Πόσο ανατολικό – ασιατικό ήταν το Βυζάντιο; – Ιωάννου Ν. Παπαιωάννου.

Δεν έχεις λόγους να διαφωνήσεις με την άποψη των περισσοτέρων ιστορικών ότι το Βυζάντιο περιελάμβανε Ανατολικές επαρχίες, οι παραδόσεις των οποίων έπαιξαν σπουδαίο ρόλο στην ανάπτυξη και στη διαμόρφωση της βυζαντινής αυτοκρατορίας: «Το βυζαντινό κράτος είναι κυρίως το πολιτικό επακόλουθο της επέκτασης του Ελληνισμού στη Μικρά Ασία, Συρία και Αίγυπτο, που προκάλεσε η ίδρυση από τον Μέγαν Αλέξανδρο του Ελληνο-α-νατολικού κράτους και της ανάμειξης του Ελληνισμού αυτού με το ανατολικό πνεύμα και τις ρωμαϊκές αντιλήψεις» (Roth, ιστορ. Βυζ. Πολιτ. Σελ. 5).
Όμως οι ιστορικοί σου αμφισβητούν την ποσότητα, την ποιότητα και την αντοχή των ανατολικών επιδράσεων: «Η απόδειξη (ενν. ότι το Βυζάντιο υπήρξε ανατολική- ασιατική αυτοκρατορία) δεν έχει γίνει ποτέ. Είναι αλήθεια ότι ο Ελληνιστικός πολιτισμός δέχθηκε μερικά ανατολικά στοιχεία, αλλά το βασικό ερώτημα είναι: η Βυζαντινή αυτοκρατορία υιοθέτησε κανένα αληθινά σημαντικό στοιχείο από την Ανατολή, περισσότερο από εκείνα τα στοιχεία, που είχαν πια εισδύσει στον Ελληνιστικό κόσμο; Είναι δυνατόν κανείς ν’ αναφέρει την τελετή της υποκλίσεως μπροστά στον ηγεμόνα (προσκύνησις), τον ακρωτηριασμό ως τιμωρία, πιθανόν μερικές μορφές ασκητικής θεωρήσεως του κόσμου, τις υπερβολές του Συριακού ασκητισμού, την Ελληνική μουσική και υμνωδία, που προήλθαν από Συριακούς ρυθμούς και ρυθμικό πεζό λόγο και τις ωπλισμένες με τόξα ιππικές μονάδες στρατού. Υπάρχει τίποτε άλλο απ’ αυτά;» (Baynes – Moss, βυζάντιο, σελ. 24).
Άλλοι ιστορικοί εντοπίζουν τις επιδράσεις να προέρχονται κατά πρώτο λόγο από την Περσία και κατά δεύτερο από τους Άραβες και υπογραμμίζουν ιδιαίτερα την ύπαρξη των ευνούχων στο βυζάντιο: «Χαρακτηριστική – γράφει ο Ζερ. Βάλτερ – και συστηματική η προτίμηση που τους έδειχναν οι ανώτατοι άρχοντες του βυζαντίου… Λόγω της ιδιόμορφης φυσιολογικής τους καταστάσεως, οι ευνούχοι ήταν ανίκανοι να φορέσουν το στέμμα και επομένως δεν υπήρχαν λόγοι να φοβούνται από μέρους τους απόπειρα καταλήψεως του θρόνου». Ο ίδιος δεν παραδέχεται αυτή την εξήγηση, διαπιστώνοντας – ότι υπήρξαν στη βυζαντινή αυτοκρατορία πολυάριθμοι ευνούχοι, που χωρίς να ελπίζουν σε προσωπική κατάληψη, εν τούτοις ωργάνωσαν οι ίδιοι ή έλαβαν μέρος σε συνωμοσίες στρεφόμενες εναντίον των αυτοκρατόρων. Και σου επεξηγεί: «Διαμορφώθηκε μία παράδοξη κατάσταση στο βυζάντιο, οι περισσότερες ανώτερες θέσεις του διοικητικού μηχανισμού των ανακτόρων να δίδονται αποκλειστικά στους ευνούχους. Έβλεπε κανείς τους ευνούχους ν’ αναλαμβάνουν ακόμη και τη διοίκηση του αυτοκρατορικού στρατού και στόλου και… γενικά έπαιζαν ένα ρόλο, που συχνά ήταν αποφασιστικής σημασίας… Θα μπορούσαμε το πολύ να δεχθούμε, ότι στερημένοι από τις σεξουαλικές ικανοποιήσεις και πιο επιρρεπείς εξ αιτίας αυτού του λόγου στα πνευματικά προβλήματα, προμήθευαν ένα μεγάλο αριθμό ανθρώπων μορφωμένων και ικανών για τα κυβερνητικά λειτουργήματα» (Ζερ. Βάλτερ, η καθημερινή ζωή στο βυζ. Σελ. 93).
