Πώς κτίσθηκε η Αγία Σοφία της Κωνσταντινουπόλεως; – Ιωάννου Ν. Παπαιωάννου.

Περιληπτικά θα μπορούσες να σημειώσεις για την πρώτη μορφή του ναού της αγ. Σοφίας και τις τύχες του τα εξής: κατά μίαν παράδοση – η οποία αμφισβητείται – ιδρύθηκε από το Μέγα Κωνσταντίνο, κατά τον ιστορικό Σωκράτη θεμελιώθηκε από τον Κωνστάντιο και κατά τον Ίντα, τα εγκαίνια έγιναν στις 15 Φεβρ. 360 μ. Χ. Στις 20 Ιουνίου 404 μ. Χ. πυρπολήθηκε από τους χριστιανούς της Κων/πόλεως σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την εξορία του Ιωάννου Χρυσοστόμου. Έκανε έντεκα χρόνια η ανοικοδόμηση και αποδόθηκε ξανά στις 10 Οκτωβρίου 415 μ. Χ. από το Θεοδόσιο Β’. Το 532 μ. Χ. κατά τη «στάση του Νίκα» πυρπολήθηκε και καταστράφηκε ολοκληρωτικά. Όμως πέντε εβδομάδες μετά την καταστολή της στάσης του Νίκα, άρχισε ο Ιουστινιανός την ανοικοδόμηση της πιο λαμπρής μορφής, με εργασία εκατό (100) εργοδηγών – πρωτομαστόρων έχοντας ο καθένας εκατό εργάτες – μαστόρους.
Εκείνοι που αμφισβητούν την ίδρυσή της από τον Μέγαν Κων/νον σου επικαλούνται την ύπαρξη παραστάσεων του 11ου αι. ψηφιδωτών των βυζαντινών που δείχνουν τον Ιουστινιανό να προσφέρει στην Παναγία την Αγία Σοφία, ενώ τον Κων/νον παρουσιάζουν να προσφέρει την πρωτεύουσα πόλη, αν και υπάρχουν βυζαντινοί ιστορικοί που αναφέρουν ως πρώτον ιδρυτή το Μέγα Κων/νον, όπως λ. χ. ο Μιχ. Γλυκάς: «Γίνωσκε δε αγαπητέ, ότι την του Θεού μεγάλην εκκλησίαν, ξυλότρουλλον και δρομικήν πρότερον κτισθείσαν υπό του Μεγάλου Κων/νου, ο Ιουστινιανός εις ο νυν έχει κάλλος τε και μέγεθος ήγειρε. Διηγέρθη δε το θαυμαστόν τούτο έργον δια τον πολυπληθή φόνον εκείνον, ον η αντιστασία του Υπατίου προϋξένησεν… Όθεν και τον Θεόν τούτου ένεκα εξιλεούμενος ο Ιουστινιανός το θαυμαστόν τούτο έργον ανωκοδόμησεν» Mich. Glycae, Annalium Pars IV, σελ. 495- 496.
Είτε για να εξιλεωθεί ο Ιουστινιανός, επειδή προέβη στην πολυπληθή αιματοχυσία με τη στάση του Νίκα, είτε για να εξασφαλίσει την εύνοια του Θεού υπέρ των μεγάλων σχεδίων του έδειξε «υπευθυνότητα για την ανοικοδόμηση του μεγαλοπρεπέστερου ναού του χριστιανικού κόσμου» Baynes – Moss, βυζάντιο, σελ. 48. Μερικοί ιστορικοί σου αναφέρουν κάποια εγωϊστική αναμέτρηση ως αφορμή: «Η μεγαλύτερη και πιο εντυπωσιακή εκκλησία της Κων/πόλεως ήταν του αγίου Πολυεύκτου, που είχε πρόσφατα ολοκληρωθεί χάρη σε δωρεές της Ιουλιάνας Αννικίας, του αρχηγού του ζάπλουτου οίκου των Αννικίων, κόρης του Ολυβρίου, του τελευταίου Ρωμαίου αυτοκράτορα της δύσεως και δισεγγονής Θεοδοσίου. Ο Ιουστινιανός είχε ισχυρό αίσθημα προσωπικής αξιοπρέπειας και δε θα ανεχόταν εύκολα να τον υπερκεράσει ένας ιδιώτης – πολίτης – και ιδιαίτερα μια γαλαζοαίματη αριστοκράτισσα σε γενναιοδωρία προς την εκκλησία» έκδοτ. Αθηνών, ιστορία Ελλην. Έθνους, τόμ. Ζ’, σελ. 169.
