«Αγνείας θησαύρισμα» – Ένα σχόλιο από τον φιλόλογο Κωνσταντίνο Γανωτή.

Το Τελευταίο τροπάριο της πρώτης ωδής του κανόνος των χαιρετισμών λέει: «Αγνείας θησαύρισμα, χαίρε δι’ ής εκ του πτώματος ημών εξανέστημεν’ χαίρε ηδύπνοον κρίνον, Δέσποινα, πιστούς ευωδιάζον, θυμίαμα εύοσμον, μύρον πολύτιμον».

Πάντα μου έκανε εντύπωση αυτό το διπλό «χαίρε», αν και το δεύτερο χαίρε, μπαίνει έτσι, χωρίς να είναι απαραίτητο συντακτικά! Λέει λοιπόν, χαίρε, Παναγία μου, εσύ η οποία είσαι θησαύρισμα αγνείας δηλαδή θησαυρός της αγνότητος, και όχι θησαυρός αγνοίας δηλαδή θησαυρός της μη γνώσεως! Θα μου πείτε, θησαυρίζεται η αγνότητα; αφού η αγνότητα είναι πράξη, είναι ζωή, είναι ενέργειες, ας πούμε, που κάνουμε στην ζωή μας. Όλα αυτά θησαυρίζονται? Ναι θησαυρίζονται, αλλά σαν ένα καταστάλαγμα συναισθηματικό μεσ’ στις καρδιές των ανθρώπων. και τότε, όταν στις πράξεις μας, στη ζωή μας χάσουμε αυτή την αγνότητα, ξέρουμε ότι κάπου, σε κάποια γωνιά της ψυχής μας υπάρχει αποθησαυρισμένη η εμπειρία της αγνότητας που μας την έδωσε η Παναγία μας. Της τέλειας αγνότητας.
Και συγκρίνοντας τις δικές μας πράξεις, τη δική μας ζωή, τα δικά μας παραπτώματα με την αγνότητα της Παναγίας, που πλέον όχι σαν ιδέα αλλά και σαν εμπειρία πράξεως, δηλαδή σαν συναίσθημα που διαρκώς έρχεται και ξεπηδάει μέσα μας σαν μια βρύση, σαν μια πηγή που βγάζει νεράκι, καταλαβαίνουμε πως η αγνότητα είναι εκεί, όπου και η Παναγία! Και έτσι, μας προκαλείται η μετάνοια. Γι’ αυτό λέμε συχνά κατά την προσευχή μας στην Παναγία μας: «χάρισέ μας την ντροπή, την ντροπή απέναντι στην αγνότητά σου».

Και λέει στη συνέχεια ο υμνογράφος: «αγνείας θησαύρισμα χαίρε». Λέμε δηλαδή στην Παναγία μας, χαίρε, αν και ξέρουμε ότι η Παναγία πάντοτε χαίρεται. εμείς όμως τί να της πούμε; Της λέμε ότι αξίζει να χαίρεσαι, και χαιρόμαστε που χαίρεσαι, και ζητάμε να χαίρεσαι, γιατί με αυτόν τον τρόπο «μπαίνουμε» κι εμείς μέσα στην χαρά σου. Οι άγιοι δεν έχουν τίποτε που να είναι ατομικά δικό τους. Ό,τι έχουν, το ακτινοβολούν σε όλους μας. Άρα Παναγία μας, «κράτα» την χαρά σου, για να την χαρούμε κι εμείς.

Η Παναγία μας λοιπόν είναι αυτή δια της οποίας «εξανέστημεν εκ του πτώματος ημών», δηλαδή αναστηθήκαμε από το πτώμα μας. Εδώ η λέξη πτώμα δεν σημαίνει τον νεκρό άνθρωπο – το άψυχο κουφάρι, αλλά εννοείται η πτώση μας στην αμαρτία.