Συνήθως σου παρουσιάζουν την ύπαρξη – δράση των ευνούχων ως ανατολική επίδραση: «Οι ευνούχοι, τα ηδικημένα εκείνα όντα, τα οποία έπλασεν ο ανατολικός δεσποτισμός και η ζηλοτυπία, μετεδόθησαν εις την Ελλάδα και την Ρώμην από την Ασίαν… εισήχθησαν εις τους οίκους των Συγκλητικών και των αυτοκρατόρων και ήσαν οι ακόλουθοι των Ρωμαίων δεσποινών. Η περιφρόνησις και η αποστροφή την οποίαν ησθάνοντο οι άνθρωποι προς αυτούς, συνετέλεσαν ώστε να γίνουν ανίκανοι προς καλάς και γενναίας πράξεις. Τουναντίον ήσαν εξαίρετοι εις την τέχνην της κολακείας, της υποκρισίας και της δολοπλοκίας, έδειξαν δε πολλάκις την διοικητικήν ικανότητα» (Π. Δρανδάκη, εγκυκλοπαίδεια των Εθνών, τόμ. Ιουλιανός σελ. 11).
Ίσως δεν πρέπει να ξεχνάς πως ο Ελληνικός λαός αποδοκίμασε ποικιλότροπα τους ευνούχους. Τους ωνόμασε σπανούς» (= αγένειους), τους απέδωσε εγκληματικές διαθέσεις και πράξεις και τους σατίρισε με βάναυσο λόγο, που διασώθηκε και σε παροιμίες, όπως και αυτή, «από σπανόν άνθρωπον μακρυά τα ρούχα σου». Η θέση αυτή του Ελληνισμού συμφωνεί και με τη θέση της εκκλησίας που με κανόνες συνόδων καταδίκασε τους ευνούχους. Ακόμη και από τον κόσμο των μοναχών αποκλείονταν οι ευνούχοι, όπως λ.χ. σου λέγει κανόνας της Μονής του αγίου Σάββα: «Δει φυλάττειν τα παρά του οσίου και μακαρίου πατρός ημών Σάββα θεσπισθέντα και μηδαμώς ή ευνούχον ή αγένειον εν τη λαύρα δέχεσθαι» (K. Krumbacher, ιστορ. Βυζ. Λογ. Τ. Γ’, σελ. 50).