Ο Κωδηνός σου προσφέρει εξαιρετικές πληροφορίες για τις προετοιμασίες του Ιουστινιανού, για τις δυσκολίες εξευρέσεως μέσων, για την αποστολή υλικών από όλες τις περιοχές της αυτοκρατορίας καθώς και για την παράδοση υποδείξεως του σχήματος από άγγελο: «Της Μεγάλης Εκκλησίας, ήγουν της αγίας Σοφίας, ειδωλείου (= ναού ειδωλολατρικού) το πριν ούσης και πολλών αγαλμάτων εκείσε ισταμένων, αφείλεν (=αφαίρεσε) αυτά ο Μέγας Κων/νος. Μετά την σφαγήν την εν τω ιππικώ (δηλ. με την επέμβαση του ιππικού κατά τη στάση του Νίκα) ενέπνευσεν ο πανάγαθος Θεός και φιλάνθρωπος εις την διάνοιαν του βασιλέως Ιουστινιανού του οικοδομήσαι ναόν, οίος ουκ εγένετο από Αδάμ, ούτε γενήσεται. Έγραψε δε και τοις στρατηγοίς, τοπάρχαις και σατράπαις και δουξίν και πάσιν τοις ούσιν αρχηγέταις πάντων των βασιλικών θεμάτων ανατολής τε και δύσεως, Άρκτου και Μεσημβρίας, πέμψαι αυτώ ύλην (=υλικά) ανήκουσαν εις το ανεγείραι τοιούτον αξιοθαύμαστον και θεοφρούρητον και θεοφύλακτον και περικαλλή ναόν, όπου δηλαδή ευρεθώσι, κίονάς τε και συστημάτια, στήθαιά τε και αβάκια (=πλάκες) και καγκελλοθύρια. Πάντες δε οι παρ’ αυτού του βασιλέως Ιουστινιανού ορισθέντες χαίροντές τε και αγαλλιώμενοι έπεμπον τω βασιλεί Ιουστινιανώ την τοιαύτην ύλην, συναγαγόντες αυτήν από τε ναών ειδωλικών και παλατίων, λουτρών τε και οίκων, από πάντων των θεμάτων της οικουμένης». Georg. Codinus, De S. Sophia, Corpus Script Byz Histor. P. 64d κ.ε.
Και συνεχίζει ο Κωδηνός: «Ήρξατο γουν εξωνείσθαι (=να εξαγοράζει, απαλλοτριώνει) οικήματα των εκείσε οικούντων και πλησιαζόντων και πρώτον μεν χήρας τινός γυναικός, ονόματι Άννης. Εκείνης δε μη βουλομένης ταύτα πράσαι (=να πωλήσει) τω βασιλεί, έλεγε, μέχρι νομισμάτων λίτρας μ’ = 40 εάν μοι παράσχης ου δίδωμί σοι ταύτα. Ο δε βασιλεύς πολλούς των μεγιστάνων (υπαλλήλων) αυτού αποστείλας προς θεραπείαν της γυναικός ουδέν ήνυεν (=κατώρθωνε,) παραγενόμενος δε ο βασιλεύς εις ικεσίαν της γυναικός εδέετο αυτής περί της διαπράσεως των οικημάτων αυτής. η δε θεασαμένη τον βασιλέα έπεσεν εις τους πόδας αυτού δεομένη και λέγουσα, Δέσποτα βασιλεύ, εγώ μεν χάριν τιμής των οικημάτων ουκ οφείλω λαβείν τι από σου, θέλω δε κοινωνόν καμέ γενέσθαι εις τον κτιζόμενον ναόν… Αρξαμένου δε του θεμελιούσθαι, προσκαλεσάμενος Ευτύχιον τον Πατριάρχην, εποίησεν ευχήν περί συστάσεως Εκκλησίας. Ο δε βασιλεύς οικείαις χερσί λαβών άσβεστον μετά οστράκου έβαλεν εις τον θεμέλιον προ πάντων… Το δε σχήμα του ναού άγγελος κατ’ όναρ (= σε όραμα – όνειρο) υπέδειξε τω βασιλεί» Georg. Codinus, De S. Sophia, P. 65d-67d, σελ. 133- 135.
