Ο Αγιος Γαβριήλ ο δια Χριστόν σαλός και ομολογητής, ο εκ Γεωργίας: Αναμνήσεις διαφόρων πιστών και κληρικών – ΜΑΛΧΑΖΙ ΤΖΙΝΟΡΙΑ.

Ο μητροπολίτης Θαδδαίος θυμάται:
«Μια φορά ο άγιος κρατούσε στα χέρια του δύο γυμνά καλώδια. Ξαφνικά τα διαπέρασε δυνατό ρεύμα, πετάχτηκε φωτιά και έλιωσε τα καλώδια. Εκείνος συνέχισε τη δουλειά του, σαν να μην κατάλαβε τίποτα και μόνο με έκπληξη και σε χαμηλό τόνο έβγαλε ένα μικρό επιφώνημα: ¨Ούι!¨ Τέτοια περιστατικά πολλές φορές συνέβαιναν. Ο π. Γαβριήλ στη φοβερή, σκληρή και χωρίς αγάπη εποχή μας ήταν ένα θαύμα του Κυρίου».

Ο σκηνοθέτης Γκιούλι Τσοχονέλιτζε γύριζε στην αυλή του μοναστηριού Σαμτάβρο μια ταινία για τη ζωή του αγίου Άνθιμου Ιβεριέλι. Όταν αντίκρισε καθηλωμένο στο κρεβάτι του τον π. Γαβριήλ, στενοχωρήθηκε και είπε:
-Τι κρίμα που πεθαίνει τέτοιος μοναχός…
Μόλις έκαναν ευχέλαιο, ο Γέροντας στάθηκε στα πόδια του. Ο σκηνοθέτης απόρησε και τον παρακάλεσε:
-Μήπως μου επιτρέπεται να τραβήξω μερικές σκηνές με εσάς να κάνετε το γύρο της εκκλησίας;
Ο Γέροντας συμφώνησε. Μπροστά πήγαινε ο π. Γαβριήλ, ραίνοντας με αγίασμα, και πίσω του, με ψαλμωδίες και κρατώντας εικόνες, ακολουθούσαν η ηγουμένη και οι υπόλοιπες μοναχές. Γι’ αυτό το γεγονός ο π. Γαβριήλ είχε πει πως παρακαλούσε τον Κύριο να πάνε όλα καλά. Το βίντεο αυτό είναι το μοναδικό από τη ζωή του αγίου. Ύστερα απ’ αυτό, ο σκηνοθέτης τον παρακάλεσε να είναι παρών στην προβολή της ταινίας που παρουσίαζε την έξοδο της εικόνας της Παναγίας από το Άγιον Όρος. Ο π. Γαβριήλ απάντησε:
-Βέβαια! Αλλά πρέπει να με συνοδεύουν εφτά αληθινοί μοναχοί, και είπε τα ονόματά τους.
Έπειτα άρχισε τις σαλότητες. Ύψωσε τα χέρια του και με το χαρακτηριστικό του χαμόγελο ρώτησε τον σκηνοθέτη:
-Πώς θα περπατήσω στο νερό; Αν έχω πιεί, δεν θα βυθιστώ; 1
Ο σκηνοθέτης τον καθησύχασε:
-Μη φοβάστε, π. Γαβριήλ! Κάτω θα έχουμε στρώσει σανίδες που δεν θα φαίνονται κι έτσι θα περπατήσετε.
Ο π. Γαβριήλ σηκώθηκε. Περπάτησε σταθερά, συνοφρυώθηκε και είπε:
-Ο Γαβριήλ τί Γαβριήλ θα είναι, αν δεν μπορέσει να περπατήσει πάνω στο νερό;
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΗ
1. Σύμφωνα με τις γεωργιανές παραδόσεις, όταν η εικόνα της Παναγίας Πορταΐτισσας εγκαταλείψει την Ι. Μ. Ιβήρων στο Άγιον Όρος, αυτό θα πλημμυρίσει.

Η Ταμάρη Μποτσοράτζε θυμάται:
«Για τον π. Γαβριήλ είχα ακούσει πολλά. Και όλο σκεφτόμουν ότι ήθελα να τον δω με τα ίδια μου τα μάτια. Μια φορά μπήκα στο ναό, κάθισα στην καρέκλα και σκεφτόμουν: ¨Γιατί απαγορεύουν να πας σ’ αυτόν; Τί να κάνω; Ποιόν να εμπιστευθώ; Δεν ξέρω κανέναν. Αν είναι εκείνος που τόσο καιρό αποζητά η καρδιά μου, θα καταλάβει ότι είμαι εδώ και θα έρθει. Εγώ θα τον περιμένω¨. Μόλις το σκέφτηκα αυτό, μπήκε στο ναό ένας μοναχός με φωτεινό πρόσωπο. Ήρθε και κάθισε δίπλα μου.
-Εγώ είμαι. Ακούω, τί θέλεις; Πες μου γρήγορα.
-Κατάλαβα! Όταν ήρθατε κατευθείαν σε μένα, κατάλαβα!
Τα ‘χασα όταν τον είδα. Δεν μπορούσα να πάρω τα μάτια μου από πάνω του. Μόνο ένα πράγμα σκεφτόμουν: ¨Αυτός είναι! Φωτεινός άνθρωπος, ζεστός, γεμάτος αγάπη, που ξέρει τα πάντα¨. Με δυσκολία πρόφερα μερικές λέξεις:
-Εσείς τα ξέρετε όλα. Γνωρίζετε τις δυσκολίες έχω. Για ένα μόνο πράγμα σας παρακαλώ: Θέλω ο Κύριος να εμποδίσει να πουληθεί το σπίτι μου εξαιτίας των χρεών μου.
