Ενα Δώρο από τον Αγιο Πορφύριο – Στέλλας Ν. Αναγνώστου-Δάλλα.

Το περιστατικό που θα σας διηγηθώ, είναι αληθινό. Είναι μια εμπειρία δική μου και δύο άλλων προσκυνητριών. Είναι μια εμπειρία που δεν με τιμά καθόλου, αλλά με δίδαξε πολλά. Ίσως, όπως ωφελήθηκα εγώ, να μπορέσουν να ωφεληθούν και άλλοι που σκέπτονται με τον τρόπο που σκεπτόμουν κι εγώ τότε. Νομίζω ότι θα το ήθελε κι ο Γέροντας.

Ήταν λίγο μετά την αγιοκατάταξη του ΓέροντοςΠορφυρίου, μια αγιοκατάταξη που την υποδέχτηκαν οι πιστοί με μεγάλον ενθουσιασμό, και πολλούς πανηγυρισμούς, επειδή ήταν τόσο ιδιαίτερος, τόσο αγαπητός, τόσο ανθρώπινος και τόσο υπερβατικός μαζί, τόσο σύγχρονος, σχεδόν γείτονάς μας…

Είχαμε πάει για προσκύνημα στο Ησυχαστήριό του, στο Μήλεσι, ένα παγερό χειμωνιάτικο πρωινό, μια παρέα προσκυνητές, ένα λεωφορείο, όχι φίλοι, σχεδόν αδέλφια καρδιακά.

Έξω από το κελλάκι του Γέροντα, η ουρά ήταν μεγάλη, αλλά πολύ σιωπηλή, λες και συντελούνταν εκεί μέσα ένα μυστήριο, που και μια κουβέντα μόνο αρκούσε να το διαλύσει. Όσοι έχετε προσκυνήσει αυτό το κελλάκι, γνωρίζετε καλά την διαρρύθμισή του. Μια πόρτα, απέναντι το παράθυρο, δίπλα μια βιβλιοθήκη, έξω τα περιβόλια. Αριστερά από την πόρτα, μια τεράστια ψηλή σόμπα, γιατί ο Γέροντας ήταν άρρωστος και κρύωνε πολύ. Δίπλα στην σόμπα, στην γωνία με τον πλαϊνό τοίχο, το κρεββατάκι του, κι ένα πρόχειρο κουβούκλιο από φελιζόλ επάνω του, πάλι για προστασία από το κρύο. Εικόνες γύρω, η συντροφιά των Αγίων. Επάνω στο κρεββάτι ήταν απλωμένο το πετραχήλι του, και πάνω σ’ αυτό, ένας επίπεδος, απλός, ξύλινος σταυρός. Όλ’ αυτά καλύπτονταν από διαφανές πλαστικό, για να μπορεί ο κόσμος να τα ασπάζεται χωρίς να τα λερώνει.

Για να προσκυνήσεις το κρεββάτι, πρέπει πρώτα να παρακάμψεις την σόμπα. Πάνω στην σόμπα βρίσκεται ένα μεγάλο πλατύ καντήλι με πολύ λάδι, και δίπλα, κάποια έτοιμα κομματάκια από βαμβάκι και μικρά σακκουλάκια, ώστε να παίρνουν οι προσκυνητές λάδι για ευλογία. Η εγκεφαλική μου πίστη της εποχής εκείνης, ο εγωισμός της στιγμής, ένα σωρό αρνητικές σκέψεις σχετικά με την «ειδωλολατρικού τύπου προσκόλληση σε υλικά αντικείμενα», υπερηφάνεια, δεν ξέρω τι, όλα μαζί, με έκαναν να μην πάρω βαμβάκι με λάδι και να πάω κατευθείαν να προσκυνήσω το κρεββάτι.

Η προσκυνήτρια που ήταν πριν από μένα, είχε ήδη προσκυνήσει, είχε σταθεί μπροστά στην βιβλιοθήκη προς το παράθυρο, και περίμενε εμένα και την φίλη μας που βρισκόταν πίσω μου, για να φύγουμε παρέα.