Επιχειρήθηκε αρχιτεκτονικά η συγχώνευση «δύο τελείως διαφορετικών τύπων εκκλησιαστικών κτηρίων, της βασιλικής και του περίκεντρου θολωτού οικοδομήματος». Εκδοτ. Αθηνών, Ιστορία του Ελλην. Έθνους, τόμ. Ζ’, σελ. 169. Κρίνοντας την κάτοψη του ναού θα μπορούσες να συμπεράνεις ότι «σχηματίζει σχεδόν ένα τετράγωνο ορθογώνιο διαστάσεων 77 μέτρων επί 71». Αλλά αν παρατηρούσες από το εσωτερικό θάβλεπες «ένα τεράστιο κεντρικό κλίτος που απολήγει στην αψίδα του ιερού (μία πατροπαράδοτη βασιλική) και στρέφεται από ένα γιγάντιο τρούλλο, που μοιάζει να αιωρείται. Ο Strzygowski διατύπωσε την άποψη ότι το σχήμα εισήχθη από την Αρμενία. Το τόξο είναι κατασκευασμένο με βάση τη δυναμική της καμπύλης και αναγκάζει το μάτι να επιστρέψει στη γη… έτσι ώστε ο χώρος δεν χάνει ποτέ την ισορροπία του» Εκδοτ. Αθηνών, ιστορ. Του Ελλην. Έθνους τόμ. Ζ’, σελ. 382.
Ο ναός παρουσιάζει ένα άρρηκτο σύνολο από κάθε άποψη. Άλλωστε «του κυρίως ναού προτάσσεται από της παλαιοχριστιανικής εποχής καθιερωθέν αίθριον, μία ορθογωνικού σχήματος αυλή (περίπου 50 μέτρων πλάτους και 30 μέτρων μήκους, περιστοιχισμένη από στοές) – μη σωζομένη σήμερον και στο κέντρον περίτεχνος κρήνη, η λεγομένη φιάλη, όπου ελάμβανε χώραν ο εξαγνισμός των πιστών, πριν εισέλθουν εις τον ναόν και ο αγιασμός των υδάτων κατά την αγίαν ημέραν των Θεοφανείων. Την πλουσίαν διακόσμησιν της φιάλης ταύτης συνεπλήρωσεν η περιώνυμος έκτοτε καταστάσα καρκινική επιγραφή αναγιγνωσκομένη αδιαφόρως από της αρχής ή του τέλους και παρουσιάζουσα το αυτό κείμενο: ΝΙΨΟΝΑΝΟΜΗΜΑΤΑΜΗΜΟΝΟΨΙΝ, προτρέπουσα τους χριστιανούς εις πλήρη σωματικήν και ψυχικήν κάθαρσιν, πριν ή θεωρηθούν άξιοι να ακροασθούν και να παρακολουθήσουν την θείαν λειτουργίαν» (Θρησκ. Και Ηθική εγκυκλ. Τόμ. 11ος, σελ. 333.
Μεταξύ του αιθρίου και του ναού υπάρχει ο εξωνάρθηκας μονώροφος με εννιά (90 πύλες, από τις οποίες η μεσαία επιβλητική λεγόμενη Βασίλειος πύλη, για την είσοδο του αυτοκράτορα και αμέσως μετά ο εσωνάρθηκας διώροφος και του οποίου το υπερώον επικοινωνεί με τα γειτονικά υπερώα του κυρίως ναού.
