Είχε εκσλαβισθεί η βυζαντινή αυτοκρατορία;- Ιωάννου Ν. Παπαιωπάννου.

Οι περισσότεροι ιστορικοί σε πληροφορούν ότι κατά τα τέλη του 6ου μ. Χ. αιώνος και τις αρχές του 7ου μ. Χ. αιώνος σημειώθηκε επίμονη και αυξημένη κίνηση Σλάβων και Αράβων, που δεν μπόρεσε να σταματήσει ο Βυζαντινός στρατός με αποτέλεσμα η βαλκανική χερσόνησος να κατοικηθεί και από τους εισβολείς. Όμως να σημειώσεις και την παρατήρηση του Vasiliev ότι «οι συγγραφείς της περιόδου αυτής γνώριζαν πολύ λίγο τις βόρειες φυλές και δεν ξεχώριζαν τους Σλάβους από τους Αβάρους, δεδομένου ότι χτυπούσαν την αυτοκρατορία από κοινού» (Α. Vasiliev, Ιστορία βυζ. Αυτ. σελ. 216).
Το εκπληκτικότερο γεγονός όμως φαίνεται ότι έγινε όχι τον 6ον και 7ον μ.Χ. αιώνα, αλλά το 19ο μ. Χ. αιώνα και αυτό είναι η δημιουργία της θεωρίας του πλήρους εκσλαβισμού της Ελλάδος. Όταν κατά τις πρώτες δεκαετίες του 19ου αι. η υπόδουλη Ελλάδα επαναστατούσε εναντίον του τουρκικού ζυγού και κέρδιζε την ελευθερία της με ποταμούς αίματος, προκαλώντας ενθουσιασμό στους φιλέλληνες Ευρωπαίους, που ξαναθυμήθηκαν τους ηρωϊσμούς των αρχαίων Ελλήνων και έσπευδαν ποικιλότροπα να τη βοηθήσουν τότε ακούσθηκε η εκπληκτική θεωρία του εκσλαβισμού της Ελλάδος. Τότε ο Fallmerayer, καθηγητής της ιστορίας σ’ ένα Γερμανικό Λύκειο, στον Α’ τόμο της «ιστορίας της χερσονήσου του Μοριά κατά τον μεσαίωνα», που κυκλοφόρησε το 1830 υποστήριξε τα εξής:
«Η Ελληνική φυλή έχει τελείως εξολοθρευθεί από την Ευρώπη. Η φυσική ωραιότης, το μεγαλείο του πνεύματος, η απλότης των συνηθειών, η καλλιτεχνική δημιουργία, οι αγώνες, οι πόλεις, τα χωριά, το μεγαλείο των μνημείων και των ναών, ακόμη και το όνομα του λαού, έχουν εξαφανιστεί από την Ελλάδα. Ένα διπλό στρώμα από ερείπια και ο βόρβορος δύο νέων και διαφορετικών φυλών καλύπτει τους τάφους των αρχαίων Ελλήνων… Διότι ούτε μία απλή σταγόνα γνησίου ελληνικού αίματος δεν τρέχει στις φλέβες των χριστιανών κατοίκων της συγχρόνου Ελλάδος. Μια τρομερή καταιγίδα διεσκόρπισε μέχρι την πιο μακρινή γωνιά της Πελοποννήσου μια νέα φυλή συγγενή προς τη μεγάλη φυλή των Σλάβων… Οι Σκύθες Σλάβοι,οι Ιλλυριοί Αρναούτες, οι συγγενικοί με τους Σέρβους και τους Βουλγάρους λαοί, οι Δαλματοί και οι Μόσκοβοι – αυτοί είναι εκείνοι που τώρα ονομάζουμε Έλληνες και των οποίων την γενεαλογία, προς μεγάλη τους έκπληξη ανάγουμε στον Περικλή και τον Φιλοποίμενα… Ένας λαός με Σλαβικά χαρακτηριστικά και τοξοειδείς βλεφαρίδες και σκληρά χαρακτηριστικά Αλβανών βοσκών του βουνού, φυσικά δεν προέρχεται από το αίμα του Ναρκίσσου, του Αλκιβιάδη, και του Αντίνοου. Μόνον μια δυνατή ρομαντική φαντασία μπορεί ακόμη να ονειρεύεται μια αναγέννηση στις μέρες μας των αρχαίων Ελλήνων με το Σοφοκλή τους και τον Πλάτωνά τους» (A. Vasiliev, ιστορ. Βυζ. Αυτοκρ. Σελ. 222- 223).
Σου επικαλείται διάφορες πηγές μαρτυρίες βυζαντινών συγγραφέων ο Fallmerayer, κυριώτερες των οποίων είναι οι εξής: η μαρτυρία (χωρίο) του Ευάγριου που γράφει όμως για Αβάρους και όχι για Σλάβους, αλλά για τον Fallmerayer οι Άβαροι μέτρησαν ως Σλάβοι: «Οι Άβαροι δις (=δύο φορές) μέχρι του καλουμένου μακρού τείχους ελάσαντες (= αφού επιτέθηκαν). Σιγγηδόνα (σημ. Βελιγράδι), Αγχίαλόν τε και την Ελλάδα πάσαν και ετέρας πόλεις και φρούρια εξεπολιόρκησαν και ηνδραποδίσαντο». Το απόσπασμα 15 του Μένανδρου: «κεραϊζομένης (δηλ. όταν λεηλατείτο) της Ελλάδος υπό Σκλαβηνών» (A. Vasiliev, ιστορ. Βυζ. Αυτοκρ. Σελ. 224). Επίσης την πληροφορία του επισκόπου Εφέσου Ιωάννου: «Κατά το (581) εισέβαλαν οι καταραμένοι Σλάβοι, διήλθον όλην την Ελλάδα, τας επαρχίας της Θράκης και της Θεσσαλίας, κατέλαβαν πολλάς πόλεις και φρούρια, ηρήμωσαν, κατέκαυσαν, ελεηλάτησαν και κατέλαβαν την χώραν και έμειναν αυτόθι ανενόχλητοι και αφόβως ως εάν έμεναν οίκοι» (Αλ. Διομήδη, βυζ. Μελ. σ. 10-11). Και την επισημότερη μαρτυρία, του Κων. Πορφυρογέννητου ότι «εσθλαβώθη πάσα η χώρα και γέγονε βάρβαρος, ότε ο λοιμικός θάνατος πάσαν εβόσκετο την οικουμένην».
