Ο στρατηγός Γεώργιος Χατζανέστης και το σχέδιο καταλήψεως της Κωνσταντινουπόλεως (Ιούλιους 1922) – Σαράντου Καργάκου.

Μετά τις διπλωματικές αποτυχίες και την άρνηση οικονομικής ενισχύσεως, ο αγώνας συνεχίστηκε δανειοδοτούμενος από τον ελληνικό λαό, χάρη στο μέτρο του Πρωτοπαπαδάκη («κόβω το εκατοστάρικο») που έδωσε στο κράτος την ευχέρεια να ξεφύγει από το δημοσιονομικό αδιέξοδο και ως ένα βαθμό να καλύψει προσκαίρως τις ανάγκες του στρατού. Χρειαζόταν, όμως, για την τόνωση του ηθικού λαού και στρατού μια νέα προσωπικότητα, που θα έδινε μια στρατιωτική λάμψη. Ο Παπούλας είχε κουραστεί κι είχε κουράσει. Σκέψεις για την αλλαγή του είχαν αρχίσει από το 1921, όταν απέτυχε στην εκστρατεία εναντίον της Άγκυρας. Κακώς βέβαια αποδίδεται η απομάκρυνσή του στην υπονομευτική δράση του Στεργιάδη (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι σχέσεις Αρμοστή και Αρχιστρατήγου ήταν οι καλύτερες), κακώς επίσης ο ίδιος ο Αρχιστράτηγος την απέδωσε αργότερα σε κάποια δική του συνωμοτική ενέργεια. Δεν ήταν τύπος που να συνωμοτεί. Απεναντίας για οποιαδήποτε επαφή που είχε με κάθε σημαίνονταν παράγοντα, που του εξέθετε κάποιο σχέδιο, ενημέρωνε τυπολατρικά
την κυβέρνηση.

Απλώς, η κυβέρνηση τον χρησιμοποίησε για αποπομπαίο τράγο. Κι ακόμη διότι ήθελε να προβάλει ένα άλλο πρόσωπο, αφανές μεν, αλλά που είχε τη φήμη στρατιωτικού με πλούτο ιδεών και σχεδίων ικανών να βγάλουν τον ελληνικό στρατό – άρα και την κυβέρνηση – από τα αδιέξοδά τους. Έχουμε ήδη σκιαγραφήσει την προσωπικότητα του στρατηγού Γεωργίου Χατζανέστη και δεν χρειάζεται να επανέλθουμε. Επισημαίνουμε απλώς πως δεν ήλθε με άδεια χέρια. Ήλθε με ένα σχέδιο που κάποιοι το θεώρησαν θαυματουργό. Και μπορούσε να είναι, αν έμενε μόνον σ’ αυτό. Εννοούμε την κατάληψη της ΚΠόλεως ως ενέργεια αντιπερισπασμού και εκβιασμού του Κεμάλ:

«Ο νέος Αρχιστράτηγος επρότεινε τότε εις την Κυβέρνησιν την σύμπτυξιν του εν Μ. Ασία μετώπου και την εκείθεν εξοικονόμησιν των δια την επιχείρησιν της Κων/όλεως απαιτουμένων δυνάμεων. Η Κυβέρνησις διέβλεπεν ότι ο Μικρασιατικός αγών έβαινε πλέον προς το τέρμα του (…), ήτο διατεθειμένη δε κατ’ αρχήν να δεχθή την σύμπτυξιν του μετώπου, αφού μάλιστα ο νέος Αρχιστράτηγος ήτο τόσον πεπεισμένος ότι συνέφερεν αύτη, ώστε να θέτη την παραδοχήν της γνώμης του ταύτης ως όρον αναλήψεως της Αρχιστρατηγίας» (Ξεν. Στρατηγός, όπ. π. σ. 373).