Οπωσδήποτε ο τρούλλος ήταν το επιβλητικότερο τμήμα του ναού: «Είχε διάμετρο 31 μέτρα από το δάπεδο ως την κορυφή του τρούλλου η απόσταση ήταν 56 μέτρα. Τα πλάγια του ναού χωρίζονται από τον κυρίως ναό με μαρμάρινους κίονες, που είχαν μεταφερθεί από τον ναό της Αρτέμιδος στην Έφεσο και καλύπτονται από έναν εξώστη τον γυναικωνίτη. Στο κέντρο κάτω από τον τρούλλο υψωνόταν ο άμβων με επένδυση από ασήμι και ελεφαντόδοντο και στεγάζεται από γείσο επιστρωμένο με πλάκες χρυσού… Το φως της ημέρας εισερχόταν από σαράντα ανοιχτά παράθυρα στη βάση του τρούλλου και από άλλα ανοίγματα στους μεγάλους παράπλευρους τοίχους… Δημιούργησε την αίσθηση του ουράνιου θόλου η απεραντοσύνη του τρούλλου διευρυνόμενη χάρη σε μια τολμηρή παράβαση των καθιερωμένων κανόνων της ισορροπίας – που έρχεται να καθήσει στα κεφάλια των πιστών» Ζερ. Βάλτερ, η καθημερινή ζωή στο βυζάντιο, σελ. 55 και 57.
Επιτεύχθηκε ένας «κατάλληλος στατικός οργανισμός, αλλά μετά τοιαύτης αρχιτεκτονικής ευαισθησίας, ώστε να ικανοποιούνται και πλείστα λειτουργικά, κυκλοφοριακά και αισθητικά αιτήματα. Εν εξ αυτών η διαφοροποίησις των δύο αξόνων συνθέσεως, διδομένης μεγαλυτέρας σημασίας, εις τον κατά μήκος άξονα» Θρησκ. Και ηθική εγκυκλ. Τόμ. 11ος, σελ. 331.
Βέβαια «η αίσθηση από την εξωτερική εμφάνιση δεν είναι εντυπωσιακή. Ένα βυζαντινό κτίσμα του 6ου μ. Χ. αι. με τους γυμνούς τοίχους από τούβλα, πάντοτε παρέχει και κάπως πτωχή και μονότονη άποψη… Αλλά είναι έργο θαυμάσιο και συγχρόνως τρομερό στη θέα… Κατά τον Choisy, είναι ένα θαύμα σταθερότητος, τόλμης, άφοβης λογικής και επιστήμης» Baynes – Moss, βυζάντιο, σελ. 249. Όσο για πρώτη ύλη οικοδομήσεως «η αγία Σοφία εκτίσθη δια πλίνθων και δια μιας ηφαιστειογενούς σκληράς πέτρας (πιπερόπετρα) Έσελιγγ, Βυζάντιο και βυζ. Πολιτισμός, σελ. 131 και με αργιλλικό πηλό. Η αγία Σοφία εξωτερικά ήταν όπως ο καλός χριστιανός, απέριττος, αφήνοντας να διαλάμψει ο πλούτος του εσωτερικού κόσμου.
