Όλοι οι ιστορικοί σου υπογραμμίζουν ότι οι αρχαίοι Έλληνες έφεραν την πολιτικήν ενότητα του κόσμου, όπως το έγραψε και ο Κων. Παπαρρηγόπουλος: «Την πολιτικήν του κόσμου ενότητα είχε προπαρασκευάσει η Ελληνομακεδονική κυριαρχία. Είναι αληθές ότι μετά τον θάνατον του Αλεξάνδρου, το κράτος αυτού κατεκερματίσθη ουδέν ήττον όμως, εις άπαντα τα εξ αυτού προκύψαντα διάφορα κράτη εξηκολούθησεν επικρατούσα και αναπτυσσομένη μία διοικητική, στρατιωτική, νομισματική, δικαστική, αστική και προ πάντων διανοητική και γλωσσική, η του Μακεδονικού Ελληνισμού ενότης, ήτις δεν είχεν χρείαν ειμή εξωτερικού τινός επιστεγάσματος ίνα αναλάβη τον τύπον της κοσμοκράτορος μοναρχίας. Το επιστέγασμα τούτο επετέθη υπό της Ρώμης» (Κων. Παπαρρηγοπούλου, ιστορ. Ελλην. Έθν. Τόμ. Η’, σελ. 112). Αλλά η Ρωμαϊκή κυριαρχία ποτέ δεν εσήμανε την εξαφάνιση του Ελληνισμού, ούτε ότι η Ελλάδα είχε αποβεί μία Ρωμαϊκή επαρχία, όπως διευκρίνησε και ο Παπαρρηγόπουλος: «Η κοινώς άλλοτε και παρά τινών μέχρι της σήμερον πρεσβευομένη δοξασία ότι τω 146 π. Χ. η Ελλάς κατέστη ρωμαϊκή επαρχία είναι ανυπόστατος… Η Ελλάς δεν ήτο έτι επαρχία ρωμαϊκή, αλλά απετέλει ομάδα πολιτειών αυτονόμων και ελευθέρων, ήτοι απηλλαγμένων τακτικού φόρου, αίτινες όμως, καλούμεναι σύμμαχοι διετέλουν, δυνάμει ρητών πολλάκις συνθηκών, υπό την ανωτάτην επιτήρησιν και προστασίαν της Ρωμαϊκής Βουλής» (τόμ. Η’, σελ. 9-11). Αλλά και για αποικίες που ίδρυσαν οι Ρωμαίοι στον ελληνικό – ελληνιστικό χώρο σημειώνει ο Κ. Παπαρρηγόπουλος ότι «αντί να εκλατινίσωσι την χώραν εξ εναντίας αυταί ταχέως εξελληνίσθησαν» (Κ. Παπαρρηγοπούλου, ιστορία Ελλην. Έθν. Γαλαξία, τόμ. Η’ σελ. 36).
Αφότου μάλιστα παρουσιάσθηκε ο Χριστιανισμός αποδεικνύεται σύμφωνο με την ιστορική αλήθεια τούτο: «Στο σχέδιο της Θείας Οικονομίας η εξόρμηση του Ελληνισμού προς Ανατολάς εδημιούργησε τη δυνατότητα της εξορμήσεως του Χριστιανισμού προς τη Δύση. Στα θεμέλια της Ελληνικής Οικουμένης του Μεγάλου Αλεξάνδρου, θα οικοδομηθεί η Χριστιανική Οικουμένη του Μεγ. Κων/νου» (Θ’ Ζήση, οι τρεις Ιεράρχες και η πορεία του Γένους, σελ. 15). Λατινοτραφής Δύση και Ελληνοκρατούμενη Ανατολή υπήρξαν μία ενότητα. Μόνον έτσι θα μπορούσες να κατανοήσεις γιατί ο Απόστολος Παύλος έστειλε επιστολή στους Ρωμαίους στα Ελληνικά, γιατί ο αυτοκράτορας – φιλόσοφος Μάρκος Αυρήλιος έγραψε το συγγραφικό του έργο κυρίως στα Ελληνικά και γιατί η Χριστιανική λατρεία είχε ακολουθία θρησκευτική στην Ελληνική ως τον 3ον μ. Χ. αιώνα.
