Η διακονία του π. Αθανασίου Χαμακιώτη στον Ι. Ν. της Νερατζιώτισσας, σταθμό προσευχής και λειτουργικής ζωής – Μητροπ. Νεκταρίου Αντωνοπούλου.

«Ως αγαπητά τα σκηνώματά σου, Κύριε των δυνάμεων˙
επιποθεί και εκλείπει η ψυχή μου εις τας αυλάς του Κυρίου».
Αν και μακρυά από τη μονή της μετανοίας του ο π. Αθανάσιος δεν έπαψε να ζει ως μοναχός. Όλη η ζωή του ήταν μια λιτανεία γύρω και μέσα στο ναό, «εις τας αυλάς του Κυρίου». Χαιρόταν να βρίσκεται πολλές ώρες στο ναό. Το πρωί συνήθως ερχόταν στις 6:30 και πολλές φορές έβγαινε έξω το μεσημέρι. Μπορούσε να λέει με τον ψαλμωδό «κρείσσων ημέρα μία εν ταις αυλαίς σου υπέρ χιλιάδας. Εξελεξάμην παραρριπτείσθαι εν τω οίκω του Θεού μου μάλλον…». Εξαιρετικά φιλακόλουθος, ζούσε με τις καθημερινές του ακολουθίες. Με αυτές τρεφόταν, με αυτές αναβαπτιζόταν. Τελούσε ανελλιπώς το μεσονυκτικό, όρθρο, εσπερινό, απόδειπνο και πολύ συχνά τη θεία Λειτουργία. Δεν περιέκοπτε ποτέ ούτε ένα τροπάριο, ούτε βιαζόταν να τελειώσει γρήγορα και να φύγει. Γνώριζε απέξω τους ύμνους ακόμη και των γιορτών ή καθημερινών και πολλές φορές όταν οι ψάλτες έκαναν κάποιο λάθος, ή παρέλειπαν κάποιο τροπάριο, πολύ διακριτικά τους διόρθωνε μέσα από το ιερό.
Όταν είχε εξομολόγηση κι ερχόταν η ώρα του εσπερινού, ή κάποιας ακολουθίας, διέκοπτε κι έκανε κανονικά την ακολουθία. Οι επισκέπτες του θυμούνται ένα παλιό ρολόι στο σπιτάκι όπου έμενε, το οποίο είχε ρυθμίσει να χτυπάει την ώρα του εσπερινού. Έτσι, αν εξομολογούσε, ή συζητούσε με κάποιον και χτυπούσε το ρολόι, διέκοπτε με τη γνωστή φράση:
-Α! εσπερινός! Να κάνουμε εσπερινό και μετά συνεχίζουμε.
Ακόμη και αν ήταν άρρωστος δεν διενοείτο να χάσει ακολουθία. Φώναζε το νεωκόρο και την διάβαζαν στο κελλί του.
Όταν ο καιρός ήταν άσχημος και έβρεχε ή χιόνιζε, πάλι η ακολουθία γινόταν στο κελλί. Έλεγε όμως στο νεωκόρο:
-Παιδί, χτύπα την καμπάνα.
-Μα, πατέρα, ποιός θα έρθει τώρα με τόσο άσχημο καιρό; Έξω χιονίζει…
Ο γέροντας όμως σκεφτόταν διαφορετικά.
-Παιδί, δεν θα έρθει κανένας, αλλά όταν χτυπάει η καμπάνα, θα την ακούσουν και κάποιος χριστιανός θα σηκώσει το χέρι του να κάνει το σταυρό του!
Του άρεσε να μαθαίνουν να ψέλνουν τα μικρά παιδιά που τον βοηθούσαν τις καθημερινές. Λίγο πιο κάτω από τη Νερατζιώτισσα ζούσε μια οικογένεια. Ο μικρός Β. είχε ωραία κατανυκτική φωνή και βοηθούσε στο αναλόγιο. Όταν ερχόταν η ώρα, ο γέροντας έβγαινε στη γωνία του σπιτιού και φώναζε:
-Παιδί, εσπερινός! Παιδί, παράκληση!
Και ο μικρός άφηνε το παιχνίδι του κι έτρεχε χαρούμενος να τον υπηρετήσει.
Συχνά τελούσε αγρυπνίες σε γιορτές ή σε μνήμες αγίων, κάτι πρωτόγνωρο για την εποχή εκείνη. Πάντοτε όμως τελούσε αγρυπνία στις 17 Μαρτίου, στη μνήμη του αγίου Αλεξίου, προστάτου της Αγίας Λαύρας.