-Ο Κύριος δεν έχει χρήματα. Πώς θα σε βοηθήσει;
-Αφού ο Κύριος είναι παντοδύναμος και ελεήμονας, τί είναι για Εκείνον να ελεήσει κι εμένα την αμαρτωλή; Σας ζητώ βοήθεια! Βοηθήστε με!
-Μη φοβάσαι. Από αύριο να έρχεσαι σε μένα. Σε περιμένω.
Έτσι άρχισα να πηγαίνω συχνά στον π. Γαβριήλ. Μια φορά που πήγα μαζί με μια συγγενή μου, θέλαμε να κατεβούμε στο ναό, όπου τελούσε Λειτουργία ο πατριάρχης. Ο Γέροντας έβαλε την κοπέλα δεξιά του και μένα αριστερά. Σε μια στιγμή πρόσεξα ότι ο Γέροντας είχε ξαφνικά… μαζέψει. Φαινόταν αξιολύπητος. Απόρησα. Τί έγινε κι άλλαξε έτσι; Είδα τους εκκλησιαζομένους στο ναό να έχουν σταθεί μπροστά του και κατάλαβα το λόγο. Τους παρακάλεσα να κάνουν στην άκρη. Άνοιξαν δρόμο αδιαμαρτύρητα. Εγώ πήγα στη θέση μου. Ο Γέροντας με κοίταζε χαρούμενος. Ύστερα από λίγο στάθηκαν πάλι μπροστά του αδιάφοροι. Πήγα και τους είπα:
-Κάντε, σας παρακαλώ, στην άκρη για να μπορεί να βλέπει και ο Γέροντας.
Αμέσως άνοιξαν διάδρομο. Έτσι μπορούσε ο π. Γαβριήλ να παρακολουθεί όλη τη Λειτουργία. Εγώ επέστρεψα στη θέση μου. Ο Γέροντας χάρηκε, με κοίταξε και είπε:
-Εσύ ούτε που έχεις ιδέα τι δώρο μου έκανες. Να δεις τι θα σου κάνει γι’ αυτό ο π. Γαβριήλ!
Ξαφνικά πρόσεξα ότι η απόσταση από τον Γέροντα μέχρι τον πατριάρχη, ο οποίος στεκόταν με τα χέρια υψωμένα και την πλάτη γυρισμένη σε μας, φωτίστηκε με ένα εκπληκτικό φως! Κοίταζα μια την υπερκόσμια φωτεινή ακτίνα, μια τον π. Γαβριήλ. Σε λίγο όλα εξαφανίστηκαν και μας ζήτησε να τον πάμε στο κελί του. Από τότε μπήκε στη ζωή μου αυτή η φωτεινή ακτίνα που πάντα περίμενε η ψυχή μου!
Το πρωί μιας ανοιξιάτικης ζεστής ημέρας, πηγαίνοντας στη Μτσχέτα, στάθηκα για λίγο στη γέφυρα. Περνούσε μια γυναίκα η οποία με πλησίασε:
-Είστε πιστή; Με ρώτησε.
-Ναι, βέβαια.
-Ξέρετε, αν δεν είστε βαθιά πιστή, τότε καλύτερα να μη με ακούσετε, δεν θα με καταλάβετε.
-Πείτε μου τι θέλετε.
Η γυναίκα τελικά με εμπιστεύτηκε και άρχισε:
-Έρχομαι από την Αμπχαζία. Μόλις κατέβηκα από το τρένο. Ξέρετε τι γίνεται εκεί. Πόλεμος. Στο σπίτι μου, στην Αμπχαζία, εμφανιζόταν Άγγελος Κυρίου και μου έλεγε ό,τι έχω γραμμένο σ’ αυτό εδώ το τετράδιο, για το τι πρέπει να γίνει. Χθες το βράδυ μου είπε: ¨Τώρα ν’ αφήσεις αυτό το μέρος και να πας στη Μτσχέτα. Μην καθυστερείς! Αυτή είναι η τελευταία μου εμφάνιση. Στο δρόμο θα συναντήσεις έναν δικό μου άνθρωπο και εκείνος θα σε πάει εκεί που σε στέλνω εγώ¨. Δεν μου είπε ποιον θα ζητήσω ή πως τον λένε. Ξέρετε λοιπόν αν βρίσκομαι στον σωστό δρόμο;
Την άκουγα γεμάτη απορία. Ανήσυχη, βρήκα το θάρρος και τη δύναμη και της είπα:
-Είστε στον σωστό δρόμο. Εγώ είμαι αυτός ο άνθρωπος για τον οποίο σας μίλησε ο άγγελος. Τώρα ελάτε μαζί μου. Εγώ θα σας πάω. Αυτός που ψάχνετε είναι μοναχός και τον λένε Γαβριήλ!
-Σίγουρα είναι αυτός που ψάχνω;
-Ναι, αυτός είναι ακριβώς, δεν αμφιβάλλω καθόλου!
-Ξέρετε, εδώ δεν υπάρχει περιθώριο για κανένα λάθος. Πρέπει να είμαι πολύ προσεκτική.
-Μην ανησυχείτε. Όταν θα μπείτε στο κελί του, ό,τι σας πει εκείνος αυτό να κάνετε. Να τον ακούσετε.
Ήταν Πάσχα. Μόλις φτάσαμε στο κελί του Γέροντα, χαιρετηθήκαμε με το «Χριστός Ανέστη», και έπειτα του εξιστόρησα ό,τι συνέβη νωρίτερα. Ύστερα δέχτηκε την άγνωστη γυναίκα. Εκείνη ήταν ανήσυχη γιατί ο Γέροντας δεν της έλεγε τίποτα. Κάποια στιγμή όμως είπε:
-Σήμερα είναι Πάσχα. Γιορτή. Και πρέπει να γιορτάσουμε. Χριστός ανέστη!