Άλλοι ιστορικοί σου επισημαίνουν ότι υπήρξαν αυτοκράτορες, που προέρχονταν από ανατολικές – ασιατικές φυλές. Λ.χ. το Μαυρίκιο θεωρούν Καππαδόκη, τη δυναστεία του Ηρακλείου Αρμενικής πιθανόν προελεύσεως και το Νικηφόρο Α’ Αραβικής καταγωγής, ενώ τη δυναστεία εξ Αμορίου θεωρούν σημιτική φυλή. Μάλιστα ο G. Ostrogorsky σου τονίζει ότι από την ανατολή εισήλθαν ωμά έθιμα ακρωτηριασμών: «Με απόφαση της συγκλήτου καθαιρέθηκαν η Μαρτίνα και η Ηρακλωνάς – διάδοχοι του Ηρακλείου – και η πράξη αυτή επισφραγίσθηκε με το κόψιμο της γλώσσας της Μαρτίνας και του Ηρακλώνα. Είναι η πρώτη φορά που συναντάμε σε βυζαντινό έδαφος το ανατολικό έθιμο του ακρωτηριασμού, που ήταν ένδειξη για το ότι το θύμα δεν ήταν πια ικανό να κατέχει αξίωμα» (G. Ostrogorsky, ιστορία του βυζ. Κρατ., τ. Α’, σελ. 181). Αλλά σου διευκρινίζει στη σελ. 226 κ. έ. «Οι άμεσες επιδράσεις από την ανατολή είχαν πάντως δευτερεύουσα σημασία˙ δεν διαδραμάτισαν τον ίδιον ρυθμιστικό ρόλο, όπως το Ρωμαϊκό, το Ελληνικό και το χριστιανικό στοιχείο, που δεν άσκησαν απλώς επίδραση, αλλά αποτέλεσαν βασικά συστατικά στη διαμόρφωση του για όλες τις εποχές. Δεν είναι δυνατόν να εκτιμήσουμε σωστά την ιδιοτυπία και την πολυσύνθετη υφή της εξελίξεως του βυζαντίου, αν την χαρακτηρίσουμε, όπως γίνεται συχνά, με τον ασαφή όρο ανατολικοποίηση». Πραγματικά, όπως και να το εξετάσεις, θα πρέπει να παραδεχθείς ότι ο όρος ανατολικό ή ασιατικό κράτος για το βυζάντιο είναι αόριστος και ασαφής και τούτο γιατί κανένας δεν μπορεί να το χαρακτηρίσει περισσότερο συγκεκριμένα, ως Περσικό ή Αραβικό ή Εβραϊκό.
Αλλά και στις τροποποιήσεις – ανατολικές επιδράσεις – του Ποινικού δικαίου, ο Ostrogorsky κάνει την παρατήρηση ότι εμπεριέχουν μερικές φορές – ίσως τις περισσότερες – πνεύμα, που δέχθηκε κάποια επιρροή από τη χριστιανική ηθική: λ.χ. για την «εκλογή» (των Ισαύρων) σημειώνει: «Περιέχει ένα πλήρες σύστημα σωματικών ποινών, που ήταν άγνωστες στο Ιουστινιάνειο δίκαιο, όπως είναι π.χ. το κόψιμο της μύτης και της γλώσσας ή των χεριών, η τύφλωση, το κόψιμο και το κάψιμο των μαλλιών κ.ά. Οι φρικιαστικές όμως αυτές ποινές ορίσθηκαν σε ορισμένες περιπτώσεις αντί της ποινής του θανάτου» (G. Ostrogorsky, ιστορ. Του βυζ. Κράτ. Τ. Β’, σελ. 24),
Ωστόσο θα σου είναι ενδιαφέρουσα η κρίση του Krumbacher, ότι για αρκετά φαινόμενα που χαρακτηρίζονται βυζαντινά, η αλήθεια είναι ότι προέρχονται από προηγούμενους αιώνες: «Μερικά πνευματικά και ηθικά φαινόμενα, τα οποία κατά την κρατούσαν αντίληψιν θεωρούνται ως τα συμπτώματα και γνωρίσματα του βυζαντινισμού, ή τε αυλική ραδιουργία και το δουλικόν φρόνημα και η αδυσώπητος σκληρότης και πανουργία, η έλλειψη χαρακτήρος και πρωτοτυπίας… Ταύτα πάντα αποδεικνύονται υπάρχοντα ήδη κατά τους πρώτους της αυτοκρατορίας αιώνας. Τινές μάλιστα των ιδιοτήτων τούτων ως και φαινόμενα του αυλικού και πολιτειακού βίου, οία τα μνημονευθέντα, τας ρίζας των έχουσιν εν τοις χρόνοις των Αλεξανδρινών, οπόθεν δια της Αιγύπτου μετεβιβάσθησαν εις την Ρώμην» (Κ. Κrumbcher, ιστορ. Βυζ. Λόγ. τ. Α’, σελ. 12). Δηλαδή αυτά που λέγουν και χαρακτηρίζουν ως βυζαντινά – μεσαιωνικά και βάρβαρα, στις περισσότερες φορές δεν ανταποκρίνονται στην ιστορική αλήθεια και αδικούν το βυζάντιο.