Με ιδιαίτερη λαμπρότητα γιόρταζε το πανηγύρι της Νερατζιώτισσας στις 8 Σεπτεμβρίου. Από μέρες πριν προετοιμαζόταν. Με τη βοήθεια των πνευματικών του παιδιών ευτρέπιζαν το ναό και το γύρω χώρο. Πάντοτε καλούσε τον Μητροπολίτη, ο οποίος ερχόταν ανελλιπώς, γιατί εκτιμούσε βαθύτατα τον π. Αθανάσιο. Το μεσημέρι παρέθετε πλούσια τράπεζα. Χαιρόταν, ζούσε πραγματικά τη μεγάλη γιορτή της Παναγίας μας.
Στα πνευματικά του παιδιά έχει μείνει αξέχαστη η Μεγάλη Εβδομάδα. Ήταν πραγματικά το κάτι άλλο. Οι πιστοί τα περισσότερα τροπάρια τα έψελναν απέξω. Η προετοιμασία άρχιζε νωρίτερα. Διηγείται η κ. Ρ.Π:
«Όταν ερχόταν η Μ. Εβδομάδα με καλούσε και μου έλεγε:
-Παιδί, πρέπει να μαζέψουμε χρήματα για να πάρουμε λουλούδια κα ινα στολίσουμε τον Χριστούλη μας, να μην τον αφήσουμε παραπονεμένο.
Κι εγώ έκανα έρανο. Μαζεύονταν πολλά χρήματα. Μια φορά συγκέντρωσα 700 δρχ. (ποσό πολύ μεγάλο για κείνη την εποχή). Ο γέροντας είχε διπλή χαρά.
-Πω – πω παιδί! Θα στολίσουμε τον Χριστούλη μας και θα δώσουμε και στους φτωχούς».
Ο κ. Γ. αναθυμάται με συγκίνηση αυτές τις μέρες.
«Τη Μεγάλη Εβδομάδα και ο πιο σκληρός άνθρωπος αν ερχόταν στη Νερατζιώτισσα και έβλεπε τον π. Αθανάσιο, θα δάκρυζε. Όταν δε φτάναμε στη Μεγάλη Πέμπτη το βράδυ, κι έβγαινε απ’ το ιερό με τον Εσταυρωμένο, λέγοντας το «Σήμερον κρεμάται επί ξύλου», η φωνή του ράγιζε. Δεν το είπε ποτέ χωρίς να κλάψει. Και μαζί του έκλαιγε όλο το εκκλησίασμα. Όποιος δεν έζησε κοντά του εκείνες τις μέρες, δεν μπορεί να καταλάβει τι ήταν ο π. Αθανάσιος».
Αλλά τι να πει κανείς και για τη νύχτα της Αναστάσεως. Πριν απ’ όλα προέτρεπε τους χριστιανούς, να αφήσουν την άσχημη συνήθεια να φεύγουν «όπως ο Ιούδας» πριν το τέλος του πασχαλίου δείπνου. (Και πράγματι τα λόγια του επιδρούσαν. Η Νερατζιώτισσα δεν άδειαζε). Ανέβαινε στην εξέδρα, που υπάρχει ακόμα στη νότια πλευρά του ναού. Διάβαζε με έμφαση και έκδηλη χαρά το αναστάσιμο ευαγγέλιο και έψαλλε μαζί με όλο το λαό το «Χριστός Ανέστη». Στην κυριολεξία άλλαζε η μορφή του. Τόσο πολύ ζούσε το συγκλονιστικό αυτό γεγονός. Μια χρονιά ο γέροντας αρρώστησε, και ήλθε να τον βοηθήσει ο ιεροδιάκονος π. Α. από την Αγία Λαύρα. Έμεινε κατάπληκτος.
Τί ήταν αυτό που έζησα, έλεγε. Ήταν το καλύτερο Πάσχα στη ζωή μου. και το έζησα χάρη στην αρρώστια του γέροντα.

Από το βιβλίο: Ιερομόναχος Αθανάσιος Χαμακιώτης, 1891-1967. Του Αρχιμ. (και νυν Μητροπ. Αργολίδος) Νεκταρίου Αντωνοπούλου.
Εκδόσεις, Ακρίτας. Αθήναι 1998.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Θαυμαστά γεγονότα, Ιερές Ακολουθίες. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.