Ο Κων. Παπαρρηγόπουλος σε ενημερώνει και για άλλη μαρτυρία του Fallmerayer ως εξής: «Εντός πύργου τινός των Αθηνών ευρέθησαν επί της επαναστάσεως προς τοις άλλοις εγγράφοις τέσσαρα φύλλα χάρτου Ενετικού, ασυνάρτητα μεν προς άλληλα και καθ’ εαυτά σφόδρα συγκεχυμένα, περιέχοντα δε διαφόρους παραδόσεις περί της πόλεως ταύτης, συντεταγμένας υπό μοναχών της των αγίων Αναργύρων μονής. Εκ των χειρογράφων τούτων το μεν αναφέρει Αλβανικάς τινάς και Τουρκικάς επιδρομάς. Έτερον δε, αρχόμενον από των λέξεων «κατ’ αυτήν την ιδίαν εκατονταετηρίδα, η Ελλάς κατήντησε τόπος των καταδρομών, η δ’ Αττική έρημος δια τρεις σχεδόν χρόνους», ιστορεί συμφοράς, ας επήγαγον τη πόλει «κλέπται, τους οποίους οι κάτοικοι εκάλουν φούστας»… Ταύτα τα φύλλα, ως έρμαιον υπολαβών και αναμφισβήτητον νομίσας ότι πρόκειται περί της 6ης μ. Χ. εκατονταετηρίδος, μεταβαλών τους τρεις χρόνους εις τετρακοσίους, μεταμφιεσάμενος δε εις Σλάβους τους κλέπτας, ους οι κάτοικοι εκάλουν φούστας, ο εστί τους φουστανελλοφόρους Αλβανούς, περιήλθεν εις το συμπέρασμα: Η χώρα εγένετο ανάστατος, οι κάτοικοι κατεκρεουργήθησαν ή κατέφυγον εις τας νήσους˙ η Ελλάς σύμπασα κατκελήφθη υπό νέας γεωργών γενεάς Σλαβικής καταγωγής» (Κ. Παπαρρηγοπούλου, ιστορ. Ελλην. Έθν. Έκδ. Γαλαξία τ. Θ’, σελ. 232).
Ο Fallmerayer προχώρησε ακόμα περισσότερο στο β’ τόμο της Ιστορίας της Χερσονήσου του Μοριά, όπου υποστήριξε μία νέα Αλβανική θεωρία, «βάσει της οποίας παρουσιάζεται ότι οι Έλληνες Σλάβοι, που κατοικούσαν την Ελλάδα, διώχθησαν από Αλβανούς αποίκους, κατά το 14ον αι. μ. Χ. και ότι, ως εκ τούτου, η Ελληνική επανάσταση του 19ου αιώνα υπήρξε στην πραγματικότητα έργο των Αλβανών» (Α. Vasilliev, ιστορία της βυζ. Αυτοκρ. Σελ. 224).
Ενισχυτικά των απόψεων του Fallmerayer θα μπορούσες να προσθέσεις ακόμα ότι τον 6ον και 7ον μ. Χ. αι. οι θαλασσοπόροι ονομάζουν την περιοχή της Κυνουρίας Σλαβονία. Λέγεται μάλιστα ότι οι «κάτοικοι της Επιδαύρου Λιμηράς φεύγοντες τους εισβαλόντας Σλάβους, μετώκησαν εις την απέναντι βραχώδη χερσόνησον και ίδρυσαν ούτω την μετά ταύτα σπουδαίαν αποβάσαν Μονεμβασίαν… Πόσον ισχυρόν ήτο το Σλαβικόν στοιχείον αποδεικνύεται εκ του ότι το 623 μ. Χ. Σλαβικός πειρατικός στολίσκος προσέβαλε και ελεηλάτησε την Κρήτην…» (Krumbacher, ιστορία της βυζ. Λογοτεχνίας, τόμ. Γ’, σελ. 308).
Απόδειξη Σλαβικής επικρατήσεως μπορείς να θεωρήσεις και την ύπαρξη τοπωνυμίων Σλαβικής προελεύσεως, που βρίσκονται διάσπαρτα στην Ελλάδα. Και μερικοί ιστορικοί σου υποστηρίζουν ότι και τα ονόματα των Βυζαντινών αυτοκρατόρων Ιουστίνος και Ιουστινιανός είναι στενά συνδεδεμένα με το πρόβλημα της Σλαβικής τους καταγωγής και για τα οποία ο Α. Vasilliev γράφει τα εξής: «Η θεωρία αυτή στηρίχθηκε στη βιογραφία του αυτοκράτορος Ιουστινιανού, την οποία έγραψε ο ηγούμενος Θεόφιλος και εξεδόθη από τον φύλακα της βιβλιοθήκης του Βατικανού Νικόλαο Αλεμάνο. Η βιογραφία αυτή παρουσιάζει επικά ονόματα του Ιουστινιανού και των συγγενών του με τα οποία ήταν γνωστοί στην ιδιαίτερή τους πατρίδα και τα οποία, κατά την γνώμη των ειδικών στις Σλαβονικές μελέτες ήταν Σλαβονικά ονόματα, όπως π.χ. το όνομα του Ιουστινιανού Κράνθα (=Αλήθεια, Δικαιοσύνη). (Όμως) όταν βρέθηκε και μελετήθηκε από τον Άγγλο Βryce (τέλη του 19ου αι. μ. Χ.) το χειρόγραφο που χρησιμοποίησε ο Αλεμάνος, απεδείχθη ότι ανήκε στις αρχές του 17ου αι. μ.Χ. και ότι ήταν καθαρός μύθος χωρίς ιστορική αξία. Η θεωρία της Σλαβονικής καταγωγής του Ιουστινιανού πρέπει, επομένως, προς το παρόν να απορριφθεί» Vasilliev, ιστορία της βυζ. Αυτοκρατορίας, σελ. 165).