Σύμφωνα με τον Ξεν. Στρατηγό, ο Χατζανέστης (και όχι ο Χατζηανέστης, όπως έχει επικρατήσει να λέγεται και να γράφεται), επρότεινε ως γραμμή συμπτύξεως προς μεν την Προποντίδα την περιοχή από το Αδραμύττιονκαι την Κίο, συμπεριλαμβανομένης και της Προύσας με τις ανατολικές αμυντικές προσβάσεις της.5 Η άλλη γραμμή άμυνας θα ήταν ένα είδος περιχαρακωμένου στρατοπέδου γύρω από τη Σμύρνη που θα περιελάμβανε επίσης την Πέργαμο και τη Μαγνησία. Αυτό θα επέτρεπε την απόλυση 50.000 εφέδρων, που είχαν φθάσει λόγω μακροχρονίου στρατεύσεως στα όρια της εξαντλήσεως και βρίσκονταν σε κατάσταση στασιαστικής εκρήξεως. Ο Χατζανέστης πίστευε ότι το κέντρο βάρους θα μετατίθετο προς την Προποντίδα και συνεπώς μία αμυντική γραμμή παράλληλη προς αυτή θα ήταν περισσότερο εξυπηρετική.

Τα σχέδια του Χατζανέστη δεν ήσαν παντελώς έωλα, όπως συνήθως παρουσιάζονται. Ο Αρχιστράτηγος, έπειτα από μία μακρά και επισταμένη επιθεώρηση της γραμμής του μετώπου είχε απολύτως πεισθεί ότι γραμμή τόσο μεγάλης εκτάσεως ήταν αδύνατο να κρατηθεί, όταν μάλιστα δεν ήταν ευχερής και επαρκής ο ανεφοδιασμός της, και τούτο λόγω αποστάσεως από τις βάσεις ανεφοδιασμού και λόγω της εκτεταμένης δράσης των τσετών που κτυπούσαν τις εφοδιοπομπές, τρομοκρατούσαν τον ελληνικό πληθυσμό, ενθάρρυναν τον τουρκικό λαό που έχανε σταδιακά τον αρχικό του χαυνωτισμό. Με βάση τα παραπάνω δεδομένα άρχισε στο επιτελείο του νέου αρχιστρατήγου να μελετάται η σύμπτυξη στη γραμμή Φιλαδελφείας – Κίου:

«Ο στρατηγός Χατζηανέστης ήτο στερρώς αποφασισμένος ή να ενεργήση την σύμπτυξιν εγκρινούσης της Κυβερνήσεως ή να παραιτηθή. Η απόφασις αύτη ήτο λογική και επιβεβλημένη δια τους εξής λόγους: Πρώτον, το μέτωπον Αφιόν – Σεχίρ, ηδύνατο να τηρηθή εφ’ όσον ο κατέχων την γραμμήν ταύτην ήτο εν παντί (=σε όλα) ισχυρότερος του αντιπάλου. Δεύτερον, η τήρησις ταύτης ήτο χρήσιμος, εφ’ όσον η λύσις του ορθουμένου προβλήματος ήτο εφικτή. Ο πρώτος όρος δεν υπήρχεν. Η πλάστιγξ είχε κλίνει οριστικώς υπέρ των Τούρκων. Ο δεύτερος όρος είχε αποδειχθεί απραγματοποίητος, ως απέδειξεν ο Σαγγάριος. Ο Στρατηγός Χατζηανέστης ηνόησε τούτο και άριστα πράττων είχε θέσει ς σκοπόν κύριον την σύμπτυξιν του μετώπου» (Κανελλόπουλος, όπ. π. σ. 45).

