Λόγος εγκωμιαστικός στον όσιο Ξενοφώντα τον Αθωνίτη.

Πάλιν εορτήν και πανήγυριν άγομεν σήμερον αδελφοί˙ πάλιν συγκαλείται μοναστών το σύστημα και πιστών τα πλήθη˙ πάλιν συναθροίζεται, χορεύει, σκιρτά και αγάλλεται των φιλοπατόρων ο σύλλογος και προς ευφημίαν τρέπεται του Οσίου Πατρός ημών Ξενοφώντος του Κτίτορος.
Εχθές μεν, η του αθλοφόρου μεγαλομάρτυρος Γεωργίου του Τροπαιοφόρου μνήμη εξέλαμψεν ως ηώς εαρινή και πάντας ηύφραντε και ευωδίασεν˙ σήμερον δε, η του Οσίου Πατρός ημών Ξενοφώντος μνήμη διαυγάζει ως λαμπροφόρος νεοφανής αστήρ τας διανοίας ημών και κινεί την γλώσσαν ημών προς αίνεσιν και δοξολογίαν του εκ νεκρών αναστάντος Ιησού Χριστού, του πάντων Θεού, του και τον Όσιον Αυτού χαριτώσαντος και αγιάσαντος.
Εχθές μεν, παρέστη ενώπιον ημών ο πολύαθλος μεγαλομάρτυς του Χριστού, φέρων μεθ’ εαυτού τα τρόπαια κατά του αοράτου εχθρού˙ δεικνύων τα του μαρτυρίου στίγματα εν τω σώματι αυτού˙ παριστών τους άθλους, τα θαύματα και την δόξαν, ην είληφεν παρά Θεού και εν ουρανώ και επί της γης.
Σήμερον δε, ίσταται συμνοπρεπώς εν μέσω ημών ο Όσιος Ξενοφών ο Κτίτωρ, ως φιλόστοργος πατήρ, εν μέσω φιλοπατόρων υιών, ήπιος, πραΰς, ταπεινόφρων, νουθετών πάντας προς σωτηρίαν, καθοδηγών προς τρίβους ευθείας των ενταλμάτων του Χριστού, σοφός διδάσκαλος και ειρηνοποιός, καθηγητής των μοναστών και ποδηγέτης προς σωτηρίαν.
Ούτος ο μακάριος ήκμασε κατά τα τέλη του 10ου αιώνος εν Αγίω Όρει, ένθα και την ιδίαν αυτού Μονήν εκ βάθρων ανήγειρεν. Εκ τίνος δε τόπου ήλκεν την καταγωγήν, ή εκ τίνος γένους προήρχετο, ουκ είασεν ο πανάγαθος Θεός ημάς γνώσιν περί τούτου ασφαλή και βεβαίαν λαβείν, τη φθορά του χρόνου παραδώσας ταύτα. Έξεστιν ημίν μόνον περί του γένους αυτού ειπείν και μετά βεβαιότητός τινός αποφήναι, ότι εκ περιφανούς και πλουσίας οικογενείας ήλκε την καταγωγήν και ότι άμοιρος παιδείας ουκ ην, άλλ’ ότι σπουδαιοτάτην μόρφωσιν έλαβεν, ως και εις το εξής ικανώς λεχθήσεται.
Γνωστόν τυγχάνει ημίν ό,τι πρώτον μεν, σύγχρονος υπήρξεν του μεγίστου εν Οσίοις, Αθανασίου, του της Μεγίστης Λαύρας δομήτορος και καθηγητού, εις δε τον βίον αυτού μαρτυρείται ο Όσιος θεραπεύων τον αδελφόν του Οσίου Ξενοφώντος, Θεόδωρον, εκ της ανιάτου του καρκίνου νόσου.
Ελθών ο Όσιος Ξενοφών ενθάδε, ευρίσκει, κατά παράδοσιν, μικρότατον ναΐδριον του Αγίου ενδόξου μεγαλομάρτυρος Δημητρίου, του Μυροβλύτου. Ομοίως δε ευρίσκει την ιεράν και θαυματουργόν εικόνα του Αγίου ενδόξου μεγαλομάρτυρος Γεωργίου, αποτεθησαυρισμένην ενταύθα και πληρούσαν θάμβους και εκπλήξεως τους μοναστάς και τον Όσιον.