Ώστε η Παναγία είναι η αιτία για να σωθούμε από την πτώση μας, μα αι είναι και θησαύρισμα αγνότητας μες στην καρδιά μας, στο οποίο μπορούμε να ανατρέχουμε. Πότε; Όχι μόνον όταν αμαρτάνουμε και θέλουμε μια σύγκριση για να μετανοήσουμε, αλλά και όταν απογοητευόμαστε και λέμε: «δεν υπάρχει τίποτε καθαρό γύρω μας». Μα θα μας αντέτεινε κάποιος: «αυτά όλα είναι λόγια του αέρος. όλα είναι βρώμικα ή ακόμη, δεν είναι τίποτε βρώμικο, μα όλα είναι φυσικά. Τί θα πει βρώμικα» σου λέει ; κι όμως η Παναγία μας λέει. Υπάρχουνε βρώμικα και καθαρά. Και δεν είναι φυσικά τα βρώμικα. Φυσικά είναι τα καθαρά, γιατί αυτά έπλασε ο Θεός. και μας λέει ακόμη, ότι έχω την εμπειρία της αγνότητας θησαυρισμένη μες στις καρδιές σας, σαν μια εικόνα που πήρατε από μένα. Κι αυτή την πραγματικότητα μας δείχνει και κάθε ιερή εικόνα της Παναγίας, όχι για να μας συντρίψει και να πούμε, τί πάθαμε! Δεν πρόκειται να σωθούμε! Αλλά ίσα ίσα για να πούμε: υπάρχει ελπίδα. Μπορούμε να ξαναφτάσουμε εκεί απ’ όπου φύγαμε. Γιατί ; διότι όπως η Παναγία κράτησε την αγνότητά της, έτσι μπορούμε κι εμείς να την ξαναβρούμε. Γιατί ο Χριστός δεν έπλασε μόνο την Παναγία, κι εμάς μας άφησε για πέταμα. Αλλά μας έκανε και εμάς για να μας φτάσει στη θέση της Παναγίας μας. Γι’ αυτό λέει: «για Μένα, μητέρα και αδέλφια Μου είναι καθένας που κάνει το θέλημα του Θεού».
Ποιος μας εμποδίζει να κάνουμε αυτή την ώρα το θέλημα του Θεού ; κι αμέσως να γίνουμε κι εμείς «μητέρα» του Χριστού ; για σκεφτείτε, μας βάζει στη θέση της μητέρας Του! Μόνο με τη μετάνοιά μας.

Έτσι λοιπόν, η αγνότητα της Παναγίας μας θησαυρισμένη μέσα στη μνήμη μας και μέσα στην εμπειρία μας, μέσα στα βάθη της ψυχής μας, είναι ένα μπόλι, που μπολιάζει όλο το είναι μας, και παραμένει μια βεβαιότητα ότι υπάρχει η αγνότητα. Δεν έχουν χαθεί στον κόσμο τα πάντα. Η Παναγία μας από εκεί μας προσκαλεί να την φτάσουμε.

«Χαίρε, ηδύπνοον κρίνον». Την αποκαλούμε κρίνο ηδύπνοο που βγάζει γλυκιά πνοή, γλυκό άρωμα δηλαδή, πιστούς ευωδιάζον! Βλέπετε, το άρωμα της Παναγίας μας δεν είναι μόνο για να το χαίρεται η ίδια, αλλά ούτε μόνο για να αγιάζει και να ομορφαίνει τον παράδεισο και τον ουράνιο κόσμο. Αλλά το μύρο αυτό έρχεται σε εμάς τους πιστούς, ας είμαστε αμαρτωλοί, σ’ εμάς όμως που παραμένουμε πιστοί. Σε αυτήν απευθυνόμαστε και τότε μας ευωδιάζει. Εδώ η μετοχή ευωδιάζον είναι μεταβατικό, δηλαδή με ευωδιάζει εμένα, δεν ευωδιάζει απλώς αυτό.

Ο υμνογράφος λέγει πως η Παναγία μας είναι «θυμίαμα εύοσμον, μύρον πολύτιμον». Θυμίαμα που έχει ωραία οσμή και μύρον πολύτιμον. Οπότε, όσο και βρώμικη και να είναι η ζωή μας και το περιβάλλον μας, το άρωμα από την αγνότητα της Παναγίας και την αγάπη της, με την οποία αυτή την αγνότητα την θησαυρίζει για χάρη μας, έρχεται και μας καθαρίζει, διώχνει το κακό και μας ξαναστηρίζει στην πίστη ότι το καλό υπάρχει, η ομορφιά υπάρχει. Δεν χάθηκαν τα πάντα. Έτσι, ακόμα ο κόσμος στέκεται όρθιος.

(Απομαγνητοφωνημένο σχόλιο του φιλολόγου κ. Κωνσταντίνου γανωτή στο ραδιοσταθμό «Πειραϊκή Εκκλησία».

Κατηγορίες: Άρθρα, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.