Είναι πολλοί οι λόγοι για τους οποίους δεν επετράπει ή απετράπει η σύμπτυξη. Επισημαίνουμε μια ψυχική παράμετρο. Η πολιτική μας ηγεσία είχε καταληφθεί από ένα «σύνδρομο Χίτλερ» πριν από τον Χίτλερ. Ο Γερμανός δικτάτορας έτρεφε απόλυτο θαυμασμό προς τον Μ. Φρειδερίκο, που σε πλείστες περιπτώσεις σώθηκε την τελευταία στιγμή. Και γι’ αυτό δεν επέτρεψε την έγκαιρη σύμπτυξη των δυνάμεών του, ώστε να θωρακίσει τη Γερμανία.6 Όμοια, λοιπόν, και η ελληνική ηγεσία περίμενε παθητικά το κάποιο θαύμα, αφήνοντας να διευρύνεται καθημερινά το μικρασιατικό τραύμα. Ίσως ο Χατζανέστης να μην είχε τη μοίρα που είχε, και η πιο γενναία μάχη του να μην ήταν αυτή του Στρατοδικείου, αν η κυβέρνηση είχε εισακούσει το άκρως λογικό σχέδιο περί συμπτύξεως και αν είχε απορρίψει το άκρως τολμηρό σχέδιο περί καταλήψεως της ΚΠόλεως. Τουλάχιστον, μέσω της διπλωματικής οδού, η κυβέρνηση είχε πληροφορηθεί τις διαθέσεις των Άγγλων, των μόνων μέχρι τότε συμμάχων της. για τους παντελώς αρνητική. Και παρ’ όλα αυτά άφηνε τον νέο Αρχιστράτηγο να σχεδιάζει οικοδόμημα ερειδόμενο πάνω σε κινούμενη άμμο.

«Σκοπός της προς την Κων/πόλιν επιδείξεως ήτο (…) αποκλειστικώς και μόνον η πολιτική εκβίασις, ούτως ειπείν, προ ανακίνησιν του τελματωθέντος Ανατολικού Ζητήματος, αν όμως προς επίτευξιν τούτου περιώριζεν η Ελλάς την κατοχήν αυτής εντός των τιθεμένων υπό του Αρχιστρατήγου ορίων, μέγα μέρος της Μ. Ασίας καθαρώς Ελληνικόν θα αφίετο εις την κατοχήν των Τούρκων ή θα μετεβάλλετο εις πεδίον μάχης υφιστάμενον ενδεχομένως τας εκ ταύτης καταστροφάς» (Ξεν. Στρατηγός, όπ. π. σσ’. 373-374).

Όταν ανέλαβε τα καθήκοντά του ο νέος Αρχιστράτηγος και έφθασε στη Μ. Ασία, όπου άρχισε με αψυχολόγητα μέτρα να επιβάλλει την ευταξία και πειθαρχία, παράλληλα ετοίμαζε και τη θρακική επιχείρηση πιστεύοντας αφελώς ότι ο συμμαχικός παράγοντας δεν θα αντιδράσει. Κι όμως η κυβέρνηση είχε αρμοδίως ενημερωθεί γι’ αυτό. Συγκεκριμένα στις 16 Ιουλίου ο Αριστ. Στεργιάδης τηλεγράφησε προς την ελληνική κυβέρνηση ότι ο Άγγλος στρατηγός Γκρίμπον, επιτελάρχης του αρχιστρατήγου Χάριγκτον, του εξέφρασε σε επιστολή εντελώς προσωπική, ξέροντας πάντως ότι η ελληνική κυβέρνηση θα ενημερωθεί, την ελπίδα ότι η Ελλάς δεν θα διαπράξει «την ανοησίαν να επιτεθή κατά της ΚΠόλεως άνευ προηγουμένης συναινέσεως των Συμμάχων».

Παρά την εκφρασθείσα αντίδραση των Συμμάχων, ακόμη και των πιο «αφοσιωμένων», δηλαδή των Άγγλων, ο Χατζανέστης ετοίμαζε τη στρατιά που θα στελνόταν στη Θράκη, αποσπώντας δυνάμεις από το μικρασιατικό μέτωπο. Κι αυτό ήταν το πιο επιβαρυντικό απ’ όσα του καταλογίσθηκαν στο Στρατοδικείο και στο κριτήριο της ιστορίας. Επιβάλλεται όμως να ακουσθεί και η αltera pars (= άλλη πλευρά).