Η γυναίκα πάλι ανησύχησε.
-Είναι πολύ επείγον, Γέροντα. Είμαι στον σωστό δρόμο;
Θυμωμένος ο π. Γαβριήλ της είπε:
-Σου εμφανίζεται ο Άγγελος του Κυρίου και δεν ξέρεις πως πρέπει να συμπεριφέρεσαι το Πάσχα; Τώρα φύγε. Και έλα πάλι αύριο να μιλήσουμε.
Η γυναίκα τα έχασε. Σηκώθηκε και βγήκε έξω. Την άλλη μέρα ο π. Γαβριήλ μίλησε πολλή ώρα με τη γυναίκα αυτή, η οποία μόλις βγήκε από το κελί του ήρθε και με αγκάλιασε. Παραμείναμε αγκαλιασμένες για πολλή ώρα. Η συνομιλία τους όμως παρέμεινε μυστική».

Ο Ζαχαρίας Τσουγκοσβίλι θυμάται:
«Μόλις είχα μπει στην πίστη, όταν ο μισόκαλος διάβολος θέλησε να με απομακρύνει από την Εκκλησία. Μια φορά, πηγαίνοντας με το λεωφορείο στο ναό Σιόνι, κάθισα δίπλα σε μια νέα γυναίκα που διάβαζε το Ευαγγέλιο. Εγώ νόμιζα πως είναι πιστή και της μίλησα – τότε δεν είχα και ιδέα για τις αιρέσεις. Σε όλη τη διαδρομή προσπαθούσε να με πείσει ότι ο Χριστός δεν ήταν Θεός και πως δεν είναι απαραίτητο να πηγαίνω στην εκκλησία.
Αυτή η συζήτηση με τάραξε πολύ. Σαν να κόπηκε η ψυχή μου στα δύο και γέμισε με θλίψη. Όντας σε αυτή την κατάσταση έφτασα στο ναό. Γονάτισα με το κεφάλι μου στο πάτωμα. Δεν μπορούσα ν’ ακούσω ούτε λέξη από τη Λειτουργία. Στ’ αυτιά μου αντηχούσαν μόνο τα λόγια της γυναίκας αυτής: ¨Ο Ιησούς Χριστός δεν είναι Θεός¨.
Ξαφνικά, ανάμεσα σε τόσο κόσμο, κάποιος ακούμπησε τα χέρια του στο κεφάλι μου, με σήκωσε και μου είπε:
-Οι Εβραίοι δεν πίστευαν ότι ο Ιησούς Χριστός ήταν Θεός, γι’ αυτό και καταστράφηκαν. Ο Χριστός είναι ο αληθινός Θεός. Πίστεψέ με. Κατάλαβες; Και έφυγε.
Από τότε ξαναγεννήθηκα! Πετούσα από τη χαρά μου και επανήλθα στην προσευχή. Σαν να αναστήθηκα! Ύστερα από το γεγονός αυτό, ο π. Γαβριήλ έγινε ο πνευματικός μου δάσκαλος».

Κάποιος πιστός διηγείται:
«Κάποτε, ενθουσιασμένος με τον εαυτό μου και αυτοθαυμαζόμενος, πήγα στο Σαμτάβρο. Χωρίς πολλή σκέψη, άρχισα να κάνω κήρυγμα. Έπειτα μίλησα για τους κανόνες της Εκκλησίας. Έλεγα ότι ορισμένες παράγραφοι δεν ήταν σωστές. Και μετά ξεκίνησα να μιλάω για τη μέθη. Έκρινα ότι δεν πρέπει να μεθάμε. Ο π. Γαβριήλ με άφησε να μιλάω για σχεδόν μισή ώρα, χωρίς να πει λέξη. Με άκουγε μόνο και κουνούσε το κεφάλι του. Κι όταν ολοκλήρωσα το λόγο μου, με κοίταξε και μου είπε:
-Τώρα εσύ μπήκες σε πολύ βαθιά νερά. Εκεί όμως είναι και μεγάλοι καρχαρίες που καταβροχθίζουν.
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, σαν ο Γέροντας να έριξε προβολείς στην ψυχή μου, συναισθάνθηκα την πνευματική μου κατάσταση και ένιωσα μεγάλη ντροπή».

Μια συνηθισμένη μέρα που ο π. Γαβριήλ καθόταν μπροστά από το κελί του είπε ξαφνικά:
-Σήμερα η Ελλάδα θα γονατίσει.
Ύστερα από λίγο τον επισκέφτηκαν ένας Έλληνας μοναχός μαζί με μερικούς άλλους πιστούς Έλληνες. Τους δέχτηκε με πολλή αγάπη και τους ευλόγησε. Ο ιερομόναχος π. Ανδρέας Ταριάντισι διηγείται:
«Με τη βοήθεια του Θεού πήγα στο Άγιον Όρος, όπου γνώρισα πως ζούσαν εκεί οι μοναχοί κι αγάπησα αυτόν τον τρόπο ζωής. Είχαν κάνει λόγο και στον ηγούμενο της Ι. Μ. Ξηροποτάμου για έναν άγιο Γέροντα στην Γεωργία. Έτσι με παρότρυνε, αν ήθελα, να ρωτήσω εκείνον για τις σκέψεις που είχα για τον μοναχισμό πήρα λοιπόν την απόφαση να γνωρίσω τον άγιο μαζί με τον ηγούμενο και τρεις ακόμη γνωστούς μου, εκ των οποίων ο ένας είναι θεολόγος με καθημερινή ραδιοφωνική εκπομπή σε έναν από τους σταθμούς της Εκκλησίας. Φτάνοντας στο κελί του τον ρώτησα:
-Πατέρα Γαβριήλ, θέλω να γίνω μοναχός. Τί με συμβουλεύεις; Κι εκείνος αμέσως απάντησε:
-Αν θέλεις να γίνεις μοναχός, είσαι ήδη μοναχός.