Από το κατώφλι της Βασιλείου Πύλης ο επισκέπτης μπορεί να έχει πλήρη εποπτεία του τεράστιου τρούλλου και του εσωτερικού χώρου: «Εκατόν τέσσαρες κίονες εχρειάσθησαν δια να στηρίξουν ή κοσμήσουν τον ναόν και τα μέρη του, τα υπερώα ή τον γυναικωνίτην. Οι κίονες εκομίσθησαν εκ διαφόρων τόπων και ήσαν διαφόρων σχημάτων και χρωμάτων, στρογγυλοί ή τετράγωνοι, πράσινοι, πορφυροί, κίτρινοι, ροδόχροι κ.λ.π. Η τόσον αγαπητή εις τους βυζαντινούς πολυχρωμία μαρμάρου εχρησιμοποιήθη και εις την ορθομαρμάρωσιν, εις την κάλυψιν δηλαδή του εσωτερικού του ναού και των πεσσών, δια πλακών εκ διαφόρων μαρμάρων. Τα κιονόκρανα των κιόνων είναι ποικίλα, δια τρυπάνου κατειργασμένα, το τρύπανον δ΄ εδημιούργει φωτοσκιάσεις, αντιθέσεις φωτός και σκιάς. Τα στηθαία ή θωράκια του υπερώου είναι επίσης γεγλυμμένα, η γλυπτική δε διακόσμησις καθόλου είναι από τα σπουδαιότερα σημεία του καλλιτεχνήματος της Αγίας Σοφίας. Υπέρ την ορθομαρμάρωσιν εχρησιμοποιήθη το ψηφιδωτόν δια την εικονογράφησιν του ναού» Κων. Αμάντου, ιστορία του Βυζ. Κράτους, τόμ. Α’, σελ. 206. Αλλά είναι εκπληκτικά σοφή και η διάταξη των κιόνων, καθόσον «οι κίονες σχηματίζουν πενταμελείς τοξοστοιχίας, επιτρεπούσας την οπτικήν επικοινωνίαν των χώρων, ώστε να επέρχεται μία πλήρης ενοποίησις του ισογείου της αγίας Σοφίας» Θρησκ. Και ηθική εγκυκλ. Τόμ. 11ος, σελ. 335.

Μη σπεύσεις να συμφωνήσεις με τους μελετητές που επικρίνουν τον Ιουστινιανό για τη μεγάλη δαπάνη που απαιτήθηκε για την αποπεράτωση και διακόσμηση του ναού της αγίας Σοφίας. Αναμφίβολα ο αυτοκράτωρ εκείνος δεν φειδωλεύθηκε χρήματα για να κάνει το σπουδαίο έργο προς δόξαν Θεού των Χριστιανών. Και αποφάσισε «να κάνει άφθονη χρήση πολυτίμων υλικών, χρυσού, αργύρου, ελεφαντοστού και πολυτίμων λίθων. Μία τάση προς την πολυτέλεια σε όλες της τις μορφές, ένα πάθος για λαμπρότητα» Baynes – Moss, βυζάντιο, σελ. 247. Και για τα μάρμαρα: «πράσινος ή χλωρός λίθος της Καρύστου, ο ροδόχρους φρύγιος, ο πορφυρούς συηνίτης της Αιγύπτου, ο πράσινος της Λακωνίας, ο λευκάζων Ιασσικός εκ Καρίας, ο ωχρόλευκος της Λυδίας, ο χρυσίζων της Λιβύης, ο μέγας κελτικός, ο μελίχρους όνυξ, ο πράσινος ατράκειος ή Θεσσαλικός, ο λευκός εκ Προκοννήσου και ο τεφρόχρους εκ Βοσπόρου… Τα ψηφιδωτά εκάλυπταν όλας τας καμπύλας επιφανείας… Μορφαί θείων προσώπων, άγιοι, Πατριάρχαι και αυτοκράτορες ενεφανίζοντο ποικιλόχρωμοι επί ενιαίου χρυσού βάθους. Οι διάφοροι χρωματικοί συνδυασμοί επετυγχάνοντο δια μικρών ψηφίδων εξ επεξειργασμένων θραυσμάτων υαλομάζης, ενώ δια τας χρυσάς και αργυράς τοιαύτας εχρησιμοποιούντο λεπτότατα φύλλα χρυσού και αργύρου. Η φύσις του υλικού και η ιδιάζουσα τοποθέτησις των ψηφίδων εδημιούργουν σπινθηριζούσας αντανακλαστικάς επιφανείας, προσδιδομένης συγχρόνως εις αυτάς και ποιάς τινός επιδερμικής διαφανείας» Θρησκ. Και ηθική εγκυκλ. Τόμ. 11ος, σελ. 338.