Σύμφωνα με τα όσα είπε στην απολογία του ο στρατηγός Χατζανέστης, η αποσταλείσα από το μικρασιατικό μέτωπο στη Θράκη ελληνική δύναμη ήταν αριθμητικά περιορισμένης εκτάσεως. Συγκεκριμένα, τη δύναμη αυτή αποτελούσαν 11 τάγματα που το καθένα αριθμούσε δύναμη 600 ανδρών, με άλλα λόγια συνολική δύναμη 7.000 ανδρών. Από τα 11 αυτά τάγματα, τα 7 αποσπάσθηκαν από το βόρειο συγκρότημα και όχι από τον τομέα του Αφιόν Καραχισάρ, που δέχθηκε μετά από λίγο το κύριο βάρος της κεμαλικής επιθέσεως. Άρα, είναι υπερβολικός ο ισχυρισμός ότι το «σπάσιμο» του μετώπου οφείλεται στην απόσταση των δυνάμεων αυτών. Η «αφαίμαξη» των ελληνικών δυνάμεων είχε επέλθει πολύ ενωρίτερα εξ αιτίας των πέρα από κάθε όριο λιποταξιών, που οφείλονταν και στην προπαγάνδα, κυρίως, των «Αμυνιτών» κξαι εν μέρει της μέτριας ακόμη επιρροής κομμουνιστών. Το άσκοπο της περαιτέρω παραμονής, η ψυχική κόπωση, η νοσταλγία της πατρίδας και της οικογενείας ήσαν οι κύριοι παράμετροι της λιποταξίας.

Η ματαίωση της επιχειρήσεως7

Ο συν/χης Πάσσαρης, μέλος του Επιτελείου του Χατζανέστη, ενώπιον του Στρατοδικείου τον Νοέμβριο του 1922 κατέθεσε τα ακόλουθα επιβαρυντικά σχετικά με το σχέδιο της επιχειρήσεως κατά της ΚΠόλεως, δηλώνοντας πως αυτός ήταν εξ αρχής αντίθετος προς ένα τέτοιο τολμηρό σχέδιο, διότι ο ελληνικός στρατός, κατά την προέλασή του, θα έβρισκε αντιμέτωπο τον γαλλικό, αλλά ο Αρχιστράτηγος είχε την απόλυτη πεποίθηση ότι η ελληνική δύναμη θα περνούσε ανάμεσα από τα διάκενα του γαλλικού στρατού.

«Όταν μετέβην εις την Αδριανούπολιν, συνεχίζει ο Πάσσαρης, συνήντησα τον Διοικητήν του Δ’ Σώματος στρατού υποστράτηγον Βλαχόπουλον, τον οποίον ηρώτησα, αν εξέδωκε διαταγήν σχετικήν προς την εκτέλεσιν της προελάσεως αυτής και εν τη συζητήσει αυτή ο Βλαχόπουλος μου εξεδήλωσε την ανησυχία του, διότι εφοβείτο, ότι θα επέλθη σύρραξις μετά των Γάλλων. Προς τούτο συνήντησα τον Διοικητήν Θράκης Βοζίκην εις τον οποίον εξεδήλωσα τους φόβους μου, ότι μία τοιαύτη προχώρησις άνευ ουδεμιάς βάσεως διπλωματικής θα καταλήξει εις σύρραξιν» (Ξεν. Στρατηγός, όπ. π. σ. 531).