Η εικών αύτη ευρίσκετο εις την βασιλίδα των πόλεων, την ένδοξον Κωνσταντινούπολιν, κατά τον καιρόν της αθέου εικονομαχίας, ότε αι άγιαι εικόνες εποδοπατούντο και κατεκαίοντο υπό των ασεβών και αιρετικών, τα ιερά άπαντα εσυλλούντο και οι ευσεβείς προσκυνηταί των αγίων ημών σεβασμάτων εδιώκοντο και επαιδεύοντο παντοιοτρόπως. Τότε και η αγία αύτη εικών, μετά και ετέρων τινών, ετέθη υπό των ασεβών εικονομάχων εις το πυρ, ίνα αναλωθή υπ’ αυτού και εις το παντελές αφανισθή˙ πλην όμως θαύμα ηκολούθησεν, διότι το πυρός σβεσθέντος, ευρέθη σώα και αβλαβής προς καταισχύνην των ασεβών. Τότε εις εξ αυτών, ο θρασύτερος και τολμηρότερος πάντων, λαβάων μάχαιραν ο δείλαιος, επάταξεν την μορφήν του Αγίου εις τον πώγωνα και ευθύς – ώ του θαύματος ! – αίμα εκπηδήσαν εκ της πληγής παρέστησεν τον Άγιον ζώντα και θαυμαστόν εν τοις Αγίοις του Θεού, ελέγχοντα δε τρανώς την πλάνην αυτών. Τούτο δε, παρίσταται έως την σήμερον σημείον ζων, ενώπιον των οφθαλμών ημών και εις μνημόσυνον αιώνιον. Μετά τούτο, οι ασεβείς εκείνοι άπαντες εις φυγήν ετράπησαν μη φέροντες καθοράν της αγίας εικόνος την δύναμιν˙ εις δε ευσεβής και φιλόθεος λαμβάνει ταύτην μετά τρόμου και ευλαβείας και φέρει εις την παραθαλασσίαν. Προσευχηθείς δε και θερμώς παρακαλέσας τον πανάγαθον Θεόν όπως διασώση αυτήν ως οίδεν και ως βούλεται, ρίπτει την ιεράν εικόνα εις την θάλασσαν. Μετά ταύτα, ο Θεός ο γινώσκων τα πάντα προ του γενέσθαι αυτά, ηυδόκησεν όπως ο ένδοξος Μεγαλομάρτυς του Χριστού Γεώργιος, δια της αγίας εικόνος αυτού ελθούσης ενταύθα, καταστή στήριγμα και παρηγορία των μοναστών, οροθέτης και οροφύλαξ του ιερού ημών Τόπου τιμώμενος υπό των δούλων αυτού.
Δια τούτο και ο Όσιος Ξενοφών, ιδών την αγίαν εικόνα και μαθών περί της παραδόξου επελεύσεως αυτής δια της θαλάσσης, το δε αγίασμα του Αγίου Γεωργίου, το επιλεγόμενον «όξινα ύδατα», αναδειχθέν παρά θιν’ αλός και ιαματικόν και θαυματουργόν υπάρχον, ανήγειρεν δι’ ιδίων αυτού εξόδων και κόπων νέαν μεγαλοπρεπεστάτην Μονήν αφιερώσας εις τον Τροπαιοφόρον μεγαλομάρτυρα Γεώργιον (ότι ως προείπομεν, εκ γένους περιφανούς τυγχάνων και ευκατάστατος ων, είχε τα προς απαρτισμόν), ανεγείρας το τε Καθολικόν και έτερα κτίσματα τα αναγκαία προς την τε κατοικίαν και συντήρησιν των μοναζόντων.
Προς τούτοις, έμπλεως υπάρχων θείας και ανθρωπίνης σοφίας κατέστησεν την εαυτού μάνδραν αρετής φροντιστήριον, ασκήσεως γυμναστήριον, υπακοής και ταπεινοφροσύνης ενδιαίτημα θείον, σωφροσύνης κατοικητήριον, μάλιστα δε ελεημοσύνης και αγάπης παλλάδιον.
Όντως, ούτος ο θαυμάσιος τόπον άγιον τω Θεώ των όλων εστερέωσε και ανήγειρεν εις κατοικίαν Αυτού και κιβωτόν σωτηρίας και αγιάσματος ανέδειξε και αποκατέστησε την Μονήν αυτού και σκήνωμα άγιον τη του Θεού Μητρί τε και αειπαρθένω Μαρία και Θεοτόκω, τη προστάτιδι του Αγιωνύμου Τόπου, προηυτρέπισε και κατεκάλλυνε.