Και ο Hertsberg σου σημειώνει ότι ανάλογη αντίληψη με τις αντιλήψεις του Fallmerayer είχαν και ο Γάλλος Ηase και ο Άγγλος Aberdeen και συγκεκριμένα «τα απλώς υπό του Κων/νου Πορφυρογεννήτου αναφερόμενα, αρκούσι να αποδείξωσι ότι εν 7ω και 8ω μ. Χ. αιώνι ο Ελληνικός λαός, τουλάχιστον ο της Πελοποννήσου εξηφανίσθη ολοσχερώς δια των Σλαβικών εποικίσεων» (Hertsberg, ιστορία της Ελλάδος, τόμ. Α’, σελ. 175).
Ο Α. Vasilliev ωστόσο σου διευκρινίζει ότι η «γνώμη του Fallmerayer δεν υπήρξε κάτι το νέο. Η επιρροή των Σλάβων στην Ελλάδα είχε συζητηθεί πριν από αυτόν, αν και ο Fallmerayer υπήρξε ο πρώτος που αποφασιστικά και δημοσία εξέφρασε τις κρίσεις του. Το 1913 ένας Ρώσσος επιστήμων, υπεστήριξε με ισχυρά δεδομένα, ότι ο πραγματικός πρόδρομος της θεωρίας του Fallmerayer υπήρξε ο Kogitar (μελετητής των Σλαβικών σπουδών στην Βιέννη) ο οποίος τον 19ον αιώνα, ανέπτυξε με τα συγγράμματά του το σημαντικό ρόλο που έπαιξε ο Σλαβικός παράγων για τον σχηματισμό του νέου Ελληνικού Έθνους. Η αλήθεια είναι ότι δεν ανέπτυξε με λεπτομέρειες τη θεωρία του, καθώς και ότι δεν δημιούργησε εντυπώσεις με αντιεπιστημονικά παράδοξα» (Vasilliev, ιστορία της βυζ. Αυτοκρ. Σελ. 225).
Ωστόσο και η Σοβιετική εγκυκλοπαίδεια αρνείται μεν την αλήθεια στη θεωρία του Fellmerayer, κάνει όμως και λόγο για ύπαρξη «ελληνοσλαβικού κράτους», γράφοντας ως εξής: «Από τον 7ο ως το 13ο αιώνα η βυζαντινή αυτοκρατορία ήταν κυρίως ένα ελληνικό κράτος και κατά τη διάρκεια 11ου και 12ου αι., όταν περιλάμβανε και σλαβικές περιοχές, ήταν ένα ελληνοσλαβικό κράτος» (Σοβιετική εγκυκλοπαίδεια, τόμ. 6ος, σελ. 305).
Αν αναζητούσε να βρεις, οι Έλληνες ιστορικοί και μελετητές- συγγραφείς, πως αντιμετώπισαν τον Fallmerayer θα συναντούσες και τις εξής εκτιμήσεις. Μία παλαιά του Δημ. Βικέλα, που υποστηρίζει τα εξής: «Ας μοι επιτραπή δε εν παρόδω να εκφέρω ενταύθα την ταπεινήν μου γνώμην, ότι εις το έργον του Γερμανού ιστοριογράφου έδωκαν οι ημέτεροι βαρύτητα και σημασίαν πέραν του δέοντος. Κατήντησε να θεωρήται παρ’ ημίν εκπλήρωσις τρόπον τινά πατριωτικού καθήκοντος η κατά πάσαν περίστασιν εθνικής περιαυτολογίας στηλίτευσις του ονόματός του και ανατροπή της θεωρίας του. Ενώ επί τέλους, και αν έτι κατ’ ουσίαν έχη δίκαιον ο Fellmerayer και επήλθε Σλαβική πλημμύρα επί των Ελληνικών χωρών, δεν θα ήτο ουδαμώς δια τον Ελληνισμόν αισχύνη η ανάμειξις ξένου αίματος. Απ’ εναντίας πολλά των μεγάλων της νέας ιστορίας εθνών εις τοιαύτην ανάμειξιν οφείλουσιν το μεγαλείον των» (Δημ. Βικέλα, περί βυζαντινών Μελέτη, σελ. 34). Και η άλλη νεώτατη, του Κ. Ρωμανού: «O Fallmerayer θα αξιολογηθεί κάποτε όχι ως εχθρός γενικά του ελληνισμού, αλλά μίας συγκεκριμένης ιστορικής μορφής ιδανιστικού φιλελληνισμού˙ και η χρησιμότητά του για τους Έλληνες θα φανεί όμοια με εκείνη του παθογόνου μικροβίου, που εσκεμμένα εισάγεται στον οργανισμό για να τον απαλλάξει από τα όμοιά του». (Ι. Φ. Φαλλμεράϋερ, περί της καταγωγής των σημερινών Ελλήνων, μετ. Κ. Ρωμανού, σελ. 9).