Αν εμβαθύνεις, θα δεχθείς ακριβή τη γνώμη του καθηγητού Δ. Ζακυθηνού ότι: «Οι δύο δεσπόζοντες λαοί της αυτοκρατορίας (Ρωμαίοι και Έλληνες) δεν ήσαν αντίπαλοι. Αλλά άνευ καθεστωτικής καθιερώσεως και ωμολογημένης αρχής, οιονεί σιωπηρώς και λανθανόντως οι Έλληνες βαθμηδόν παρεζεύχθησαν εις την οικουμενικήν μοναρχίαν και αποστολήν της Ρώμης… Ο Ελληνισμός υπηρέτησε την παγκόσμιαν πνευματικήν επικράτησιν και τέλος την πολιτικήν ανάδειξιν των Ελλήνων» (Δ. Ζακυθηνού, επισκόπησις της βυζ. Ιστορίας, Μ.Ε.Ε. συμπλήρωμα, σελ. 194).
Στη βυζαντινή αυτοκρατορία παρατηρείς να συντελείται μία βαθμιαία αποξένωση των Ελλήνων από τους Λατίνους (Ρωμαίους) με συνεχώς αυξανόμενη την παρουσία διαφορών, όπως σου επισημαίνει και ο Δ. Ζακυθηνός: « Αι διαφοραί, αι οποίαι διακρίνουν το Ανατολικόν από του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους είναι πολλαί. Η Δύσις ουδέποτε υπό κυριαρχίαν Ρωμαίων είχε φθάσει εις μεγάλην ενότητα και συνοχήν. Αι παλαιαί εθνικαί ομάδες υπήρξαν δυσήνιοι εις την Ρωμαϊκήν επίδρασιν, ενωρίτατα δε τα σύνορα της αυτοκρατορίας κατεπατήθησαν υπό των Γερμανικών λαών. Οικονομικώς η Δύση είχεν υπολειφθή. Ο αστικός βίος, της Ιταλίας εξαιρουμένης, είχε μείνει υποτυπώδης. Ο πολιτισμός είχε παραμείνει εις χαμηλήν στάθμην, η δε Χριστιανική θρησκεία βραδύτατα κατέκτησε τους πληθυσμούς των απομεμακρυσμένων επαρχιών. Τουναντίον, το Ανατολικόν Ρωμαϊκόν κράτος υπήρξεν οικονομικώς ισχυρότερον, πολιτικώς υγιέστερον, οι δε πληθυσμοί αυτού υπήρξαν ανωτέρας πνευματικής στάθμης» (Διον. Ζακυθηνού, ιστορικής επισκόπησις Βυζ. ΜΕΕ, συμπλήρωμα τόμ. Β’ σελ. 190).
Ως πλαίσιο θεωρεί τη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία και ο G. Ostrogorsky, καθώς γράφει επιγραμματικά: «Η σύνθεση του Ελληνικού πολιτισμού με τη χριστιανική θρησκεία στο πλαίσιο της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας οδήγησε στη γέννηση του ιστορικού εκείνου φαινομένου, που ονομάζουμε βυζαντινή αυτοκρατορία» (G. Ostrogorsky ιστορ. Του βυζ. Κράτους, τόμ. Α’, σελ. 84).
Σε κάθε σελίδα της βυζαντινής ιστορίας ανακαλύπτεις το πλέγμα πολλών σχέσεων με τη Ρώμη, αλλά και τη δυναμική παρουσία του Ελληνικού χαρακτήρα «Η Κων/πολις ήτο τύποις λατινόφωνος πόλις. Αι επιγραφαί των κτιρίων της το αποδεικνύουν. Εις την πραγματικότητα όμως οι κάτοικοί της ήταν κατά την μεγίστην των πλειοψηφίαν ελληνόφωνοι» (Ι. Καραγιαννόπουλου, ιστορ. Βυζ. Κράτ. Α’, σελ. 102). Καθώς συμπεραίνει και η Ελληνίδα καθηγήτρια – πρύτανις Σορβόννης Ελ. Γλύκατζη – Αρβελέρ «Ελληνιστική η ιδέα της βασιλείας στο βυζάντιο» (Ε. Γλύκατζη – Αρβελέρ, η πολιτική ιδεολογία της βυζ. Αυτοκρ., σελ. 7) καθώς ο Μ. Κων/νος εγκατέλειψε το στέφανο των Ρωμαίων αυτοκρατόρων και εισήγαγε το διάδημα κατά μίμηση των ηγεμόνων της Ελληνιστικής εποχής. Η Ρωμαϊκή διοίκηση και οι ρωμαϊκοί νόμοι συμπληρώθηκαν από το Μέγα Κων/νο με νέες εμπνεύσεις και προσθήκες από το τοπικό Ελληνιστικό δίκαιο των ανατολικών επαρχιών. Στην πρώτη (Α’) Οικουμενική σύνοδο ο Κων/νος εκήρυξε την έναρξη εργασιών στη Λατινική, αλλά οι εργασίες συνεχίσθηκαν στην Ελληνική και ο διάλογος έγινε στην Ελληνική.