Ο ηγούμενος φάνηκε να ικανοποιήθηκε με αυτή την απάντηση. Όταν τελειώσαμε τη συζήτηση, ο π. Γαβριήλ ξεχώρισε μια εικόνα από τα δώρα που του είχαμε εμείς προσφέρει – κάποιες εικόνες, μερικά κεριά και διάφορα σουβενίρ – και τη δώρισε στον θεολόγο. Εκείνος αναρωτήθηκε:
-Μα, αυτές τις εικόνες εμείς σας τις φέραμε ως δώρο, κι εσείς μας τις προσφέρετε;
Ο π. Γαβριήλ χαμογέλασε και είπε:
-Ναι, αυτή την εικόνα σου τη χαρίζω.
Ο θεολόγος για πολλή ώρα στεκόταν έκπληκτος με την εικόνα του αγίου Στυλιανού στα χέρια του, κοιτώντας μια τον π. Γαβριήλ και μια την εικόνα που έφερε το όνομά του!
-Γέροντα, ελάτε μαζί μας στο Άγιον Όρος. Η θέση ενός τόσο μεγάλου μοναχού είναι εκεί, του είπαμε κάποια στιγμή, κι εκείνος μας απάντησε:
-Εγώ βρίσκομαι στον δικό μου Άθω. Τη Γεωργία μου δεν την αλλάζω με το Άγιον Όρος».

Μια γυναίκα θυμάται:
«Θα σας μιλήσω για το πώς γνώρισα τον π. Γαβριήλ. Πριν από πολλά χρόνια περνούσα μια πολύ μεγάλη δοκιμασία, καθώς με είχαν συκοφαντήσει στη δουλειά μου. Νόμιζα πως θα πάθω έμφραγμα. Με διέβαλε ένας άνθρωπος από τον οποίο δεν το περίμενα με τίποτα. Τώρα σκέφτομαι ότι το έκανε απλώς από ζήλια. Πολύ στενοχωρημένη, πήρα το δρόμο για το ναό Σιόνι. Στάθηκα σαστισμένη μπροστά στις εικόνες της Αγίας Τριάδας, της Παναγίας και του αγίου Νικολάου. Ούτε εγώ θυμάμαι τι τους παρακαλούσα. Το μόνο βέβαιο ήταν πως χρειαζόμουν βοήθεια. Ξαφνικά άκουσα βαβούρα πίσω μου. Είχε μαζευτεί κόσμος πολύς για να πάρει την ευχή ενός Γέροντα. ¨Ποιός να ‘ ναι;¨ σκεφτόμουν, αλλά δεν είχα καν τη δύναμη να γυρίσω να δω. Ο π. Γαβριήλ έφυγε και ξαναγύρισε τρέχοντας στο ναό αναστατωμένος και φωνάζοντας:
-Ποιός χρειάζεται βοήθεια; Ποιός; Ο άγιος Δαβίδ Γκαρεντζέλι με έστειλε από τη Μθατσμίντα1 στην Αγία Τριάδα;
Τότε με πλησίασε και μου ανασήκωσε το κεφάλι για να τον κοιτάξω κατά πρόσωπο. Ένιωθα τα μάτια του να διαπερνούν την ψυχή μου. Τα καταλάβαινε όλα. Ξαφνικά χτύπησε δυνατά τα χέρια του, γονάτισε μπροστά μου και είπε:
-Πώς σε συκοφάντησαν τόσο φοβερά και με τέτοια κακία;
Λύθηκα στα δάκρυα. Κατάλαβα πως με λύτρωνε και μου ξερίζωνε τον πόνο. Γύρω μου μαζεύτηκε κόσμος και με κοιτούσε. Ο π. Γαβριήλ διείδε ότι θα τιμωρηθεί πολύ αυτός που με συκοφάντησε. Και πράγματι, έτσι έγινε. Προτού φύγει, μου είπε ν’ ανάψω κεριά και να προσευχηθώ για εκείνον που με έβλαψε και για όλους τους δικούς μου».
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΗ
1. Λόφος μέσα στην πόλη.

Μια μέρα, όταν τα πνευματικά του παιδιά αποφάσισαν να φύγουν έπειτα από μια συνηθισμένη μέρα κοντά του, ο Γέροντας απευθύνθηκε ξαφνικά στον Οτάρ Νικολαϊσβίλι, τον οποίο εμπιστευόταν πολύ, και του ζήτησε να πάνε με το αυτοκίνητό του στη μονή Γβταέμπα, στο Μαρτκόπι. Εκείνος, με κάποια αμηχανία, του εξήγησε ότι το αυτοκίνητό του δεν ήτανε σε καλή κατάσταση και του πρότεινε να πάνε κάποια άλλη μέρα. Ο Γέροντας γενικά στενοχωριόταν όταν δεν τον άκουγαν ή έφερναν αντιρρήσεις. Έλεγε συχνά: «Η γλώσσα τρέχει μπροστά και ο νους μένει πίσω», ενώ στο κελί του δεν επιτρεπόταν να μετακινήσεις ούτε ένα ψίχουλο χωρίς την ευλογία του. Διηγείται λοιπόν ο πιστός μαθητής του:
«Όπως με κοίταζε, κατάλαβα ότι δεν είχε νόημα να του προβάλλω άλλες αντιρρήσεις. Έτσι ξεκινήσαμε για το Μαρτκόπι. Στριφογύριζαν μέσα μου οι σκέψεις: ¨Αυτή τη φορά έπρεπε να με ακούσεις, π. Γαβριήλ. Μετά την ευθεία, το αυτοκίνητό μου θα σταματήσει στην πρώτη ανηφόρα. Θα χρειαστεί να ξενυχτήσουμε στο δάσος και θα βγω αληθινός. Τουλάχιστον, άλλη φορά θα υπολογίζεις τα λόγια μου¨. Συλλογιζόμενος λοιπόν αυτά, πλησιάζαμε το δάσος και την ανηφόρα. Ξαφνικά ο Γέροντας άνοιξε τα χέρια του και με ασυνήθιστη φωνή μου είπε:
-Παιδί μου, μην κοιτάξεις πίσω. Στο αυτοκίνητό μας κάθεται ο άγιος Αντώνιος Μαρτκοφέλι!