Όμως το θέμα δεν είναι αν καταδικάσουμε ως «καταραμένο» τον Fallmerayer ή με επιείκεια συζητήσουμε˙ το πρόβλημα είναι αν οι απόψεις του ότι η Ελλάδα η βυζαντινή είχε εκσλαβισθεί, ανταποκρίνονται στην ιστορική αλήθεια ή δεν ανταποκρίνονται. Και, όπως και να το κάνεις, δεν μπορείς να ησυχάσεις λέγοντας, ότι δεν ενδιαφέρουν σήμερα αυτές οι απόψεις, ή έχουν ασχοληθεί πάρα πολύ άλλοι με αυτές τις απόψεις. Μην παραγνωρίζεις ότι άλλοι συγγραφείς, ενδεχομένως, άλλες προεκτάσεις παρουσιάζουν για την βυζαντινή αυτοκρατορία και τον εκσλαβισμό των Ελλήνων, που – αν σκεφθούμε ότι ο Ελληνικός λαός είναι «ανάδελφος λαός» – δεν προοιωνίζονται καλύτερες εκτιμήσεις για την Ελλάδα και τον ελληνισμό, αλλά προ παντός, αξίζει ν’ ασχοληθείς με το θέμα μόνο και μόνο από την αγάπη και ανάγκη αναζήτησης της ιστορικής αλήθειας.
Οι περισσότεροι και αξιολογότεροι Έλληνες ιστορικοί, όπως ο Κων/νος Παπαρρηγόπουλος, Αλ. Διομήδης, Στ. Κυριακίδης, Δ. Ζακυθηνός κ. ά., αλλά και ξένοι, όπως οι Fellmerayer. Hopf, Petrovsky, A. Vasilliev, G. Ostrogorsky, Hertsberg κ.ά. κονιορτοποίησαν κυριολεκτικά τη θεωρία, τις απόψεις και τα επιχειρήματα του Fallmerayer. O Hertsberg σου παρατηρεί ότι «πλήθος ιστορικών ειδήσεων αποδεικνύει εναργώς ότι αι Αθήναι καθ’ όλον τον μέσον αιώνα, ιδία μέχρι των χρόνων της Λατινικής Σταυροφορίας υπήρχον έτι και εκέκτηντο και τινά σπουδαιότητα» (Hertsberg, ιστορία της Ελλάδος, τόμ. Α’, σελ. 167) και επομένως τα τετρακόσια έτη της κυριαρχίας των Σλάβων του Fallmerayer είναι αστήρικτα και λανθασμένα.
Μία απόδειξη, ότι οι βυζαντινοί δεν είχαν εκλείψει υπέρ των Σλάβων, σου προσφέρει και το ιστορικό γεγονός, ότι κατά την διάρκεια των πολέμων βυζαντινών και Νορμανδών οι γειτονικές Σλαβικές χώρες τάχθηκαν με το μέρος των Νορμανδών ανεπιφύλακτα. Αν στο βυζάντιο κατοικούσαν Σλάβοι κατεξοχήν – όπως θέλει η θεωρία του Fallmerayer – θα ήταν κάπως δύσκολο να ταχθούν αντιμέτωπες οι πόλεις της Δαλματίας και της Κροατίας στο πλευρό των Νορμανδών.
Ο Αλεξ. Διομήδης σου προσφέρει και τις εξής διαπιστώσεις για τους Σλάβους: «Έζων επί αιώνας εις τας δασώδεις και βαλτώδεις εκτάσεις της Β.Δ. Ρωσίας… Ευρύτατες εκτάσεις, πλατείς ποταμοί, λιμνάζοντα ύδατα δεν επέτρεπαν δημιουργίαν σχέσεων. Έζησαν υπό πατριάς μόνον, υπό φυλάρχους χωρίς να φθάσουν εις συντεταγμένην ευρυτέραν συγκρότησιν» (Αλεξ. Διομήδη, βυζαντιναί μελέται, τόμ. Β’, σελ. 5). Και προχωρεί στην ακριβή ιστορικά διαπίστωση ότι «επαφή διπλωματικού χαρακτήρος δεν υπήρχε. Οι βυζαντινοί δεν ελογάριαζαν τους Σλάβους ως κράτος (ενώ εξάλλου) στενήν βιωτικήν ανάγκην (λ.χ. λιβάδια δια ζώα των) προσεπάθουν να ικανοποιήσουν οι Σλάβοι. Και οπωσδήποτε είναι πλάνη να υπερβάλλεται η καταλυτική των βαρβάρων ενέργεια επί του υπάρχοντος κοινωνικού, οικονομικού και νομικού καθεστώτος των χωρών» (Αλ. Διομήδη, βυζ. Μελέται Β’, σελ. 19).
Οπωσδήποτε δεν θα μπορούσες να αρνηθείς, ότι άνοιξαν οι πύλες του βυζαντίου στην ανεμπόδιστη εισβολή των Σλάβων. Αλλά να λάβεις υπόψη σου και ταις παρακάτω εκτιμήσεις: «το έδαφος της Ελλάδος με αποτόμους χαράδρας, βραχώδεις εκτάσεις, απρόσιτα υψίπεδα εδημιούργουν φραγμούς ανυπερβλήτους δια Σλάβους και παρείχαν πολλά κρησφύγετα εις Έλληνας και είναι βάσιμον το ερώτημα, πώς τέλος πάντων εκυριάρχησαν οι Σλάβοι» (Αλεξ. Διομήδη, βυζ. Μελέται, τ. Β’, σελ. 130).