Σε σύρραξη, προφανώς, με τους Αγγλογάλλους, διότι στην περιοχή δεν υπήρχε τουρκικός στρατός. Ο Βοζίκης, κατά τη μαρτυρία του Πάσσαρη, πείσθηκε από τα επιχειρήματά του και συνέταξε τηλεγράφημα προς τον Γούναρη, με το οποίο εξέφραζε τους φόβους του για μια ενδεχόμενη πολεμική περιπλοκή τούτη την κρίσιμη στιγμή, και μάλιστα με τους Συμμάχους. Η κυβέρνηση έκρινε ότι ήταν αναγκαία μια ενημέρωση με σκοπό να αφοπλίσει τους Συμμάχους από κάθε εγχείρημα στρατιωτικό που θα εμπόδιζε τον ελληνικό στρατό να καταλάβει την ΚΠολη. Στις 16 Ιουλίου 1922 ο υπουργός Εξωτερικών Γ. Μπαλτατζής έστελνε στους ομολόγους του της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ιταλίας εκτενή διακοίνωση, όπου μεταξύ πολλών άλλων τονίζονταν και τα ακόλουθα. Γράφει ο Ξεν. Στρατηγός:

«Η Ελληνική Κυβέρνησις έκρινεν, ότι ώφειλε να υποκύψη μέχρι τούδε εις την απόφασιν της ουδετερότητος των Δυνάμεων και παρ’ όλην την μειονεκτικήν θέσιν, εν η (=στην οποία) ετέθη η Ελλάς έναντι του κοινού εχθρού, δεν εφείσθη ούτε του αίματος των τέκνων αυτής, ούτε των πόρων του ελληνικού λαού, επιβάλλουσα εις εαυτήν την υπέρτατον έντασιν των ηθικών και υλικών αυτής δυνάμεως. Καθ’ όλην την μακράν ταύτην περίοδον των εχθροπραξιών, οι Σύμμαχοι αυτής του μεγάλου πολέμου, δεν ενόμισαν ότι ώφειλον να έλθωσιν εις επικουρίαν αυτής, έσχον όμως την πρωτοβουλίαν προτάσεων περί ειρήνης˙ μη γενομένου δυνατού να καταλήξωσιν αύται εις αποτέλεσμα, η ειρήνη κατέστη επί μάλλον και μάλλον προβληματική και η κατάστασις οσημέραι (=μέρα με τη μέρα) επιδεινουμένη απειλεί να διαιωνίση την αναρχίαν εις την Εγγύς Ανατολήν. Φρονώ ότι δεν οφείλω να αποσιωπήσω ενταύθα, ότι η κατάστασις αυτή των πραγμάτων ευνοεί εξαιρετικώς την εξόντωσιν δια των σφαγών και των εκτοπίσεων των χριστιανικών φυλών της Μικρασίας, πρόγραμμα τεθέν από πολλού εν
εφαρμογή υπό των Κεμαλικών, και εις το οποίον η κυβέρνησις της ΚΠόλεως (σουλτανική) μήτε ηθικήν καν αντίδρασιν ηδυνήθη να φέρη» (όπ. π. σ. 533).

Καυστικώτατα μάλιστα ο Μπαλτατζής παρατηρεί ότι με την ανοχή ή συνενοχή των Συμμάχων η ΚΠολη έχει γίνει κύριος σταθμός ανεφοδιασμού του κεμαλικού στρατού. Και για το λόγο αυτό η ελληνική κυβέρνηση αποφάσισε την κατάληψή της. και η διακοίνωση του Μπαλτατζή κλείνει κάπως δεητικά:

«Και δια τούτο (η ελληνική κυβέρνηση) δυνατόν να ελπίζη, ότι αι δυνάμεις θέλουσιν ευαρεστηθή να μη παρεμβάλωσι προσκόμματα εις την προς την ειρήνην πορείαν αυτής, ήτις έσται (=θα είναι) η σωτηρία των Χριστιανών και των υποκειμένων εις τον τουρκικόν ζυγόν φυλών και συμπλήρωσις της ειρήνης του κόσμου, εξαγοραζομένης υπό των θυσιών αυτής (της Ελλάδος)».8