Προχώρησε στην αποπεράτωση με καταπληκτική ταχύτητα ο Ιουστινιανός, τόση που δεν ανευρίσκεις για κανένα άλλο μέγα αρχιτεκτονικό δημιούργημα. Οι ναοί του αγίου Πέτρου της Ρώμης και του αγίου Παύλου του Λονδίνου, που είναι μεγαλύτεροι από την αγία Σοφία, κτίσθηκαν χίλια και χίλια διακόσια περίπου χρόνια μεταγενέστερα και χρειάσθηκαν εκατόν είκοσι για τον έναν και τριάντα τέσσερα χρόνια για να αποπερατωθούν, ενώ και για τον Παρθενώνα, χρειάσθηκαν εννιά χρόνια. Αλλά ο Ιουστινιανός διέθεσε με τόση φροντίδα τα απαραίτητα ποσά, ώστε κάθε βράδυ ο καθένας εργάτης στην ανοικοδόμηση και διακόσμηση της αγίας Σοφίας πληρωνόταν, για να εκλείψει κάθε παράπονο και κάθε αταξία. Επί πλέον ο Ιουστινιανός «παρεχώρησε στην Αγία Σοφία 365 τριακόσιες εξήντα πέντε κτήσεις (=δωρεάν εδαφικές εκτάσεις) μία για κάθε ημέρα του έτους… (καθώς) και ετήσια επιχορήγηση ογδόντα (80) λιρών, που επί Ρωμανού Γ’ έγινε εκατόν εξήντα (160) λίρες» Baynes – Moss, βυζάντιο, σελ. 134.
Οι μελετητές σου αποκαλύπτουν και τις εξής πτυχές για τη Μεγάλη εκκλησία: Ήδη στα 538 μ. Χ. είχε 525 ανθρώπους για την υλικο-πνευματική εργασία, που ήταν κατανεμημένοι ως εξής: «εξήντα ιερείς, εκατό διακόνους, σαράντα διακόνισσες, ενενήντα υποδιακόνους, εκατόν δέκα αναγνώστες, είκοσι πέντε ψάλτες και εκατό πυλωρούς» Παν/μίου Καίμπριτζ, ιστορία Βυζ. Αυτοκρ. Τόμ. Β’, σελ. 703. Και για τις ακολουθίες: «Νεαρά του Ιουστινιανού του 555 μ. Χ. αναφέρει ότι στον περίλαμπρον ναόν της αγίας Σοφίας έψαλλον πενήντα ψάλτες, εκατόν διάκονοι, εκατόν υποδιάκονοι, εκατόν δέκα πέντε αναγνώσται και σαράντα νεάνιδες. Ηκούοντο δηλαδή τετρακόσιαι πέντε φωναί εν συνόλω. Αργότερον εκρίθη επιβαλλόμενον ν’ αντικατασταθή ο χορός των νεανίδων με παιδικούς χορούς» Π.Σ. Αντωνέλλη, η εκκλησιαστική βυζ. Μουσική, σελ. 13- 14.
Διακατεχόταν από ένθεο ζήλο ο Ιουστινιανός και δεν λογάριασε τα χρήματα, ώστε να τελειώσει ο ναός μέσα σε πέντε χρόνια, έντεκα μήνες και δέκα ημέρες από την ημέρα της καταστροφής του παλαιού ναού. Τότε η πολιτεία (αυτοκρατορία) ανήγειρε ναούς, ενώ στον αιώνα μας δαπανώνται για ψυχαγωγία ή και χλιδή – πολυτέλεια τόσων φθηνότερων επιδιώξεων ασύγκριτα μεγαλύτερα χρηματικά ποσά. Κατά συνέπεια δεν μπορείς να δικαιολογήσεις το μελετητή που επικρίνει οικονομολογικά τη διάθεση του Ιουστινιανού, και το ζήλο για δόξα του Θεού. Σαν Έλληνας, μάλιστα, αν αναλογισθείς ότι το ελεύθερο ελληνικό κράτος, εδώ και εκατόν εξήντα χρόνια δεν κατώρθωσε να οικοδομήσει το «τάμα του Έθνους» για ίδρυση – αφιέρωση μεγαλοπρεπούς ναού του Σωτήρος, θέμα που πριν από δύο δεκαετίες περίπου ξανατέθηκε αγι να μη γίνει τελικά τίποτα, τότε μπορείς να αναγνωρίσεις και να εκτιμήσεις τη συνέπεια, την εργατικότητα και τον ένθεο ζήλο των ανθρώπων της εποχής του Ιουστινιανού.