Ο καθηγητής Διον. Ζακυθηνός παρατηρεί ότι: «Αι Σλαβικαί επιθέσεις του 6ου μ. Χ. αιώνος είχον τον χαρακτήρα των βαρβαρικών εφόδων. Μετά τας παντοίας λεηλασίας και καταστροφάς, οι επιτιθέμενοι απεσύροντο συνήθως εις την ιδίαν αυτών χώραν, εκείθεν του Ίστρου, εις την Σκλαβηνίαν,ως αποκαλεί αυτήν ο Θεοφύλακτος» (Διον. Ζακυθηνού, επισκόπησις βυζ. Ιστορ. Μ.Ε.Ε. συμπλ. Σελ. 207). Και πιθανώτατα νάχουμε στην Ελλάδα την «τακτική της στάγδην και δοκιμαστικής προχωρήσεως, όχι την προώθησιν εις πυκνοτέρας μάζας με πολεμικόν υλικόν. Η λεγομένη slavenflut (= σλαβική πλημμύρα) δεν ευρίσκει εις τον στενόν και κατακερματισμένον χώρον της Ελλάδος έδαφος δια να εξαπλωθεί ακωλύτως» (Αλ. Διομήδη, βυζ. Μελ. Β’, σελ. 132).
Πρόσθεσε ακόμα, ότι σύγχρονες πηγές με τα γεγονότα, του 7ου μ. Χ. αιώνος δεν υπάρχουν και από τις μεταγενέστερες πηγές, καμμία πηγή δεν κάνει λόγο για εξόντωση της Ελληνικής φυλής από τους Σλάβους κατά τους τραγικούς αυτούς χρόνους. Και για τις σύντομες αναφορές των Ευάγριου και Ιωάννου, επισκόπου Εφέσου, θα υπογράμμιζες την κρίση ότι «ως εν παρέργω αναγράφουν και ταύτας ανεξακριβώτου φήμης, απηχήσεις μόνον της τρομαγμένης φαντασίας από τας συντελουμένας φρικαλεότητας, χωρίς έλεγχον τόπου και χρόνου» (Αλ. Διομήδη, βυζ. Μελ. τ. Β’, σελ. 44). Δηλαδή η έλλειψη πηγών και οι ασαφείς ελάχιστες και αόριστες πληροφορίες, όσων πηγών επικαλείται ο Fallmerayer δεν αποτελούν απόδειξη, ούτε ένδειξη σαφή για την ιστορική αλήθεια της θεωρίας του.
Οι βυζαντινοί ιστοριογράφοι και συγγραφείς σου κάνουν τις περισσότερες φορές λόγο για νίκες ή επιτυχημένες άμυνες των βυζαντινών, την εποχή που η θεωρία του Fallmerayer θέλει την Ελλάδα να κυριαρχείται από τους Σλάβους. Συγκεκριμένα μνημονεύουν επανειλημμένες απόπειρες καθόλη τη διάρκεια του 7ου μ. Χ. αιώνος εναντίον της Θεσσαλονίκης, όπου οι Σλάβοι απέτυχαν και ηττήθηκαν. Το 658 μ. Χ. ο Κώνστας «εξεστράτευσε στην κατεχόμενη από τους Σλάβους βαλκανική χερσόνησο και επιτέθηκε στις Σκλαβηνίες, όπου ηχμαλώτευσε πολλούς και υπέταξε» (G. Ostrogorsky ιστορία του βυζ. Κράτους, τόμ. Α’, σελ. 185). Ο Ιουστινιανός Β’ το 688/689 μ. Χ. άρχισε μεγάλη εκστρατεία εναντίον των Σλάβων και κατά τον Θεοφάνη, «πολλά πλήθη των Σ(κλάβων παραλαβών». Τους Σλάβους μετέφερε στη Μικρά Ασία και τους εγκατέστησε με την ιδιότητα των «στρατιωτών» στο θέμα Οψικίου. Έτσι συνεχίσθηκε σε πολύ μεγαλύτερη έκταση ο εποικισμός των Σλάβων στη Μικρά Ασία και οι Σλαβικές φυλές έμελλε να εξασφαλίζουν στην αυτοκρατορία στρατό δεκάδων χιλιάδων ανδρών». (G. Ostrogorsky, ιστορ. Του βυζ. Κράτ. Τόμ. Α’,σελ. 200). Στα μέσα του 8ου αι. μ. Χ., την εποχή που μεσουρανούσε η εικονομαχία, από την κυρίως Ελλάδα, εκπορεύθηκε «στάση» κατά του εικονομάχου αυτοκράτορος της Κων/πόλεως με επικεφαλής τους Κοσμά και Αγαλλιανό. Εξάλλου η νίκη των εικονολατρών – νίκη της Ορθοδοξίας – θεωρείται νίκη ελληνικών αντιλήψεων και ελληνικής τεχνοτροπίας. Αν η κυρίως Ελλάδα είχε καταληφθεί από τους Σλάβους, πώς θα γινόταν η «στάση» από τους Έλληνες Κοσμά και Αγαλλιανό και πώς θα επικρατούσαν οι Ελληνικές αντιλήψεις; Αντίθετα, τα γεγονότα σε οδηγούν να παραδεχθείς ότι η Ελλάδα στο μέγιστον όγκον του πληθυσμού είχε Έλληνες κατοίκους και χριστιανούς ορθοδόξους.