Είχε βραδιάσει και από το φόβο μου είχαν σηκωθεί οι τρίχες της κεφαλής μου. Ήθελα πολύ να κοιτάξω πίσω αλλά εκείνος, πιο κατηγορηματικά, με προειδοποίησε:
-Μην κοιτάξεις πίσω, κράτα γερά το τιμόνι και πρόσεχε το δρόμο μπροστά σου.
Κι εκεί που το αυτοκίνητο πήγαινε να σταματήσει, ξαφνικά κάτι έσπασε στο πεντάλ του γκαζιού κι έπεσε κάτω. Αμέσως δυνάμωσε το γκάζι και το αυτοκίνητο άρχισε να τρέχει. Στους κακοτράχαλους και φιδωτούς δρόμους, μόλις που προλάβαινα να στρίβω το τιμόνι. Μάλιστα στην ανηφόρα προσπαθούσα να συγκρατώ το γκάζι! Είχα την αίσθηση ότι χίλιοι άνθρωποι έσπρωχναν το αυτοκίνητο. Τότε σκέφθηκα να κοιτάξω πίσω τουλάχιστον μέσα από τον καθρέφτη. Δεν τελείωσα τη σκέψη μου, και ο π. Γαβριήλ πάλι με απέτρεψε με τρόπο κατηγορηματικό:
-Μην κοιτάξεις πίσω!
Πλησιάσαμε στην είσοδο του μοναστηριού. Η πύλη ήταν ανοιχτή. Το αυτοκίνητο μπήκε με ορμή στην αυλή και αμέσως η μηχανή του έσβησε. Ο Γέροντας είπε ανακουφισμένος:
-Τί τρέλα με έπιασε που ήθελα να ‘ρθω εδώ. Τουλάχιστον ας έχουν καλό κρασί!
Στο μοναστήρι μας δέχτηκαν με αγάπη και σεβασμό. Τότε ηγούμενος ήταν ο π. Ιωσήφ Κικβάτζε. Μας κάλεσαν στην τράπεζα, όταν ακούσαμε από την αυλή του μοναστηριού θόρυβο. Μερικοί μεθυσμένοι απειλούσαν και έβριζαν τους μοναχούς:
-Γιατί μας απαγορεύετε το γλέντι στην αυλή του μοναστηριού; Αυτό είναι δικό μας προσκύνημα. Σήμερα θα σας χτυπήσουμε τόσο, που δεν θα μπορείτε να μείνετε άλλο πια εδώ.
Ο π. Ιωσήφ μαζί με τους μοναχούς προσπαθούσαν να τους καθησυχάσουν. Η κατάσταση όμως φαινόταν να καταλήγει σε σύγκρουση. Τότε αποφάσισα να επέμβω. Ο π. Γαβριήλ αμέσως με κοίταξε με νόημα, σαν να μου έλεγε: ¨Τόσο μικρός είμαι στα μάτια σου;¨, και μου είπε:
-Γρήγορα θα ηρεμήσουν και θα φύγουν.
Ύστερα βγήκε έξω, στάθηκε μπροστά στους μοναχούς, άνοιξε τα χέρια του και φώναξε δυνατά:
-Πρώτα χτυπήστε εμένα. Αν διψάτε για αίμα, σας φτάνει το δικό μου. Όμως αυτούς αφήστε τους. αν σκοτώσετε εμένα, ο Κύριος θα σας συγχωρήσει. Αν όμως σκοτώσετε εκείνους, όχι.
Μόλις οι εισβολείς είδαν έναν ηλικιωμένο μοναχό να μιλάει κατ’ αυτόν τον τρόπο ξαφνιάστηκαν και δεν ήξεραν τι να κάνουν. Σιγά – σιγά ηρέμησαν και άρχισαν να απολογούνται. Μερικοί γονάτισαν, πήραν την ευλογία του κι έφυγαν ήσυχα από το μοναστήρι. Όταν γυρίσαμε στην τράπεζα, ο Γέροντας έλεγε χαμογελώντας:
-Μα τί φωνή είχα, τί προφορά! Τί ηθοποιός θα γινόμουν, ποιός ρόλος θα μου πήγαινε;
Χαρούμενοι οι μοναχοί με την ευτυχή έκβαση, του έκαναν πολλές ερωτήσεις, κι ο Γέροντας τους έλεγε με τη χαρακτηριστική του θεατρικότητα και το χιούμορ του:
-Πρώτα φέρτε μου ¨προφέσορ¨. Μην το τσιγκουνεύεστε! Αυτοί θα σας το έπαιρναν με το ζόρι. Βάλτε μου λίγο, μην κάνετε σαν άπληστοι!
Έτσι με το δικό του τρόπο ο άγιος μας δίδασκε πως έπρεπε να συμπεριφερόμαστε απέναντι στον κάθε αδελφό μας, με πνεύμα αυτοθυσίας».