Ευσεβείς πόθοι! Ο Γ. Μπαλτατζής ονόμαζε την πορεία του ελληνικού στρατού προς την Πόλη «πορεία ειρήνης». Άλλ’ οι σύμμαχοι μόνον αυτό δεν σκέπτονταν. Ούτε εξ άλλου ο Κεμάλ – κι αν ακόμη η ΚΠολη έπεφτε στα χέρια των Ελλήνων – θα τερμάτιζε τον πόλεμο. Απεναντίας θα αξιοποιούσε την κατάληψη για να εξάψει ακόμη περισσότερο τον τουρκικό φανατισμό. Από την άλλη, οι Σύμμαχοι δεν πείσθηκαν από τα επιχειρήματα του Μπαλτατζή, όχι διότι δεν ήσαν ορθά αλλά διότι δεν ήσαν αρμοστά προς τα συμφέροντά τους, έτσι όπως τα έβλεπαν εκείνη τη στιγμή. Αντί να φοβούνται την ενδυνάμωση της Ελλάδος, που τους είχε υπηρετήσει πιστά, έπρεπε, υπό το πρίσμα των γενικωτέρων συμφερόντων τους, να φοβούνται τον Κεμάλ που τους είχε πολεμήσει μέχρι τότε σκληρά.

Υπό το πρίσμα ενός γενικευμένου κλίματος ανθελληνισμού, στις 18 Ιουλίου ο Επιτετραμμένος της Γαλλίας, εξ ονόματος των δύο άλλων συναδέλφων του, επέδωκε προς την ελληνική κυβέρνηση διακοίνωση με την οποία την πληροφορούσε ότι είχε δοθεί εντολή στον Αρχηγό των Συμμαχικών Δυνάμεων στη Θράκη να αποκρούσει κάθε προέλαση του ελληνικού στρατού προς την ΚΠολη. Παράλληλα, την 20ή Ιουλίου 1922 ο Άγγλος πρεσβευτής στην Αθήνα επέδωσε στον Έλληνα υπουργό των Εξωτερικών τηλεγράφημα του στρατηγού Χάριγκτον από την ΚΠολη, με το οποίο τον πληροφορούσε ότι ελληνικές δυνάμεις προέβησαν σε αναγνωριστικές επιχειρήσεις προ των συμμαχικών, επακολούθησε σύγκρουση και οι Έλληνες αποσύρθηκαν με σοβαρές απώλειες. Ο Χάριγκτον μάλιστα προειδοποιούσε ότι αν οι αναγνωρίσεις συνεχισθούν, οι συγκρούσεις θα ενταθούν και η ευθύνη θα πέσει στην Ελληνική Διοίκηση. Ακόμη και η ιταλική πρεσβεία ενημέρωνε και αυτή την ελληνική κυβέρνηση ότι δύο ίλες ελληνικού ιππικού προχώρησαν πέρα από την Τσατάλτζα και συγκρούσθηκαν με δύναμη τουρκικής
χωροφυλακής.

Η ελληνική κυβέρνηση, που κανονικά θα έπρεπε να περιμένει την αντίδραση αυτή, βρέθηκε στην κατάσταση του Όνου του Μπουριντάν. Δεν ήξερε τι να επιλέξει. Τελικά, προέκρινε για μια ακόμη φορά το να ενδώσει. Έτσι, τη νύχτα της 18ης προς 19η Ιουλίου 1922 έστειλε τηλεγράφημα προς τον δικό της Ύπατο Αρμοστή ΚΠόλεως Σιμόπουλο και τον Αρχιστράτηγο Χατζανέστη με την εντολή να ανασταλεί πάσα προετοιμασία για προέλαση. Και στις 21 Ιουλίου με διακοίνωση της προς τους Επιτετραμμένους των συμμαχικών κυβερνήσεων τους ενημέρωνε για τη ματαίωση της επιχειρήσεως, εκλιπαρώντας ουσιαστικά μια πιεστική παρέμβαση για την υπογραφή ειρήνης, διότι η υπάρχουσα κατάσταση «γεννά νέας συμφοράς δια τους Χριστιανούς, διαιωνίζει αφόρητον κατάστασιν, εν τη οποία εύρηται από πολλού ήδη σύμπασα η Εγγύς Ανατολή». Στις 26 Ιουλίου ο Αρχιστράτηγος Χατζανέστης εγκατέλειψε τη Θράκη και το μεγαλεπήβολο σχέδιό του και επανήλθε στην Σμύρνη. Στο διάστημα της απουσίας του ο Κεμάλ είχε ολοκληρώσει μυστικά τα σχέδια των επιχειρήσεών του.

