρώτησε ο Αντρέας. «Είνε ο βράχος που μας έλεγε η γριά;».
-«Εδώ κοντά στο μύλο βρήκαμε ένα γέρο με σκούφο μαύρο στο κεφάλι. Έτσι σαν καλόγερος φαινόταν, μα φορούσε παλιά και σκισμένα ρούχα.
«Μπάρμπα, του λέμε, μήπως πέρασες από την κλεισούρα;».
-«Ναι» μας είπε.
-«Μήπως είδες κανένα παιδί;» – «Είδα ένα παιδί από μακριά» είπε. – «Πού;» – Ο γέρος δε μας τόλεγε αμέσως. Συλλογίστηκε όμως κάμποσο και μας κοίταξε. «Το πού, είπε, φοβάμαι να σας το πω. Να, στον Αραπόβραχο το είδα».
-«Τί είναι ο Αραπόβραχος;» ρωτήσαμε.
-«Είναι ένας βράχος του Αράπη, απάντησε, να μη ρωτήστε περισσότερα». Κι έφυγε κάνοντας το σταυρό του».
Μίλησε τότε ο Κωστάκης: «Θυμάσαι, Αντρέα, τί μας είπε η γριά Χάρμαινα; Μας είπε πως εδώ κάπου κοντά σε κάποιο βράχο είναι ένα στοιχειό, ένας αράπης˙ και πήρε πολλούς ανθρώπους. Κάπως έτσι μας το είπε».
Τότε σώπασαν όλοι. Σηκώθηκαν σε λίγο και πήγαν να πλαγιάσουν. Μα κανένας τους δεν μπόρεσε να κλείση μάτι καλά.
Ο Αντρέας γύριζε στο στρώμα. Δυο τρεις φορές βγήκε έξω και κοίταξε. Περίμενε ανήσυχα το φως που έφερνε την αυγή απάνω από τα βουνά.

Από το βιβλίο: Ζαχαρία Λ. Παπαντωνίου «Τα ψηλά βουνά». Αναγνωστικό Γ’ Δημοτικού. Αθήναι 1918.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Λογοτεχνικά, Υγεία – επιστήμη - περιβάλλον. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.