Η Μέντεα Μελάτζε θυμάται:
«Το 1989 ήρθε στη Γεωργία αντίγραφο της εικόνας της Παναγίας των Ιβήρων. Την υποδέχτηκε όλος ο λαός με αγάπη. Οι πιστοί βρίσκονταν από τις 8 το πρωί στην είσοδο της αγίας πόλης Μτσχέτας, για να υποδεχτούν την εικόνα ξύπνησα κι εγώ το πρωί χαρούμενη, αγόρασα στο δρόμο πέντε κόκκινα τριαντάφυλλα και πήγα κατευθείαν στη Μτσχέτα. Φτάνοντας, ένιωσα σαν να διάβαινα την πύλη της ευτυχίας. Οι μοναχές του Σαμτάβρο έψελναν και ο τόπος είχε πλημμυρίσει από την ευωδία του λιβανιού. Τα βουνά έμοιαζαν με νύφες, έχοντας για στολίδια τις ανθοφορούσες αμυγδαλιές και για πέπλο τη λευκή ομίχλη, με τις ροζ και γαλάζιες αποχρώσεις της. Ο ήλιος πρόσθετε τη δική του λαμπρότητα σε όλο αυτό το σκηνικό, και με κατέλαβε τέτοιο θάμβος, που δυσκολεύτηκα να προχωρήσω. Καθηλωμένη και εκστατική κοίταζα τη γιορτή της φύσης και των ανθρώπων.
Είδα και τον π. Γαβριήλ, που στεκόταν σοβαρός και σκεφτικός. Μας παρακολουθούσε όλους. Κάποια στιγμή κοίταξε κι εμένα και χαμογέλασε. Σαν να με καλούσε κοντά του αλλά εγώ, λες και ήμουν καρφωμένη στο έδαφος, αδυνατούσα να τον πλησιάσω. Νομίζω πως το κατάλαβε, και έστρεψε το βλέμμα του αλλού. Μπορεί απλώς να προσευχόταν για όλους μας.
Μια δόκιμη μοναχή κοίταζε επίμονα τα κόκκινα λουλούδια μου. Αισθάνθηκα ότι και εκείνη θα ήθελε να προσφέρει λουλούδια στην Παναγία. Έτσι της έδωσα μερικά. Τα πήρε σιωπηλή και έσκυψε το κεφάλι από ευγνωμοσύνη. Κοίταξα τον π. Γαβριήλ που, διακριτικά, παρακολουθούσε. Πάλι δεν πήγα κοντά του. Κάτι με σταματούσε. Εκείνη τη στιγμή μια πνευματική μου αδελφή πήγε απέναντι, στις ανθισμένες αμυγδαλιές, κι αφού έκοψε μερικά κλαράκια άρχισε να τα μοιράζει σε όλους, εκτός από εμένα. Πόνεσε η καρδιά μου. Βούρκωσαν τα μάτια μου. Τόσο πολύ ζήλεψα κι εγώ αυτά τα όμορφα λευκά λουλούδια. Ένιωσα σαν να αποκλείστηκα από τη γιορτή και βυθίστηκα στην απόλυτη μοναξιά. Έσκυψα το κεφάλι μου. Μετά κοίταξα τον π. Γαβριήλ. Την ίδια στιγμή τον πλησίαζε η πνευματική μου αδελφή και του έδωσε το τελευταίο κλαδάκι. Τότε εκείνος, χωρίς καθόλου να το κοιτάξει, της είπε:
-Να το δώσεις αμέσως! Κι έδειξε εμένα.
Εκείνη κάτι πήγε να πει, αλλά ο Γέροντας τη διέκοψε:
-Τσιμουδιά! Κάνε αυτό που σου λέω.
Χωρίς να μπορεί να κάνει αλλιώς, συμμορφώθηκε με την επιθυμία του π. Γαβριήλ. Εγώ ένιωθα γεμάτη αγάπη και ευγνωμοσύνη για το δώρο που μου έκανε ο Γέροντας.
Ήρθε και η πομπή με την εικόνα της Παναγίας. Πήραμε το δρόμο προς το Σβετιτσχοβέλι. Δοξολογία, ευλογία, ουράνια χάρις, αγάπη και ενότητα ανέβλυζαν από τις καρδιές όλων των πιστών και ξεχύνονταν στην ατμόσφαιρα. Παντού αντιλαλούσε ο ήχος από τις καμπάνες και τις ψαλμωδίες. Η κατάνυξη, η μετάνοια, τα δάκρυα και η αγαλλίαση κυριάρχησαν στις ψυχές μας.
Αφού τέλειωσε η ακολουθία, άρχισε ξαφνικά να βρέχει. Έπρεπε να φύγω και πήγα στη στάση των λεωφορείων με τα πόδια. Η συγκοινωνία αργούσε. Άρχισα να κοιτώ τα διερχόμενα αμάξια, μήπως και σταματούσε κανένας γνωστός μου και με γλίτωνε από τη νεροποντή. Δεν σταματούσε όμως κανείς. Ύστερα από κάμποση ώρα πέρασε ένα αυτοκίνητο, σχεδόν άδειο. Ήταν η πνευματική μου αδελφή με μια κοπέλα. Ενώ με είδαν, με προσπέρασαν. Στεκόμουν μόνη και κάπου στο βάθος της καρδιάς μου ρίζωσε ένας βουβός πόνος. Ένιωσα τρομερή μοναξιά. Ξαφνικά είδα από απέναντι τον π. Γαβριήλ να με κοιτάζει. Με πλησίασε και μου είπε:
-Να ξέρεις ότι δεν είσαι μόνη. Η Παναγιά είναι μαζί σου, όπως κι εγώ, ο π. Γαβριήλ!