Αναμφισβήτητα υπήρξε και στενή επικοινωνία με άλλους ανατολικούς – ασιατικούς λαούς. μία απόδειξη όμως της υπεροχής της βυζαντινής αυτοκρατορίας σου παρέχει και το εξής: «Ο Ιουστινιανός έκλεισε τις φιλοσοφικές σχολές Αθηνών το 529 μ. Χ. και οι φιλόσοφοι των Αθηνών απεφάσισαν να μεταναστεύσουν στην Περσία, όπου, όπως είχαν ακούσει, ο Χοσρόης ενδιεφέρετο για την φιλοσοφία. Εκεί έγιναν δεκτοί με πολλήν συμπάθειαν, αλλά η ζωή στην ξένη αυτή χώρα ήταν αφόρητη για τους Έλληνας, τους οποίους ο Χοσρόης απεφάσισε να στείλει πίσω στην Ελλάδα, αφού προηγουμένως συμφώνησε με τον Ιουστινιανό να μη διωχθούν, ούτε να υποχρεωθούν δια της βίας να δεχθούν τη χριστιανική πίστη. Ο Ιουστινιανός κράτησε την υπόσχεσή του και οι ειδωλολάτρες φιλόσοφοι πέρασαν την υπόλοιπη ζωή τους στη Βυζαντινή αυτοκρατορία ειρηνικά» (A. Vasiliev, ιστορ. Της βυζ. Αυτοκρατ. Σελ. 191).
Ούτε μπορείς ν’ αρνηθείς ότι στις εικαστικές τέχνες του βυζαντίου υπήρξαν συριακά, περσικά και αιγυπτιακά – Αλεξανδρινά στοιχεία. Ακόμη «την εποχή που δεν πολεμούσαν, βυζαντινοί και άραβες διατηρούσαν φιλικώτατες σχέσεις και συχνά συναντιώνταν ειρηνικώτατα σε πανηγύρια, εορτές, αγορές εμπορικές, «αλλάγια» και άλλα από τα συνηθισμένα πολιτισμένα μέσα επαφής λαών γειτονικών» (Χ.Α. Νομικού, εισαγωγή στην ιστορ. Αράβων, σελ. γ). το έπος «Βασίλειος Διγενής Ακρίτας» φέρει μία επιγραμματική απόδειξη της ασιατικής – αραβικής επίδρασής στο βυζάντιο. Ο Θεολόγος Ιωάννης ο Δαμασκηνός ήταν μάλλον αραβικής καταγωγής και ο Ρωμανός ο Μελωδός θεωρείται ως φορέας συριακών επιδράσεων. Αλλά και στους Εβραίους οφείλει πολλά το βυζάντιο.