Ήττες των Σλάβων, με τη βοήθεια του Αποστόλου Ανδρέα, από τους κατοίκους των Πατρών διασώζουν πολλές λαϊκές διηγήσεις και θρύλοι της Αχαΐας. Και να θελήσεις να δεχθείς επικράτηση των Σλάβων τον 7ο μ. Χ. αιώνα στην Πελοπόννησο, οφείλεις να παραδεχθείς ότι τον 8ον μ. Χ. αιώνα οι Σλάβοι ηττήθηκαν και υποτάχθηκαν στο Σταυράκιο, στρατηγό της αυτοκράτειρας Ειρήνης της Αθηναίας, που έκανε και θρίαμβο. Γι’ αυτούς τους λόγους ο G. Ostrogorsky σημειώνει επανεξελληνισμό της Νότιας Ελλάδας: (Η ήττα των Σλάβων στην Πάτρα το 805 μ. Χ. αποτέλεσε σημαντικό βήμα στη διαδικασία του επανεξελληνισμού της Νότιας Ελλάδας» (ιστορ. Βυζ. Κράτ. Τ. Β’, σ. 64). Αν προσθέσεις ότι στην εποχή της αντιβασιλείας της Θεοδώρας – όταν έγινε και η αναστήλωση των εικόνων – ο στρατηγός της Θεόκτιστος – κατά τους βυζαντινούς ιστοριογράφους – υπέταξε τους Σλάβους το 842 ή 843 μ. Χ., και επέβαλε φορολογία (60) εξήντα χρυσών νομισμάτων στους Μιληγγούς και 300 τριακοσίων στους Εζερίτες – τα πολεμικότερα φύλα των Σλάβων στην περιοχή του Ταϋγέτου -, τότε πρέπει να δεχθείς όχι μόνον επανεξελληνισμό της Πελοποννήσου, αλλά εξελληνισμό των Σλάβων και σε καμμία περίπτωση εκσλαβισμό της Ελλάδος. Μη ξεχάσεις και τούτο ακόμα, ότι στις ακτές και στα νησιά ή δεν αναφέρονται καθόλου Σλάβοι ή ελάχιστοι και πολύ σπάνια.
Ύστερα απ’ όλα αυτά η απορία σου είναι πού, τέλος πάντων, ήλθαν και κυριάρχησαν οι Σλάβοι. Ίσως σου δίδεται μία απάντηση με τα εξής – καθόσον οι βυζαντινοί ιστοριογράφοι δεν σε πληροφορούν με πληρότητα και σαφήνεια – του Αλ. Διομήδη: «Κατά πάσαν πιθανότητα η παλαιά περιοχή του Ιλλυρικού υπήρξεν ή μάλλον εκτεθειμένη εις τας συγκλονιστικάς κάθε τάξεως συνεπείας της Σλαβικής εισβολής… Και όπου η Σλαβική φυλή επεκράτησεν, οφείλεται εις την αραιότητα των εγχωρίων πληθυσμών και εις απορρόφησιν των βυζαντινών με τους κινδύνους από Ανατολής εκ μέρους των Περσών και των Αράβων» (Αλ. Διομήδη, βυζαντιναί Μελέται, τόμ. Β’, σελ. 23 – 24). Να ξεκαθαρίσεις όμως ότι δεν πταίουν οι βυζαντινοί ιστοριογράφοι στο ότι δεν παρέχουν περισσότερες πληροφορίες για τις κινήσεις των Σλάβων, καθόσον γι’ αυτούς δεν υπήρξε εκσλαβισμός της βυζαντινής αυτοκρατορίας για να ασχοληθούν επισταμένως με το θέμα αυτό. Το θέμα αυτό εκείνοι δεν το διέκριναν, επομένως ήταν ανύπαρκτο τότε, επομένως θέμα δεν υπήρχε, αλά το εδημιούργησε – όταν το εδημιούργησε – ο Fallmerayer. Έτσι οδηγήθηκε και ο Έσελιγγ να γράψει ότι: «η θεωρία αύτη του Fellmerayer στηρίζεται μεν επί τινών ακριβών λεπτομερειών, άλλ’ είναι όμως παράλογος, αν τις θελήση να την εκλάβη κατά γράμμα… Υπήρξαν επί τινά χρόνον εν Ελλάδι κέντρα πληθυσμού ομιλούντα την Σλαβικήν γλώσσαν. Είναι όμως βέβαιον ότι οι επήλυδες ταχέως εξελληνίσθησαν» (Έσελιγγ, βυζ. Και βυζ. Πολιτισμός, σελ. 65). Και πάλι διευκρινίζει ότι «η σημασία των ξένων στοιχείων μιας γλώσσης δεν πρέπει να κρίνεται εκ του ποσού των δανεισμάτων, αλλά μάλλον εκ της φύσεως αυτών» (Έσελιγγ, Βυζ. Και βυζ. Πολ. Σελ. 259).
