Μια ιστορία, μια αλήθεια – Μιχαήλ Σαββίδη.

Οταν ήταν μικρός, καθόταν το βράδυ στο μπαλκόνι. Ξενυχτούσε βλέποντας το γαλαξία, μετρώντας τα αστέρια και θαυμάζοντας την απεραντοσύνη του ουρανού — ήταν κι εκείνος ο κομήτης που τον ενθουσίαζε… Παντως κάθε βράδυ στεκόταν κάτω από τον αδαμαντόστικτο θόλο και ψιθύριζε• «Οι ουρανοί διηγούνται δόξαν Θεού…».
Το παιδί μεγάλωσε, πήγε σχολείο. Ενιωθε σπουδαίος σοφός. Εμαθε τα θεωρήματα του διαφορικού λογισμού, γνώρισε τη δομή του ατόμου, κατέκτησε τη θερμοδυναμική, έμαθε για ίΝΑ, ύΝΑ, βιοτεχνολογία. (Τον ουρανό τον είχε ξεχάσει). Εμπλεξε με χαοτική δυναμική, μετασχηματισμούς α ἶὸὃὧ.
Τωρα ξενυχτούσε επιλύοντας διαφορικές εξισώσεις.
Πήγε Πανεπιστήμιο…
Τελικά έγινε επιστήμονας μεγάλος. Με πτυχία πολλά, έρευνα που θα τη ζήλευε ο κάθε επιστήμονας, εργασίες που εντυπωσίασαν.
Γενικά έγινε άνθρωπος με κύρος. Περνούσε πολλές ώρες στο εργαστήρι του. Ολη τη νύχτα πάλευε στην έρευνα. Αγωνιοῦσε να ανακοινώσει πρώτος τα αποτελέσματα.
Στο μεταξύ η επιστήμη προόδευε. Επρεπε να συντονιστεί σ αὐτές τις αλλαγές. Κι από το άγχος του να παρακολουθεί όλες τις εξελίξεις, ξενυχτούσε διαβάζοντας τα νεώτερα δεδομένα γύρω από το χώρο του — κι από άλλους χώρους φυσικά (πως αλλιώς θα διατηρούσε το κύρος του;).
Κατόπιν δημιούργησε οικογένεια, απέκτησε παιδιά. Νεες σκοτούρες μπήκαν στο κεφάλι του.
(Για τον ουρανό που λέγαμε, ούτε λόγος να γίνεται βέβαια).
Ετρεχε όλη μέρα. Επρεπε να φροντίζει τα παιδιά, χωρίς παράλληλα να χάσει το κύρος από την επιστήμη που κατείχε. Ε, και η σύζυγος τον ήθελε συχνά κοντά της.
Ηταν κι εκείνες οι διαλέξεις που έπρεπε να δώσει — και οι συνεντεύξεις, και οι ραδιοφωνικές ομιλίες και τα άρθρα και τα συνέδρια, γενικά όλα αυτά που του έδιναν κύρος.
Μια από αυτές τις μέρες (κι ενώ τακτοποιούσε το πρόγραμμα στο ὰἆὦ ἆ, μιλώντας ταυτόχρονα με το κινητό στον εκδότη του και γράφοντας την ίδια στιγμή το τελευταίο άρθρο του), το πρόσεξε•
«Δώσε ουρανό στη ζωη σου». Στην αρχή τρόμαξε (μάλιστα το κινητό του έφυγε από τα χέρια). Βιάστηκε να φύγει από κει. Ομως αυτό που είδε τον ακολούθησε.
Το βράδυ στριφογύριζε στο κρεβάτι, μα δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Σηκώθηκε, πήγε στο γραφείο να ολοκληρώσει το άρθρο του, μα ο νους του ήταν αλλού. «Δώσε ουρανό στη ζωη σου». Εξαντλημένος, βγήκε στο μπαλκόνι να ηρεμήσει. Σηκωσε τα μάτια ψηλά (χρόνια είχε να κάνει αυτή την κίνηση).
Εμεινε να κοιτά συγκλονισμένος.
Ο ουρανός, που γνώριζε τόσο καλά όταν ήταν παιδί, τα άστρα που έλαμπαν, ο γαλακτόχρωμος γαλαξίας. Ηταν όλα εκεί, ψάλλοντας μια υπέροχη συμπαντική συμφωνία, που ένιωθε να του αγγίζει κάποιες ευαίσθητες χορδές.
Ολα τον περίμεναν να συνεχίσει το μέτρημα από κει που είχε σταματήσει μικρός.
Μετά από τόσα χρόνια, το μεγάλο πια παιδί, άρχισε να μετρά ξανά τα αστέρια. Μετά από τόσα χρόνια, ο άσωτος (έτσι ένιωθε) γύρισε εκεί που ανήκε.
«Δώσε ουρανό στη ζωη σου». Τελικά, όλα όσα έκανε στη ζωη του του φάνηκαν μάταια.
Ενιωθε πως τίποτα δεν μπορούσε να συγκριθεί μ αὐτό που έλεγε μικρός και που τώρα ξαναρχόταν στα χείλη του• «Οι ουρανοί διηγούνται δόξαν Θεού, ποίησιν δε χειρών αυτού αναγγέλλει το στερέωμα».

Μιχαήλ Σαββίδης
Βεροια

Από το περιοδικό «Η δράσις μας», τεύχος Μαϊου 2004

Κατηγορίες: Άρθρα. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.