Σε λίγα δεύτερα κατέφθασε και το λεωφορείο. Έμεινα έκπληκτη! Ευχαρίστησα τον Γέροντα κι επιβιβάστηκα στο λεωφορείο, ενώ ο Γέροντας με κοιτούσε καθώς ξεμάκραινα. Καθόμουν κοντά στο παράθυρο και σε όλη τη διαδρομή είχα διαρκώς στο νου μου το πρόσωπό του και, χωρίς να το θέλω, επαναλάμβανα συνεχώς, μέσα από την καρδιά μου, τη ίδια φράση:
-Εσύ είσαι η ίδια η αγάπη, π. Γαβριήλ».

Ο π. Γεώργιος Γοργόντζε θυμάται:
«Ήμουν φοιτητής στη Θεολογική Σχολή της Μτσχέτας. Εκείνη την περίοδο ο πατέρας μου ήταν νεωκόρος στο ναό Σιόνι, στην Τιφλίδα. Ο π. Γαβριήλ συχνά τον επισκεπτόταν και μιλούσε μαζί του. Τον αγαπούσε πολύ και ερχόταν και στο σπίτι μας. Μια μέρα η οικογένειά μας έγινε μάρτυρας ενός μεγάλου θαύματος. Κάναμε τραπέζι στον αγαπημένο μας επισκέπτη και μας είχε παρασύρει η συζήτηση. Ξαφνικά ακούσαμε να ξεσπάει δυνατή βροχή. Η μητέρα μου αμέσως σηκώθηκε να μαζέψει τα απλωμένα ρούχα. Για να μη βραχεί, ο π. Γαβριήλ της ζήτησε να μη βγει έξω, προσθέτοντας επιβλητικά:
-Θα βγω εγώ τώρα και θα σταματήσω τη βροχή.
Πράγματι, μόλις άνοιξε την πόρτα, η βροχή σταμάτησε αμέσως.
Ο Γέροντας μάζεψε τα ρούχα και μόλις τέλειωσε και έκλεισε την πόρτα, άρχισε πάλι να βρέχει».

Ο π. Γαβριήλ έλεγε σαν να αστειευόταν:
-Οι εικόνες στο κελί μου δεν απομακρύνονται πάνω από πενήντα μέτρα όταν τις κλέβουν. Τρέχοντας ξαναγυρίζουν πίσω!
Πράγματι, με την προσευχή του όλες οι εικόνες που είχαν χαθεί μαζεύονταν… μπροστά στο κελί του. Ένας συχνός επισκέπτης της μονής Σαμτάβρο θυμάται:
«Μια μέρα ο ηγούμενος της μονής Σβετιτσχοβέλι, ο π. Ιωσήφ, παρακάλεσε μερικούς νέους να τον βοηθήσουμε να φυτέψει μερικά δέντρα. Πήγα το πρωί στο Σβετιτσχοβέλι, το οποίο απέχει από το Σαμτάβρο περίπου 500 μέτρα. Στην τσέπη του πουκαμίσου μου είχα μερικές εικόνες. Όταν άρχισα να φυτεύω τα δέντρα, η τσέπη μου δεν ήταν κουμπωμένη και οι εικόνες έπεφταν στο χώμα. Τις μάζεψα, αλλά μια δίπτυχη εικόνα που είχα δεν μπόρεσα να τη βρω. Έψαχνα παραπάνω από μισή ώρα. Με βοήθησαν όλοι, αλλά μάταια. Στενοχωρήθηκα πολύ, γιατί αυτή ήταν η αγαπημένη μου και την είχα πάντοτε μαζί μου. Ένας φίλος με συμβούλεψε να απευθυνθώ για βοήθεια στον π. Γαβριήλ. Εγώ ντράπηκα και έτσι απλώς προσευχήθηκα στον Κύριο: ¨Δι’ ευχών του π. Γαβριήλ, βοήθησέ με¨. Η χαρά μου ήταν ανείπωτη όταν βρήκα την εικόνα μπροστά στην είσοδο του κελιού του π. Γαβριήλ!».

Η μ. Αικατερίνη Εμπραελίντζε θυμάται:
«Μια φορά ο π. Γαβριήλ καθόταν δίπλα στο παρεκκλήσι, σε μια καρέκλα. Εκείνη την ώρα κατέφθασε μια αρκετά όμορφη γυναίκα, με βαμμένα μάτια και φορώντας παντελόνι. Μόλις είδε τον Γέροντα, κάθισε πάνω του και άρχισε να τον φιλάει:
-Πάτερ Γαβριήλ, τι όμορφος που είσαι! Πώς μ’ αρέσεις! Θα ξανάρθω να σε δω, του είπε.
Απολιθωμένοι από το ξάφνιασμα μας, αναρωτιόμασταν: ¨Τί να παρακίνησε άραγε την κοπέλα αυτή σε μια τέτοια άσεμνη συμπεριφορά;¨. Ο π. Γαβριήλ είχε τα μάτια του στραμμένα στον ουρανό και δεν έβγαζε μιλιά. Το φέρσιμο της κοπέλας φάνηκε σε μας τις μοναχές αστείο κι ακατανόητο. Νομίζαμε πως κάποιοι την είχαν στείλει ειδικά γι’ αυτόν το σκοπό. Ο Γέροντας στεκόταν έτσι αρκετή ώρα αμίλητος, ακούγοντας τις ανοησίες της. Ξαφνικά, την κοίταξε και της είπε:
-Ναι, Μακβάλα, να ‘ρθεις ξανά.