Όμως, θα μπορούσε να σου επιμείνει κάποιος, δεν υπάρχουν τόσα τοπωνύμια Σλαβικά, όπως λ.χ. Αράχωβα, Νεζερός, Ζαγορά, Χελμός, Γκόρτσα; Δεν θεωρήθηκε η κατάληξη –ιτσα ως Σλαβική επίδραση μαζί με άλλες, φωνητικές – φθογγολογικές ιδιομορφίες, όπως υποστηρίζουν και γλωσσολόγοι; Οπωσδήποτε θα αντέτεινες, αλλά γιατί τα τοπωνύμια να φανερώνουν μόνον κατίσχυση των Σλάβων και όχι απλώς ίχνη διαβάσεως των Σλάβων; Γιατί η κατάληξη – ιτσα να μην θεωρηθεί ότι προέρχεται από τη βυζαντινή – ιτζης; Και γιατί στην Αττική – που βαρύνεται με τετρακοσίων ετών Σλαβική κατοχή – ο Vasmer ν’ ανευρίσκει μόνον 18 Σλαβικά τοπωνύμια και τα περισσότερα αμφίβολα;
Πώς να παραθεωρήσεις και την άποψη του Hertsberg ότι: «η σημερινή έρευνα απέδειξεν ως προς την κυρίως Ελλάδα, ότι η Νεοελληνική γλώσσα πολλώ ήσσονα διετήρησεν ίχνη της αναμείξεως του ελληνικού αίματος προς το Σλαβικόν ή όσον ηδύνατό τις εκ πρώτης όψεως να προσδέχηται… Ο περίφημος Σλαβιστής Φραγκίσκος Μικλόσιχ εξέθηκε το συμπέρασμα αυτού, καθ’ ο εν τοις λαοίς, οίτινες ήσκησαν επί την νεοελληνικήν ροπήν τινά και νυν έτι επαισθητήν οι Σλάβοι κατέχουσι (μετά τους Αλβανούς, Βλάχους και Οθωμανούς) την τετάρτην θέσιν˙ αποφαίνεται δε περαιτέρω ότι εν τε τοις φθόγγοις και εν τη ονοματοθεσία, τη κλίσει και των σχηματισμώ της Νεοελληνικής δεν ευρίσκονται Ίχνη Σλαβικής επιδράσεως» Hertsberg, ιστορία της Ελλάδος, τόμ. Α’, σελ. 431 – 432). Ή μπορείς να αρνηθείς και τη γνώμη ότι «είναι ευκολώτατον να αποπλανηθή τις στηριζόμενος μόνον εις τα γλωσσικά τεκμήρια και να συναγάγη εξ αυτών τολμηρά συμπεράσματα; Λ.χ. εις την Νεοελληνικήν επικράτησε η λέξη κολώνα, ιταλική. Όμως θα είναι λάθος να εξεγάγωμεν το άτοπον συμπέρασμα, ότι εις την βυζαντινήν Αρχιτεκτονικήν ήσαν σχεδόν άγνωστον πράγμα οι στύλοι, που από την αρχαιότητα, ως κίονες, ήσαν… πολύ εν χρήσει». (Έσελιγγ, βυζ. Και βυζ. Πολιτισμός, σελ. 259 κ.έ.).
Πώς είναι δυνατόν να δεχθείς τη θεωρία του εκσλαβισμού της βυζαντινής αυτοκρατορίας, αφού οι Σλάβοι ουδέποτε μέχρι τότε ανέδειξαν δική τους διοίκηση; Αφού δεν άφησαν καμμία επίδραση ούτε στο Δίκαιο, ούτε στην τέχνη; Πώς μπορείς να αμφισβητήσεις και τη σχετική γνώμη του Φαίδ. Κουκουλέ: «Και εις αμφισβητούμενα εθνολογικά ζητήματα δύναται να δώση λύσιν η γνώσις των ηθών και εθίμων του βυζαντινού λαού. Λ.χ. αδύνατον να δεχθή τις ότι τμήμά τι της ελληνικής γης εσ(θ)λαβώθη κατά την βυζαντινήν περίοδον, εφ’ όσον μαρτυρείται ότι τα ήθη και τα έθιμα των κατοίκων (είναι) τα αυτά με τα των Ελλήνων κατοίκων των άλλων περιοχών» Φαίδ. Κουκουλέ, βυζ. Βίος και πολ. Τόμ. Α’, σελ. 7.
Για όλους αυτούς τους λόγους μόνον αστήρικτη και λανθασμένη μπορείς να εκτιμήσεις τη θεωρία του Φαλλμεράϋερ. Όμως, επειδή είναι ιστορικό γεγονός, ότι κάποιος αριθμός Σλάβων εισήλθε, στη βυζαντινή αυτοκρατορία, δεν μένει παρά να δεχθείς, ότι έχουμε στην βυζαντινή αυτοκρατορία εκχριστιανισμό και εξελληνισμό των Σλάβων. Είναι δίκαιον να αναγνωρίσεις τη μεγαλεπίβολη πολιτική του εκχριστιανισμού (ή να ομολογήσεις τον ιεραποστολικό ζήλο των βυζαντινών ως ιστορικό γεγονός). Οι περισσότεροι ιστορικοί συνήθως αναγνωρίζουν ότι υποτάχθηκαν οι Σλάβοι οριστικά με την πολιτική επιρροή του χριστιανισμού. Και ακολούθησε αφομοίωση – εξελληνισμός των Σλάβων ύστερα από τη δράση της εκκλησίας και την επιρροή του στρατεύματος σε συνδυασμό με την τακτική λειτουργία της διοικήσεως, όπως σημειώνει και ο Αλ. Διομήδης: «ο στρατοκαλόγερος ήξευρε να συγκρατή και βία τας βαρβάρους ορμάς των αγρίων ακόμη στιφών… Οι επίσκοποι και ο κατώτερος κλήρος εχειρίζοντο εξ ίσου δεξιώς τον προσηλυτισμόν και την μαχητικότητα» (Αλ. Διομήδη, βυζ. Μελέται, τ. Α’. σελ. 160 κ.ε.). Και επεξηγεί ο Αλ. Διομήδης περισσότερο, ότι «η κατά σύστημα στρατολογία των Σλάβων συνεπλήρωνε το έργον της απορροφήσεως του ξενικού στοιχείου… Οι εις το χωνευτήριον του Βυζαντινού στρατού εισερχόμενοι έχαναν κάθε αυθυπαρξίαν… Η πολεμική ατμόσφαιρα του περιβάλλοντος, η μορφωτική δύναμις του παραδείγματος ήσκουν ακαταμάχητον επιβολήν. Ακούοντες να ομιλήται η Ελληνική, εις την οποίαν εδίδοντο τα παραγγέλματα και οι κανονισμοί εμάνθανον την Ελληνικήν». Βυζ. Μελέται, τ. Β’, σελ. 167). Και όπως επιγραμματικά διατυπώνει ο G. Ostrogorsky: «Το βυζάντιο διέθετε ενδογενείς δυνάμεις για τη βαθειά κοινωνική πολιτική και πολιτιστική ανανέωσή του» (G. Ostrogorsky, ιστορία του βυζ. Κράτους τόμ. Α’, σελ. 159).