Ο Baynes – Moss σου τονίζουν ότι η εξάλειψη της Λατινικής γλώσσας στη Βυζαντινή αυτοκρατορία ήταν ζήτημα χρόνου: «Πολλές Λατινικές λέξεις που υιοθετήθηκαν για τα κοινά αντικείμενα της ζωής επιζούν ακόμη, ώστε να βεβαιωνόμαστε ότι το Λατινικό στοιχείο έπαιζε ουσιαστικό ρόλο στην καθημερινή γλώσσα του Βυζαντίου, τόσο στην ομιλουμένη, όσο και τη γραφομένη (λ.χ. άρμα, σπίτι, φούρνος, σκάλα, ονόματα μηνών) (Baynes – Moss, βυζάντιο, σελ. 377). Όμως σημειώνουν οι συγγραφείς παρακάτω: «σιγά – σιγά η Λατινική είχε περιέλθει σε δεύτερη μοίρα στην ονομασία των πιο σπουδαίων αξιωμάτων» (σελ. 400). Και ενώ αρχικά η γλώσσα διοικήσεως ήταν η Λατινική, φθάσαμε σε εποχή που ήταν στη Βυζαντινή αυτοκρατορία «επίσημη γλώσσα η Ελληνική, που συνέβαλε καθημερινά στον εξελληνισμό των ξενικών στοιχείων και βοήθησε στην ενότητα της αυτοκρατορίας» (Baynes – Moss, βυζάντιο, σελ. 410).
Η Ανωτάτη Παιδεία, ακόμα και στη Βυζαντινή αυτοκρατορία του 4ου και 5ου αιώνος, σου προσφέρει υπεροχήν του Ελληνισμού. Συγκεκριμένα: «Ο αυτοκράτωρ Ουάλης (360 μ. Χ.) ενδιεφέρθη δια την βιβλιοθήκην της πρωτευούσης του Κων/πόλεως, διορίσας επτά αντιγραφείς (antiquarii), τέσσαρες της Ελληνικής και τρεις της Λατινικής προς αντιγραφήν και αντικατάστασιν των φθειρομένων βιβλίων» (Ι. Καραγιαννόπουλος, ιστορ. Του Βυζ. Κράτους, τόμ. Α’, σελ. 180). Και στο πανεπιστήμιο της Κων/πόλεως το 425 μ. Χ. οι Ελληνικές έδρες είναι περισσότερες από τις έδρες της Λατινικής, καθώς είναι δέκα έδρες για την Λατινική και δέκα για την Ελληνική γραμματεία, από μία έδρα για τη Φιλοσοφία και από δύο έδρες για τη νομική επιστήμη, ενώ για τη Ρητορική τρεις έδρες της Λατινικής και πέντε της Ελληνικής. Αν αναλογισθείς ότι τα Σχολεία δεν προηγούνται από την κοινωνία, αλλά ακολουθούν την κοινωνία, τότε επόμενον είναι να συμπεράνεις ότι η υπεροχή της Ελληνικής ανταποκρινόταν σε κοινωνικές ανάγκες. Πρόσθεσε ακόμα ότι πλέον ονομαστοί διδάσκαλοι δίδασκαν στα Ελληνικά, (γράμματα κοινά και όχι τονισμένα). (G. Ostrogorsky, ιστορ. Βυζ. Κράτ. Τόμ. Α’, σελ. 53 -54).