Όταν άκουσε τ’ όνομά της, η γυναίκα, από τον ενθουσιασμό της μάλλον, διπλασίασε τις αγκαλιές και τα φιλιά. Ύστερα, σαν να συνήλθε, πετάχτηκε από τα γόνατα του Γέροντα κοιτάζοντας γύρω. Άρχισε σιγά – σιγά να απομακρύνεται και βγήκε γρήγορα από το ναό. Εμείς σκεφτόμασταν ότι η Μακβάλα θα ερχόταν και την επομένη και θα επαναλαμβανόταν το ίδιο σκηνικό. Πράγματι, ήρθε. Είχε όμως συμβεί κάτι θαυμαστό: Εκείνη η γυναίκα δεν είχε καμιά σχέση με αυτήν που γνωρίσαμε την προηγούμενη μέρα˙ φορούσε μαύρο μακρύ φόρεμα και μαντίλι στο κεφάλι. Τα μάτια της δεν ήταν βαμμένα, παρά μόνο κατακόκκινα από το κλάμα. Ανέβηκε στο κελί του Γέροντα:
-Πάτερ Γαβριήλ, ξέρω ότι δεν θα μου ανοίξεις την πόρτα, ξέρω ότι ποτέ δεν θα σε ξαναδώ. Συγχώρησέ με για τη χθεσινή συμπεριφορά μου. Ξέρω τι μου έκανες: Με ανέστησες από νεκρή που ήμουν! Σ’ ευχαριστώ για όλα!
Βλέποντας όλα όσα συντελούνταν ενώπιον μας, είχαμε συγκινηθεί και κλαίγαμε για αρκετή ώρα. Από τη μια μέρα στην άλλη ένας άνθρωπος μετανόησε και μεταμορφώθηκε τελείως. Τότε δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε ότι ο π. Γαβριήλ θεράπευσε μυστικά τη γυναίκα αυτή.
Να σημειώσω δε και μια ακόμη σημαντική λεπτομέρεια: Τη δεύτερη μέρα, προτού έρθει η Μακβάλα ξανά στο μοναστήρι, ο Γέροντας σηκώθηκε ξαφνικά και μπήκε στο κελί του. Σαν να είδε τον ερχομό της και απέφυγε να τη συναντήσει. Ενώ την προηγούμενη μέρα, όταν η Μακβάλα έφυγε, ο Γέροντας αμέσως σηκώθηκε και κλείστηκε στο κελί του. Δεν δεχόταν κανένα. Γονατιστός και με δάκρυα προσευχόταν μπροστά στην εικόνα της Παναγίας γι’ αυτή την ψυχή».

Μια πιστή θυμάται:
«Πάντα είχα την απορία πως οι μοναχές σηκώνονταν από τα ξημερώματα και ήταν όλη μέρα στα διακονήματα και στην προσευχή. Κι εγώ επιθυμούσα να γίνω μοναχή, αλλά αυτό δεν θα το άντεχα. Ο π. Γαβριήλ με φώναζε να είμαι εκεί από τις 8 το πρωί, αλλά εγώ, από ραθυμία, πάντα αργούσα, κι εκείνος με μάλωνε. Μια φορά πάλι που άργησα, του ζήτησα συγγνώμη κι εκείνος έσκυψε το κεφάλι και δεν μου απάντησε καθόλου. Ύστερα πάλι τα ίδια. Όταν πλησίασα το κελί του, βρήκα την πόρτα του κλειστή. Δεν με δέχτηκε. Έπρεπε να τον υπακούω, όπως μου έλεγε:
-Αν σ’ έναν άνθρωπο που έχει εγωισμό του πεις ¨είσαι εγωιστής¨, δεν θα το δεχτεί. Όμως ο ταπεινός, θα το δεχθεί.
Κάθε λέξη του Γέροντα ήταν μια συμβουλή, ένα μάθημα. Κι έπρεπε να κάνεις ό,τι σου έλεγε με ακρίβεια. Με τη χάρη του Θεού ήξερε και έβλεπε όλα όσα κάναμε. Και δεν μας επέτρεπε να κάνουμε λάθη. Αμέσως μας επιτιμούσε, για να μη δικαστούμε στο αιώνιο δικαστήριο του Θεού».

Μερικές φορές ο π. Γαβριήλ επισκεπτόταν τα πνευματικά του παιδιά στην Τιφλίδα και διανυκτέρευε εκεί. Μια από αυτές τις φορές, προτού πάρει το δρόμο της επιστροφής για το μοναστήρι, άκουσε από το δρόμο φωνές παιδιών. Τότε κατέβηκε στο δρόμο κι άρχισε να μιλάει με τα παιδιά. Ύστερα ζήτησε μια καρέκλα και κάθισε κυριολεκτικά στη μέση του δρόμου, όπου άρχισε να κηρύττει το Ευαγγέλιο. Τα διερχόμενα αυτοκίνητα απλώς άλλαζαν κατεύθυνση. Οι γείτονες είχαν μείνει άφωνοι με το όλο θέαμα και ταυτόχρονα άκουγαν το Ευαγγέλιο. Για δύο ώρες σχεδόν ο π. Γαβριήλ μιλούσε στα παιδιά και στον κόσμο που είχε μαζευτεί, ενώ κανένας οδηγός δεν τον διέκοψε, ούτε διαμαρτυρήθηκε. Αφού τελείωσε το κήρυγμα, ο Γέροντας πήρε την καρέκλα, και η συνηθισμένη κίνηση επανήλθε στο δρόμο της Τιφλίδας. Από το βιβλίο: «ΜΑΛΧΑΖΙ ΤΖΙΝΟΡΙΑ, «Ο Αγιος Γαβριήλ ο δια Χριστόν σαλός και ομολογητής (1929 – 1995).
Μετάφραση ΝΑΝΑ ΜΕΡΚΒΙΛΑΤΖΕ
Γλωσσική επιμέλεια ΦΑΝΗ ΡΟΠΟΚΗ
ΑΘΗΝΑ 2013.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.