Εγκαινιάσθηκε εκείνος ο μοναδικός ναός στις 27 Δεκεμβρίου του 537 μ. Χ. από τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό και τον πατριάρχη Επιφάνιο και «παραμένει αμφίβολο αν ο Ιουστινιανός ανέκραξε, Νενίκηκά σε Σολομών˙ μάλιστα αυτή η πληροφορία απαντά μόνο σε μια μεταγενέστερη και ανασφαλή πηγή. Ικανοποιήθηκε από το έργο του Ανθεμίου και του Ισιδώρου και των χιλιάδων ανώνυμων τεχνιτών, που εργάσθηκαν μαζί τους» Εκδοτ. Αθηνών, ιστορία του Ελλην. Έθνους τόμ. Ζ’, σελ. 170. Αλλά και ο λαός ενθουσιάσθηκε και δείγμα του ενθουσιασμού είναι οι στίχοι του Παύλου Σιλεντιαρίου:
«Άρ’ έστιν ευρείν, μείζονα της νυν ημέρας
εν η θεός τε και βασιλεύς σεμνύνεται…
…ην δε το μεν δαπέσοισι, το δ’ εισέτι, θάμβος ιδέσθαι,
οιάπερ αστήρικτον ομίλεεν εκκρεμές αύραις…
εράτε πάντες της ακοής ως της θέας…
… θέατρον έσται και πανήγυρις πάλιν».
(Pauli Silentiari, Descriptio S. Sopgiae).
Ο Κεδρηνός πληροφορεί: «τω δε λβ’ (32ω) έτει της βασιλείας Ιουστινιανού έπεσε το ανατολικόν μέρος του τρούλλου της Μεγάλης Εκκλησίας… και εκτίσθη νέος και επέγραψε, τα σα εκ των σων σοι προσφέρομεν οι δούλοι σου Χριστέ, Ιουστινιανός και Θεοδώρα, α ευμενώς πρόσδεξαι» (G. Cederni, Historiarum Compendium, P. 371α). Οι σεισμοί των ετών 553 μ. Χ. και 557 επέφεραν πτώση του τρούλλου και ανατέθηκε η ανοικοδόμηση στον Ισίδωρο το Νεώτερο, που εδημιούργησε νέο τρούλλο με ενίσχυση εξωτερικών αντηρίδων, τις οποίες ανέβασε ως τον τρούλλο και τελείωσε το έργο σε πέντε έτη, επτά μήνες και δεκαεφτά ημέρες. Και στα μεταγενέστερα χρόνια έγιναν ζημιές, όπως στα 869 μ. Χ. το δυτικό μετωπικό τόξο του τρούλλου που στερεώθηκε με την φροντίδα του Βασιλείου Α’ Μακεδόνα, όπως στα 989 μ. Χ. που αποκατέστησε ο Βασίλειος Β’ Βουλγαροκτόνος όπως στα 1317 μ. Χ., που αποκατέστησε ο Ανδρόνικος Παλαιολόγος και όπως στα χρόνια 1344 μ. Χ. και 1346 που ανοικοδομήθηκαν πάλι μέσα σε διάστημα δέκα ετών, αλλά πάντοτε παρέμενε ο μοναδικός μεγαλοπρεπής ναός.

Συνεχίζεται. …

Από το βιβλίο: Ιστορικές γραμμές, του Φιλολόγου – Ιστορικού, Εκπαιδευτικού Μ.Ε., Ιωάννου Ν. Παπαϊωάννου.
Τόμος Β’. Λάρισα 1979

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.