Εγώ προσπέρασα την σόμπα, έφθασα στο κρεββάτι, γονάτισα, και έκανα να προσκυνήσω τον ξύλινο σταυρό που βρισκόταν πάνω στο πετραχήλι του Αγίου. Δεν πρόλαβα. Με πρόλαβε ο Άγιος. Καθώς έσκυβα, ένα φλεγόμενο βαμβάκι, μια μικρή πύρινη μπάλα, πέταξε πάνω από το κεφάλι μου. Όπως έμαθα μετά ήταν το βαμβάκι που πρίν ένα λεπτό είχε βρέξει η επόμενη προσκυνήτρια με το λάδι της κανδήλας. Όμως, χωρίς να καταλάβει πώς, το βαμβάκι έπιασε φωτιά, και πετάχτηκε από τα χέρια της, ίσως επειδή κάηκε και τα άνοιξε μηχανικά. Το θαυμαστό είναι, ότι το φλεγόμενο αυτό βαμβάκι διέγραψε ένα τόξο, πέρασε πάνω από το κεφάλι μου χωρίς να με ακουμπήσει, μετά μπροστά από το πρόσωπό μου, και τελικά ήσυχα-ήσυχα, «προσγειώθηκε» επάνω στο πλαστικό που κάλυπτε το πετραχήλι του Αγίου, στην μέση ακριβώς του ξύλινου σταυρού, και έσβησε.

Αισθάνθηκα σαν να ήταν αυτό το δυνατώτερο και τρυφερότερο χαστούκι της ζωής μου! Σαν να μου είπε ο Γέροντας «βρε παιδί, πάρε το βαμβάκι μου. Γιατί δεν το θέλεις;». Κι εγώ ντράπηκα. Κατέβασα το κεφάλι και το πήρα. Και το είπα τότε δυνατά, και το λέω ακόμη, και πάντα θα το λέω: ήμαρτον που έκρινα με το κοσμικό, υπεροπτικό μου φρόνημα. Ήμαρτον που έκανα παρακοή, που περιφρόνησα το δώρο σου. Σ’ ευχαριστώ που με παιδαγώγησες τόσο άμεσα και τόσο εύγλωττα. Σ’ ευχαριστώ που ασχολήθηκες μαζί μου και δεν με άφησες στην πλάνη και στο αυτεξούσιό μου. Προτίμησες να με φέρεις «εις εαυτόν», όπως έκανες και με τον κάθε πλανεμένο, όσο ζούσες.

Αυτό το πυρακτωμένο βαμβάκι θα μπορούσε να βάλει φωτιά σε όλο το δωμάτιο. Τα πάντα ήταν ιδιαιτέρως εύφλεκτα, και ιδίως το φελιζόλ πάνω από το κρεββάτι. Δεν άφησε ο Άγιος. Ακόμη και στο πλαστικό που έπεσε το βαμβάκι καθώς φλεγόταν ακόμη, θα μπορούσε να είχε λυώσει. Όχι. Ούτε ένα σημάδι. Ήταν και το κέντρο του Σταυρού…

Το περιστατικό το είδαμε και οι τρείς, από διαφορετικό σημείο η κάθε μία, και με πλήρη εποπτεία. Καμμία μας δεν αμφέβαλε γι’ αυτό που είδε. Ούτε φόβο αισθανθήκαμε, μόνο έκπληξη. Και μια γλυκειά αίσθηση οικειότητας. Ότι ο Άγιος ήταν εκεί παρών και μας δίδαξε, και σαν να ήταν αυτό, το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο.

Χίλιες-δυό ερμηνείες μπορεί να αντιτάξει κανείς, να δώσει στο περιστατικό χίλιες-δυό «φυσικές» εξηγήσεις. Ας το κάνει. Αυτήν την γλυκειά αίσθηση της οικειότητας και της αόρατης παρουσίας, δεν μπορεί να την προσθέσει στην εξήγησή του. Ούτε να την πάρει από μας. Ούτε και θα καταλάβει ποτέ με πόση αγαλλίαση και ευχαριστία παίρνω από τότε και λαδάκια, και αγιασμόυς, και όποια άλλη πρόσθετη και χειροπιαστή ευλογία μου προσφέρεται.
Θαυμαστός ο Θεός εν τοις Αγίοις Αυτού.
Στέλλα Ν. Αναγνώστου-Δάλλα.

Κατηγορίες: Άρθρα, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.