Ο G. Ostrogorsky εκφράζεται ως εξής για την κατάσταση διγλωσσίας και για την τελική επικράτηση της Ελληνικής: «Η διγλωσσία ανάμεσα στην κρατική διοίκηση και το λαό ήταν ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα της εποχής εκείνης˙ η επίσημη Λατινική επικρατούσε σε όλη την κρατική διοίκηση και τον στρατό, ήταν όμως ακατανόητη από τη συντριπτική πλειοψηφία του Ανατολικού πληθυσμού. Ο Ηράκλειος έθεσε τέλος στην κατάσταση αυτή και καθιέρωσε την Ελληνική ως την επίσημη γλώσσα της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Η γλώσσα του λαού και της εκκλησίας έγινε τώρα και γλώσσα του κράτους. Η επικράτηση της Ελληνικής που είχε συγκρατηθεί με μέσα τεχνητά, εξαπλώθηκε με γρήγορο ρυθμό, με αποτέλεσμα η γνώση της Λατινικής να είναι στις αμέσως επόμενες γενεές φαινόμενο σπάνιο, ακόμη και στους κύκλους των λογίων βυζαντινών… Ο Ηράκλειος εγκατέλειψε τους πολύπλοκους αυτοκρατορικούς τίτλους και προτίμησε τη λαϊκή Ελληνική προσωνυμία, βασιλεύς» (G. Ostrogorsky, ιστορ. Βυζ. Κράτ. Α’ σελ. 172 κ.ε.).
Ο Krumbacher σου επισημαίνει μία άλλη επιβίωση της συνύπαρξης Ρωμαίων – Ελλήνων, την ονομασία που συγκινεί τον Ελληνισμό, Ρωμιός και Ρωμιοσύνη: «Πολιτικώς ησθάνοντο εαυτούς οι Έλληνες βεβαίως ως Ρωμαίους, το όνομα δε τούτο διετηρήθη δια των φρικτών χρόνων της Τουρκοκρατίας μέχρι σήμερον ως η πραγματική και μάλιστα διαδεδομένη επίκλησις του ελληνικού λαού, απέναντι της οποίας η μεν σποράδην απαντώσα Γραικοί μικράν ιστορικήν σημασίαν έχει, η δε δια της κυβερνήσεως και του σχολείου τεχνικώς εισαχθείσα Έλληνες ουδεμίαν. Άλλ’ ακριβώς τούτο, ότι και οι νυν Έλληνες Ρωμαίους εαυτούς καλούσι, υποχρεώνει ημάς εις την μετά προσοχής κρίσιν περί της σημασίας του ονόματος τούτου κατά τον μέσον αιώνα. Ουδόλως είναι αμφίβολον ότι η αρχική αυτού έννοια εξηφανίσθη κατά μικρόν από της συνειδήσεως του λαού, μετά την πλήρη εξελλήνισιν του ανατολικού κράτους και ότι μετά την πλήρη εξελλήνισιν του ανατολικού κράτους και ότι μετά ταύτα Ρωμαίος εσήμαινε τον Ελληνιστί λαλούντα πολίτην του Ρωμαϊκού κράτους, εν τέλει δε τον Έλληνα καθόλου. Δια τον πολύν λαόν η λέξις Ρωμαίος απώλεσε μικρόν κατά μικρόν την εθνογραφικήν και τέλος την πολιτικήν της σημασίαν. Τούτο ήτο το φυσικόν αποτέλεσμα της μεγάλης αριθμητικής υπεροχής των Ελλήνων υπέρ τους Ρωμαίους εν τω Ανατολικώ κράτει» (karl Krumbacher, ιστορία της βυζ. Λογοτ. Τόμ. Α’, σελ. 4-5).
Υπήρχε και άλλη σκοπιμότητα για τη διατήρηση του ονόματος Ρωμιός, όπως σου την αναφέρει ο Krumbacher «η επίμονος σκέψις να ενώσωσι πάλιν μετά του ανατολικού κράτους την Ιταλίαν και άλλους τόπους της Λατινικής Δύσεως και να κυριαρχήσωσιν αυτών», ενώ η παράλειψη «ηδύνατο να εξηγηθεί ως παραίτησις από των δικαιωμάτων επί των δυτικών χωρών» (K. Krumbacher, ιστορ. Βυζ. Λογ. Τ. Α’, σελ. 5). Και οι Baynes – Moss επισημαίνουν ότι «οι Βυζαντινοί αρέσκονται πολύ να αποκαλούνται Ρωμαίοι και να διεκδικούν για τους εαυτούς τους τη Ρωμαϊκή παράδοση» ( Baynes – Moss, βυζάντιο, σελ. 291). Ενώ ο Roth διακρίνει σκοπιμότητα αλλά και συνέπειες: «Η Βυζαντινή θεωρία εξακολουθούσε με συνέπεια να τονίζει την αποκλειστική νομιμότητα του ανατολικού Ρωμαϊκού θρόνου και συχνά βρέθηκε σε οξύν αγώνα με την Παπωσύνη και με τη Γερμανική Αυτοκρατορία» (Karl Roth, ιστορία βυζ. Πολιτισμού, σελ. 5).