Για τις επιδράσεις όμως των ανατολικών λαών ο περισσότεροι ιστορικοί σου υπογραμμίζουν τα εξής: οι επιδράσεις της ανατολής εκδηλώθηκαν κυρίως σε εξωτερικά στοιχεία, ενδύσεως, πρωτοκόλλου και αυλικής εθιμοτυπίας και όχι στις πολιτικές ιδέες που ήταν όλες αποδεδειγμένα ελληνικής προελεύσεως» (Εκδοτ. Αθηνών, Ιστορία του Ελλην. Έθν. Τόμ. Ζ’, σελ. 312). Και σου επισημαίνονται στο ίδιο έργο στη σελίδα 309 και τα εξής: «Οι σπουδαιότεροι συγγραφείς είχαν ελληνική παιδεία, ιδιοσυγκρασία και νοοτροπία… Ο Ιωάννης Δαμασκηνός έγραφε, μιλούσε και σκεπτόταν Ελληνικά… στην ελληνική τα έργα του Ρωμανού του Μελωδού…. Τα συγγράμματα των βυζ. Μοναχών φαίνονται να στερούνται κάθε ιδέας που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως μη ελληνικής προελεύσεως»… (Και σχετικά με την επίδραση των Εβραίων) τα θεμέλια ήταν αναμφισβήτητα σημιτικά, αλλά το οικοδόμημα που ανεγέρθηκε επάνω σ’ αυτή τη βάση – η εκκλησία, οι θεσμοί της και το δόγμα – είχε βαθειά εξελληνισθεί από τους πρώτους ήδη αιώνες και στο βυζάντιο, δεν έπαυσε να είναι τίποτε άλλο από βυζαντινό».
Παρόμοια άποψη σου διατύπωσε και ο Krumbacher: και είναι μεν αληθές ότι το βυζαντινόν κράτος ουδαμώς ήτο τι αγνώς Ελληνικόν – η τοιαύτη αντίληψις είναι παντελώς αποκρουστέα – άλλ’ ιδιόρρυθμόν τι κράμα ελληνικών και ξένων στοιχείων… Την ηγεμονίαν όμως διετήρησαν τα ελληνικήν έχοντα την γλώσσαν εθνικά στοιχεία… Αι πνευματικαί λειτουργίαι εν τη πολιτεία εν τη εκκλησία και εν τη ανωτέρα εν πολλοίς δε και εν τη κατωτέρα κοινωνία και εν τη τέχνη ετελούντο αποκλειστικώς καθ’ ελληνικούς τύπους, και η παλαιά παρατήρησις ότι αι δυνάμεις έθνους τινός κείνται εν τω πνεύματι αυτού διεπιστώθη λαμπρώς» (K. Krumbacher, ιστορ. Βυζ. Λογ. Τόμ. Α’, σελ. 40).
Μην σπεύσεις όμως να δεχθείς ημι-ασιατικό χαρακτήρα στη βυζαντινή αυτοκρατορία. Αληθέστερη και ακριβέστερη σου προβάλλει η εικόνα της αμοιβαίας επιμειξίας και επιδράσεως: «Όπως παρά τοις Έλλησι του μέσου αιώνος παρατηρείται ανατολικόν τι ρεύμα εις τους μύθους, τα παραμύθια, τας παροιμίας τας λαϊκάς αντιλήψεις, την αυλικήν και εκκλησιαστικήν εθιμοτυπίαν, τας χειρονομίας, την ενδυμασίαν… ούτως και οι ανατολικοί λαοί έλαβαν παρά των βυζαντινών ως πολύτιμον αντίδωρον τα πνευματικά και λογοτεχνικά αυτών υπάρχοντα… Οι Άραβες από των μεγάλων αυτών πολιτικών κατορθωμάτων κατά τον ζ’ και η’ αιώνα λαβόντες σπουδαίας μοίρας της Ελληνικής και Λατινικής λογοτεχνίας δια των Σύρων εις αυτούς μεταδοθείσας, επεξειργάσθησαν αυτάς αυτοτελώς και μετά την κατάκτησιν της Ισπανίας μετέδωκαν εις τα λατινικά έθνη της δύσεως… τελευταίοι οι Τούρκοι παρέλαβον σπουδαίας όψεις του βυζαντινού πολιτισμού, ιδίως τους κανονισμούς του αστικού βίου» (Κ. Κrumbacher, ιστορ. Βυζ. Λογ. Τ. Α’, σελ. 55-56).