Δεν θεωρούμε, όπως προείπαμε, σοβαρή την αποδυνάμωση του ελληνικού μετώπου στη Μικρά Ασία με τη μεταφορά περίπου 10.000 μαχητών στη Θράκη. Λάθος ήταν ότι μια τέτοια επιχείρηση σχεδιάσθηκε, ενώ ήταν βέβαιο από τα πριν ότι πρόκειται να ματαιωθεί. Λάθος ήταν ότι η δύναμη αυτή ακινητοποιήθηκε στη Θράκη και την ώρα της τουρκικής μεγάλης επιθέσεως δεν χρησιμοποιήθηκε σε μια ενέργεια αντιπερισπασμού, περνώντας απέναντι και ερχόμενη στα νώτα ή στα πλάγια του τουρκικού στρατού. Μια αξιόμαχη δύναμη 10.000 εμπειροπολέμων ανδρών παρακολούθησε, ακινητοποιημένη, την υποχώρηση του λοιπού ελληνικού στρατού, ενώ μπορούσε με τη βοήθεια του στόλου κάπου να παρέμβει. Κλείνοντας το κεφάλαιο αυτό πρέπει να παρατηρήσουμε ότι η κυβέρνηση και ο Χατζανέστης λησμόνησαν μια βασική στρατηγική αρχή: μη σχεδιάζεις να πράξεις ό,τι δεν είσαι αποφασισμένος να πράξεις. Με κάθε τίμημα. Το πρόσφατο περιστατικό των Υμίων το πιστοποιεί. Γιατί βγήκε από το Ναύσταθμο όλος ο ελληνικός στόλος, αφού δεν ήταν αποφασισμένος να συγκρουσθεί;

Θα κλείσουμε το κεφάλαιο αυτό με μία αξιομνημόνευτη κρίση ενός από τους πολλούς μελετητές, που έχουμε ήδη μνημονεύσει: «Ενώ τότε δεν κατέστη δυνατή η αγορά 2-3 συγχρονισμένων αεροπλάνων δια πτήσεις εις βάθος εις την από Αφιόν μέχρι Ικονίου περιοχήν προς ανίχνευσιν των εχθρικών μετακινήσεων και συγκεντρώσεων προς το Αφιόν, μεγάλαι δαπάναι εγένοντο δια την συγκρότησιν ετοιμοπολέμου στρατού εις Θράκην εκ τριών Μεραρχιών. Ρομαντισμοί ανεπίτρεπτοι, νοοτροπίας εποχής του πολέμου 1897, οι οποίοι εθέρμαινον τους πόθους ολοκλήρου του έθνους».

Σκέψεις σωστές, που όμως δεν υπήρχε ο νηφάλιος νους να τις σκεφθεί. Η αγορά νέου πολεμικού υλικού (μεγαλύτερα πυροβόλα, νέα αεροπλάνα) ήταν αναγκαία για την ισχυροποίηση του μικρασιατικού μετώπου. Έξ άλλου οι καλές αγορές είναι αυτές που κάνουν τους… καλούς φίλους!