Τέλος, τα ονόματα Ρωμιός και Ρωμιοσύνη έχουν και άλλη σημασία για τη συνέχεια του Ελληνικού έθνους καθόσον «τα ονόματα «Ρωμιός» και «Ρωμιοσύνη» σημαίνουν στη γλώσσα του Ελληνικού λαού τον σύγχρονο Έλληνα, τον σύγχρονο Ελληνισμό, την οργανική δηλαδή συνέχεια του Βυζαντινού, του μεσαιωνικού Ελληνικού κόσμου» (Εκδοτ. Αθηνών, ιστορ. Του Ελλην. Έθν., τ. Ζ’, σελ. 6).
Πολλοί ιστορικοί σου αντικρύζουν το βυζάντιο ως ιστορία της Δύσεως και γι’ αυτό άλλοι τοποθετούν την αρχή της βυζαντινής αυτοκρατορίας στα 324 μ. Χ. άλλοι στα 376 μ. Χ., άλλοι στα 476 μ. Χ. ή στα 481 μ. Χ. ή στα 572 μ. Χ. και άλλοι στα 600 μ. Χ. Εκείνοι μάλιστα οι ιστορικοί που βλέπουν μόνο Ρωμαϊκή προέκταση, θεωρούν όλη την εποχή της βυζαντινής αυτοκρατορίας ως παρακμή! Όμως η βυζαντινή αυτοκρατορία είναι πρώτα απ’ όλα Ελληνική: «Η πνευματική ζωτικότης του Ελληνισμού φάνηκε όταν το μεν δυτικό τμήμα – χωρίς τη ζωτική πνοή του Ελληνικού πνεύματος παλιμβαρβαρώθηκε, ενώ το ανατολικό εδημιούργησε έναν πολιτισμό και έναν ουμανισμό, μοναδικούς και από άποψη διαρκείας και από άποψη ηθικής και πνευματικής ποιότητος» (Θ. Ζήση, Οι τρεις Ιεράρχες και η πνευματική πορεία του Γένους, σελ. 13).
Και σου φαίνεται πολύ σωστή η γνώμη πως «αν το κράτος του Βοσπόρου ξεκίνησε τη ζωή του μ’ ένα ρωμαϊκό κρατικό σκελετό, η ψυχή του όμως, το πολιτιστικό του κλίμα ήταν κατ’ εξοχήν Ελληνικό». (Παν. Καίμπριτζ, ιστορ. Του βυζ. Κράτ., σελ. 2 – εισαγωγή). Ακόμη και ξένοι συγγραφείς σου επισημαίνουν ότι από την πρώτη στιγμή Ελληνικός χαρακτήρας επιβάλλεται στην Κων/πολη, με «το τρόπαιο νίκης των Πλαταιών από τους Δελφούς, το άγαλμα του Ηρακλή, έργο του Λυσιμάχου, η Αθηνά, από την Λίνδο της Ρόδου, η Ελένη από τη Σπάρτη και το άγαλμα το χάλκινο της Ήρας» (Ζεράρ Βάλτερ, η καθημερινή ζωή στο βυζ., σελ. 36). Στο βυζάντιο η ποίηση, η πεζογραφία, οι επιστήμες που δημιουργήθηκαν ήταν σχεδόν αποκλειστικά στην Ελληνική γλώσσα. Οι Λατίνοι στην εκκλησιαστική ποίηση, Υμνογραφία και θεολογία μετέφρασαν και μιμήθηκαν Ελληνική εκκλησιαστική ποίηση και υμνογραφία, καθώς και την Ελληνική θεολογία. Μάλιστα «και στην Ιταλία ήκμασαν Έλληνες υμνογράφοι και ποιητές, ως ο Ευγένιος εν Παλέρμω, Ιωάννης Γράσσος, ο Νικόλαος του Υδρούντος» (Krumbacher, ιστορ. Βυζ. Λογοτεχν. Τ. Β’, σελ. 738).