Ύστερον δε, ως κήρυξ τις διαπρύσιος, σταθείς εις τόπον υψηλόν αγιότητος εκήρυξεν ούτω πως, ειπών ¨Δεύτε πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι εκ της κοσμικής ματαιότητος και της του πονηρού απάτης καγώ αναπαύσω υμάς δια της χάριτος και ενεργείας του ενοικούντος εν εμοί Αγίου Πνεύματος. Άρατε τον σταυρόν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού εφ’ υμάς και μάθετε ότι πράος ειμί και ταπεινός τη καρδία. Ο γαρ ζυγός της υπακοής και εγκρατείας και ταπεινώσεως χρηστός εστί και το φορτίον της υπομονής και μετανοίας και σωφροσύνης ελαφρόν εστί, και ευρήσετε ανάπαυσιν ταις ψυχαίς υμών¨. «Δεύτε τέκνα, φόβον γαρ Κυρίου διδάξω υμάς». «Διδάξω ανόμους τας οδούς του Κυρίου και ασεβείς επί τον Κύριον και δημιουργόν και σωτήρα αυτών επιστρέψουσι».
Και ταύτα αυτού ειπόντος και ως σάλπιγγος κερατίνης ηχήσαντος και αστράψαντος, συνέρρευσαν πλήθη ψυχών λογικών και συνήχθησαν επί το αυτό και μίαν χορείαν αποτελέσαντα εισήλθον υπό τον χρηστόν και ελαφρόν ζυγόν του Κυρίου, του θέλοντος πάντας ανθρώπους σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν.
Τους κατά σάρκα και κατά πνεύμα κόπους αυτού, τις επαξίως αν διηγήσαιτο; Τας ποικίλας αρετάς αυτού, τις καταλεπτώ αν διατρανώσαιτο; Οίομαι γαρ ότι επιλείψει με ο χρόνος διηγούμενον περί προσευχής τε και νηστείας, χαμευνείας τε και κακοπαθείας, πειρασμών ων υπέμεινε και σκανδάλων των ορατών και αοράτων εχθρών, των ιδρώτων, των καμάτων, των παλαισμάτων, του ψύχους, της θερμότητος, και ετέρων τινών ων ουκ έστι νυν κατά μέρος ειπείν.
Ακούομεν γαρ του Κυρίου εις το θείον αυτού και ιερόν Ευαγγέλιον λέγοντος, «τις άρα εστίν ο πιστός οικονόμος και φρόνιμος ον καταστήσει ο Κύριος επί της θεραπείας αυτού του διδόναι εν καιρώ το σιτομέτριον;» Τοιούτος πιστός οικονόμος και δούλος φρόνιμος ανεδείχθη ο όσιος Ξενοφών, όστις, ου μόνον προφορικώς ως πηγή αείρροος και ζήδωρος εδίδασκε τοις εαυτού τέκνοις τα περί σωτηρίας και ευαρεστήσως του Θεού θεία μαθήματα, τύπον και υπογραμμόν εαυτόν καταλιμπάνων της μοναδικής πολιτείας˙ αλλά και το πρώτον τυπικόν της Ιεράς Μονής συνέγραψεν, ένθα δη περιέλαβε ου μόνον τας τυπικάς διατάξεις τας διαλαμβανούσας την θείαν λατρείαν και τας ιεράς ακολουθίας, αλλά επεξηγών τε άμα εν αυτώ την τάξιν και κατάστασιν του ιερού κοινοβίου.