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

5. Προηγουμένως, όμως, προέβη σε κάποιες ενέργειες πολύ θετικές. Συνέλαβε εν πρώτοις ένα σοβαρό ηλικιακό πρόβλημα. Το πρόβλημα του στρατιώτη τον οποίον διοικούσαν – με τα τότε μέτρα – υπερήλικες αξιωματικοί (Αναστ. Παπούλας 64 ετών, Αλεξ. Κοντούλης 63, Γεώργιος Πολυμενάκος 62 ετών). Ήταν φυσικό και οι στρατιώτες να υποστούν γεροντική κάμψη. Σε σύντομο χρόνο οι παλαιότεροι αξιωματικοί αντικαταστάθηκαν από νεώτερους και, όπως γράφει ο αντ/χης Κανελλόπουλος, «μία νέα πνοή, ισχυρά και γενναία, εζωογόνησε προς στιγμήν την αποχαυνωθείσαν ταύτην Στρατιάν. Οι καταχρασταί αξιωματικοί οίτινες ελυμαίνοντο καθ’ όλον το διάστημα της αρχιστρατηγίας του Στρατηγού Παπούλα τους πόρους της Στρατιάς, επατάχθησαν αμειλίκτως υπό του νέου αρχηγού» (όπ. π. σ. 654). Ο ίδιος συγγραφέας, μία σελίδα παραπάνω, παρατηρεί ότι χάρη στις ενέργειες του νέου αρχιστρατήγου «τα ταμεία επληρώθησαν χρημάτων και η τροφή εβελτιώθη».

6. Ο Χίτλερ, μετά την εαρινή επίθεση των Σοβιετικών το 1944, άφησε, παρά τις αντίθετες υποδείξεις των στρατιωτών του, 45 μεραρχίες στο Όκλαντ (όπως λέγονταν οι Βαλτικές Χώρες) να μείνουν αποκομμένες παντελώς, πιστές στο σύνθημά του: «Νίκη ή Θάνατος». Προσέφερε έτσι σε 500 χιλ. άνδρες ένα σίγουρο θάνατο.

7. Δημήτρης Σβολόπουλος: «Ο ιστορικός δισταγμός του 1922, πως και διατί ανεστάλη μίαν ώραν πριν της εκκινήσεως η προέλασις του Ελληνικού Στρατού εκ Θράκης και η κατάληψις της ΚΠόλεως», Αθήναι 1929. Το βιβλίο παρά την παλαιότητά του και το μικρό σε αριθμό σελίδων όγκο του (114 σελίδες) δεν έχει χάσει τη σημαντικότητά του.

8. Ο σερ Μ. L.I. Smith γράφει: «Η μπλόφα των Ελλήνων (Σημ. Σ.Ι.Κ.: μπλόφα θεωρεί το σχεδιασμό της εκστρατείας κατά της ΚΠόλεως) προήλθε ότι υπολόγισαν λαθεμένα τη σημασία που έδινε η Μεγάλη Βρετανία στη συμμαχική αλληλεγγύη και την υπεράσπιση της καθεστηκυίας τάξης στη ζώνη των Στενών. Το ότι οι Έλληνες μπορούσαν πραγματικά να αψηφήσουν την απαγόρευση των Συμμάχων και να βαδίσουν εναντίον της ΚΠόλεως ήταν ασύλληπτο. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορούσαν στην πράξη να καταλάβουν την Πόλη˙ δεν είχον και μεγάλα εμπόδια να ξεπεράσουν. Αλλά στο τέλος θα βρίσκονταν στο έλεος του βρετανικού στόλου που θα μπορούσε να κλείσει τα Στενά, να αποκλείσει τον Πειραιά και να λάβει άλλα μέτρα για να τους φέρει σε θεογνωσία. Οπωσδήποτε οι αναστολές των Ελλήνων ήταν ψυχολογικές. Με τη βρετανική υποστήριξη, η Ελλάδα θα μπορούσε να αψηφήσει τη Γαλλία και την Ιταλία. Ενάντια στη θέληση των τριών ενωμένων δυνάμεων δεν είχε δύναμη να δράσει. Η αταραξία των Βρετανών ήταν επομένως αυτή που έκανε φανερή την απελπιστική κατάσταση
των Ελλήνων» (όπ. π. σσ’. 487-488).

Από το βιβλίο του Σαράντου Ι. Καργάκου: «Η Μικρασιατική εκστρατεία, 1919 -1922». Από το Επος στην τραγωδία. Αθήνα 2013. Μέρος Γ.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Ιστορικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.