Τόσο ζωτικός ήταν ο Ελληνικός χαρακτήρας της Βυζαντινής αυτοκρατορίας που σε εντυπωσιάζει με τη μαχητικότητα και τη φιλοδοξία του, αρκεί να αναλογισθείς ότι «μεγάλη κοινότητα από Έλληνες μοναχούς φαίνεται πως είχε ζήσει πάντα στη Ρώμη και ως τον Γ’ μ. Χ. αιώνα τα Ελληνικά ήταν η γλώσσα της Ρωμαϊκής λειτουργίας. Ακόμη στο τελευταίο τμήμα του Ζ’ αιώνα και στις αρχές του Η’ πολλοί από τους ίδιους τους Πάπες – 11 ή 13 για να είμαστσε πιο συγκεκριμένοι – ήταν Έλληνες ή Σύριοι στην καταγωγή και συμμερίζονταν τις πολιτιστικές ροπές της Ανατολής». (Κ. Ι. Γιαννακόπουλου, Βυζαντινή ανατολή και Λατινική δύση, σελ. 43). Και κατά την άποψη των ιστορικών είναι «τεκμήριο της δύναμης των φιλοαυτοκρατορικών και φιλοβυζαντινών τάσεων, που υπήρχαν στη Ρώμη» (Παν. Καίμπριτζ, Ιστορ. Βυζ. Κράτους, τ. Α’, σελ. 333).
Απόδειξη ότι η βυζαντινή αυτοκρατορία ήταν Ελληνική και όχι Ρωμαϊκή σου παρέχεται εκ του αντιθέτου από τις εξής καταστάσεις στη Δύση: Εκεί η μία Λατινική γλώσσα διακλαδίσθηκε σε διάφορες κατά τόπους εθνικές γλώσσες, ενώ στην Ανατολή ίσχυσε η ενότητα της ελληνικής. Και ο Krumbacher σημειώνει για τη Λατινική λογοτεχνία των αιώνων της βυζαντινής αυτοκρατορίας, ότι «λείπει η αδιάκοπος ενότης, η εθνική, η πολιτική και η κοινωνική βάσις» (Κ. Krumbacher, ιστορ. Βυζ. Λογοτεχν. Τ. Α’, σελ. 4).
Και στη διοικητική οργάνωση της βυζαντινής αυτοκρατορίας διαπιστώνεις σιγά – σιγά την εγκατάλειψη των Ρωμαϊκών γνωρισμάτων, καθόσον οι περισσότερες «νεαρές» του Ιουστινιανού και όλοι οι νέοι νόμοι γράφηκαν στην Ελληνική, καθόσον μετά τον 7ο μ. Χ. αιώνα η αυτοκρατορία αποκτά νέα οργάνωση με βάση το χωρισμό σε θέματα και πραγματοποιείται και η άνοδος γυναικών στο θρόνο, κάτι το εντελώς αντίθετο προς τη Ρωμαϊκή παράδοση. Κατά τον Κων. Άμαντο «η εισχώρησις της Ελληνικής νοοτροπίας εις την διοίκησιν έσχεν ως αποτέλεσμα την αποδοχήν και μερικών θεσμών αυτοδιοικήσεως» (Κ.Α. Αλεξανδρή, η θαλλασσία δύναμις εις την βυζ. Αυτοκρ. Σελ. 47).
Αλλά και στην εκκλησιαστική λατρεία η Πενθέκτη οικουμενική σύνοδος της Κων/πόλεως στα 692 μ. Χ. «επιβάλλει ομοιόμορφες Ελληνικές συνθήκες για την εκκλησιαστική τελετουργία και πειθαρχία» (Παν/μίου Καίμπριτζ, ιστορ. Βυζ. Κράτ. Τ. Α’, σελ. 45). Ενώ από την άλλη πλευρά του λόφου, η καθολική ιστοριογραφία αντίκρυσε το «σχισματικό Βυζάντιο» σαν σκοτεινό δημιούργημα παρακμής. Το προσωρινό σχίσμα του 867 μ. Χ., το οριστικό σχίσμα του 1054 μ. Χ. και η Δ’ Σταυροφορία του 1204 μ. Χ. είναι εκρηκτικές αποδείξεις του ότι η βυζαντινή αυτοκρατορία υπήρξε Ελληνική και δεν υπήρξε Ρωμαϊκή – Λατινική.