Υπάρχουν ιστορικοί που υποστήριξαν ότι «οι Σλάβοι έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ανανέωση του βυζαντινού κράτους. Καθόσον εισήγαγαν στο βυζάντιο έναν τύπον κοινότητας, που απήρτιζαν οι κάτοικοι των χωριών και η κρατική εξουσία θεωρούσε την κοινότητα του χωριού ως διοικητική και φορολογική μονάδα. Έτσι οι Zacharia και Vasiljevsky και Uspenskiy ισχυρίσθηκαν ότι μια πρωτόγονη Σλαβική κοινοτική ζωή, που χαρακτήριζε η κοινή καλλιέργεια και η περιοδική ανακατανομή της γης επέδρασε στη δημιουργία της βυζαντινής «κοινότητας» των χωριών» (G. Ostrogorsky, ιστορία του βυζ. Κράτους τόμ. Α’, σελ. 205, 266 κ.ε.).
Αλλά και ο Α. Vasilliev σου αναφέρει τα εξής: «Επί πλέον μερικοί επιστήμονες, όπως ο Θ. Ουσένσκη θεωρούν δυνατή, βάσει των έργων του Μιχαήλ την κατά τον δωδέκατον αιώνα, ύπαρξη γύρω από τας Αθήνας, του σπουδαίου φαινομένου των Σλαβικών κοινοτήτων και της ελευθέρας ιδιοκτησίας των γεωργών. Εγώ προσωπικά δεν μπορώ να συμφωνήσω με αυτήν την άποψη» (A. Vasilliev, ιστορ. Της βυζ. Αυτοκρ. Σελ. 607).
Οι περισσότεροι ιστορικοί δεν αποδέχονται τις παραπάνω απόψεις και σου υπογραμμίζουν ότι «οι υποστηρικτές της παραπάνω θεωρίας ξεκίνησαν από μία υποτιθέμενη πρωτόγονη Σλαβική κοινότητα, σύμφωνα με το πρότυπο του ρωσικού συστήματος Μir, το οποίο όμως, όπως σήμερα αναγνωρίζεται από όλους, εμφανίσθηκε σε μεταγενέστερους χρόνους. Και είναι τουλάχιστον άγνωστο αν οι Σλάβοι είχαν οργανώσει κοινοτική ζωή αυτού του είδους κατά τον χρόνο της εγκαταστάσεώς τους στη βαλκανική χερσόνησο. Ούτε το βυζάντιο γνώρισε ποτέ μια κοινοτική οργάνωση που να την χαρακτήριζε κοινή καλλιέργεια, αλλά και ο Pancenko απέδειξε με βάση την κριτική ανάλυση των πηγών, ότι η έγγειος ιδιοκτησία των βυζαντινών αγροτών ήταν προσωπική, αναφαίρετη και κληρονομική ιδιοκτησία. Η σπουδαιότητα των Σλάβων στην εξέλιξη του βυζαντίου τονίζεται ιδιαίτερα από τους βυζαντινολόγους της Σοβιετικής Ενώσεως, αλλά η θεωρία της Σλαβικής κοινότητας, που δήθεν μεταφυτεύθηκε στο Βυζάντιο, εγκαταλείπεται προοδευτικά και από αυτούς τους ίδιους τους Σοβιετικούς βυζαντινολόγους, οι οποίοι αρχικά την είχαν υποστηρίξει» (G. Ostrogorsky, ιστορία βυζ. Κράτ. Τόμ. Α’, σελ. 267 κ.ε.).
Κοντολογής θα έλεγες ότι η όλη θεωρία του Fallmerayer υπήρξε ιδιορρυθμία δική του μάλλον. Ενδέχεται να του αναγνωρίσεις ότι υπήρξε γλαφυρός συγγραφέας που έκανε πνευματώδεις και φανταστικές υποθέσεις και κατώρθωνε με κατάλληλο χρωματισμό λέξεων και φράσεων των κειμένων να επιτύχει παγκοσμίως τη δημιουργία εντυπώσεων. Αλλά οπωσδήποτε θα προσθέσεις πως οι ερμηνείες που επιχείρησε ήταν αυθαίρετες και δεν εξυπηρέτησαν ούτε ικανοποίησαν την αμερόληπτη ιστορική επιστήμη. Προσεκτικές ιστοριογραφικές, γλωσσολογικές, εθνογραφικές και λαογραφικές παρατηρήσεις των επιστημόνων αποδεικνύουν αστήρικτα και λανθασμένα και τα επιχειρήματά του και τα δεδομένα του, προπαντός τα συμπεράσματά του. Αλλά και τυχόν προεκτάσεις της θεωρίας του Fallmerayer για ύπαρξη – προσφορά στο βυζάντιο της Σλαβικής κοινότητας δεν θεωρούνται από τους κυριώτερους εκπροσώπους της βυζαντινής ιστορικής επιστήμης σύμφωνες με την ιστορική αλήθεια. Σύμφωνα δε με την ιστορική αλήθεια είναι ο εκχριστιανισμός των Σλάβων και ο εξελληνισμός – αφομοίωση από τους κατοίκους της Ελλάδος.

Συνεχίζεται. …

Από το βιβλίο: Ιστορικές γραμμές, του Φιλολόγου – Ιστορικού, Εκπαιδευτικού Μ.Ε., Ιωάννου Ν. Παπαϊωάννου.
Τόμος Β’. Λάρισα 1979

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Ιστορικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.