Ώ τρισμακάριστε Πάτερ, τα τέκνα σου δια της διδασκαλίας και εν γένει αναστροφής μετά σου, ουκ είχον αφορώντα ει μη προς σε τον σοφώτατον αυτών και οσιώτατον διδάσκαλον. Καθορώντα σε τον ποιμένα αυτών και καθηγούμενον, ουχ εώρων σε τη αληθεία, αλλά δια σου, τον αρχιποίμενα αυτών και Δεσπότην Χριστόν. Σε γαρ ατενίζοντα, έβλεπον τον το κατ’ εικόνα διασώσαντα άνθρωπον του Θεού. Εις σε προσβλέποντα, εθεώντο τον Σταυρόν του Δεσπότου Χριστού επ’ ώμων άραντα, και ακολουθούντα Αυτώ. Ακούοντα δε σου διδάσκοντος, εμάνθανον της ιδίας αυτών σαρκός υπεροράν και εσπούδαζον της ιδίας αυτών ψυχής επιμελείσθαι, πράγματος όντος αθανάτου. Υποτασσόμενα γαρ εις σε δια της αδιακρίτου υπακοής αυτών, εις αυτόν τον Χριστόν υπετάσσοντο. Διακονούντα εις τα της ποίμνης σου διακονήματα και υπηρεσίας, ου μόνον σε τον Γέροντα αυτών ανέπαυον και σοι ευηρέστουν αλλά τω Κυρίω αυτών αληθώς διηκόνουν και ανέπαυον.
Επίσης, βλέπομεν ότι ούτος ο μακάριος εφανέρωσε την άπειρον αγάπην, ην έσχεν προς τον πλησίον, τους πτωχούς αγαπήσας και τούτοις επαρκέσας, βαστάζων πάντοτε τα ασθενήματα των αδυνάτων, ως δυνατός, μη ως ανθρωπάρεσκος, αλλά Θεώ αρέσκων. Βλέπομεν αυτόν εντολήν παραδόντα τοις εαυτού τέκνοις, «ίνα δύνασθαι πάντας τους προσερχομένους αλέθειν άνευ εξαγίου, ήτοι πληρωμής, εις τον της μονής μυλώνα», ελευθέρως και ακωλύτως, μάλιστα δε μετ’ επιβαρύνσεως της μονής, ήτις ώφειλε διακονείν πάντοτε τους προσερχομένους εις την άλεσιν του σίτου αδελφούς. Επ’ αυτόν ορώμεν πεπληρωμένον τον λόγον του ψαλμωδού τον λέγοντα «όλην την ημέραν ελεεί και δανείζει ο δίκαιος και το σπέρμα αυτού εις τον αιώνα έσται». Ούτω γαρ ηυδόκησεν ο μέγας το της ελεημοσύνης έργον επιτελέσαι και ουκ ηθέλησε επιβαρύναι τινά, ίνα μη μώμος προκληθή τη διακονία του Χριστού και του πλησίον, αλλά θέλων μάλλον Θεώ αρέσαι και ευαρεστήσαι ήπερ ανθρώποις.
Δια τούτο, ο νους αυτού ο θεοφώτιστος και πάντοτε επιποθών το αγαθόν και ποιείν αυτό προς δόξαν Θεού, και έτερον νόμον εθέσπισεν καθ’ εαυτού ο αοίδιμος. Κατά τας αρχάς εκάστης αγίας Τεσσαρακοστής, εφρόντιζε ιδία δια τους γέροντας και τους ασθενεστέρους αδελφούς και έδιδεν ευλογίαν ειδικήν ίνα ενδυναμοί αυτούς εις τους ασκητικούς αγώνας και ίνα διέρχονται εν προθύμω καρδία και φαιδρότητι νοός το της νηστείας μέγα πέλαγος, και ίνα εν αγαλλιάσει ψυχής φθάσωσι και εις την εόρτιον ημέραν της λαμπράς Αναστάσεως του Σωτήρος Χριστού. Τούτο το έργον της συγκαταβάσεως προς τους ασθενεστέρους τη ψυχή και τω σώματι δείγμα περίτρανον τυγχάνει της ελεήμονος και ευσπλάχνου καρδίας αυτού.
Ταύτα μαρτυρούσι αδιαψεύστως ότι ο Όσιος ούτος δια της διακρίσεως και της πλήρους αγάπης καρδίας αυτού εφήλκυεν εφ’ εαυτόν την χάριν του Παναγίου Πνεύματος. Εις αυτόν επίσης επληρώθη ο λόγος του Αποστόλου ο λέγων «τις ασθενεί και ουκ ασθενώ; Τις σκανδαλίζεται και ουκ εγώ πυρούμαι»; Πώς δύναμαι παραβλέψαι τους αδελφούς μου και παραθεωρήσαι αυτούς εν τη καθημερινή πνευματική διακονία «υπέρ ων Χριστός απέθανε;» Δια τούτο και εν ετέρω λέγει, «ου δώσω τοις οφθαλμοίς μου ύπνον και τοις βλεφάροις μου νυσταγμόν και ανάπαυσιν τοις κροτάφοις μου, έως ου εύρω τόπον τω Κυρίω, σκήνωμα τω Θεώ Ιακώβ». Διότι ηγάπησε το θέλημα του Κυρίου το αγαθόν και ευάρεστον και τέλειον. Και μάλιστα συνείχεν αυτόν η φροντίς και η μέριμνα ου μόνον ενός εκάστου των αδελφών, ως λόγον αποδώσων, εν ημέρα κρίσεως, αλλά και συνόλου της ιεράς αυτού Μάνδρας, ώσπερ τον Απόστολον η μέριμνα πασών των εκκλησιών.