Σχετικά με τον ισχυρισμό ότι στον Ιππόδρομο, χώρο ποικίλων λαϊκών εκδηλώσεων οι κραυγές – επιδοκιμασίες – ευχές και αποδοκιμασίες για αυτοκράτορα και νικητές αθλημάτων ήταν Λατινικές και επομένως έχουμε και απόδειξη μεγάλη ισχύος, ότι η Βυζαντινή αυτοκρατορία είναι και Λατινική θα μπορούσες να αντιπαρατηρήσεις ότι δεν μπορεί να ληφθεί σοβαρά υπόψη. Γιατί, τουλάχιστον στην εποχή μας που υπάρχουν τα γήπεδα, εύκολα ακούεις ξενικές εκφράσεις χωρίς ποτέ να διανοηθείς ότι ενδέχεται να βρίσκεσαι σε χώρα (ή πόλη) που δεν είναι Ελληνική, κρίνοντας μόνον από τις επευφημίες.
Ωστόσο να δεχθείς μία στοιχειώδη και κορυφαία αναγνώριση: Ενώ τόσο στενή υπήρξε η Ρωμαϊκή επίδραση, τόσο αποτελεσματική και τόσο πολυποίκιλη, μία δύναμη ήταν εκείνη που έκανε Ελληνικό το βυζάντιο και το κέρδησε από τη Ρωμαϊκή (Λατινική) διοίκηση και αυτή η δύναμη ήταν η χριστιανική εκκλησία, η ορθόδοξος χριστιανική εκκλησία. Ο παλαιός ιστορικός Σπυρ. Ζαμπέλιος μιλάει για τριπλή ψυχή στη βυζαντινή αυτοκρατορία: «Τον Μεσαίωνα τον ελληνικόν οικονομούσι τρεις κεφαλαιώδεις αρχαί: Α. Η αρχή της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και πολιτικής ενότητας. Β. Η αρχή της οικουμενικής συνόδου ή της θεραπευτικής ενότητος και Γ. Η αρχή της Αττικής παιδείας, ήγουν η της εθνικής και ιστορικής ενότητος. Ο Αττικισμός, ο Ρωμαϊσμός και ο χριστιανισμός, η τριπλή ψυχή του μεσαιώνός μας» (Σπυρ. Ζαμπελίου, βυζαντιναί μελέται, σελ. 688). Αυτή η ιστορική πραγματικότητα, ότι η εκκλησία κέρδισε τη βυζαντινή αυτοκρατορία συμμαχούσα με την ελληνική παιδεία για λογαριασμό του ελληνικού Έθνους, σου προσφέρει τη λύση και σε κάθε μελλοντική προέκταση. Η εκκλησία μπορεί να διατηρεί το Ελληνικό έθνος αρκεί να συνεργάζεται και με την ελληνική παιδεία ή έχει βαρειά παράδοση – κληρονομιά η εκκλησία, να εργάζεται μαζί με την Ελληνική παιδεία για τη διατήρηση του Ελληνισμού.
Κοντολογής θα έλεγες πως ο λόγος του ποιητού Graecia capta, ferum victorem cepit (=η καταλυθείσα Ελλάς υπέταξε τον σκληρό νικητή) είναι ορθός «κυριολεκτεί όμως μόνον εις το βυζάντιον» (Ι. Καραγιαννόπουλου, ιστορ. Βυζ. Κρατ. Τ. Α’, σελ. 26). Επόμενον ήταν ότι η βυζαντινή αυτοκρατορία «περιήλθε ταχέως πνευματικώς υπό την εξάρτησιν του ελληνισμού» (Κων. Αμάντου, ιστορία βυζ. Κράτους, τόμ. Α, σελ. 52), για να αποβεί πολιτιστική και γλωσσική αφετηρία και του Νέου Ελληνισμού.
Συνεχίζεται. …
Από το βιβλίο: Ιστορικές γραμμές, του Φιλολόγου – Ιστορικού, Εκπαιδευτικού Μ.Ε., Ιωάννου Ν. Παπαϊωάννου.
Τόμος Β’. Λάρισα 1979
Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.