Και Άραβας μελετητής σε διατριβή του, το Κοράνιον και το βυζάντιον, ο Άλυ Νουρ σου ομολογεί την επιρροή του βυζαντίου στους Άραβες: «Υπάρχει φιλολογική σχέσις μεταξύ του κορανικού κειμένου και του ελληνικού της αγίας γραφής». (σελ. 54). «Οι Άραβες καθ’ ημάς κατώρθωσαν δια της αραβικής γλώσσης να πραγματοποιήσουν την τρίτην ιστορικήν περίοδον της διαδόσεως του ελληνικού πολιτισμού» (σελ. 3). Και συνεχίζει ο Άλυ Νουρ ως εξής: «Ελληνική επίδρασις εις την γραμματικήν Αραβικής λίαν εμφανής… ελληνική επίδρασις η εισαγωγή πτώσεων των ονομάτων εις την αραβικήν» (σελ. 87). Δια να καταλήξει: «Η μετάφρασις του ελληνικού θησαυρού εις την αραβικήν γλώσσαν κατέστη θρησκευτική και πολιτική ανάγκη και επεβλήθη ως κύριον μέσον της ισλαμικής διδασκαλίας… η Ελληνική φυσιογνωμία διαφαίνεται και εις τα αραβικά γράμματα επί δεκατέσσαρας αιώνας και αποτελεί μέχρι σήμερον παρθένον και αξιόλογον θέμα ερεύνης» (σελ. 93- 94).
Η ελληνικότητα του βυζαντίου ήταν πρόκληση για τους άλλους λαούς της ανατολής και εμπρός στην πρόκληση οι άλλοι λαοί εκδηλώθηκαν ως εξής: Άλλοτε αποδέχθηκαν φιλικά, άλλοτε πολέμησαν εχθρικά και άλλες φορές ακολούθησαν άλλο δρόμο: «Οι πληθυσμοί ήταν διαφόρων εθνοτήτων. Αλλά τα πλήθη των υπαλλήλων του κράτους ελαμβάνοντο εκ των μορφωμένων αστών, όπερ σημαίνει εκ των τυχόντων ελληνικής μορφώσεως… Ελληνοθρεμμένοι υπάλληλοι… Τα επί των εδαφών της αυτοκρατορίας εγκαθιστάμενα βαρβαρικά φύλα, λέγει ο K. Wessel δεν κατώρθωνων επί πολύ να διαφύγουν τον εξελληνισμόν των: η υπεροχή του πολιτισμού και η πνευματική ισχύς της εκκλησίας τα κατακτούσαν… οι άλλοι λαοί Ιλλυρικοί, Σκύθαι, Αρμένιοι, Σύροι, Ιουδαίοι, Κόπται ή αποδέχονταν τον ελληνισμό ή (αναδεικνύονταν) ξένα στοιχεία επιζητούντα να καταστρέψουν το βυζάντιο ή ν’ αποχωρισθούν» (Ι. Καραγιαννοπούλου, ιστορ. Βυζ. Κράτ. Τ. Α’, σελ. 24- 25).