Αλλά και εις ετέραν μεγίστην διακονίαν εκλήθη υπό του Κυρίου αυτού ως συνετός και υπάκουος υπηρέτης και πιστός δούλος και οικονόμος. Ούτω ο αοίδιμος υπερέβη πάντα τα λοιπά αυτού επιτεύγματα και παλαίσματα. Ηγάπησε γαρ τον μακαρισμόν του Κυρίου τον λέγοντα «μακάριοι οι ειρηνοποιοί, ότι αυτοί υιοί Θεού κληθήσονται». Δια τούτο βλέπομεν αυτόν ότι έρχεται ειρηνοποιός, εις τας διενέξεις τε και προστριβάς μεταξύ ενίων ιερών Μονών του Άθω, τας κατά τας αρχάς του 11ου αιώνος, επισυμβάσας επί εδαφικών τινών διαφορών και καταπατήσεων, εις ας και ηρίστευσεν επιτυχών την του δικαίου εφαρμογήν και τακτοποίησιν πάντων των ενδιαφερομένων. Ευρίσκομεν, δηλονότι, τας περιφήμους αυτού «ασφαλείας», ήτοι συμβόλαια ή συμφωνητικά (εξ ων τας πλείστας δι’ ιδίας χειρός συνέταξε καλλιγραφικώ και ευσχήμονι τω τρόπω) εις ας και σκιαγραφείται γλαφυρώς το σοφώτατον του νοός, το πραότατον της καρδίας, το ειρηνοποιόν της διαθέσεως, το δικαιότατον της γνώμης, η πλουσία και βαθυτάτη μόρφωσις και καλλιέργεια. Και παρά των λοιπών πατέρων απεκλήθη «ο δίκαιος» (και ούτω έπρεπέ σοι, δικαιότατε και οσιώτατε). Έλαβε δε την προσωνυμίαν ταύτην άκων και μη βουλόμενος αλλά προς δόξαν Θεού, του αναδείξαντος αυτόν γνήσιον αυτού δούλον και εργάτην του αγαθού.
Δια τούτο, ως ειρηνοποιός, αληθώς υιός Θεού εκλήθη ο πανάριστος και εν ουρανώ και επί της γης. Αληθώς, ως η Γραφή λέγει, αφήκε τα εννενήκοντα εννέα πρόβατα της ποίμνης αυτού και έδραμεν εις τους έχοντας χρείαν ειρήνης αδελφούς αυτού.
Περί δε τας δυσμάς του βίου αυτού ευρίσκομεν τον Όσιον προβεβηκότα ήδη τη ηλικία και παραιτηθέντα της ηγουμενίας, υπέρ του αδελφού αυτού Θεοδώρου και εφησυχάζοντα, αναμένοντα δε ειρηνικώς την ώραν της προς Κύριον εκδημίας αυτού. Και επί τούτω πάλιν θαυμάζομεν το αφιλόδοξον και ακενόδοξον αυτού προς τους ανθρώπους, και το υπάκουον αυτού προς τον Θεόν, διότι ο μακάριος ουκ ήθελε στήσαι το εαυτού θέλημα, λογισάμενος τούτο βδέλυγμα είναι ενώπιον του Θεού, αλλά και πάλιν έδραξε της ευκαιρίας ποιήσαι το αρεστόν τω Θεώ. Και ότε ηννόησεν εαυτόν εγκαταλειπόμενον υπό των εαυτού δυνάμεων και υπό των ασθενειών καταβαλλόμενον, παρητήθη του αξιώματος και εζήτα την απόλυσιν του σώματος, τρόπον τινά λέγων προς τον Δεσπότην Χριστόν: «Νυν απόλυσον με Δέσποτα, είδον γαρ τοις οφθαλμοίς μου το σωτήριόν σου. το έργον ο δέδωκάς μοι ποιήσαι εν τω κόσμω τούτω, πεποίηκα. Τας εντολάς σου κατά δύναμιν επλήρωσα. Την διακονίαν μου επληροφόρησα. Ιδού απόκειταί μοι ο της δικαιοσύνης στέφανος ον αποδώσεις μοι ως δίκαιος Κριτής». Και ο Κύριος επακούσας του οσίου αυτού, ανέπαυσεν αυτόν εν ειρήνη. Τούτο δε, συνέβη εις άγνωστον καιρόν αλλά πάντως μετά το 1018 έτος και προ του 1035 έτους από Χριστού.
Αλλά ο Όσιος και μετά θάνατον διδάσκει τα τέκνα αυτού και παραδειγματίζει τους δούλους αυτού μη τα υψηλά φρονείν, αλλά ταπεινούσθαι. Διότι αφανής παραμένει έως της σήμερον ο τόπος της ταφής αυτού και άδηλος εστί αποφεύγων την τιμήν και την προσκύνησιν των ανθρώπων, προτιμών και προκρίνων μάλλον την τιμήν και δόξαν του παναγάθου Θεού. Και οι μεν όσιοι του Θεού τοιαύτα εν εαυτοίς λογιζόμενοι ου στέργουσι την δόξαν των ανθρώπων, ακόμη και μετά της μεταστάσεως αυτών. Ημείς δε, μη επιλανθανόμενοι τον λόγον του ψαλμωδού τον λέγοντα «Ο Θεός ο ενδοξαζόμενος εν ταις μνείαις των αγίων σου» τιμήν και πανήγυριν επιτελούμεν Ξενοφώντι, τω του Θεού οσίω θεράποντι, γινώσκοντες σαφώς ότι ούτω συν αυτώ και ο Κύριος τιμάται και δοξάζεται.
Άλλ’ ω τρισμακάριστε πάτερ και αγιώτατε! Σοι προσπίπτομεν και σου δεόμεθα˙ έγνωμεν, γαρ σου το φιλάνθρωπον, και αγαπητικόν της καρδίας˙ συ τυγχάνεις ο πατήρ και ο ποιμήν ημών˙ ποίησον δέησιν προς τον φιλανθρωπότατον Δεσπότην και Σωτήρα˙ ικέτευσον υπέρ ημών των αμαρτωλών και αθλίων και δυσώπησον αυτόν˙ οίδαμεν γαρ ότι Αυτόν παρωργήσαμεν και παρωξύναμεν δια τας αμαρτίας ημών, τον όντως πραότατον και ανεξίκακον˙ σε γινώσκομεν δια βίου ημών προστάτην και αντιλήπτορα˙ σε επικαλούμεθα και σοι ποροστρέχομεν˙ ως έχων παρρησίαν προς τον Δεσπότην Χριστόν μνήσθητι ημών και φείσαι ημών˙ ως πραότατος και ανεξίκακος καταπράϋνον ημών τας καρδίας˙ ως ταπεινόφρων και μέτριος, εύθυνον ημάς εις υπακοής και ταπεινοφροσύνης τρίβους˙ ως ειρηνοποιός, ειρήνευσον ημών την ζωήν εκ του κλύδωνος των λογισμών˙ ως σοφώτατος διδάσκαλος, σοφίαν δίδου ημίν του συνιέναι τας μεθοδείας του εχθρού και εκφεύγειν αυτάς˙ ως αεί υπό του θείου φωτός ελλαμπόμενος, έλλαμψον και ημών τας ψυχάς δια του εν σοι ενοικούντος θείου φωτός και αξίωσον, ταις πρεσβείαις σου, τυχείν και της ουρανίου βασιλείας. Αμήν.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Παράβαλε και:
24 Απριλίου, μνήμη της Οσίας Ελισάβετ της θαυματουργού: Συναξάριον, Ακολουθία.
24 Απριλίου, μνήμη και του Οσίου Ξενοφώντος, κτίτορος της εν Αγίω Όρει ομωνύμου Ιεράς Μονής: Αγιοκατάταξις, Ακολουθία, Παρακλητικός Κανών.

Κατηγορίες: Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.