Πολλαπλές αποδείξεις σου προσφέρονται ότι το βυζάντιο δεν υπήρξε ανατολικό – ασιατικό κράτος, άλλ’ είχε καίρια ελληνικό χαρακτήρα – παρά τις κάποιες επιδράσεις και άλλων λαών, άλλωστε και το ίδιο επέδρασε στους λαούς αυτούς. Διγενής ο Ακρίτας στην προέλευση, αλλά στο χαρακτήρα του ομοιάζει του Θησέα και ακόμη περισσότερο του Ηρακλή των αρχαίων ελλήνων. Έχει αποβεί κατ’ εξοχήν σύμβολο της ελληνικής εθνικής υπόθεσης και των αγώνων του ελληνισμού και είναι ως σήμερα θέμα ελληνικών τραγουδιών. Από τη Συρία έλληνας ο μηχανικός Καλλίνικος, αλλά η εφεύρεσή του λεγόταν «Ελληνικό πυρ», και «βελτιώθηκε με την πάροδο του χρόνου και ήταν ένα αυστηρά φυλασσόμενο κρατικό μυστικό» (Baynes – Moss, βυζάντιο, σελ. 425). Και κάτι ακόμα: «Πλην της ελληνικής ουδεμίαν άλλην γλώσσαν κατείχαν, ούτε την Λατινικήν, ούτε την Εβραϊκήν, Περσικήν… γνώσις ξένων γλωσσών ήτο εν βυζαντίω κάτι το ασύνηθες και οι μεσαιωνικοί Έλληνες κατά τούτο είναι γνήσια τέκνα των προγόνων αυτών, οίτινες ουδέποτε απέβαλον την αγέρωχον αυτάρκειαν επί τη ιδία αυτώ μαθήσει και τω πολιτισμώ» (Κ. Κrumbacher, ιστορ. Βυζ. Λογ. Σελ. 219).
Κοντολογής οι παρακάτω απόψεις σε κατατοπίζουν επιγραμματικά για το ερώτημα, πόσο ανατολικό – ασιατικό υπήρξε το βυζάντιο: Η υπογράμμιση της ελληνικής όψεως του βυζαντινού πολιτισμού δεν σημαίνει ότι το βυζάντιο έμεινε ανεπηρέαστο από δυνάμεις προερχόμενες από άλλες πολιτιστικές παραδόσεις, την Αραβική, Αρμενική, Βαβυλωνιακή, Αιγυπτιακή, Εβραϊκή Ινδική, Λατινική, Περσική, Συριακή κ.ά. ωστόσο αυτά και άλλα ξενικά στοιχεία επηρέασαν κυρίως τις διοικητικές, κοινωνικές, οικονομικές και στρατιωτικές πτυχές του βυζαντινού βίου, χωρίς όμως και να αλλοιώσουν ή να μεταβάλλουν τη βυζαντινή ιδεολογία… Πολλοί βυζαντινοί αυτοκράτορες ήταν μη Ρωμαϊκής ή μη Ελληνικής καταγωγής. Άλλ’ οι Αρμένιοι, οι σημαντικώτεροι από τους «ξένους» που ανήλθαν στο βυζαντινό θρόνο, αν και σε ποικίλλοντα βαθμό προσηλωμένοι στους εθνικούς τους χαρακτήρες, έδρασαν ως βυζαντινοί και όχι ως Αρμένιοι και στις κυριώτερες εκφάνσεις του έργου τους θα ήταν αδύνατον ν’ απομονωθούν σημαντικά πολιτιστικά στοιχεία αρμενικής μάλλον παρά βυζαντινής προελεύσεως. Με τον ίδιο τρόπο, όταν βυζαντινοί τεχνίτες υιοθετούσαν διακοσμητικά στοιχεία αρμενικής, αραβικής ή περσικής προελεύσεως, το τελικό έργο τέχνης δεν αποκτούσε εξ αιτίας αυτού αρμενικό, αραβικό ή περσικό χαρακτήρα, αλλά παρέμεινε βυζαντινό ως προς το πνεύμα και την εκτέλεση» (Εκδοτ. Αθηνών, ιστορ. Ελλην. Έθν. Τ. Ζ’, σελ. 309).

Συνεχίζεται. …

Από το βιβλίο: Ιστορικές γραμμές, του Φιλολόγου – Ιστορικού, Εκπαιδευτικού Μ.Ε., Ιωάννου Ν. Παπαϊωάννου.
Τόμος Β’. Λάρισα 1979

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Ιστορικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.